του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Η ερωτική ποιητική παραγωγή αλλά και η ερωτική λογοτεχνία γενικότερα μάλλον δεν βρίσκεται στα καλύτερά της. Η παγκοσμιοποίηση οδήγησε σε μια χιονοστιβάδα «ερωτικής λογοτεχνίας» που ισοπέδωσε τα αισθήματα, υποβάθμισε τον έρωτα και πιο πολύ τον φλεγόμενο, ασπαίροντα έρωτα. Η υπερβολή έριξε στο περιθώριο εκείνες τις λογοτεχνικές φωνές που εξυμνούσαν τον αισθησιασμό, τον πόθο, την ηδονή, τις λεπτές απολήξεις του πάθους. Αν η αγάπη είναι η ηρεμία, η αλληλεγγύη στο άλλο πρόσωπο, η δύναμη που προκύπτει από μια οικειοθελή ένωση ο έρωτας είναι η σκληρή επιθυμία που δεν περιμένει, ο πόθος αλλά και η ζήλια, η φαντασίωση, η εμμονή αλλά και ο φόβος και η απόρριψη, το σώμα μέσα στο σώμα αλλά και τα οδυνηρά αισθήματα που προκαλεί η απουσία του άλλου σώματος. Χιλιάδες λογοτεχνικά έργα στηρίχτηκαν στα πάθη του έρωτα, σε αυτά που ξεφεύγουν από το κανονικό που εξουσιάζουν τους ερωτευμένους. Σήμερα αν και γράφονται χιλιάδες ερωτικά ποιήματα δεν υπάρχει ένας Αγάθωνας ή μία Σαπφώ της σημερινής εποχής που να μπορεί να γράψει κάτι ανάλογο:
«…γιατί μόλις σε δω για μια στιγμή, δεν μπορώ πια να αρθρώσω λέξη: αλλά ή γλώσσα μου γίνεται κομμάτια και, κάτω από το δέρμα μου, γλιστράει απότομα μια λεπτή φωτιά: τα μάτια μου χάνουν το βλέμμα τους, τ’ αυτιά μου βουίζουν, ο ιδρώτας αυλακώνει το κορμί μου, ένα ρίγος με κυριεύει σύγκορμη· γίνομαι πιο χλωμή κι από τη χλόη και, λίγο ακόμη, θα ‘λεγα ότι πεθαίνω” .
Υπάρχουν όμως μερικές ποιήτριες και ποιητές που διακονούν αυτή την ποιητική του πόθου, των αισθήσεων και της απόγνωσης. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζω την Αλεξάνδρα Μπακονίκα και προσφάτως σε μια άλλη κατεύθυνση την Χαριτίνη Ξύδη.
Θυμάμαι την Αλεξάνδρα Μπακονίκα από τις πρώτες συλλογές της στη Διαγώνιο. Μου είχε κάνει εντύπωση η προσήλωσή της στη χαρά της ηδονής, στην λεπταίσθητη εξύμνηση των αισθήσεων, στο κορμί που παθιάζεται και εξαγνίζεται από την κοινωνική συνάφεια. Ήταν ίσως η πιο ερωτική ποιήτρια στο σύγχρονο ελληνικό ποιητικό χώρο, χωρίς κόμπλεξ να εξυμνεί τη σάρκα, τον έρωτα, την ηδονή και ό,τι πάθη σέρνουν αυτά μαζί τους.
Στην τελευταία της συλλογή «Ο κόσμος απροκάλυπτα» (Εντευκτήριο) παραμένει προσηλωμένη στα αγαπημένα της θέματα αλλά εμπεριέχει πια στους στίχους της και την εμπειρία, τη σοφία που αφήνει η κοινωνική συνθήκη. Η ποιήτρια σχολιάζει απέλπιδες έρωτες, μοναξιά που σκοτώνει, συμφέροντα που πλήττουν αδιακρίτως τις ψυχές και τις αγάπες, τα πάθη για εξουσία, την σκληρότητα, την απονιά, την θλίψη αλλά και τη λύπηση για τον εξευτελισμό που προκαλεί ο έρωτας, την μικροπρέπεια, την αλαζονεία, τον αισθησιασμό που αναδύει η μυρουδιά του πόθου, το παρανάλωμα και τη σαρκική αδυναμία, τη λαγνεία, την αποπλάνηση και την αδυναμία της αποπλάνησης, την θαλπωρή της αγκαλιάς και τον πόνο της έλλειψης της.
Η ποιητική της είναι λιτή, με λέξεις καίρια βαλμένες στη σειρά όπως πρέπει για να αποδώσουν όχι μόνον το νόημα αλλά κυρίως την αίσθηση που αφήνει το νόημα. Και αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο.
Από μια άλλη σκοπιά η Χαριτίνη Ξύδη στο βιβλίο της Λαϊκά και μπλουζ (εκδ. Μετρονόμος) δίνει ποιήματα μιας λαϊκής αισθαντικότητας. Ποιητικές ματιές στους φτωχούς και καταφρονημένους και παράλληλα ποιήματα – έρωτες σα λαϊκά τραγούδια ή όπως πολύ ωραία το εξηγεί η Χ.Ξ. «ακούω λαϊκά γιατί ανάβουν τα καντηλάκια στους νεκρούς μου». Και οι νεκροί της είναι πολλοί: παλιοί έρωτες, φίλοι, αλλά και πρόσωπα που δεν γνώρισε παρά μόνον μέσα από τα τραγούδια ή τα γραπτά τους.
Είναι πρόσωπα που για αυτήν αποτελούν μια πατρίδα, μια καταγωγή και τις δίνουν μια συνοχή με το σήμερα. Η τοπιογραφία της περιλαμβάνει ταράτσες, μπαρ, γήπεδα, λαϊκά μαγαζιά, το Βοξ, το Μοναστηράκι, την Βικτώρια, τη Σαλαμίνα, το Κερατσίνι…Η μουσική της είναι κυρίως ο Άκης Πάνου, η Καίτη Γκρέυ, ο Μητροπάνος, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Καζαντζίδης αλλά και οι Κινγκς, η Νίνα Σιμόν, ο Μπάουι. Μουσικές λαϊκές, κατανοητές και αγαπησιάρικες χωρίς χρόνο και συγκεκριμένο ακροατήριο.
Υπάρχει πολλή αγάπη, πολλή μοναξιά, απελπισία αλλά και απαντοχή, κατανόηση και γλύκα. Είναι στην ουσία τραγούδια για τον ερωτικό πόνο, την απόρριψη, την εγκατάλειψη, το ανεκπλήρωτο- αυτά που θρέψαν την τέχνη για χρόνια. Προσωπικά μού θυμίζουν τα ποιήματα του Θωμά Γκόρπα και του φίλου αείμνηστου Κώστα Ριτσώνη. Λιγόστιχα, με ένθετες μικρές φράσεις αποσταγμένης ποίησης, με διαλεχτές απλές λέξεις που παραπέμπουν καρφί σε μια εικόνα – αίσθηση – νόημα.