«Birthday»: Η λογοτεχνική δημιουργικότητα της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια (της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού)

0
575

 

της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού

                                                                                                   In memoriam

Η Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια (1940-2019) ως μέλος του διδακτικού προσωπικού του Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της έρευνας και της διδασκαλίας της κυρίως στο έργο του Άγγελου Σικελιανού, πλουτίζοντας την σχετική βιβλιογραφία με καινοτόμα βιβλία και πλήθος άρθρων.

Τις ημέρες αυτές, όμως, ένα χρόνο μετά την απόδρασή της από τον κόσμον ετούτο, από τον οποίον, όπως έλεγε η ίδια, δεν καταλάβαινε «τίποτα, απολύτως τίποτα», θα ήθελα να τιμήσω την μνήμη της όχι προβάλλοντας την επιστημονική συμβολή της ως νεοελληνίστριας αλλά φωτίζοντας την δημιουργική, λογοτεχνική ιδιότητά της, ιδιότητα που αποκάλυψε και καλλιέργησε με την έκδοση τριών συλλογών διηγημάτων (Κολοζαμέντε, 1984, β΄ έκδοση  1998∙ Αντιμάμαλο, 1987∙ Κατραπακιάν, 1995). Στις συλλογές αυτές περιλαμβάνονται πολλά έξοχα δημιουργήματα.   

Ρίτσα Φράγκου Κικίλια

Την φύση του λογοτεχνικού της έργου προσδιορίζουν, όπως είναι βέβαια φυσικό,  συγκεκριμένα στοιχεία του ψυχισμού και της προσωπικότητάς της. Πνεύμα ανήσυχο, εύστροφο, μυαλό ανοιχτό, ήθελε να μαθαίνει όλα όσα γίνονταν  γύρω της  και δεν ησύχαζε παρά μόνον όταν οι απαντήσεις που έπαιρνε φώτιζαν άπλετα το βάθος των πραγμάτων, οδηγώντας την ως την άκρη της αλήθειας. Γι’ αυτήν δεν υπήρχε τίποτε που να μην την ενδιαφέρει, να μην την αφορά με τρόπο άμεσο και προσωπικό.  Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να είναι διαρκώς μέσα στα πράγματα, να είναι πάντα μέσα στη ζωή, στη σφύζουσα σε διάφορους τομείς  πραγματικότητα. Με δυο λόγια, είχε ως άνθρωπος το χάρισμα ενός πηγαίου και γι’ αυτό αυθεντικού «ρεαλισμού».

Τα λογοτεχνήματα, λοιπόν, της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια έχουν όλα τα ανθρώπινα γνωρίσματα της δημιουργού τους. Με βιωματικό το προκειμενικό υλικό τους, είναι ρεαλιστικά σχεδόν κατ’ ανάγκην. Όπως και η ίδια η συγγραφέας, έτσι και τα διηγήματά της βρίσκονται διαρκώς μέσα στα πράγματα. Συγκεκριμένα:  (α) αναφέρονται σε εύκολα ανιχνεύσιμα υπαρκτά πρόσωπα, (β) καταγράφουν συνήθως πραγματικές γενικότερες καταστάσεις και συνθήκες ζωής,  (γ) έχουν ως σκηνικό υπαρκτούς και αναγνωρίσιμους τόπους και χώρους, όπως και ευθεία σχεδόν σύνδεση με τον ιστορικό χρόνο.

Ωστόσο, τα διηγήματα αυτά είναι ρεαλιστικά  κατ’ επίφασιν μόνο. Πρώτον, δεν διακρίνονται για κανένα από τα βασικά γνωρίσματα του κλασικού ρεαλισμού: Η συγγραφέας δεν αφηγείται τις ιστορίες της με μια ευθύγραμμη χρονικά εξιστόρηση των γεγονότων ούτε τα συνδέει οργανικά με σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος ή λογικής αλληλουχίας και συνάφειας. Αντίθετα, από τον ρεαλισμό χρησιμοποιεί ορισμένες γενικές τεχνικές, όπως είναι η  αφήγηση μιας στοιχειώδους ιστορίας,  η ύπαρξη μιας στοιχειώδους πλοκής, η ειρωνεία, η έκπληξη, στοιχεία με τα οποία «παίρνει» αμέσως επαφή με τον αναγνώστη και τον κερδίζει. Και δεύτερον, τα διηγήματά της υπονομεύουν, και μάλιστα  καίρια, το ρεαλιστικό πρότυπο. Γιατί  η συγγραφέας αξιοποιεί στο έπακρο όλα τα τεχνάσματα που από τον μοντερνισμό και τις πρωτοπορίες του περασμένου αιώνα έχουν προστεθεί στην παρακαταθήκη της τέχνης του αφηγείσθαι. Έτσι έχουμε διαπλοκή των χρονικών επιπέδων αλλά και συμπαράθεση στο ίδιο κείμενο γεγονότων, προσώπων, καταστάσεων διαφορετικών που απέχουν χρονικά, τοπικά ή λογικά, και τα οποία ανακαλούνται αυτομάτως και συνειρμικά με βάση σχέσεις ομοιότητας και αναλογίας, τεχνικές που μαζί με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, την πεζότητα και την προφορικότητα του λόγου  προσδίδουν στα διηγήματα κάτι το έντονα παράδοξο.  

Η γραφή  της, πότε με την προσφυγή στην διακειμενικότητα, όχι  όμως με την κλασική μορφή της πηγής, της μίμησης ή και της παρωδίας, αλλά με τον διαρκή διάλογο του κειμένου της με πολλά άλλα και πάσης φύσεως «κείμενα» που εξακτινώνονται προς κάθε κατεύθυνση στον χώρο και τον χρόνο – ακόμη και με κείμενα μουσικά που συνήθως δεν κατονομάζει – και πότε με μια λανθάνουσα ποιητικότητα και μια διαρκώς παρούσα ρυθμικότητα, της δίνει την δυνατότητα να κρατάει λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην αυθεντικότητα της κατάθεσής της και την πλασματικότητα του δημιουργήματός της. Και αυτό ακριβώς πιστεύω πως αποτελεί το πραγματικά προσωπικό γνώρισμα και την ιδιομορφία του λογοτεχνικού έργου της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια.  Το αέναο παιχνίδι ή και ο αγώνας με την γλώσσα, η διαρκής ικανότητα του κειμένου να αναδιπλώνεται τελικά στον εαυτό του, η αυτο-αναφορικότητά του, υπογραμμίζουν την  πλασματικότητα του κειμενικού κόσμου και δείχνουν συχνά με τρόπο ειρωνικό ή πικρό  την απόσταση ανάμεσα  στον κόσμο όπως είναι και  σ’ αυτόν που η συγγραφέας  έχει δημιουργήσει. Συγχρόνως όμως αποκαλύπτουν και μια ικανότητα που χαρακτηρίζει συνήθως τους ποιητές, την δύναμη δηλαδή να αναδημιουργούν την πραγματικότητα, τροποποιώντας την προς την δική τους κατεύθυνση.

Το ανέκδοτο ως τώρα διήγημά της «Birthday» που δημοσιεύεται εδώ  αποτελεί, πιστεύω, αντιπροσωπευτικό δείγμα της λογοτεχνικής δημιουργίας της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια καθώς εμπεριέχει όλα τα ειδοποιά γνωρίσματα της τέχνης, του ύφους και της γραφής της.

 

Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια

Birthday

Πάντα μου άρεσαν οι Παλιάτσοι. Φυσικά και εννοώ του Λεονκαβάλο. Σκέφτομαι από την ώρα που ξύπνησα σε ποιο σημείο του διηγήματος να χώσω το άσχετο. Αυτό που βάζω κάθε φορά, ντε, κι ο κόσμος μου λέει: «Αυτό τώρα τί το ήθελες; Τί σχέση έχει με το όλο διήγημα;» Η απάντηση είναι μία: «Όποιος ξέρει κι όποιος καταλαβαίνει». Και κανένας να μην έχει κόμπλεξ. Δεν τα ξέρουμε όλα και δεν τα καταλαβαίνουμε όλα. Ιδίως εγώ. Τίποτα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και όταν λέω τίποτα εννοώ απολύτως. Απολύτως τίποτα. Αφού λοιπόν δεν καταλαβαίνω τίποτα γιατί γράφω; Για να μην πηδήξω απ’ το μπαλκόνι. Κι επειδή αν πηδήξω απ’ το δικό μου μπαλκόνι (πάλι μ’ έπιασε πρωί-πρωί αυτός ο οίστρος που μου ανακατώνει τα σωθικά και δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο παρά να καίω το φαγητό κι επειδή αύριο είναι τα γενέθλια της Λένας – εσένα τί σε νοιάζει τα πόσα κλείνει, σε ρώτησε κανένας; Όχι, αλλά επειδή πολλοί ρωτάνε τελευταία για τη Λένα, έτσι στο άνετο, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, μεταξύ σφύρας και άκμονος, μεταξύ Ταμέσεως και Αλιάκμονος, μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ συνευρέσεως και ονειρώξεως. Για τη Λένα τα ξέρουν όλα, γιατί ξαναρωτάνε; Και μπαργούμαν ήτανε, και σε καμπαρέ κονσοματρίς δούλευε, κι ένα φεγγάρι τροτέζα στη Συγγρού έκανε αλλά την πλάκωσαν οι γκέι και οι τραβεστί στο ξύλο, την ψόφησαν στη φάπα, μέχρι που δεν ήξερε να μιλάει και να γράφει της φώναζαν, τρελή την έβγαλαν και τη Συγγρού δεν την ξαναπερπάτησε με τί άλλωστε guts; Πού ήταν οι άλλες επαγγελματίες να τη στηρίξουν; Όλες κοιτάζαν να τη ρίξουν. Είσαι η πιο καλή μας φίλη, μα της φάγαν το σταφύλι, κι είσαι η ζωή μας όλη, πήραν και το πορτοφόλι. Τώρα, επειδή το σκουλήκι είναι σκουλήκι, το καθήκι  είναι καθήκι και όλα γνωστά τα συμπαρομαρτούντα, αν θα ξαναπάει η περί ης ο λόγος να δουλέψει στη Συγγρού,  αυτό θα εξαρτηθεί από την ίδια τη Συγγρού. Αν καλοστρωθεί ο δρόμος, αν κάτσουν φρόνιμα οι άλλες πουτάνες… Κι επειδή, εδώ που τα λέμε, ποιος θα ψαρέψει στη Συγγρού ή και στη Σόλωνος  – κι εκεί έχει κατάστημα – παρά μόνο οι διεστραμμένοι, πρέπει η εν λόγω κυρία να συμμορφωθεί αν θέλει να βγάλει κάνα φράγκο, και να φορέσει τα στενά, τα μαύρα, τα πέτσινα, να πάρει το μαστίγιο στο χέρι και ν’ αρχίσει να βαράει αβέρτα, εδώ που τα λέμε αν αξίζει τον κόπο δηλαδή, όχι δρυός πεσούσης, ποιος καταδέχεται;…) αν λοιπόν πηδήξω απ’ το δικό μου μπαλκόνι, δεν θα πάθω τίποτα γιατί δεν είναι και ιδιαίτερα ψηλό, από κάποιου φίλου το μπαλκόνι να πάω να πηδήξω και να του φέρω τα μέσα έξω, να τρελαίνεται; Αυτό είναι τελικά η λογοτεχνία, να σηκώνεσαι πρωί – πρωί με τα μάτια μισάνοιχτα και πρησμένα και να φτιάχνεις καφέ (μη μου μιλάς για τσιγάρο) κι αντί να γράφεις το δοκίμιό σου περί του πρακτέου, περί αθανασίας της ψυχής και περί διαγραμμάτου, να κάθεσαι εκεί να βασανίζεσαι και να πονάει η καρδιά σου να γράφεις τόσα ψέματα για τη Λένα (που είναι καλό κορίτσι και έχει τελειώσει τις καλόγριες, που ξέρει γαλλικά και σηκώνεται τα ξημερώματα, νίβεται καλά-καλά, κάνει την προσευχή της και πλακώνεται: πρωϊνό, πιάτα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα, η βεράντα «πάλι έπεσαν φύλλα», «Φθινόπωρο είναι, βρε Λενάκι, πέφτουν τα φύλλα, όπως λέει και κείνο το αγαπημένο παραμύθι, ράψ’ τα να μην πέσουν ποτέ».  Πώς δηλαδή δεν πέφτουν τα μούτρα μερικών με τίποτα; Πώς τους φτύνουν και ρωτάνε αν βρέχει; Και η Λένα τί τα θέλει τόσα λουλούδια;)

Η Λένα είναι διπλή προσωπικότητα. Εγώ δηλαδή τι είμαι; Μονή; Κι η Θεώνη τί είναι; Κι η Μέλπη τί είναι; Κι η Κατερίνα τί είναι; Κι η Μαρία; Εγώ δηλαδή  βέβαια ουδέποτε σκούπισα, συγύρισα και μαγείρεψα. Ίσως γι’ αυτό κι ο Θεός έριξε φωτιά και μ’ έκαψε. Ολοσχερώς. Και για πάντα.

Τώρα λοιπόν τελείωσε το θέατρο το εν θεάτρω μου. Τί διάολο; Μόνον ο Ντάριο Φο  θα το κάνει; Όμως τί είναι το ψέμα; Το ψέμα σε βοηθάει να σκέφτεσαι, γιατί για να το σκεπάσεις πρέπει να βρεις άλλο ψέμα και για να το σκεπάσεις το άλλο ψέμα πρέπει να βρεις άλλο ψέμα, οξύνεται δηλαδή το μυαλό, αλλά όμως και το μυαλό και το μολύβι όπου θέλει σε πάει. Είκοσι μέρες τώρα προσπαθώ να γράψω ένα άρθρο για τον Εμπειρίκο και έχω γράψει είκοσι διηγήματα. Αυτό κι αν είναι σουρεαλισμός, σεισμός, λιμός και καταποντισμός.

Έλεγα λοιπόν πως όταν είναι να γράψεις, κάτι ανακατώνει τα σωθικά σου, τρελαίνεσαι γιατί ξέρεις πως σού ’ρθε κάτι που πριν από μισό δευτερόλεπτο δεν το φαντάστηκες, νομίζεις πως θες ν’ ακούσεις μουσική, να χορέψεις, να στροβιλιστείς, να μπεις σ’ έναν ίλιγγο αέναο, ένα βέρτιγκο που το μόνο που βλέπεις γύρω σου είναι οι λέξεις. Κι άντε τώρα, να χωθείς μέσα τους και να διαλέξεις…  (*)

(*) Ολίγα πραγματολογικά: Βασικό αν και καμουφλαρισμένο μέσα σε παρενθέσεις θέμα του διηγήματος  αποτελούν τα γεγονότα κατά την διαδικασία κρίσης στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών για εκλογή στην βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή σε θέση του Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας. Την διαδικασία αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1996 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη ακύρωσε η ίδια η υποψήφια, αποσύροντας την υποψηφιότητά της, αφού προηγουμένως είχε αποδείξει με την κριτική που είχε το δικαίωμα να ασκήσει ότι η εισήγηση των δύο εκ των τριών εισηγητών ήταν κείμενο που όχι μόνο δεν εξασφάλιζε αντικειμενικές συνθήκες κρίσης αλλά, αντίθετα, με τις συστηματικές αποσιωπήσεις προσόντων, την σοφιστικού τύπου λογική και τις συστηματικές επίσης ανακρίβειες που το χαρακτήριζαν, δημιουργούσε τον κίνδυνο παραπλάνησης του εκλεκτορικού σώματος.

****

Μπορεί λοιπόν να υποστηρίξει κανείς πως κατ’ αναλογία προς το λογοτεχνικό γένος «πανεπιστημιακό μυθιστόρημα» (campus novel) το «Birthday» ανήκει στο λογοτεχνικό είδος «πανεπιστημιακό διήγημα» (campus-short story), καθώς εκτός από το υποδηλούμενο θέμα του διαθέτει και βασικά για το είδος χαρακτηριστικά, όπως είναι η σάτιρα, η ειρωνεία, οι έκδηλες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΓια την αγάπη των ζώων και των… τεράτων (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΣτα δύσκολα μονοπάτια της μνήμης και της ιστορίας (του Άριστου Τσιάρτα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ