της Πέλας Σουλτάτου
Το πρωτόλειο λογοτεχνικό έργο του Κώστα Κουτρουμπάκη δεν περνάει απαρατήρητο. Πρόκειται για ένα κομψοτέχνημα εντός και εκτός. Ο εκδοτικός οίκος Ενύπνιο φρόντισε ώστε η ψυχή του βιβλίου (ποιητικά πεζογραφήματα) να συνάδει με τη σάρκα του (έξοχο εξώφυλλο, λιλιπούτειο μέγεθος, προσεγμένη σελιδοποίηση).
Η αρμονία του μέσα και του έξω, η οποία αποκαλύπτεται ήδη από το σώμα του βιβλίου, συνιστά πυρηνικό στοιχείο του “Μαραγκού”.
Η πηγή από την οποία αρδεύεται ο συγγραφέας, το πρωτογενές υλικό του βιώματος, είναι εναρμονισμένη με την εκβολή, δηλαδή την αφήγηση. Ανασκάπτει την άπω έσω μνήμη των παιδικών χρόνων και μάλιστα σε εποχή παραθερισμού σε παραθαλάσσιο χωριό οπότε αναδύεται η ευωδία της νοσταλγίας, η γλυκύτητα της αθωότητας, η μελωδία από το “το κονσέρτο της αέναης θύμησης” όπως το διατυπώνει ο συγγραφέας.
Η Αμμουλιανή είναι ο ομφαλός του κόσμου, το εφαλτήριο, η επάνοδος και ο τερματικός σταθμός ενός αγοριού που ενηλικιώνεται κουβαλώντας σαν φυλαχτό το άδολο βλέμμα. Άραγε με ποιο τίμημα, αναρωτιέται κανένας διαβάζοντας τα δεκάξι μικροδιηγήματα σαν πολαρόιντ ενός ήδη μακρινού παρελθόντος μέσα στον πυκνό ιστορικό χρόνο των καιρών μας; Άραγε τι τίμημα έχει να διατηρείς εκείνο το χιτώνιο στον οφθαλμό το οποίο σου επιτρέπει την ανασκόπηση, την αναμόχλευση και τελικά την αποτύπωση της προσωπικής ανάμνησης χωρίς ίχνος κριτικής, πικρίας, μικρότητας;
Ο Κώστας Κουτρουμπάκης μ’ αυτό το βιβλίο μοιάζει με έναν μοναχικό χειροτέχνη που φτιάχνει βραχιόλια και χαϊμαλιά στον ισχνό ίσκιο από ένα αρμιρίκι. Αφαιρείται απ’ τα εγκόσμια, ώστε ούτε το λιοπύρι, ούτε η άπνοια τον ενοχλεί, βυθισμένος στην τέχνη του. Κι ύστερα, απλώνει την πραμάτεια του στον πάγκο, σεμνά και ταπεινά, σχεδόν αδιάφορος για το όποιο εμπόριο. Θα μας τα χάριζε τα βιβλία, αν μπορούσε, όπως θα μας χάριζε ο μποέμ καλλιτέχνης παρά θιν’ αλός τα δημιουργήματά του.
Η απαλή γενναιοδωρία της θέασης του συγγραφέα διαπνέει το έργο του απ’ άκρη σ’ άκρη. Με ανεπαίσθητες δαχτυλουργικές κινήσεις πλάθει έναν χωρόχρονο, αφορμάται από την υπαρκτή Αμμουλιανή για να μας εκτινάξει στις Αμμουλιανές του κόσμου, όλες και όλοι έχουμε τη δική μας πατρώα Εδέμ. Μονάχα που στον παράδεισο του Κουτρουμπάκη το φίδι απουσιάζει. Γιατί η λειτουργία της θυμικής μνήμης έχει δράσει προς τον εξαγνισμό από τα πάθη, έχει μεταπλάσει το ευτελές σε πολύτιμο, επικουρούμενη από μια υποδόρια μεγαλοψυχία.
Ο Κώστας Κουτρουμπάκης, δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση, διδάσκει δίχως κι ο ίδιος θαρρώ να έχει την πρόθεση, με χαμηλωμένο το βλέμμα και τη φωνή απαλή πώς να κοιτάμε πίσω, μέσα, μακριά.
“Τώρα βέβαια εγώ στη μαστορική μια ζωή αδέξιος” προλέγει στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή, μόνο για να διαψευστεί ο μαραγκός από τον ίδιο τον Πινόκιό του. Ο Πινόκιό, η ξύλινη μαριονέτα του Κώστα Κουτρουμπάκη, το βιβλίο που προέκυψε από τον κορμό του βίου του, είναι πολύ αληθινή κι ας λέει όμορφα ψέματα, όπως στα παραμύθια.