της Κατερίνας Σχινά
Σε ένα πρόσφατο άρθρο της, δημοσιευμένο με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τη γέννηση του Σάλιντζερ, η εφημερίδα Guardian αναρωτιόταν αν ο Χόλντεν Κώλφιλντ, ο «οικουμενικός πανέφηβος» όπως τον ονομάζει, συγκινεί τη σημερινή γενιά όπως και τους νεαρούς του παρελθόντος και απαντούσε μάλλον απογοητευτικά για τους εναπομείναντες πιστούς του: «Αν είσαι λευκός, σχετικά ευκατάσταστος, μονίμως μεμψίμοιρος νεαρός χωρίς πραγματικά προβλήματα, εντάξει, μπορείς να ταυτιστείς. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν δεν είσαι. Γιατί να ακούσεις τις κραυγές αυτολύπησης του Χόλντεν όταν δεν είσαι τίποτα απ’ όλα αυτά;»
Οι σημερινοί νεαροί δεν αγαπούν πια τον Φύλακα στη Σίκαλη. Είναι uncool, όπως λένε. Και ίσως η απέχθεια προς τον ήρωα του Σάλιντζερ να έχει γίνει σήμερα μια άλλη μορφή εφηβικής εξέγερσης. Όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το βιβλίο θεωρήθηκε εμπρηστικό και απαγορεύτηκε στα σχολεία· παρότι δεν διαφημίστηκε ως εφηβικό ανάγνωσμα, οι έφηβοι το έκαναν έμβλημά τους. Πάνω από 65 εκατομμύρια αντίτυπα πουλήθηκαν στην Αμερική. Η ανάγνωσή του ήταν μια έκφραση παραβατικότητας. Τώρα όμως το βιβλίο έχει μπει μέσα στα σχολικά προγράμματα, στην Αμερική τουλάχιστον. Και όταν οι ενήλικοι σου λένε πως κάτι είναι καλό, δεν είναι αναμενόμενο να το απορρίπτεις;
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, σημειώνουν οι σημερινοί αποτιμητές του μυθιστορήματος. Η ιδέα της ολοκληρωτικής απομόνωσης του Χόλντεν από τον ενήλικο κόσμο (ο πυρήνας του βιβλίου) είναι ανάθεμα για τα σύγχρονα παιδιά που μεγάλωσαν σε μια κουλτούρα που τα θεωρούσε πολύτιμα, τα κανάκευε, τα κακομάθαινε. Την εποχή του Σάλιντζερ, ένας καταπιεσμένος έφηβος έπρεπε να βάλει τα δυνατά του προκειμένου να γίνει άντρας. Σήμερα ίσως το αποφεύγει. Ο κόσμος που τον περιμένει δεν είναι ιδανικός, μάλιστα κάποτε φαντάζει απόλυτα τρομακτικός. Πώς λοιπόν να ταυτιστεί με τον Χόλντεν Κώλφιλντ ένας νέος του σήμερα;
Ο Φύλακας στη Σίκαλη είναι το μυθιστόρημα της εφηβείας – ή ακριβέστερα το μυθιστόρημα εκείνων που ήταν έφηβοι πριν από εξήντα, πενήντα, σαράντα, το πολύ τριάντα χρόνια. Όταν, ενήλικοι πια, το ξαναδιαβάζουν νιώθουν τον πόνο του Χόλντεν να επιμένει, όπως ο πόνος ενός ακρωτηριασμένου μέλους – όπως τόσο εύστοχα έγραψε στην Washington Post ο κριτικός βιβλίου Ρον Τσαρλς. Νιώθουν σαν να επισκέπτονται το από καιρό εγκαταλελειμμένο σπίτι της παιδικής τους ηλικίας. Η οικειότητα τους σαγηνεύει αλλά και τους σαστίζει. Η ιστορία είναι πιο περιορισμένη απ’ ό,τι την θυμούνταν, οι λεπτομέρειες καμιά φορά ανούσιες. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι πόσο κοινός έχει γίνει ο τόνος του βιβλίου στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την πρώτη του έκδοση. Ζούμε σε έναν κόσμο πυκνοκατοικημένο από προνομιούχους λευκούς που εκλαμβάνουν την κατάθλιψή τους ως υπαρξιακή σοφία και τον ναρκισσισμό τους ως ανώτερη οπτική για τον κόσμο. Μήπως δεν είναι και ο Χόλντεν ένας απ’ αυτούς;
Ωστόσο αν καταφέρουμε να δούμε το βιβλίο αποσπασμένο από τις συνδηλώσεις του και τις συναισθηματικές του επενδύσεις (μιλώ για εμάς τους παλαιότερους) μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα τέλεια γραμμένο πορτρέτο ενός ατελούς χαρακτήρα. Ο Φύλακας δεν είναι μεγάλο έργο ως απεικονιστικό πορτρέτο μιας γενιάς, ως αποτύπωση μιας εξεγερμένης εφηβείας στον αμερικανικό μεταπόλεμο. Είναι σημαντικό γιατί μιλάει για την συγκρότηση της ταυτότητας, για τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται, για τα υλικά της. Σε όλη την έκταση της αφήγησης, ο Χόλντεν Κώλφιλντ ανακατασκευάζει τον εαυτό του. Μέσα σε λίγες μέρες υιοθετεί ένα σωρό ταυτότητες – δεκάδες πρόσωπα τα οποία παράγει σαν άμυνα και καταναλώνει ως θέαμα. Μέσα στην ιστορία του ασφυκτιά μια πληθώρα εαυτών, μια συσσώρευση «Εγώ» που υπαινίσσονται ταυτόχρονα πλεόνασμα και έλλειμμα νοήματος. Ο Χόλντεν περιγράφει τον εαυτό του σαν έναν ευγενικό, μεταμελημένο μαθητή που είχε την ατυχία να αποτύχει στις εξετάσεις ιστορίας του κυρίου Σπένσερ· σαν έναν προικισμένο γραφιά που θυμώνει με τους άξεστους και απαίδευτους και σκίζει την έκθεση που έγραψε ο ίδιος για τον συγκάτοικό του στο οικοτροφείο, τον ενοχλητικά αυτάρεσκο Στραντλέιτερ· σαν έναν ολιγόφαγο που αυτοαποκαλείται Χόλντεν Βάιταμιν Κώλφιλντ· σαν ένα μαθητή του κολεγίου Πένσι που ονομάζεται Ρούντολφ Σμιτ, έχει έναν μικρούλη όγκο στον εγκέφαλο και πηγαίνει στη Λατινική Αμερική να επισκεφθεί τη γιαγιά του· σαν τον γιο ενός Κυβερνήτη που έγινε χορευτής σε μιούζικαλ· σαν έναν επίδοξο πελάτη μιας νεαρής πόρνης που τρέμει το ενδεχόμενο να συνευρεθεί μαζί της και γι’ αυτό επικαλείται μια πρόσφατη εγχείρηση ως δικαιολογία· σαν τον τρυφερό αδελφό της μικρούλας Φοίβης· σαν ένα τρομοκρατημένο έφηβο που ξυπνάει για να βρει τον δάσκαλό του, κύριο Αντολίνι, να του χαϊδεύει το κεφάλι. Μια φράση αποσπασμένη από τον ρόλο του ως γιού του Κυβερνήτη μπορεί να ισχύσει για όλα αυτά τα προσωπεία. «Το σινεμά, εντάξει, δεν το αντέχω ούτε με σφαίρες, αλλά την καταβρίσκω άμα το ξεπατικώνω… Κι εμένα, δω’ μου θεατές και τι στον κόσμο. Μιλάμε, ούτε επιδειξίας».
Αν λάβουμε υπόψη πόσα έχει χάσει λόγω της αναισθησίας, της ανικανότητας ή της εξαφάνισης των άλλων, η ένταση του Χόλντεν είναι ίσως κατανοητή. Οι γονείς του είναι αναποτελεσματικοί ( έτσι τουλάχιστον τους παρουσιάζει) και διστάζει να εμπιστευτεί άλλες μορφές εξουσίας ή αυθεντίας. Έχει αποχωριστεί λόγω γεωγραφίας τον αδελφό του Ντι Μπι (έναν συγγραφέα που ζει στο Χόλιγουντ) και λόγω θανάτου τον μικρότερο αδελφό του, τον αξιαγάπητο Άλι. Τον προσελκύουν οι κοινωνικές σχέσεις, ίσως λόγω καταγωγής, αλλά αποφεύγει την εμπλοκή. Είναι μάλλον παρατηρητής, παρά συμμέτοχος. Καθώς βρίσκεται μέσα σ’ ένα κενό διάστημα εξαιρετικότητας, διαχωρισμού, ετερότητας, ο Χόλντεν ανακαλεί παλιές απώλειες· τρέμοντας τις μελλοντικές, αποκλείει οποιαδήποτε συναισθηματική δέσμευση. Νιώθει, ωστόσο, πως οτιδήποτε μπορεί να αναπλαστεί σε δράμα, σε αφήγηση, μπορεί και να ελεγχθεί και είτε να αποτραπεί είτε, τουλάχιστον, να αμβλυνθεί. Εξ ου και καταφεύγει στην επινόηση, στην παραπλάνηση, στο ψέμα: για να αντέξει.
Μεγάλο μέρος της εμπιστοσύνης του Χόλντεν στους άλλους και στον εαυτό του έχει χαθεί στο παρελθόν με τον θάνατο του Άλι. Έκτοτε ο μικρός του αδελφός έχει γίνει για κείνον το επίκεντρο της άρνησης αλλά και της επιθυμίας. Ο κόσμος του είναι ένας κόσμος αντικειμένων που χάθηκαν προτού να κερδηθούν, μιας νοσταλγίας που προηγείται της ενσώματης συμμετοχής στα πράγματα. Ο ήρωας του Σάλιντζερ επιδίδεται συνέχεια σε μεταφορικές αναπλάσεις του παρελθόντος· συνεχώς αμυνόμενος, προσπαθεί να βάλει τον εαυτό του μέσα σε πλαίσια μεταφορικής και κυριολεκτικής σωματικότητας. Αποσυνδεδεμένος από την ταυτότητά του λόγω του θανάτου του Άλι και της απομάκρυνσής του από την οικογένεια, ο Χόλντεν ταυτίζεται με την επικράτεια του εαυτού των άλλων και ευαισθητοποιείται μέσα σ’ αυτές – στις βαλίτσες του Ντικ Σλέιγκελ, στο άρρωστο σώμα του κυρίου Σπένσερ, στα νύχια και στα χορταριασμένα δόντια του Άκλι, στο χαμόγελο της καλόγριας. Βεβαίως, εισάγει στα δράματα και τις αφηγήσεις που επινοεί κάποια υλικά ίχνη της προσωπικότητάς του, όπως το κόκκινο καπέλο του και τα πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά του. Συχνά, παραχωρεί στους άλλους αντικείμενα που έχουν συμβολική αξία για τον ίδιο και παρ’ όλ’ αυτά δεν διστάζει να τα αποχωριστεί: το σακάκι του στον Στραντλέιτερ, το πουλόβερ του στον Τζέιμς Καστ, τη γραφομηχανή του σ’ ένα παιδί στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Διαχωριζόμενος από το κοινωνικό σώμα, ανάγει σε ύψιστη αξία την αμεθεξία και την ουδετερότητα και προσπαθεί να αποφύγει τις αντιπαραθέσεις παρακάμπτοντας συναντήσεις, όπως αυτές με τον Στραντλέιτερ και τον Μώρις, που θα μπορούσαν να αφήσουν φυσικά ίχνη επαφής.
Ο Χόλντεν χωρίζει τους ανθρώπους σε ιμιτασιόν – έτσι μεταφράζει η Τζένη Μαστοράκι το phoney, μια λέξη που θα μπορούσε να αποδοθεί και ως ‘κάλπης’ – και αυθεντικούς. Μόνο που οι αυθεντικοί είναι λίγοι, πολύ λίγοι…Η μέριμνά του για την αυθεντικότητα και το αντίθετό της πηγάζει από την ανάγκη του για ένα πλαίσιο καταγωγής. Αναζητεί μάλλον το ποιος ήταν παρά το ποιος είναι. Οι «ιμιτασιόν» επαναφέρουν βασανιστικά στο προσκήνιο την επιτακτική του ανάγκη να αποκτήσει μια αίσθηση εαυτού. Η Φοίβη είναι ένας από τους ελάχιστους που μπορούν να αναστείλουν την επιρρέπεια του αδελφού της προς φανταστικές ιστορίες, αποσπώντας τον από την οδύνη του παρελθόντος. Σε μια από τις συζητήσεις του με τη Φοίβη, ο Χόλντεν προσπαθεί να υφάνει μια ιστορία σχετικά με το τι θα κάνει αν τον διώξουν από το Πένσι και να της την σερβίρει ως ηρωική άρνηση των συμβατοτήτων. Της λέει ότι θα πάει στο Κολοράντο και θα δουλέψει σ’ ένα ράντσο, κι εκείνη τον επαναφέρει στην πραγματικότητα θυμίζοντάς του ότι η σχέση του με τα άλογα είναι ανύπαρκτη· κι όταν ο Χόλντεν ομολογεί ότι σκέφτεται τον Άλι στον παρόντα χρόνο εκείνη αντιτείνει “Ο Άλι έχει πεθάνει”. Η Φοίβη είναι ο κοινός νους, ο πιο έντιμος συναισθηματικά αξιολογητής του παρελθόντος και του παρόντος του Χόλντεν. Είναι εκείνη που αποκαλύπτει την προσποίηση και την εκζήτηση, βοηθώντας τον Χόλντεν να κατανοήσει ότι υπερσημασιοδοτεί τις ιστορίες του.
Μια βαριά σε σημασίες στιγμή της αφήγησης είναι όταν ο Σάλιντζερ βάζει τον Χόλντεν να επανέρχεται σε μια από τις μείζονες ψευδαισθητικές του ταυτότητες – του φύλακα στη σίκαλη – καθώς παρακολουθεί τη Φοίβη στα αλογάκια ενός καρουζέλ. Η Φοίβη παίζει, σαν μικρό κοριτσάκι που είναι· και μέσα σ’ αυτό το ολόθυμο παιχνίδι της, απολαμβάνει ασυνείδητα ένα από τα προνόμια της ζωής που ο Χόλντεν έχει την τάση να στρεβλώνει μέσα στην εμμονική παρελθοντολογία του. Η Φοίβη απολαμβάνει την παροντικότητα του παρόντος.
Ο Χόλντεν είναι ο εξιστορητής των αναμνήσεων, ένας αναδρομικός ανασκευαστής της τρέχουσας στιγμής. Όλες του οι ενέργειες κατατρύχονται από τον πόθο του χαμένου αντικειμένου. Από την άλλη, εκπροσωπεί τη γοητεία της αυτοκατασκευής, της αυτοποίησης. Μέσω ενός ήρωα όπως ο Χόλντεν, ο Σάλιντζερ υπαινίσσεται την μυθοπλαστική συνθήκη της ταυτότητας, και μας θυμίζει ότι η διαδικασία της δημιουργίας εαυτού είναι κάτι που όλοι μοιραζόμαστε στη δύσκολη και τόσο συναρπαστική εποχή της εφηβείας μας.