γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου
Εν αρχή ην η ποίηση
Στις αρχές του 2020, λίγο πριν την πανδημία και τον εγκλεισμό, βρήκα τυχαία την ποιητική συλλογή της Μαρίας Κοπανίτσα, Ίδρωσα να το πω (εκδ. Πόλις) που είχε εκδοθεί στην εκπνοή του 2019. Ό,τι υπήρχε γι’ αυτήν και το βιβλίο της στο διαδίκτυο ήταν μια σύντομη συνέντευξη που έδινε ορισμένες από τις συντεταγμένες του προσώπου Κοπανίτσα και της ποιητικής φωνής του βιβλίου. Τη συλλογή τη διάβασα πολλές φορές, τη δάνεισα σε φίλες/ους, την ξαναδιάβασα για να γράψω το κριτικό μου κείμενο στον Αναγνώστη (https://www.oanagnostis.gr/quot-idrosa-na-to-po-quot-tis-varvaras-royssoy/) όπου σημείωνα: «καταγράφεται μια αποσπασματική πραγματικότητα μεταξύ πραγματικού και φανταστικού στο φάσμα μονολόγου και διαλόγου, εσωτερικής διεργασίας και (εξωτερικής) διατύπωσης. […] η προφορικότητα είναι οφθαλμοφανής και διασώζει την αμεσότητα που τυπικά και καθ’ έξιν διέπει την επικοινωνία, ωστόσο, αυτή εμφανίζεται συχνά μετέωρη και συγκεχυμένη». Παρά την ομολογημένη αμηχανία απέναντι στην πρωτοτυπία των τρόπων είδα την ποίηση της Κοπανίτσα ως μεταιχμιακή γιατί με ώθησε στο να επαναπροσδιορίσω τη σημασία της ποιητικής έκφρασης του βιώματος θέτοντας υπό διερώτηση την εγκαθιδρυμένη διάσταση ανάμεσα στο βίωμα ως κειμενική καταγραφή με αμεσότητα και το βαθμό λογοτεχνικότητας του κειμένου.
Η επιμονή της Κοπανίτσα στον τρόπο αυτό της γραφής και στη δεύτερη συλλογή της Έπεσα στα τέσσερα (Πόλις, 2022) μου φάνηκε πλέον το ιδιαίτερο ατομικό της ύφος που είναι η επιμελημένη ατημελησία του ύφους έως και η αδιαφορία συνιστώντας έτσι ιδιαιτερότητα του ύφους, συγκρότηση ιδιοφωνίας. Για παράδειγμα, παρά το θεωρούμενο «χύδην» της ποιητικής γραφής της οι στίχοι είχαν λογική στη θέση, την παύση και τη δομή τους.
Το πέρασμα στην πεζογραφία. Το πεζό
ως ειδολογικός μετεωρισμός
Τα νύχια περλέ, τίτλος που εξιτάρει εξίσου με εκείνους των δυο ποιητικών συλλογών, αν και φαινομενικά απομακρύνει την βιωματικότητα, είναι προφανές ότι αφήνει ανοιχτά μια σειρά από ενδεχόμενα προκλητικά για την/τον αναγνώστρια/αναγνώστη.
Με τα νύχια περλέ η Κοπανίτσα εγκαταλείπει την ποίηση υπό την έννοια της ένστιχης ή πεζόμορφης κατάθεσης αφήνοντας πίσω της τους όποιους περιορισμούς έθετε η στιχούργηση τους οποίους εξάλλου διαρρήγνυε ή ακολουθούσε κατά το δοκούν. Μένει όμως πιστή στο, κατά μια έννοια, ακατάταχτο του είδους καθώς ακόμη κι αν τυπικά διαχωρίζουμε τα βιβλία της: ποιητικά τα δυο, στην ουσία τρία, πρώτα και πεζό το πρόσφατο. Εντούτοις φαίνεται όλα τα άλλα στοιχεία να συγκλίνουν σε μια εμπρόθετη ειδολογική υπέρβαση παρά την επιλεγμένη φόρμα καθώς το κύριο μέλημα είναι οι θεματικοί πυρήνες και οι τρόποι. Το τελευταίο από τα 11 κείμενα του βιβλίου που τιτλοφορείται «Και το σερβίρετε χωρίς πουρέ;» έχει υπότιτλο «Ερωτικό ποίημα (sort of). Τόσο μπορώ.» επιτείνοντας την αίσθηση ανοίγματος των ειδών αφού μάλιστα πρόκειται για ένα σπονδυλωτό κείμενο, το μεγαλύτερο του βιβλίου, αποτελούμενο από τιτλοφορημένες ενότητες, ορισμένες από τις οποίες παραπέμπουν σε ποιήματα με φόρμα που ανακαλεί το verset («στίχο-παράγραφο») ή ανάλογες μορφικές παραλλαγές, π.χ. «Το χάμστερ»: «Για να μην αισθάνομαι επιθυμία/και υποφέρω, μου είπαν ότι οι γέροι που δεν/εκδηλώθηκαν ποτέ στον έρωτα,/γελοιοποιούνται στα γεράματα. Να μου το λένε/σ’ εμένα/συγκεκριμένα;/ Όσο αλήθεια και να περιέχει αυτό το ρητό,/είναι πολύ απάνθρωπο./»
Δεν θα θεωρούσαμε λοιπόν, εύλογα, το νύχια περλέ απλώς μια συλλογή διηγημάτων αλλά αφηγημάτων αφήνοντας έτσι την ελευθερία που νομίζω η ίδια η συγγραφέας υποβάλλει.
ως θεματική γραμμή
Η Κοπανίτσα στήνει το πεζό της συνεχίζοντας την ισορροπία ανάμεσα στο ευχάριστο/κωμικό και το δυσάρεστο/δραματικό, ανάμεσα στο αβίαστο χαμόγελο ή το γέλιο και στη συγκίνηση. Η έκθεση μιας φωνής με την τόλμη της φυσικότητας κινείται ξανά στους σταθερούς θεματικούς άξονες με πρωτεύοντα αυτόν των οικογενειακών σχέσεων. Το οικογενειακό δέντρο της φωνής εκφοράς αποτελεί το υλικό των αφηγήσεων που ενώ ξεκινούν από ένα στοιχείο-περιστατικό ή τελοσπάντων άξονα διαχέονται εγκιβωτίζοντας άλλα στοιχεία/περιστατικά/αφηγήσεις δημιουργώντας μια δίνη που αμέσως παρασύρει την/τον αναγνώστρια/αναγνώστη. Το πρώτο αφήγημα «Η καταγωγή» επιτρέπει την ευθεία, ρητή, σύνδεση αφηγηματικής φωνής με τη συγγραφέα καθώς γίνεται λόγο για την καταγωγή αλλά κυρίως για τη σχέση με τον πατέρα: «…μου λέει ο πατέρας μου: «Δεν πάμε να δούμε τι είναι το Χάνι του Κοπανίτσα;[…] που και οι δυο μας το είχαμε ακούσει από την ίδια υπάλληλο της εφορίας.[…] Προέκυψε πως είναι απλή συνωνυμία, αν και ο πατέρας μου διατεινόταν πως τα κτήματα της περιοχής που είναι το Χάνι (παραμένει πάντα κλειστό) ανήκαν κάποτε στην οικογένειά μας […]». Η εντύπωση αυτοβιογράφησης και αυτοέκθεσης με το ίδιο νήμα όπως και στις δυο ποιητικές συλλογές εμφανίζεται και στα νύχια περλέ υπερτονισμένη αφήνοντας μια εντύπωση ελαφρότητας. Η αφηγηματική φωνή ταυτίζεται και ειρωνεύεται ταυτόχρονα τον εαυτό, τον κατασκευάζει με στοιχεία ελαφρότητας, με στοιχεία τρυφερής αντιμετώπισής του, με «σοβαρό σαρκασμό», ρευστοποιώντας ταυτοτικά και έμφυλα στερεότυπα. Έτσι, αγγίζει το camp καθώς φτάνοντας συχνά σε αφηγηματικές στροφές υπερβολής υπενθυμίζει ακριβώς την έννοια της κατασκευής του εαυτού
ως τρόποι
Η αναγνωστική ματιά με τριβή στο έργο της Κοπανίτσα βρίσκει στο πεζό της το μακρόστιχο της ποίησής της και την ποιητική ροή του λόγου της. Επιλέγει, αντί της (συχνά στερεοτυπικά θεωρούμενης) λυρικότητας ως χαμηλόφωνης ή του συνήθως πικρού σαρκασμού, το διαλυτικό χιούμορ και την αφτιασίδωτη ροή του λόγου ασυνεχή και συνειρμική, που εν μέρει μόνο ανακαλεί τη ροή συνείδησης εν μέρει συνιστά αξιοποίηση της τεχνικής του εγκιβωτισμού. Έτσι στο δεύτερο αφήγημα γύρω από τον άξονα «ιδιαίτερο μάθημα» πλέκονται διαφορετικές μικροιστορίες, χωρίς μάλιστα να ακολουθούνται οι αφηγηματικές συμβάσεις της πλοκής. Η γραφή υποκαθιστά την αδυναμία άρθρωσης του προφορικού λόγου επιστρέφοντας μακριά από τα αναγνωστικά μάτια στο εγώ αλλά τον επαναφέρει με τον τρόπο που εντέλει συγκροτείται: προφορικότητα, ελεγχόμενα ακατέργαστο και συνειρμικό, διασπασμένος αφηγηματικός χρόνος ως αντίστοιχο στην αυθορμησία της μνήμης.
ως -ακόμη μια φορά- πεδίο ερωτημάτων
Ο τίτλος νύχια περλέ θα μπορούσε, όπως ειπώθηκε, να συνδεθεί με την αισθητική του camp, οικεία στην queer λογοτεχνία.
Είναι λοιπόν ένα queer βιβλίο αυτό; Η Κοπανίτσα μένει και εδώ ως μη απόλυτα κατατάξιμη. Τα νύχια περλέ δεν κινούνται στο χώρο της εμφανώς queer εμπειρίας και ζωής.
Ωστόσο, η ρευστότητα της ερωτικής επιθυμίας με ρητές ομολογίες για ομοερωτικές σχέσεις της αφηγηματικής φωνής, η γενικότερη αίσθηση μιας διαφυγής από την κανονικοποιημένη ζωή όπου η επιτυχία ορίζεται ως σειριακότητα πρακτικών, σχέσεων και αντιλήψεων όπως και η διαφυγή από την τυπική αφηγηματική γραμμικότητα και η αφηγηματική ρευστότητα, η ιδιαίτερη χρονικότητα ως ιδιαίτερη βίωση του χρόνου, ως «χρόνος αλλιώς» μέσω συμβάντων, επαναλήψεων που δεν εξελίσσουν την αφήγηση στέκονται απέναντι στην «κλασική» αφήγηση υποβάλλοντας μια queer αισθητική.
Το μότο του βιβλίου (Ξύπνησα με μια σκληρή/οδυνηρή καύλα/σήμερα το πρωί, που δεν ήταν σεξ,/ήταν οργή) υποβάλλει την ταύτιση της ερωτικής επιθυμίας με μια γενικότερα αντιστασιακή πρόθεση και την «καύλα» όχι ως σεξ αλλά ως ορμή ζωής και αντίθεσης/αντίστασης με/σε επιβεβλημένους κανόνες. Η οργή δεν επανέρχεται στο βιβλίο ως τέτοια όμως όλες οι αναφορές/αφηγήσεις στο παρελθόν της αφηγηματικής φωνής, σε ένα μονίμως τονισμένο αστικό πλαίσιο, στήνονται πάνω σε ένα καταφανώς ειρωνικό πλέγμα με έντονο χιούμορ που υποκρύπτει την αντίθεση. H φωνή εκφοράς δηλαδή εκθέτει το out of line και αντιτίθεται με τη συμπεριφορά της στις προσδοκίες που διαμορφώνουν η οικογένεια και ο αστικός περίγυρος, στις κανονιστικές διαδρομές του επιτρεπτού και της κοινωνικής επιβεβαίωσης.
Η Κοπανίτσα εξάλλου επιχειρεί να αντιστρέψει την απόδοση της ευαλωτότητας των τραυμάτων και της οποιασδήποτε αποτυχίας —όπως ορίζει την αποτυχία το ετεροκανονικό φιλελεύθερο πλαίσιο— ως θλίψης, απόσυρσης στο εγώ και οδύνης.
Για μένα τελικά το νύχια περλέ (όπως και οι συλλογές) κάνει αυτό που πρόσφατα διάβασα σε μια συνέντευξη της Sara Ahmed όπου περιέχεται η φράση «to let loose»: να αφήνεσαι σε μια διαδικασία απελευθέρωσης των συναισθημάτων και των πολιτισμικών φραγμών πέρα από τις σταθερές που θέτουν κοινωνικοί κανόνες. Εν προκειμένω και λογοτεχνικοί.
Μαρία Κοπανίτσα, Νύχια περλέ, εκδ. ποταμός 2024