“Ίδρωσα να το πω” (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
844

της Βαρβάρας Ρούσσου

 

Δώδεκα συνθέσεις αποτελούν τη συλλογή της Μαρίας Κοπανίτσα με τίτλο Ίδρωσα να το πω. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για εκτεταμένα κυρίως ποιήματα μερικά από τα οποία υποδιαιρούνται σε αριθμημένα μέρη, άλλα με χαλαρή σύνδεση και άλλα ως ψηφίδες ενός επεισοδίου και γι’ αυτό προτίμησα την ονομασία συνθέσεις. Ο παράξενος τίτλος υπαινίσσεται την κοπιώδη και εναγώνια («ίδρωσα»), πιθανώς αποκαλυπτική, λεκτική άρθρωση («να το πω»). Τι ιδρώνει να πει η φωνή εκφοράς διαφαίνεται στο τέλος καθώς η συλλογή τελειώνει με τον τίτλο, ως αποκομμένο καταληκτήριο στίχο-αυτοσχόλιο, που έπεται της τραγουδιστής άρθρωσης της λέξης «πρόσωπο»: «…Ααα/ να πάλι η απορία που/απλώθηκε πάνω στο/πρό…σοπράνο φωναχτό/σω…μουντό/πό…απελπισία/ της (κυρίας Μακφέρσον).// Ίδρωσα να το πω./». Οι σκηνοθετικές οπερετικές οδηγίες οδηγούν στο πρόσωπο, όχι μόνον εκείνο της Μακφέρσον, αλλά το οποιοδήποτε κατακερματισμένο πρόσωπο του οποίου τη διάσπαση και πολλαπλότητα επιχειρεί να αποδώσει η Κοπανίτσα.

Το ζήτημα της έκθεσης ως επικοινωνίας και ως προβληματισμού επί της επικοινωνίας, η έκθεση δια της γραφής ως ψυχοθεραπευτική δραστηριότητα, η αποτύπωση επεισοδίων/σκηνών, που οδηγούν τελικά στην απορία περί επικοινωνίας, η αποσπασματικότητα των σχέσεων, η επιφάνεια και το βάθος τους, το λεκτό και ά-λεκτο, η αποκάλυψη και η απόκρυψη, η άρρηκτη σχέση παρόντος-στιγμής με το παρελθόν αποτελούν πλευρές της συλλογής.

Αποκαλυπτική η ποίηση της Κοπανίτσα (όπως νομίζω ότι θα διαφανεί παρακάτω) από τους πρώτους στίχους του βιβλίου στο «Με μια γλυκιά ελπίδα»: «Γυναίκες σαν κι εμένα/με τη δική μου ψυχολογική ένδεια/επενδύουμε σε κακοτράχαλες υπηρέτριες με μια γλυκιά ελπίδα./[…]  Με κοίταζε και μετά κοίταζε από την άλλη, και αυτό έγινε τουλάχιστον/15 φορές έως ότου αναγκάστηκα να σηκωθώ να φύγω. Νομίζω εκ των υστέρων/ότι με κοίταζε σε στιλ αϊντέεε. Δηλαδή, με ρωτάει ο Γιώργος, ερωτικά;/ Ναι, ρε, γιατί;/»

Οι παραπάνω στίχοι είναι ενδεικτικοί της ποιητικής της Κοπανίτσα. Αφενός καταγράφεται μια αποσπασματική πραγματικότητα μεταξύ πραγματικού και φανταστικού στο φάσμα μονολόγου και διαλόγου, εσωτερικής διεργασίας και (εξωτερικής) διατύπωσης. Το μονόλογο, σχεδόν παραληρηματικό, κάποτε εξομολογητικό στο αόρατο πρωτεϊκά μεταβαλλόμενο εσύ, κάποτε εσωτερικό, σε χώρους οικείας ξενότητας όπου το εντός του εαυτού και το εκτός δεν μπορούν να βρουν και πολλά σημεία τομής, τον διακόπτουν στιγμές ευθέος λόγου, συνήθως σε εισαγωγικά (στο στίχο Ναι, ρε, γιατί; χωρίς αυτά), που σηματοδοτούν ψήγματα πρακτικών διαλόγων ή ατελή επικοινωνία. Πάντως, η προφορικότητα είναι οφθαλμοφανής και διασώζει την αμεσότητα που τυπικά και καθ’ έξιν διέπει την επικοινωνία, ωστόσο, αυτή εμφανίζεται συχνά μετέωρη και συγκεχυμένη. Με έναν τρόπο η Κοπανίτσα με παραπέμπει στο καρυωτακικό «Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,/ χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε». Η πρόδηλη αφηγηματικότητα δημιουργεί επεισόδια σαν κινηματογραφικές σκηνές ή καλύτερα ταινίες μικρού μήκους, όπως το «Προφανώς είχε στεναχωρηθεί» ή το «Δεν αρκεί ένα σκέτο λουκάνικο». Στις δυο αυτές συνθέσεις, όπως και σε πολλά από τα ποιήματα του βιβλίου είναι έκτυπη η ειρωνική ματιά που αποδομεί καθημερινές σκηνές ενίοτε εκτρέποντάς τες από το σοβαρό, στο απορηματικό, στο σχεδόν κωμικό έως το βέβηλο, όπως στο 1. Από το «Αν μετράει το ρούχο». Και από το ίδιο στο 2: «Εγώ ονειρεύτηκα ότι φορούσα το δέρμα μιας κότας/μαζί με το κεφάλι της/ απαγγέλλοντας/ προσωπικές και άλλων τραγωδίες επάνω στη σκηνή/ του αρχαίου θεάτρου.». Ή όπως το 3 από την ίδια σύνθεση: «Στην αποκορύφωσή της η απογύμνωσή μου/ σώζεται από τον ποιητή Ο.Ε./ που μου γνέφει/ (ταξιδεύοντας στο παρελθόν από την Αίγινα στην Αθήνα)/όχι μόνο/ με τα σεντόνια που κουβαλάει στη βαλίτσα του/ αλλά ευτυχώς και με πετσέτες/αφού ως είθισται στην τελευταία πράξη του έργου με παίρνουν τα ζουμιά.// Τι υπερβολές και θεατρινισμοί.».

Αφετέρου το ποιητικό εγχείρημα υπογραμμίζει εμφατικά η ιδιόρρυθμη μορφολογική επιλογή με την πολλαπλότητά της που εκτείνεται από την πεζολογία έως το ομοιοκατάληκτο με ψήγματα μέτρου. Η μορφική ποικιλία εξυπηρετεί τη μίμηση προφορικού λόγου αλλάζοντας την ταχύτητα εκφοράς, εν προκειμένω την ανάγνωση, παρέχοντας δηλαδή αναγνωστική οδηγία. Στην πρώτη σύνθεση («Με μια γλυκιά ελπίδα»), όπως και σε επόμενες, μερικώς (τα 2 και 3 από τη σύνθεση «Μανούλα») ή ολοκληρωτικά, οι εξαιρετικά πολυσύλλαβοι στίχοι, εκλαμβάνονται ως πεζολογία. Ωστόσο η παύση/ τέλος του στίχου δεν φαίνεται τυχαία αλλά υπογραμμίζει το νοηματικό βάρος είτε με διασκελισμό είτε με ολοκλήρωση νοήματος: «Μετά από αυτό, μετά από αυτό ποιος ξέρει…/Οι λέξεις της μου έπεσαν βαριές. Λειτούργησαν σαν φράχτης στις αναστολές.». («Η μικρανιψιά»). Όπως φάνηκε από το «Η μικρανιψιά», και όπως είναι ορατό σε άλλες συνθέσεις, η ομοιοκαταληξία, προφανώς εμπρόθετη, δεν προσδίδει μόνο ρυθμικότητα αλλά επιτείνει και την ειρωνεία: π.χ. « “Τι ωραία γαλανά μάτια που έχετε κυρία Κοπανίτσα”, μου είπε η ασφαλίστρια, η κυρία Ζαβού,/ που εισέπραττε τα ασφάλιστρα σε διάφορα ραντεβού./ Ενώ πήγαινα αλλού…/». Και αλλού: «Ναι, βέβαια, αυτά τα θέματα (μαθηματικά και άλλα αισθηματικά)/ είναι πλέον καταχωρισμένα σαν απολιθώματα προϊστορικά/ όπως υπονόησε ο σερβιτόρος συγκαταβατικά./».

Παράλληλα, (ίσως εδώ να μπορούσαμε να δούμε τη γραφή με τη θεραπευτική/παραμυθητική της υπόσταση) η μητρική και η πατρική φιγούρα που επανέρχονται συχνά στις συνθέσεις δίνουν μια άλλη διάσταση στο βιβλίο: ψηφίδες ενός πολλαπλού υποκειμένου που αποκαλύπτει και παράλληλα συγκαλύπτει με μια σχετική κρυπτικότητα, τμήματα του βάθους του. Στην αίσθηση αυτή της αποκάλυψης ενός εσώτερου πυρήνα που ανοίγεται σε ένα συγκεχυμένο παρόν διάστικτο από αναμνήσεις και επεισόδια του παρελθόντος συμβάλλει η έκθεση αναμνήσεων, ερωτήματα, κρίσεις αποφάνσεις με αποδέκτη τον εαυτό (π.χ. «Πού βρισκόμαστε τώρα χρονικά;», Έτσι λειτουργώ στα τυφλά», «Ήμουν εκτεθειμένη σε τι;» κ.ά.), όλα ως εικόνες/σκηνές συνδεδεμένα συνειρμικά, κάτι που υποστηρίζει την κρυπτικότητα της συγκάλυψης. Το γυναικείο ερωτικό αντικείμενο παρόν σε διάφορες συνθέσεις αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο που μπορεί να ανάγεται στην αποκάλυψη του προσωπικού βάθους ενός πολυδιάστατου επαναστατημένου υποκειμένου σε αντίθεση με τον υποταγμένο περίγυρό του: «Όχι δεν είμαι/ καθώς πρέπει/ αλλά είμαι και δειλή…». Κι εδώ ας μην σπεύσει κανείς να κάνει λόγο για αυτοβιογράφηση, παρά την παρουσία του πρώτου ενικού και παρά την αναφορά του ονόματος της δημιουργού -Μαρία- και του επιθέτου -Κοπανίτσα-˙ είναι το λιγότερο που μας αφορά, ή καλύτερα καθόλου μιας και ούτως ή άλλως οι δώδεκα συνθέσεις εκκινούν από την ατομική περίσταση και ανοίγονται προς το γενικό.

Θεωρώ ότι το στίγμα των δώδεκα συνθέσεων αποδίδει συμπυκνωμένα η αρχή του πρώτου μέρος της σύνθεσης με τίτλο «Το οδήγημα του αυτοκινήτου είναι σαν τον έρωτα»: «Περνάνε πράγματα μπρος από τα μάτια μου/παρεμβαίνουν στις αισθήσεις μου ακουστικά/ οπτικά και τα λοιπά/ και σαν ζωγράφος τα αποτυπώνω/κρατώντας τις αποστάσεις μέσα από το παρμπρίζ, το τζάμι που κρατάω/μιλώντας μεταφορικά.»

Στο σημείο αυτό μπορούμε να σκεφτούμε τι το νέο που κομίζει στο ποιητικό τοπίο η Κοπανίτσα, η οποία σημειωτέον δεν δοκιμάζεται ως νέα αλλά ως ώριμη ηλικιακά ποιήτρια, που απ’ όσο φαίνεται και από τις προηγούμενες δημοσιεύσεις της, βασανίζει για καιρό τα ποιήματά της. Η γενικότερη προβληματική που διέπει τη συλλογή δεν διαφέρει από αυτήν άλλων σύγχρονων ποιητών αλλά ο τρόπος έχει την πρωτοτυπία του και παράγει μια ιδιόμορφη ένταση με αποτέλεσμα την ιδιοπροσωπία. Η μίμηση της προφορικότητας με φειδώ, συνδυαστικά με την αφηγηματικότητα που την υποστηρίζουν οι στιχουργικές επιλογές. Η αίσθηση της τυχαιότητας, που εντούτοις είναι επιμελημένη, άρα ακυρώνει το τυχαίο συνθετικά για να το ελέγξει όμως ως θεματικό στοιχείο στις συνειρμικά συνδεδεμένες εικόνες των ποιημάτων, η δημιουργία εντέλει μικρότερων και μεγαλύτερων κολλάζ, με το μοντάρισμα στίχων που φαίνονται προϊόντα συνειρμών απηχώντας τη διάσπαση αλλά και την αναγκαιότητα μιας οργανικότητας, η εξεγερμένη βούληση, η επιθυμία και η ανάμνηση στο χαοτικό σύμπαν της επικοινωνίας.

Νομίζω ότι η ποίηση της Κοπανίτσα κατάφερε να μας εκπλήξει με μια φαινομενική επίθεση. Είναι δηκτική, δεικτική και παραδειγματική εννοώ δηλαδή ότι ξεκινώντας από το ατομικό περιστατικό αναζητά να δείξει πως αυτό το περιστατικό αφορά (παραφράζοντας το γνωστό μπωντλαιρικό) τον « όμοιο υποκριτή αναγνώστη».

info: Μαρία Κοπανίτσα, Ίδρωσα να το πω, Πόλις 2019

Προηγούμενο άρθροΓια έναν δημοκρατικό διχασμό ανάμεσά μας (του Γιάννη Μπαλαμπανίδη)
Επόμενο άρθροΈφυγε η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ