Ξένη Δ. Μπαλωτή.
Όταν πήρα το βιβλίο της Α.Ερντογάν στα χέρια μου, αυτό που με εντυπωσίασε δεν ήταν ο τίτλος του, μέρος της καταληκτικής στροφής από την «Γυμνοπαιδία Β΄- Μυκήνες» του Γιώργου Σεφέρη, αλλά η φωτογραφία της συγγραφέως.
Είναι τόσο σκληρή η ματιά της που λες ότι θέλει να προκαλέσει τον αναγνώστη, να ταυτιστεί μαζί της και τελικά να γίνει αυτό που γράφει ο ποιητής, «η ψυχή/ που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.»
Έξυπνη κίνηση, αλλά όχι επιτηδευμένη! Αυτό το σκληρό βλέμμα την συνοδεύει πάντα και παντού. Το διαπίστωσε και ο συντάκτης της εφημερίδας FAZ[1], όταν της πήρε συνέντευξη πριν λίγες ημέρες : «βλέμμα σταθερό, αδιάλλακτο…», έγραψε!
Βλέμμα που αποζητά την απάντηση στο ερώτημα της: «πόσο μπορεί να αντέξει κανείς την αλήθεια;» Ποια αλήθεια; Αυτή των βιωμένων εμπειριών της από τους αγώνες της για τις πανανθρώπινες αξίες που είναι η ελευθερία και η δικαιοσύνη, σε όλες τις εκφάνσεις τους και που καταπατούνται μέσα στην ίδια της χώρα της, την Τουρκία, τόσο εις βάρος του τουρκικού λαού, όσο και των Κούρδων, αλλά και των Αρμενίων.
Στα 23 μικρά κείμενα που περιλαμβάνονται σ’αυτό το βιβλίο και που χρονικά καλύπτουν την περίοδο από τον Απρίλιο του 2014 έως τον Αύγουστο του 2016, δηλ. τον μήνα που ακολούθησε το πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στην Τουρκία, αλλά και αυτόν της σύλληψης και φυλάκισης της Α.Ερντογάν χωρίς κανένα νομικό έρεισμα, επιβεβαιώνοντας τον τρόμο που προκαλεί κάθε καλή πέννα στην αυθαιρεσία της εξουσίας, η συγγραφέας καταγράφει μαρτυρίες που όταν ο αναγνώστης κλείσει το βιβλίο δεν μπορεί παρά να συμπεράνει πως κάθε αλήθεια που κρύβεται, κάθε εθνική υπεροχή που υπερτονίζεται, κάθε διάκριση εξουσιών που καταπατείται, δεν μπορεί παρά να γίνει μονόδρομος που θα καταλήξει «στον πάτο ενός τοίχου» και κάποιος από πάνω του θα σου φωνάξει «Μη σηκώνεις το κεφάλι σου!»
Την πρώτη φορά ενδέχεται να είναι ο προστάτης του, όμως τη δεύτερη θα είναι σίγουρα ο δεσμοφύλακάς του. Και τότε, ο καθένας θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ίδιο ηθικό δίλημμα που έχει και η συγγραφέας: να γίνει «συνένοχη στη δολοφονία των ανθρώπων, των λέξεων, δηλ. της αλήθειας» ή να συνεχίσει να ζει σε μία «γιγάντια φυλακή» από την οποία δεν βγαίνει ούτε όταν αποφυλακίζεται;
Και εδώ είναι που το βιβλίο κάνει την 2η έξυπνη κίνησή του: τα κείμενα της Α.Ερντογάν παρουσιάζονται σε χρονολογική αντιστροφή από την ημερομηνία της σύνταξης τους: από το νεώτερο (Αύγουστος 2016) προς το παλαιότερο (Απρίλιος 2014).
Ο αναγνώστης ξεκινά ενθυμούμενος το πραξικόπημα του 2016, αλλά όσο απομακρύνεται από αυτό ξεθωριάζουν και οι θύμησες από τα εκεί γεγονότα. Έτσι καταλήγει να διαβάζει μαρτυρίες, εντυπώσεις, αντιδράσεις που τις αποσυνδέει από την συγκεκριμένη χώρα, συνειδητοποιεί ότι και για κάποιους άλλους ανθρώπους αυτού του πλανήτη έχει ακούσει κάτι παρεμφερές και στο τέλος του υπενθυμίζεται ότι κατά κάποιον τρόπο όλοι «είμαστε ένοχοι» και εκρήγνυται!
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ήταν; Ποιος Άνθρωπος θα θεωρούσε ότι δεν τον αφορά ο πόνος της Τουρκάλας όταν της δίνουν ένα σακί κόκαλα γιατί «αυτό είναι το παιδί σου», ποιος πολίτης δεν θα αντιδρούσε εάν η ίδια η χώρα του τού ζητούσε «να φύγει από αυτά τα χώματα» γιατί έστω και κατ’έλάχιστο διαφώνησε με την κυβέρνησή του, ποιος δεν θα αναγνώριζε τον εαυτό του στην ανάγκη «να του πουν κάτι που θα του δώσει ελπίδα» για τον φυλακισμένο του; Πολλά τα «ποιος;», μία η απάντηση: όποιος νομίζει ότι η συγγραφέας επέλεξε με αλλότρια κριτήρια τους «ήρωες» της. Όμως, η Α.Ερντογάν μόνο τον κόσμο των τραυματικών βιωμάτων γνωρίζει.
Ο άλλος κόσμος, της ήρεμης καθημερινότητας, των απλών μικρών χαρών, είναι άγνωστος στην Α.Ερντογάν. Στην πραγματικότητα δεν τον συναναστράφηκε ποτέ, γιατί η χώρα της από το 1967 που γεννήθηκε έως και σήμερα, ελάχιστες περιόδους πολιτικής ηρεμίας έχει περάσει. Και καθώς έζησε μέσα σε μία πολιτικοποιημένη οικογένεια, η δική της ιστορία ταυτίστηκε με τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα της.
«Κανείς δεν κατάλαβε το φορτίο που κλήθηκα να σηκώσω. Αργά ή γρήγορα μέσα στην οικογένεια όλοι βρήκαν το δρόμο τους. Μόνο εγώ έμεινα να παλλινδρομώ ανάμεσα σε κάτι που ήθελα να ξεχάσω και σε αυτό για το οποίο έπρεπε να παλέψω», είπε σε μία συνέντευξη της στην εφημερίδα Le Monde.[2]
Και άρχισε να γράφει, από τα 10της. Άλλωστε, είχε αποδειχθεί ότι ήταν ένα διανοητικά χαρισματικό κορίτσι, σε μία κοινωνία όπου η γυναίκα έρχεται σε ύστερη μοίρα. Η μαθητεία της στο καλλίτερο κολέγιο της χώρας, η επιλογή της να σπουδάσει φυσική και πληροφορική και κυρίως η επιτυχία της, μόλις στα 24 χρόνια της να γίνει η πρώτη τουρκικής υπηκοότητας υπότροφος στο CERN, στο μεγαλύτερο κέντρο πυρηνικών ερευνών, καθιστούσε σαφές ότι θα ήταν αδύνατο στο αυταρχικό κράτος της να την υποτάξει σε μία «κραυγαλέα πατριδοκαπηλεία, …σε μία τρομακτική ασέβεια απέναντι στον ανθρώπινο πόνο…»
Και το bras de fer ξεκίνησε ανάμεσα στις αρχές που υπερασπιζόταν η Α.Ερντογάν και την κρατική βία, με συνέπεια τις απανωτές συλλήψεις και φυλακίσεις της. Εν τέλει, με την συνεχή ομηρία της αφού κάθε φορά που έρχεται η ώρα της τέλεσης της δίκης, η μία αναβολή διαδέχεται την άλλη.
Μπορεί, από τον Αύγουστο του 2016, η διαδικασία της γραφής να έγινε δυσκολότερη γι’αυτήν, έως του σημείου να τη διακόψει, «όταν δεν μπορώ αυτό που γράφω να είναι λογοτεχνία, καλλίτερα είναι να μην γράφω» είπε στην FAZ, ωστόσο δεν έπαψε να προβάλει το έργο της όχι ως προσωπικό επίτευγμα, αλλά ως κραυγή αγωνίας στο όνομα όλων: «…μην κάνετε το λάθος να περιορίσετε μόνο σε εμένα την αιχμαλωσία μου. Αφορά όλους όσοι δεν σκύβουν το κεφάλι.», είπε στην ίδια συνέντευξη.
Η Α.Ερντογάν είναι μία επαναστάτρια κατά το πρότυπα του Α.Καμύ: να εξεγείρεται ως αντίδραση στην αδικία που επιβάλλεται στον άνθρωπο γενικά, όχι ατομικά.
Η Α.Ερντογάν είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος, κατά το πρότυπο της ελευθερίας που ορίζει η Χάνα Άρεντ: ελευθερία και «επανάσταση» είναι ταυτόσημα χαρακτηριστικά κάθε νέου ανθρώπου που οφείλει να πάει τον πολιτισμό ένα βήμα μπροστά.
Όμως, αυτή η περπατησιά απαιτεί αίσθημα ευθύνης. Γι’αυτό και η Α. Ερντογάν όταν ο πόνος την καταβάλει και εκφράζει την ειλικρινή επιθυμία «να τα παρατήσω όλα, να αφιερωθώ στην λογοτεχνία…», τότε ανακρούει και λέει «δεν έχω αυτό το δικαίωμα.»
Και συνεχίζει να αγωνίζεται χωρίς να εγκαταλείπει το όνειρο της συγγραφής, γιατί «μία χιλιοειπωμένη λέξη αρπάζει καμιά φορά σαν ανεμοστρόβιλος τον άνθρωπο και τον κραδαίνει ανάμεσα σε ουρανό και γη» και τότε όλοι καταλαβαίνουμε ότι το βασικό σ’αυτή τη ζωή είναι, όπως έγραψε η Χ.Άρεντ, να μην πέσουμε στην παγίδα «της αποδοχής της ερήμου έτσι ώστε όχι μόνο να την αποδεχτούμε, αλλά και να μην αισθανθούμε πλέον την ανάγκη της όασης…»[3].
Τα κείμενα της Α.Ερντογάν είναι όαση αξιών.
Σημείωση : Καλεσμένη των εκδόσεων Ποταμός και του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών η πολυβραβευμένη στην Ευρώπη Ασλί Ερντογάν θα μιλήσει στις 9 Νοεμβρίου 2017 7μμ με θέμα: «H γραφή ως αντίσταση και ανάσταση».
info: Ασλί Ερντογάν «Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου», μετάφραση Άνθη Καρρά, εκδ. Ποταμός, 2017
[1] http://www.faz.net/aktuell/feuilleton/medien/schriftstellerin-asli-erdogan-im-gespraech-15243396-p2.html?printPagedArticle=true#pageIndex_1
[2] http://www.lemonde.fr/livres/article/2017/04/30/asli-erdogan-rien-ne-compensera-jamais-un-jour-de-prison_5120191_3260.html
[3] Χ.Άρεντ