της Όλγας Σελλά
Στα έργα του έβαζε πολλές όψεις της ζωής του. Είτε τόπους, είτε πρόσωπα, είτε όνειρα. Ο Σαμ Σέπαρντ (1943-2017) ήταν Αμερικανός ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος που άφησε έντονο αποτύπωμα με την κάθε ιδιότητά του. Ένα από τα έργα του που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ήταν υποψήφιο για βραβείο Πούλιτζερ, το «True West» (γραμμένο το 1980), παρουσιάζεται εδώ και λίγες μέρες στο θέατρο «Χώρα» σε σκηνοθεσία Έλενας Καρακούλη και είναι μία από τις φετινές παραγωγές του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ένα έργο που είχε πρωτοπαρουσιάσει στην Ελλάδα ο Τάκης Βουτέρης και η Αννίτα Δεκαβάλλα στο Θέατρο των Εξαρχείων, το 1996, με τον Στάθη Λιβαθινό και τον Μάνο Βακούση στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, ενώ η Αλεξάνδρα Παντελάκη -και σ’ εκείνην την παράσταση και στη σημερινή- παίζει τον ρόλο της μητέρας.
Είμαστε κάπου στο Λος Άντζελες, στην αυλή ενός σπιτιού με πολλά λουλούδια. Στον κήπο, (ωραίο, εύγλωττο και μαζί σύνθετο το σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη). Τα φερ φορζέ έπιπλα είναι γεμάτα από χαρτιά, σημειώσεις και μια γραφομηχανή, φυσικά, και ο Όστιν (Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης) προσπαθεί να γράψει, διακατεχόμενος από άγχος, εκνευρισμό, ψυχαναγκασμό και υπερδιέγερση. Σύντομα καταλαβαίνουμε ότι μένει στο σπίτι της μητέρας του, όσο εκείνη λείπει στην Αλάσκα, για να φροντίζει τα φυτά της. Και παραλλήλως γράφει αν και είναι φανερό ότι δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί. Κι όχι μόνο λόγω της ζέστης (κάθε τόσο βάζει το κεφάλι του στο ψυγείο για να δροσιστεί). Και τότε εμφανίζεται ο Λη (Νίκος Ψαρράς) ο αδελφός του, χαρακτηριστική περίπτωση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε: ρεμάλι. Είναι προκλητικός, ειρωνικός, αδιάκριτος, ανακατεύει τα χαρτιά του αδελφού, προκαλώντας του κρίσεις υστερίας. Είναι φανερό πώς νιώθει αποπαίδι, και κομπάζει αυτοτρολαριζόμενος για τις «επιτυχίες» του: «Έχω μπει εγώ σε γα@άτα σπίτια, κι ας μην έχω πάει στο κολέγιο», λέει για τις… αυτόκλητες επισκέψεις του σε σπίτια της περιοχής, από τα οποία «συλλέγει» διάφορες ηλεκτρικές συσκευές.
Ο Λη ζει όπου βρεθεί. Και συχνά στην έρημο. Όπως ο απών πατέρας τους (όπως ο πατέρας του Σέπαρντ, που ήταν βετεράνος της πολεμικής αεροπορίας και κατέληξε αλκοολικός, περιθωριακός και νομάς). Το τοπίο της ερήμου, για την οποία πολύ μιλάει ο Λη, και πολύ αγαπούσε ο Σέπαρντ, αποτυπώνεται και στο σκηνικό της παράστασης: κάπου έξω από το σπίτι, κάπου γύρω ή κάπου πιο μακριά είναι ένας τεράστιος κάκτος και δίπλα του ένας καουμπόι (ο μουσικός επί σκηνής Μίκης Παντελούς) παίζει τζαζ και σόουλ μελωδίες με κιθάρα και κάπου κάπου και μια φυσαρμόνικα.
Ο Λη πιέζει τον Όστιν να του περιγράψει τη δουλειά του κι εκείνος, πιστεύοντας ότι θα τον ξεφορτωθεί του λέει πώς γράφει ιστορίες για να γίνει ταινίες. Και κάπου εκεί, με σουρεαλιστικό τρόπο, (μέσα από το ψυγείο) εμφανίζεται ο Σολ (Νέστορας Κοψιδάς), ο παραγωγός των ταινιών με τον οποίο συνεργάζεται ο Όστιν. Ακούει τους κομπασμούς και τις ιστορίες που πουλάει ο Λη και… γοητεύεται από αυτές (ή από τον τρόπο που τις πλασάρει ή από αυτό που αποπνέει ο Λη). Και του παραγγέλνει να γράψει ένα σενάριο. Και ο μέχρι τότε σεναριογράφος, ο μικρός αδελφός, ο Όστιν, δακτυλογραφεί την ιστορία που του αφηγείται ο μεγάλος του αδελφός, ο Λη, που δεν ξέρει να γράψει (οπωσδήποτε όχι στη γραφομηχανή). Ο Λη φαντασιώνεται την επιτυχία, τα πλούτη και τη δόξα: «Ίσως μπορέσω να γίνω σαν εσένα. Ν’ αράζω και να με πληρώνουν», λέει στον Όστιν, και ο Σαμ Σέπαρντ αποτυπώνει σ’ αυτή τη φράση τη διάσταση που έχει σχηματιστεί για τη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία.
Σιγά σιγά ο ένας αδελφός μπαίνει στη θέση του άλλου. Ο Όστιν ζηλεύει λες την ελεύθερη από ωράρια, συμβάσεις και υποχρεώσεις ζωή του Λη, κι εκείνος θα ήθελε να έχει τη φήμη, το κύρος, την αναγνωρισιμότητα και την τακτοποιημένη ζωή του μικρού του αδελφού. Κι όταν οι ρόλοι αλλάζουν, και ο παραγωγός ζητάει το σενάριο από τον Λη, αποκαλύπτονται κι άλλες όψεις της αμερικανικής (ή της παγκόσμιας) καθημερινότητας: την επιτυχία και το κυνήγι της με κάθε μέσον, τους πλάγιους δρόμους για την κορυφή, το ρίξιμο, το άδειασμα του διπλανού, την αδιαφορία, τη σκοπιμότητα. Και σιγά σιγά, εκείνη η τεράστια ταμπέλα με ένα σωρό φωτάκια που δεσπόζει πάνω από το σπίτι και γράφει «True West» αρχίζει να γέρνει. Το άπιαστο όνειρο της μαγικής Δύσης, είναι σαθρό. Και το κυνήγι της ή ο αποκλεισμός από αυτό το όνειρο, μπορεί να απελευθερώσουν ένστικτα σκληρά, αποτρόπαια, αδίστακτα…
Όλο αυτό το διάστημα η σκιά της μητέρας τους, αχνοφαίνεται πίσω από τη τζαμαρία της αυλής, σαν φιγούρα διαρκούς παρουσίας ή ανάμνησης. Και η ανάμνηση του πατέρα εμφανίζεται διαρκώς στους διαλόγους των δύο αδελφών, και δεν είναι σαφές αν τον κατηγορούν ή τον θαυμάζουν. Το παρελθόν, που στοιχειώνει το παρόν, και θολώνει το μέλλον. Ή μπορεί να το απελευθερώσει. Μέσω της γραφής. Μ’ έναν δικό του τρόπο, πιο μποέμ, ο Σαμ Σέπαρντ θα μπορούσε να πει κανείς ότι πιάνει το νήμα εκεί απ’ όπου το άφησε ο Τενεσί Ουίλιαμς. «Οι Αμερικανοί όρισαν τον δραματουργικό χώρο του Σέπαρντ κάπου ανάμεσα στον Τενεσί Ουίλιαμς και τον Σάμιουελ Μπέκετ. Ίσως επειδή τα βασικά υλικά της δραματουργίας του είναι εντελώς αμερικάνικα, αλλά η καταστροφή τους είναι παγκόσμια, καταλήγει να μας αφορά όλους», έγραφε στο αποχαιρετιστήριο κείμενό του για τον Σαμ Σέπαρντ ο Αντώνης Τζαβάρας, τον Αύγουστο του 2017 στο «Βήμα».
Ο Σαμ Σέπαρντ με καθημερινούς διαλόγους και «απλοϊκό» στόρι καταφέρνει να ακτινογραφήσει την αμερικανική κοινωνία της εποχής του. Τις ανισότητες, τις διαφορές, τις φαντασιώσεις όσων δεν βρίσκονται στην πλευρά των προνομιούχων, τις ευκαιρίες του αμερικανικού ονείρου και τις διαψεύσεις του. Τις ιστορίες που είναι αληθινές και τις ιστορίες που μας αρέσει να ακούμε. Και το διαρκές όνειρο, όλων, είτε απολαμβάνουν τη ζωή είτε κοπιάζουν γι’ αυτήν, είναι η φυγή, η αλλαγή, η επιθυμία για «μέρη μαγικά».
Η Έλενα Καρακούλη φρόντισε να γνωρίσει πολύ καλά τον βίο, το έργο και τη διαδρομή του Σαμ Σέπαρντ πριν καταπιαστεί με αυτό το έργο. Κι έδωσε όλα τα επίπεδα αυτού του φαινομενικά απλού αλλά σύνθετου έργου, υπαινικτικά, αναδεικνύοντας το μαύρο χιούμορ του, τον σαρκασμό του, την απελπισία του, δίνοντας χώρο σε όλα, χωρίς να «υπογραμμίσει» βροντερά καμία πτυχή του. Αφήνοντας τον κάθε θεατή να περπατήσει στους δρόμους που ο καθένας επιλέγει μέσα στο έργο.
Ο Νίκος Ψαρράς έχει αποδείξει ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες στη σκηνή. Με την ίδια άνεση, σ’ αυτή την παράσταση έγινε, με τρόπο που έμοιαζε φυσικός, ο Λη: αυθάδης, προπέτης, προκλητικός, κατεδαφιστικός, ανταγωνιστικός, καταφερτζής. Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης απέδωσε θαυμάσια τον άνθρωπο που καταπίεζε τις επιθυμίες του, που είχε φορέσει ένα «κοστούμι» ζωής και δεν είχε αντιληφθεί ότι τον πνίγει. Κι όταν το κατάλαβε δεν μπόρεσε να ελέγξει τον «νέο» του εαυτό… Οι δυο τους δημιούργησαν ένα πολύ ωραίο πρωταγωνιστικό δίδυμο, δίνοντας ίσως μια πιο «ευρωπαϊκή» όψη στους χαρακτήρες που οικοδόμησαν (και ορθώς). Ο Νέστορας Κοψιδάς από την άλλη ήταν πιο «Αμερικάνος» και στην όψη και στην απόδοση του παραγωγού Σολ, δίνοντας όμως με χιούμορ αυτή την πλευρά. Η Αλεξάνδρα Παντελάκη ήταν η μητρική φιγούρα, η σιωπηλή αλλά ισχυρή, η πανταχού παρούσα, ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ. Θαυμάσια ιδέα η μουσική νότα με τον Μίκη Παντελούς.
Μια καλοστημένη και δουλεμένη παράσταση που μας χάρισε ένα γοητευτικό, σύνθετο και διαρκώς επίκαιρο κείμενο, με ωραίες ερμηνείες και ωραία σκηνικά ευρήματα.
info: Τα έργα του Σαμ Σέπαρντ που έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα είναι: «Θαμμένο παιδί» από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη, «Τρελός για έρωτα» από τον Αντώνη Αντωνίου και «Τρελοί για έρωτα» σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, με τη Ζωή Λάσκαρη, «Σοκ» από τον Γιώργο Μεσσάλα, «Φωνές» από τον Δημήτρη Οικονόμου (γραμμένο από τον Σαμ Σέπαρντ και τον Τζόζεφ Τζέκιν).
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση – Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία Έλενα Καρακούλη, Σκηνογράφος Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Ενδυματολόγος Εβελίνα Δαρζέντα, Μουσική Θοδωρής Οικονόμου, Κίνηση Φαίδρα Σούτου, Σχεδιασμός φωτισμών Νίκος Βλασόπουλος, Φωτογραφίες Πάτροκλος Σκαφίδας, Βοηθός σκηνοθέτη Ανθή Φουντά, Βοηθός σκηνογράφου Δήμητρα Σαρρή.
Παίζουν: Νίκος Ψαρράς, Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, Νέστορας Κοψιδάς, Αλεξάνδρα Παντελάκη
Μουσικός επί σκηνής Μίκης Παντελούς
Θέατρο «Χώρα» (Αμοργού 20, Κυψέλη).
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Τετάρτη στις 8μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 9μ.μ., Σάββατο στις 6.30μ.μ. και στις 9.15μ.μ. και Κυριακή στις 7μ.μ.