Της Ελένης Χωρεάνθη.
Το κατορθωμένο συγγραφικό έργο του Ηλία Κεφάλα είναι πλούσιο και πολύπλευρο: ποίηση, πεζογραφία, μελέτες, δοκίμια, κριτικές, βιβλία για παιδιά (ποιήματα, διηγήματα, παραμύθια, θέατρο). Και «Ανθολόγιο Σύγχρονης ποίησης (1980 – 1989).
Στο πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο παρουσιάζεται, όχι μόνο προσγειωμένος, αλλά κυριολεκτικά ριζωμένος στη γενέτειρά του, σε μια μυστηριώδη κουκίδα στον γεωγραφικό χάρτη, στα Τρίκαλα, σημείο αναφοράς και σταθερό σημείο του κόσμου του. Είναι η πόλη του, ο αρχιμήδειος τόπος, η μήτρα που τον γέννησε, ακριβώς στη μέση της πατρίδας, πάνω από την καρδιά της.
Πρόκειται για την ανθρωπογεωγραφία του σπουδαίου Τρικαλινού συγγραφέα, μέσα από την οποία παρακολουθούμε τη ζωή του στο διάστημα των δύο πρώτων δεκαετιών της, από την πρώτη στιγμή που βγήκε από τα σπλάχνα της μητέρας του στο λιλιπούτειο χωριό Μέλιγος Τρικάλων, ίσαμε το τέλος της εφηβικής του ηλικίας (1951-1969).
Μέσα από την απλή, ρέουσα, αφοπλιστικά ειλικρινή, ευκρινή, άνετη αφήγηση, συναρθρώνει ένα ένα τα κομμάτια της ζωής του από τη γέννηση και τα στερημένα παιδικά χρόνια στον Μέλιγο, παραμένοντας ανυποχώρητα πιστός, προσκυνητής αυτής της ήρεμης γωνιάς μέσα στον απέραντο θεσσαλικό κάμπο. Αφηγείται τη ζωή του συναρτημένη με τη ζωή της γης και τους ανθρώπους της, σε όλα τα στάδια της προσωπικής του εξελικτικής πορείας προς την ενηλικίωση, βιολογικά και συγγραφικά, ίσαμε το τέλος της δεκαετίας του ’60. Το πρώτο, μάλλον, μέρος κάποιας «αυτοβιογραφικής τριλογίας».
Αφηγείται τη ζωή του όχι «σαν παραμύθι», δεν είναι παραμυθάς, ούτε νοσταλγός Οδυσσέας, που ξαναγυρίζει στην Ιθάκη φορτωμένος περιπέτειες. Ο Ηλίας Κεφάλας δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρα. Με αφετηρία πάντα τα Τρίκαλα έκανε το μακρύ ταξίδι στον κόσμο της μάθησης και της γνώσης και, γυρίζοντας στην αρχή του, πορεύεται στ’ απωθημένα τοπία της μνήμης, ξαναζεί σ’ εκείνα τα πονεμένα όσο και ειδυλλιακά χρόνια αποτυπώνοντας σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής, καταστάσεις, πρόσωπα και γεγονότα, σχεδιασμένα περίτεχνα με έντονες πινελιές από όλα τα γήινα χρώματα και τις αποχρώσεις του φαιού, του κυανού, του πράσινου, της ώχρας, του λευκού, του ερυθρού και του μαύρου, που απαθανατίζουν μιαν ηρωική εποποιία: ρυθμοί, φωνές πουλιών, ροές «υδάτων πολλών φωνηέντων» και σταγόνες πρωινής δρόσου, οσμές και γεύσεις. Συνθέτει μια εύοσμη, ιλαρή, μεγαλειώδη, πρισματική εικόνα της ιδιαίτερης πατρίδας και της δικής του πραγματικότητας, ενσωματωμένη σ’ εκείνη.
Δεν ωραιοποιεί, δεν προσποιείται, θεωρεί τα πάντα από περιωπής, σφαιρικά εστιάζοντας τη ματιά και την αίσθησή του στα επί μέρους, πρωτίστως. Δεν αφήνει τίποτα παραπονεμένο. Η αγαπητική ματιά και η πείρα, μετουσιωμένη σε πραγματικότητα και ποιότητα ζωής τον έκανε σοφό, ρεαλιστή και αθεράπευτα ερωτευμένο με το μικρό, το μέγα δικό του σύμπαν. Υμνεί ή ζωγραφεί ανεπιτήδευτα το κάθε τι με αγάπη, με στοργή και τρυφερότητα, χωρίς υποκριτική νοσταλγία. Γιατί, ουσιαστικά, δεν αποχωρίστηκε ποτέ τον τόπο του, το χώμα που από βρέφος το οσφράνθηκε κι ένιωσε υποστασιακά την άρρηκτη σχέση τους. Αυτή ακριβώς η σχέση αμοιβαιότητας με τη γη του καθιστά συμπαθητικά και αιτιολογεί ακόμα και τα πιο σκληρά συμβάντα ως απότοκα μιας οδυνηρά σκληρής πραγματικότητας στα πλαίσια της ανάγκης για επιβίωση. Ιδού ένα δείγμα:
«… ο παππούς θέριζε μόνος του ένα μακρινό χωράφι έξω από το χωριό. Η γιαγιά έγκυος στην ‘Τρίτη κοιλιά’ του πήγε φαγητό και νερό στο χωράφι. Η εγκυμοσύνη, ο δυνατός ήλιος του Ιουνίου, η κούραση της πεζοπορίας ή ό, τι άλλο έφταιγε την κακιά εκείνη ώρα εξουθένωσαν τη γιαγιά μου, η οποία απέβαλε μόλις έφτασε στην άκρη του χωραφιού. Δεν φώναξε καθόλου τον παππού, που θέριζε στην άλλη άκρη. Καθαρίστηκε μόνη της, δέθηκε, τύλιξε το νεκρό παιδί με κομμάτια από τα εσώρουχά της, το άφησε στην άκρη και με την καρδιά της πέτρα για να αντέχει τα χτυπήματα της μοίρας, πήγε να συναντήσει τον παππού μου στην άλλη άκρη του χωραφιού, όχι περπατώντας, αλλά θερίζοντας».
Περιγράφει το γεγονός ρεαλιστικά, λιτά, χωρίς περίτεχνες λογοτεχνικές εξάρσεις για να προκαλέσει συγκίνηση, αλλά συγκλονιστικά απλά, όπως θα έκανε ένα παιδί κι ένας απλοϊκός ηλικιωμένος, ανεπηρέαστος από ηθικούς κανόνες γιατί αυτό επιβάλλει η ανάγκη στην τραγική γυναίκα / λεχώνα κάτω από τη σκαιά επιστασία του συζύγου της, ο οποίος, παραδόξως, είναι γλυκός και στοργικός παππούς για τον συγγραφέα.
Αργότερα, το τοπίο αλλάζει. Τα άπιαστα όνειρα παίρνουν σάρκα και οστά. Η ζωή του, από το «αγροτικό σύνδρομο» περνάει σε μια άλλη πραγματικότητα, στη ζωή στην πόλη. Μαθητής Γυμνασίου στα Τρίκαλα, αρχίζει δειλά να γράφει συμπαθητικά ποιήματα, «λυρικά πρωτόλεια» που δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο προκαλώντας την προσοχή των καθηγητών, των συμμαθητών και του πατέρα του. Είναι σχεδόν «τρόφιμος» των βιβλιοπωλείων όπου έρχεται σ’ επαφή με τον Σολωμό. Από τον σοφό, κρυφό ποιητή, καθηγητή του διδάσκεται πώς να γράφει ποίηση, πώς να διακρίνει τη διαφορά στα διάφορα επίπεδα της φυσικής ομορφιάς. Όπως τις μεταπλάσεις του φεγγαριού και κυρίως «την καταπληκτική στιγμή που το πελώριο φεγγάρι σύρεται πάνω στη βουνοπλαγιά, χωρίς να θέλει να αποκολληθεί» από αυτήν. Τον συνεπαίρνει η ζωή της πόλης σε όλα τα επίπεδα και τις εκφάνσεις της. Ώριμος και κατασταλαγμένος πια περιγράφει με αγάπη ό, τι ξεχωριστό μένει ανέπαφο στη μνήμη του, δίνοντας πρωταρχική σημασία στο ποτάμι που διασχίζει, δίνει ξεχωριστή πνοή και ομορφιά στην πόλη και αποτελεί ατομικό στοιχείο της.
Οι φίλοι, οι πνευματικοί καθοδηγητές του, πρόσωπα σημαντικά που έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη ζωή και στη δημιουργική του πορεία στην τέχνη, τοπωνύμια, θέατρο, η πνευματική ζωή και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ο καρβουνιάρης που αγκομαχεί στις ράγες διασχίζοντας τον «κατακαημένο κάμπο» και οι «φυλακισμένοι που δεν αντέχουν «άλλο Πάσχα» πίσω από τα κάγκελα, όλα σε τούτη την υπέροχη αφήγηση έχουν τη θέση που, κατά την εκτίμηση του συγγραφέα, τους ανήκει.
Εισβάλλοντας στον θαυμαστό κόσμο των βιβλίων, συνειδητοποιεί «δειλά ότι ο δρόμος του μέλλοντός (του) θα περνούσε μέσα από την ποίηση». Στη ζωή της πόλης διακρίνει τη διαφορά των κοινωνικών στρωμάτων. Εκεί συντελούνται οι εσωτερικές διαδικασίες που θα διαμορφώσουν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του ως συγγραφέα. Από τον Κρυστάλλη και το τραγούδι του νεκρού αδερφού, εισέρχεται στον ευρύτερο κύκλο των ποιητών, ακούει τις ευεργετικές ριπές του «μεγάλου ανέμου με τα χιλιάδες φυλακισμένα μυστικά». Και ο μικρός πριν βοσκός λίγων προβάτων γίνεται έφηβος ποιητής, «τρώει το τριανταφυλλένιο χιόνι, τα άνθη της κυδωνιάς με τις ροζ και φούξια αποχρώσεις και προχωράει προς την κορυφή του δέντρου και ίσως και ψηλότερα». Ετοιμάζεται ο αισθαντικός ποιητής, ο γλυκύτατος συγγραφέας, ο έγκριτος κριτικός της λογοτεχνίας, ο ξεχωριστός δοκιμιογράφος.
Τελειώνοντας τη γοητευτική διαδρομή της μνήμης στα βιωμένα τοπία των είκοσι χρόνων της προσωπικής του περιπέτειας με όλες τις διακυμάνσεις, δικαιωμένος και καταξιωμένος λογοτεχνικά, εγκαθίσταται μόνιμα στη γενέθλια, ζωοδότρα «Γη της Επαγγελίας» του, στον Μέλιγο με σύμπασα την πνευματική του συγκομιδή για να συνεχίσει την προσφορά του στα Νεοελληνικά Γράμματα. Κάνει πυθαγόρεια την αυτοκριτική: “Πη παρέβην; Τι δ’ έρεξα; Τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη;» Πού παρέκλινα, τι έπραξα, και τι αναγκαίο δεν τελειώθηκε; Για να καταλήξει στο συγκλονιστικά απλό συμπέρασμα:
«Η ζωή μου ήταν μέτρια, φτωχή, ήσυχη, με αραιές και χαμηλές αναφλέξεις. Καλή ήταν. Κι αν δεν ήταν, δεν χωρούν παράπονα». Όσο για εκείνα «που συμβαίνουν μέσα μας και ραγίζουν την κάθε προσωπικότητα με τους υπόγειους κραδασμούς τους, αυτά δεν μεταφράζονται».
Τι άλλο να προσθέσει κανείς;
info: ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ: ΤΡΙΚΑΛΑ
-1951-1969-
Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Αθήνα 2014.