Της Κατερίνας Σχινά.
Δύσκολα συναντάει κανείς στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα συγγραφέα πιο έντιμη από την Ντόρις Λέσινγκ. Η εντιμότητά της υπήρξε φλογερή, τραχιά, αψίκορη. Η «αντισυμβατικότητα» είναι μια έννοια που επανέρχεται στα γραπτά, όσο και στη ζωή της: γεννημένη στο Κερμανσάχ της Περσίας το 1919, θα βρεθεί στα πέντε της στη Νότια Ροδεσία, θα εντυπωσιάσει τους δασκάλους της με την αντίληψη και την πρώιμη ωριμότητά της, αλλά, στα δεκαπέντε της, θα παρατήσει το σχολείο, αδυνατώντας να προσαρμοστεί σε ό, τι έχει χαρακτηρίσει «θεσμοποίηση της βλακείας»· θα παντρευτεί δύο φορές – στα δεκαεννιά, έναν άντρα που διάλεξαν οι γονείς της, από τον οποίο θα αποκτήσει δυο παιδιά και, οκτώ χρόνια αργότερα, έναν φλογερό κομμουνιστή που θα την μυήσει στον μαρξισμό, θα της χαρίσει ένα γιο, αλλά θα την απογοητεύσει πολύ γρήγορα· κι έτσι, στα τριάντα της, θα εγκαταλείψει τα πάντα (και τα δύο πρώτα της παιδιά), για να φτάσει στο Λονδίνο, ασυντρόφευτη, με τον μικρότερο γιο της αγκαλιά και μόνη αποσκευή της το χειρόγραφο του πρώτου της μυθιστορήματος· θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα και θα παραμείνει στις τάξεις του ως το 1956, θύμα κι αυτή της «μαζικής ψύχωσης» καθώς την ονομάζει, που είχε καταλάβει τους περισσότερους διανοούμενους της γενιάς της, κι όταν, τέλος, θα αποφασίσει την έξοδο δεν θα αρνηθεί ποτέ την πρωταρχική παρόρμηση που την τοποθέτησε στην αριστερά, και που δεν ήταν άλλη από την λαχτάρα της «να αναλάβει την ευθύνη του μέλλοντος». Θα δείξει απόλυτη αφοσίωση στο γράψιμο, αλλά για να συντηρήσει τον εαυτό της και το παιδί της θα κάνει όποια δουλειά βρεθεί, από νοσοκόμα και πωλήτρια, μέχρι τηλεφωνήτρια και στενογράφος. Θα αποκηρύξει τον γάμο, θέτοντας σαν στόχο «τον έρωτα και όχι την ασφάλεια»· και στο εμβληματικό βιβλίο της, το «Χρυσό σημειωματάριο» θα συμπυκνώσει τα πάντα – το πάθος, την πολιτική, την μητρότητα, την συγγραφή, τη δημιουργικότητα – σε σελίδες απόλυτης ειλικρίνειας και πληρότητας. Και θα παραμείνει, ως τα βαθιά της γεράματα, μια από τις ελάχιστες συγγραφείς που συνέλαβαν και αποτύπωσαν, έντονα, δραματικά, σχεδόν βίαια, το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στον 20ο αιώνα.
Ήδη από το πρώτο της βιβλίο, «Τραγουδάει το χορτάρι» (1950) η Λέσινγκ θέτει τα ζητήματα που θα σημαδέψουν το έργο της, σ’ όλη του την έκταση. Παρακολουθώντας και αναλύοντας, βήμα-βήμα, την πορεία της ζωής της λευκής νοτιοαφρικανής Μαίρης Τέρνερ, το μυθιστόρημα εξερευνά τον κλειστοφοβικό κόσμο της αποικιακής ροδεσιανής κοινωνίας, και αποτυπώνει με ανελέητη καθαρότητα τις καταπιεστικές κενοδοξίες και την ηθελημένη άγνοια των λευκών, τις φυλετικές εντάσεις, την απομόνωση και την ακατανοησία που καθιστούν τη ζωή αφόρητη για την τραγική ηρωίδα. Η ίδια εμπειρία, η ζωή στη Νότια Αφρική, αρδεύει και το μυθιστορηματικό κουϊντέτο της «Τα παιδιά της βίας» (δημοσιευμένο μεταξύ 1952 και 1969), όπου η συγγραφέας εξερευνά την ηθική, κοινωνική, πολιτική και αισθηματική αγωγή της ανήσυχης λευκής νοτιοαφρικανής Μάρθα Κουέστ, που η διαδρομή της είναι τόσο κοινή με εκείνη της Λέσινγκ. Αλλά κορυφαίο έργο της λογίζεται, ακόμη, το «Χρυσό σημειωματάριο», η πλατιά, πανοραμική θεώρηση της ζωής μιας γυναίκας που συμμετέχει έντονα στην εποχή μας. Συνδέοντας το προσωπικό με το πολιτικό, με τρόπο που δεν συναντάται συχνά στα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, το βιβλίο σημαδεύει την ανάδυση του σύγχρονου γυναικείου λόγου. Επιχειρώντας να διαχειριστεί τόσο τις ρωγμές της συνείδησης της ηρωίδας του, όσο και τις ρωγμές της αφηγηματικής δομής – που πολύ σύντομα επρόκειτο να γίνουν ο τόπος του μεταμοντέρνου μυθιστορήματος – το βιβλίο θεωρήθηκε φεμινιστικό, ενώ κάθε άλλο παρά στρατευμένο ήταν στη «γυναικεία υπόθεση» και, προ παντός, κάθε άλλο παρά «πολιτικώς ορθό». Οι αναγνώστριες χαιρέτισαν την αφήγηση της Λέσινγκ ως μια αυθεντική καταγραφή της εμπειρίας τους και υιοθέτησαν την Άννα, με τους απογοητευτικούς της άνδρες, την αβέβαιη πολιτική θέση και την μπλοκαρισμένη δημιουργικότητα, ως «αδελφή τους», μια ακόμη γυναίκα που διεκδικούσε πεισματικά την ταυτότητά της. Ζήτημα ερμηνείας, θα πει κανείς· ο καθένας διαβάζει με τον τρόπο του και σύμφωνα με τις ανάγκες του. Όμως, το φανατικό κοινό του «Σημειωματαρίου», τρεις, αν όχι τέσσερις γενιές γυναικών, ταύτισαν τόσο ηρωίδα και συγγραφέα, ώστε μετέτρεψαν και την ίδια την Λέσινγκ σε φεμινιστικό εικόνισμα, κάτι που η ίδια αρνήθηκε επί χρόνια πεισματικά, φτάνοντας μάλιστα να θεωρήσει την «θηλυκή της οδύσσεια» έργο αποτυχημένο, γιατί η πρόσληψή του έγινε με όρους που το ίδιο το κείμενο ποτέ δεν έθεσε. «Αυτό το μυθιστόρημα δεν ήθελε να είναι ο κράχτης της απελευθέρωσης των γυναικών, ούτε να χρησιμοποιηθεί στον πόλεμο των δύο φύλων», έγραψε στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του «Σημειωματαρίου» το 1971, έχοντας ήδη κατανοήσει ότι «οι βίαιες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές που ζούμε μετακινούν συθέμελα τον κόσμο προς ένα νέο μοντέλο» και ότι «την εποχή που αυτές οι μεταβολές θα έχουν συντελεστεί, οι στόχοι της απελευθέρωσης των γυναικών μπορεί να φαντάζουν πολύ μικροί και αλλόκοτοι. Αργότερα, δεν θα διστάσει να καταγγείλει τον φεμινισμό και τις ακρότητές του. «Δεν έχω τίποτα κοινό με τις φεμινίστριες· αντιθέτως με ενοχλεί η δυσκαμψία, η απολυτότητά τους», σχολίαζε το 1994. «Δεν τους περνάει καν από το μυαλό ότι μια γυναίκα μπορεί να αγαπά τους άνδρες ή να απολαμβάνει τη συντροφιά τους». Και η Λέσινγκ αγαπάει τους άνδρες. Δεν τους θεωρεί εξ ορισμού εγωιστές, ανώριμους, συναισθηματικά ακατέργαστους, αλλά συντρόφους και συνομιλητές.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η Λέσινγκ αφιέρωσε πολύ από το χρόνο της περιθάλποντας μια στρατιά από άστεγους και παραστρατημένους εφήβους, βοηθώντας τους να επανενταχθούν, δίνοντας στην μητρότητα ένα πολύ ευρύτερο περιεχόμενο. Επιστρέφοντας στο γράψιμο, τη δεκαετία του 70, θα ριχτεί σε ό, τι η ίδια περιγράφει ως «μυθοπλασία εσωτερικού χώρου», χρησιμοποιώντας μεταφυσικές εικασίες και φανταστικές κατασκευές για να εστιάσει με οξύτητα πάνω σε σύγχρονα ζητήματα – τον επιχειρησιακό κόσμο, τις σύγχρονες κυβερνήσεις, την νέα σεξουαλικότητα. Βιβλία όπως τα Briefing For a Descent into Hell (1971), The Memoirs of a Survivor (1974, στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τίτλο ‘Αναμνήσεις ενός επιζώντος’ σε μετάφραση Μαίρης Κιτσικοπούλου, από τις εκδόσεις ‘Καστανιώτη’) and Canopus in Argos: Archives (1979 έως 1983) είναι βαθιά επηρεασμένα από τον μυστικισμό των σούφι και επικεντρώνονται στους τρόπους με τους οποίους συνδέονται τα πεπρωμένα των ανθρώπων και των κοινωνιών. Αυτά τα ηθικά ενδιαφέροντα απηχούν τους συγγραφείς του 19ου αιώνα, τον Ντίκενς, την ΄Ελιοτ, τον Χάρντι, που διάβασε η Λέσινγκ παιδί· ταυτόχρονα, όμως, δηλώνουν την σταδιακή εγκατάλειψη του ορθολογισμού, την αναζήτηση μιας απάντησης στην μυστική εμπειρία. «Ας μη με εγκαλούν για νεοφανή θρησκευτικότητα», είχε δηλώσει η συγγραφέας, σχεδόν οργισμένη. «Ο ίδιος ο ορθολογισμός είναι σαν θρησκεία: οι επιθέσεις εναντίον του θεωρούνται σχεδόν βέβηλες. Όσο γερνάω βλέπω τον κόσμο όλο και λιγότερο πειστικό· έτσι καθώς μας προσπερνάει ορμητικά είναι ένα όνειρο, μια σκιά. Στ’ αλήθεια πιστεύω ότι υπάρχει και κάτι άλλο. Όμως αυτό που με ενδιαφέρει είναι πώς με το χρόνο καταρρέουν πεποιθήσεις και βεβαιότητες, έτσι που απομένεις με όλο και λιγότερη πίστη ή ενδιαφέρον για την ‘πολύτιμη’ προσωπικότητά σου».
Η Νόρις Λέσινγκ είχε αντιληφθεί πολύ νωρίς ότι η ανθρώπινη (και όχι μόνο η γυναικεία) προσωπικότητα οικοδομείται, ανατρέπεται, επανεπινοείται συνεχώς. Τα βιβλία της (μαζί και οι δύο συναρπαστικοί τόμοι της αυτοβιογραφίας της) είναι μια συγκλονιστική αποτύπωση αυτής της ακριβώς της διαδικασίας.