Ροκ, Λογοτεχνία και J.D.Salinger (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

0
580

 

 

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

 

Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η σχέση; Υπάρχει άραγε ροκ λογοτεχνία ή απλώς λογοτεχνία επηρεασμένη από την ροκ;

H ροκ βρέθηκε πολλές φορές στο θεματικό επίκεντρο της λογοτεχνίας. Ένα μυθιστόρημα ή μια ποιητική σύνθεση που έχει χαρακτήρες ροκ, μέλη συγκροτημάτων ή και φίλων της ροκ, που ζουν με τις μουσικές τους και θα ενστερνίζονται έναν ροκ τρόπο ζωής. Π.χ. τα βιβλία του Νικ Χόρνμπυ (Η Τζούλιετ γυμνή, High fidelity). Η θεματική αυτή επέφερε ορισμένες  αλλαγές στο ύφος και το στυλ στον λογοτεχνικό λόγο.  Έτσι κι αλλιώς η  λογοτεχνία μεταπολεμικά είχε μπει ήδη στην περίοδο της πρόκλησης να ακολουθήσει τον ρυθμό της εποχής. Το χάος, η σπατάλη συναισθημάτων, ο θόρυβος, οι χαμένοι ήρωες, αφελείς πολλές φορές, οι τεχνικές αναπαραγωγές, η απομάκρυνση από τον κανόνα του γραψίματος , της κλασικής αισθητικής, της αναπαραγωγής της πραγματικότητας. Όλο αυτό ήταν κοντά στο ύφος ροκ.

Η επιβολή του ροκ από την δεκαετία του ΄60 και μετά είναι καταιγιστική σε όλα τα πεδία, αισθητικής, σχέσεων, συγκίνησης, λογικού. Το πολιτιστικό ρήγμα που προκάλεσε η ροκ, η αμφισβήτηση παντός κατεστημένου και οποιασδήποτέ έξωθεν επιβολής, ήταν λογικό να επηρεάσει τη λογοτεχνία, η οποία έτσι και αλλιώς μετά το Β ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο αναζητούσε συνεχώς νέες μορφές έκφρασης.  Η γρήγορη όμως ενσωμάτωση της ροκ μουσικής στην αγορά και την κατανάλωση την κατεύθυνε από το περιθώριο στην μαζική αποδοχή. Η προσπάθεια απελευθέρωσης από τη σύμβαση απείχε ελάχιστα από το να γίνει μια νέα σύμβαση. Σε αυτή τη διαδικασία το όνειρο, η γοητεία της ψευδαίσθησης, το ανεξάρτητο εγώ βαθμιαία έχαναν τη δυναμική τους. Παρέμεινε όμως να εκφράζει την αποσπασματικότητα, να βυθίζεται στη μερικότητα, να υποκλίνεται στην ταχύτητα χρησιμοποιώντας απλούς κώδικες μαζικής επικοινωνίας.

Ο συγγραφέας βιβλίων για την ροκ και μουσικοκριτικός Γκρέιλ Μάρκους είχε πει ότι το ροκ ν ρολ υπήρξε ένα «μυστικό» που έδεσε μια γενιά και την έκανε πολιτιστικά ανεξάρτητη από την προηγούμενη.  Είναι ωραίος και καίριος ορισμός για τη μουσική αλλά φοβάμαι ότι στη ροκ λογοτεχνία δεν μπορεί να ισχύσει, το «μυστικό» αυτό το κατείχαν οι προηγούμενες γενιές του υπερρεαλισμού, του νταντά, του φλουξους και όλων των ρευμάτων που βάθυναν το χάσμα ανάμεσα στην προηγούμενη και την δική τους κουλτούρα.  Στη ροκ λογοτεχνία (αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτός ο όρος ) δεν υπάρχει τέτοια δυναμική. Αντίθετα όσοι γράφουν λογοτεχνία επηρεασμένη από τη ροκ είναι δεμένοι με την προηγούμενη λογοτεχνική, ρεαλιστική κατά βάση κουλτούρα.

Σάλιντζερ και ροκ

Είναι πραγματικά περίεργο που ένα βιβλίο σαν το Φύλακας στη Σίκαλη του Jerom David Salinger που εκδόθηκε πριν τη μεγάλη έκρηξη του Ροκ ν ρολ θεωρήθηκε αμιγώς «ροκάδικο» και επηρέασε τις επερχόμενες γενιές του Ροκ μ Ρολ. Είναι περίεργο γιατί τα χαρακτηριστικό μουσικά κομμάτια που αναφέρει ο Σάλιντζερ ανήκουν στην λαϊκή μουσική της ντίξιλαντ, των μπλουζ, τζαζ ή της ελαφράς αμερικάνικης μεσοπολεμικής μουσικής. (π.χ. το Tin Roof Blues των Memphis Five ή το Little Shirley Beans της Εστέλ Φλέτσερ). Παρόλα αυτά ο Μπομπ Ντύλαν , ο Κερτ Κομπέιν, ο Λέοναρτ Κοέν, ο Νικ Κέιβ, ο Μπρους Σπρίνκστιν, οι  Guns N’ Roses που τιτλοφόρησαν δίσκο τους The Catcher in the Rye και άλλοι καλλιτέχνες κατατάσσονται από τους ειδικούς της ροκ μουσικής στους επιγόνους αυτού του ασταθούς και ευαίσθητου νεαρού παιδιού, του Κόλφιλντ, κεντρικού ήρωα του Φύλακα στη Σίκαλη.

Ο Φύλακας έχει θεωρηθεί η Βίβλος των μεταπολεμεικών τηνέιτζερς. Ο Γκάρντιαν έγραψε ότι το να είχες κάποτε στην κατοχή σου ένα αντίτυπο του Φύλακα σήμαινε ότι είσαι ένας ανήσυχος, ακατάτακτος, απροσάρμοστος αλλά όχι και βλάκας νέος. Το να το κατέχεις σήμερα ίσως δεν λέει πολλά πράγματα. (βλ. και άρθρο της Κατερίνας Σχινά, Είναι uncool o X.Κωλφιλντ σήμερα;)

Αν και το μυθιστόρημα του Τζέρομ Ντέιβιντ Σάλιντσερ μπορεί να χαρακτηριστεί «μυθιστόρημα εφηβείας» εντούτοις δεν έχει καμία σχέση με τα γνωστά μέχρι τότε Bildungsroman όπως για παράδειγμα το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν Τέκνα του πλοίαρχου Γκραντ ή ο Μεγάλος Μωλν (1913) του Αλέν Φουριέ. Πιο κοντά βρίσκεται μάλλον με τον Τομ Σώγερ και τον Χοκλέμπερυ Φιν (1884)  ή στο Σπίτι με τα εφτά αετώματα του Χώθορν (1851), το  Pierre or, the Ambiguities του Melville (1852) ακόμα και το ο Μεγάλος Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ (1925).

Το γιατί ταυτίστηκε με την ροκ νεολαία έχει να κάνει με τον κεντρικό του χαρακτήρα , τον Χόλντεν Κόλφιλντ. Έναν υπερευαίσθητο, απροσάρμοστο, ανικανοποίητο έφηβο που αναζητά την προσωπική του φωνή σε έναν κόσμο όπου τα πάντα για τη ζωή προαποφασίζουν οι άλλοι, οι γονείς, το κολλέγιο, γενικότερα οι μεγάλοι. Τα θεωρεί όλα ψεύτικα. «Ιμιτασιόν», όπως συχνά πυκνά αναφέρει.  Βλέπε εδώ και το κλασικό και ανάλογης θεματολογίας The Wall των Pink Floyd.

Νίκος Νικολαΐδης και Σάλιντζερ

Στην Ελλάδα υπήρξαν λογοτέχνες που επιχείρησαν θεματικά αλλά ΄και αισθητικά να μιλήσουν μέσω της ροκ και να γράψουν λογοτεχνία.

Πρώτα κείμενα αισθητικής ροκ ήταν αυτά της ομάδας του περιοδικού Πάλι, Κουτρουμούσης, Πουλικάκος κ.ά Κυρίως τα πεζά του Κουτρουμπούση (Εν Αγκαλιά de Κρισγιαούρτι y otros Ταχυδράματα y Historias Περίεργες, 1978, Στον Θάλαμο του Μυθογράφ, 1992). Οι ίδιοι μετέφραζαν μπητ λογοτεχνία που σε μεγάλο βαθμό είχε την εσάνς της ροκ. Την ατμόσφαιρα ροκ την είχαν μυριστεί και ο Κουμανταρέας στα «Μηχανάκια» όσο και η Έρση Σωτηροπούλου στα διηγήματα «Ο βασιλιάς του Φλίπερ». Ακολούθησαν ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος με τα «Διόδια», η Μαρία Μήτσορα, ο Χρήστος Βακαλόπουλος και άλλοι.

Αλλά το 1979 ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» του Νίκου Νικολαΐδη δίνει μια αυθεντική λογοτεχνική έκφραση σε αυτό που χαρακτηρίζει την ροκ αμφισβήτηση δημιουργώντας τον έλληνα ροκ χαρακτήρα, πολύ κοντά στον Κώλφιλντ. Απροσάρμοστο, αισθηματία, αφελή, ενάντια σε όλα αυτά που τα καθορίζουν άλλοι. Ας συγκρίνουμε μια σκηνή από τον Οργισμένο Βαλκάνιο και τον Φύλακα στη Σίκαλη.

Ο Φάνης πήγε κι έκλεισε την πόρτα. Κοίταξε τον Μάρλον Μπράντο. / «Κάτι πρέπει να γίνει … Δεν αντέχω άλλο. […] Πρέπει να φύγω από δω … Γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται. / Τι να ηρεμήσω, έτσι μου ’ρχεται ν’ αρχίσω τα ντουβάρια στις κουτουλιές να το γκρεμίσω το κωλόσπιτο. Αυτή η χώρα που ζούμε, παιδί μου, είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου… Ηρέμησε τώρα… Ηρέμησε, όλα θα γίνουν. Πώς θα γίνουν … τίποτε δεν θα γίνει». (από τον Οργισμέν Βαλκάνιο)

 Παραθέτω από τον Φύλακα στη Σίκαλη μια παρόμοια σκηνή: O Κόλφιλντ έχει πάει να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο του καθηγητή Σπένσερ. Αυτός τον συμβουλεύει.

«Η Ζωή, παιδί μου, είναι παιχνίδι. Η Ζωή είναι παιχνίδι και το παίζουμε σύμφωνα με τους κανόνες».

«Μάλιστα, κύριε. Είναι. Πώς δεν είναι»

Παιχνίδι είναι ο κώλος μου. Σιγά το παιχνίδι. Άμα βρεθείς απ’ τη μεριά που έχει όλους τους μουράτους, τότε σύμφωνοι, παιχνίδι είναι –και να το παραδεχτώ. Όμως, άμα βρεθείς από την άλλη μεριά, που δεν έχει μουράτους, τι παιχνίδι λέμε; Χαιρετίσματα. Πάει το παιχνίδι. (από τον Φύλακα)

Νομίζω ότι ο Νίκος Νικολαίδης με το Ο Οργισμένος Βαλκάνιος μας βάζει στην ροκ ατμόσφαιρα, τον ήρωα μέσα σε μια χαοτική κοινωνία που τίποτα δεν κολλάει με αυτόν. Το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Νικολαΐδη εκδόθηκε το 1979, την ίδια χρονιά που βγήκε στις αίθουσες η ταινία του Τα Κουρέλια που Τραγουδάνε. Ο Νικολαΐδης καταγράφει τη άτυχη (λόγω πολιτικής συγκυρίας) ροκ γενιά του ΄60, και η οποία την εποχή της ταινίας φθίνει στην παρακμή της. Και αυτή η παρακμή είναι που βαδίζει παράλληλα με τη ροκ μελαγχολία καθώς η παλιά γενιά του ροκ αποσύρεται και έρχεται η νεότερη με την αντίδραση του πανκ και του νιου γουέιβ. Με το κύκνειο Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα θα ολοκληρώσει το στίγμα μιας γενιάς που ήταν αλλού όταν όλοι ήταν κάπου αλλού. Μια ροκ γενιά μέσα στον απόηχο του εμφυλίου , των Λαμπράκηδων, της φορτσάτης δεξιάς, της καθωσπρέπει αριστεράς. Λίγοι αλλά αυτοί ήσαν.  «Ήταν η εποχή που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά. Παρ’ όλα αυτά νομίζω ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα».

Καταληκτικά θα έλεγα  δεν υπάρχει ροκ λογοτεχνία αλλά οι επιρροές της ροκ στη λογοτεχνία. Από τον  Σάλιντζερ και για όσους νέους ταυτίζονται  με τον ήρωά του η ροκ είναι η ενέργεια, η σφοδρή επιθυμία, η ανεξήγητη ευθυμία, η αίσθηση ότι θα είσαι πάντα αήτητος, η ελπίδα που μοιάζει με λεπίδα και σχίζει τις όποιες αμφιβολίες. Ποιος δεν χρειάζεται αυτή την ροκ ένεση, σε μια οποιαδήποτε ηλικία;.

 

Βλέπε ακόμα στον Αναγνώστη:

J.D. Salinger «Ο φύλακας στη σίκαλη»: στο καθαρτήριο της μνήμης (της Δέσποινας Παπαστάθη)

Οι παράλληλες διαδρομές του Κλόουν και του Πιάστη (της Ροζίτας Σπινάσα)

κλασική λογοτεχνία για νέους(2-ο φύλακας στη σίκαλη) (Κατερινα Καρατάσου)

Προηγούμενο άρθροJ.D.Salinger, Είναι σήμερα uncool o X. Κώλφιλντ; (της Κατερίνας Σχινά)
Επόμενο άρθροΗ γοητεία του ποιητικού Μεσοπολέμου(της Μαρίας Αθανασοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ