του Άριστου Τσιάρτα (*)
Ως ποιητής και πεζογράφος, ως ενεργός πολίτης, ο Χρίστος Χατζήπαπας συναναστρέφεται συνεχώς την ιστορία της Κύπρου. Επιμένει να ακουμπά σε διαστρεβλωμένες, συσκοτισμένες και αποσιωπημένες πτυχές της και να ενσωματώνει στη λογοτεχνία του στοιχεία από κοινούς συλλογικούς τόπους και εμπειρίες με ευρύτερο ιστορικό νόημα και βάρος. Το μυθιστόρημά του Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου (Γκοβόστης, 2019), το οποίο επανεκδίδεται 30 χρόνια μετά την αρχική έκδοσή του, δεν αποτελεί παρά μία ακόμα ψηφίδα σε ένα συνολικό έργο 50 χρόνων που αντλεί από τη μνήμη και την ιστορία του τόπου.
Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται ο Πέτρος, τραυματίας καθηλωμένος στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας μετά το πραξικόπημα και την εισβολή του 1974. Με νωπές ακόμα τις πληγές του πολέμου και του διαχωρισμού, αγγίζει τις αιτίες, τις στάσεις και τις αντιλήψεις που οδήγησαν στη μισαλλοδοξία, το διχασμό, το πραξικόπημα και την εισβολή. Ο σοβαρός τραυματισμός του, οι τεράστιες εσωτερικές, συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις του δεν αποτελούν μόνο παράγωγο ενός πολέμου. Σηματοδοτούν, επίσης, την οδυνηρή συνειδητοποίηση μιας πολλαπλά και μόνιμα πληγιασμένης ύπαρξης, που έχασε όλα τα σταθερά σημεία αναφοράς της. Καθώς, μάλιστα, ο Πέτρος αναρρώνει και ανακτά σταδιακά την όραση και την επαφή του με τον κόσμο, συνειδητοποιεί ότι οι συνέπειες του πολέμου παραμένουν ανυποχώρητες στην ψυχή, το σώμα και τη συνείδηση του. Αγωνιά να βρει ξανά τον προσανατολισμό του σ’ ένα κατακερματισμένο κόσμο, γεμάτο από πολλαπλά τραύματα, απώλειες και αβεβαιότητες.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η αφήγηση, μέσα από τη μνήμη και τον συνειρμό, μας μεταφέρει στα παιδικά χρόνια του Πέτρου και στην πορεία της ενηλικίωσής του στην Κερύνεια, στην οποία εργάζεται ως νεαρός δημόσιος υπάλληλος. Στη μικρή «καμοματούσα πόλη», λίγο πριν τον πόλεμο, έχοντας εξασφαλίσει τη μονιμότητα μιας δημοσιοϋπαλληλικής θέσης, ζει τους νεανικούς του έρωτες, περνά μια περίοδο ταξικής και ιδεολογικής επαγρύπνησης και ωρίμανσης και διασταυρώνεται με το διχαστικό κλίμα της εποχής.
Η Κερύνεια στο μυθιστόρημα του Χατζήπαπα είναι ένας χώρος διαμόρφωσης ταυτότητας, αλλά και προβολής και δοκιμασίας της ατομικής και κοινωνικής του μοίρας, η οποία συμπλέκεται με την πολιτική και την ιστορία του τόπου. Είναι τεράστιο το φορτίο των λεπτομερειών που κουβαλά η αφήγηση για την ιστορία της πόλης, την πολυμέρεια της τοπικής κοινωνίας, τους ανθρώπους, την τοπογραφία της. Η μικρή πόλη στα βόρεια του νησιού είναι ένας χώρος συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που δοκιμάστηκε έντονα σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας, άγχους και φόβου που, προϊόντος του χρόνου, άρχισε να κυκλώνει επικίνδυνα το νησί.
Η καθημερινότητα των ηρώων του είναι ο καμβάς στον οποίο στήνεται η μυθοπλασία του και το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό της περιόδου λίγο πριν το 1974. Η αδιέξοδη πορεία του τόπου διασταυρώνεται με τις ατομικές τους διαδρομές, δημιουργώντας τους μια μόνιμη υπαρξιακή κρίση: μια κρίση που εκβάλλει στο συλλογικό, ενώ την ίδια στιγμή αντλεί από αυτό την παθολογία της. Είναι τότε που η καυτή ύλη της ιστορίας εισβάλλει ορμητικά στις ζωές τους, με το βάρος της ύπαρξης να μοιράζεται ανάμεσα σε δύο αντιθετικούς πόλους: στον ένα βρίσκεται η ακατάλυτη δύναμη του έρωτα και της ζωής και στον άλλο η αναπόδραστη κίνηση του αλληλοσπαραγμού, της βίας, του πολέμου και του θανάτου.
Το φάσμα της βίας και της μισαλλοδοξίας ανατρέπει τις ζωές των ηρώων, οι οποίοι παραμένουν εν πολλοίς γαντζωμένοι σε μια πλασματική, όπως αποδείχτηκε, ανεμελιά και αμεριμνησία. Στις συνθήκες αυτές μοιάζουν με δραματικές υπάρξεις που σπαράσσονται από τις περιπέτειες του τόπου, ανήμποροι, απορημένοι και παραζαλισμένοι να παρακολουθήσουν, πολύ περισσότερο να συμβιβαστούν, με τη βίαιη επιτάχυνση της ιστορίας. Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος δεν υπήρξαν ήρωες αλλά θύματα του αλληλοσπαραγμού και του πολέμου. Ανεξάρτητα από την κοινωνική ή ιδεολογική τους ταυτότητα, έχουν αποκτήσει θυματική ταυτότητα, λόγω της διασταύρωσής τους με την ιστορία.
Εκείνο που ενδιαφέρει πρωταρχικά τον συγγραφέα δεν είναι να ανασυνθέσει χαρακτήρες σε σχέση μόνο με τα ειδικά γνωρίσματα της εποχής, αλλά να παρακολουθήσει στενά και την εσωτερική ζωή και τους συνειδησιακούς τους κραδασμούς. Η σημαντική αυτή ανθρωπολογική διάσταση της λογοτεχνίας του Χατζήπαπα προσδίδει διαχρονικότητα και βάθος στο έργο του, το οποίο υπερβαίνει τα όρια της κουλτούρας και της εποχής μέσα στην οποία γεννήθηκε. Πέρα δηλαδή από την πολιτική και ιδεολογική ερμηνεία μιας σκοτεινής εποχής, πέρα από την άμεση πρόσληψή της από τα πρόσωπα της μυθοπλασίας, η ιστορία στο έργο του Χατζήπαπα υποβάλλει ένα στοχασμό γύρω από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, λανθάνουσες πλευρές της οποίας έρχονται στην επιφάνεια σε οριακές συνθήκες που ονομάζουμε ιστορικές.
Σ ένα τέτοιο κλίμα οι απλοί άνθρωποι βρέθηκαν ανήμποροι να ανακόψουν μια ολέθρια πορεία που δεν την υπαγορεύαν μόνο το πολωτικό κλίμα της εποχής, αλλά και η αδυναμία των δύο κοινοτήτων του νησιού να σφυρηλατήσουν μια ταυτότητα κοινή και ισχυρότερη των όποιων διαφορών ή των μισαλλόδοξων κηρυγμάτων. Με αυτή την έννοια το βιβλίο του Χατζήπαπα εισάγει και ένα άλλο χρήσιμο, σύνθετο και διαρκώς επίκαιρο προβληματισμό: Στο μισαλλόδοξο και διχαστικό κλίμα πριν από το 1974 τον τόνο έδιναν οι πρωταγωνιστές της πόλωσης και της βίας. Όμως η κοινωνία της εποχής αποτελείτο και από απλούς και ανίσχυρους ανθρώπους, οι οποίοι, ενώ υφίσταντο τις ηθικές και υπαρξιακές συνέπειες μιας μισαλλόδοξης περιόδου, εντούτοις δεν τυφλώθηκαν από τα εθνικά και διχαστικά πάθη και τις δαιμονοποιήσεις. Υπέστησαν όμως τις παρενέργειες της ιστορίας. Η πολυφωνική αφήγηση του συγγραφέα φωτίζει τα διαφορετικά κίνητρα των χαρακτήρων αυτών, δείχνοντας έτσι το πολυφασματικό της ατομικής και ιστορικής ευθύνης, εγρήγορσης, αλήθειας και ηθικής. Αυτή η σύνδεση προσωπικής και συλλογικής ευθύνης γίνεται μακριά από απλουστεύσεις και γενικεύσεις, καθιστώντας το βιβλίο μια σύνθετη έκθεση πολύπλευρων και δυσερμήνευτων χαρακτήρων, που δεν είναι εύκολο ούτε να τους εκθειάσεις ούτε να τους καταδικάσεις, αλλά ούτε και να τους κατατάξεις στην πλευρά των νικητών ή των ηττημένων.
Το έργο του Χατζήπαπα έχει πολλές εστίες ενδιαφέροντος. Προφανής είναι η διασύνδεση της αφήγησης με θέματα ταμπού, όπως οι παραδοσιακοί οικογενειακοί και κοινωνικοί ρόλοι, η πατριαρχία, η ομοφυλοφιλία και οι σχέσεις που προκύπτουν από τη σύγκρουση των ατόμων με κοινωνικά προκαθορισμένους ρόλους. Η λογοτεχνική διαπραγμάτευση σχέσεων που βρίσκονται σ’ ένα σπιράλ διαρκούς έντασης ανάμεσα στην παράδοση, τους επιβεβλημένους κοινωνικούς ρόλους, την πατριαρχικά ιεραρχημένη οικογένεια και την κατακτημένη ανεξαρτησία και χειραφέτηση συμπυκνώνουν το πνεύμα, τις αντιλήψεις και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εποχής αμέσως μετά την κυπριακή ανεξαρτησία. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η ανάδειξη ζητημάτων όπως η ομοφυλόφιλη ταυτότητα που προβάλλεται ως μια ταυτότητα αποσιωπημένη, ενοχοποιημένη και περιθωριοποιημένη αυστηρά στη σφαίρα του ιδιωτικού.
Συστατικό στοιχείo της λογοτεχνίας του Χρίστου Χατζήπαπα αποτελεί η χρήση πολλαπλών τρόπων μετουσίωσης των λογοτεχνικών του ιδεών: η χρήση του φανταστικού, οι πυκνοί συνειρμοί της σκέψης και της μνήμης, η αλληγορία και η πολυσημία της γραφής αποτελούν σταθερή και διαχρονική παράμετρο στους καλλιτεχνικούς του τρόπους. Γιατί άραγε ένας πεζογράφος που πατά τόσο γερά στην κυπριακή ιστορία και κοινωνική πραγματικότητα, παλαιότερη και νεότερη, ενδιαφέρεται για τα στοιχεία αυτά; Αφενός, επειδή το φανταστικό και η αλληγορία επιτρέπουν στην αφήγηση να αποκτήσει μεγαλύτερη εσωτερικότητα, προσθέτοντας στα κείμενα βάθος πεδίου, και, αφετέρου, επειδή επιτρέπουν στον πεζογράφο να αντικρίζει τον κόσμο σύμφωνα με μια τάξη ποιητική. Εξάλλου ο Χατζήπαπας ενσωματώνει στο μυθιστόρημά του στοιχεία της ποιητικής του διαδρομής, είτε χρησιμοποιώντας εμβόλιμα στην αφήγηση ποιήματά του είτε χρησιμοποιώντας μεταφορές, σύμβολα, αρχέτυπα, τρόπους έκφρασης, με άλλα λόγια, που πιο πολύ από το να κατονομάζουν κάτι προτιμούν να το δηλώνουν πλαγίως.
Στο Χρώμα του γαλάζιου υάκινθου ο συγγραφέας πραγματεύεται και καταγράφει την κοινωνική, ηθική και πολιτική διάβρωση μιας εποχής, που οδήγησε στη μοιραία ώρα του πραξικοπήματος, της εισβολής, του πολέμου και του διαμελισμού της Κύπρου. Με τόνο προσωπικό και εσωτερικό, καθόλου όμως ατομικό και ιδιωτικό, μας δίνει μια καλοδουλεμένη και λογοτεχνικά προωθημένη έκφραση, που υπερβαίνει τον διανοητικό ορίζοντα της εποχής του. Κρίσιμες έννοιες με δραματικό φορτίο, συνώνυμες με την πρόσφατη κυπριακή ιστορία, όπως η ανεκτικότητα, η μισαλλοδοξία, η συνύπαρξη, η ρευστή και τεταμένη σχέση ταυτότητας – ετερότητας, η προσφυγιά, καθώς και η βία που ασκήθηκε από πολλούς και σε πολλαπλά επίπεδα, δοκιμάζονται σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Πρόκειται για κρίσιμα ζητήματα που σε μια εποχή που, όπως λέει ο συγγραφέας, «θωρούμε την κουφή (φίδι) τσιαί γυρεύκουμε τη κολοσυρμαθκιά (ίχνη)» ή όταν «η φωλιά του ερπετού είναι ακόμα μέσα μας», θέτουν δύσκολους και επίκαιρους προβληματισμούς που αναζητούν να βρουν απάντηση από τη συνείδηση όλων των Κυπρίων. Με την έννοια αυτή, το Χρώμα του γαλάζιου υάκινθου, ένα μυθιστόρημα σταθμός στη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία, αν και μιλά τόσο πολύ για το παρελθόν ανοίγει ένα διάλογο με το παρόν και το μέλλον του τόπου.
* Ο Άριστος Τσιάρτας είναι νομικός.
Χρίστος Χατζήπαππας
Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου
Γκοβόστης, 2019