γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός
Η «Ελληνοεκδοτική» τα τελευταία χρόνια, μας έχει χαρίσει θαυμάσιες συλλογές κειμένων από ικανούς συγγραφείς, αρκεί να σκεφτούμε τη Σμύρνη, της φαντασίας και της μνήμης και την Κύπρο 1974-2024, τα Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή, τη Γενέθλια πόλη και τις Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, με τη συμβολή του ακάματου λογοτέχνη και επιμελητή Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη. Στα τέλη του περασμένου χρόνου, με την ευγενική χειρονομία του ίδιου λογοτέχνη και επιμελητή και από τον ίδιο οίκο, εκδόθηκε ο καλαίσθητος τόμος Κωνσταντινούπολη, Νόστος στον χώρο και τον χρόνο, όπου σαράντα τέσσερις συγγραφείς, (αρκετοί ανήκουν στην τελευταία γενιά που μεγάλωσε στην Πόλη των Πόλεων), γράφουν τις εντυπώσεις τους με μοναδική νοσταλγία και θλίψη.
Μετά την εισαγωγή του επιμελητή για την Κωνσταντινούπολη, σχετική με τη ζωή και την πορεία του Ελληνισμού στην πόλη, ο συλλογικός αυτός τόμος ξεκινά με το κείμενο της βραβευμένης Νεκταρίας Αναστασιάδου, Πάλαι ποτέ διαλάμψας, όπου αποκαθηλώνει στηλιτεύοντας, με ειρωνική, αλλά γραμμένο σε εξαίρετη γλώσσα, τον Αδαμάντιο, έναν ερωτύλο δεσπότη. Στη συνέχεια, ακολουθεί ένα πρωτότυπο κείμενο Ένας επαναστάτης στην Πόλη (1788-1808), του πολυγραφότατου Γιώργου Βοϊκλή, υπό μορφή φανταστικού χειρογράφου, μια βιογραφία ενός Σαμιώτη με μοναστηριακή παιδεία, ο οποίος από την Κωνσταντινούπολη, διορίζεται στη Μολδαβία «Γραμματικός» του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του ηγεμόνα της περιοχής, τον οποίο διαδέχεται ο Αλέξανδρος Σούτσος. Το 1802 «Λογοθέτης» πια, επιστρέφει στην Πόλη ως φιλοξενούμενος του Αλεξάνδρου Σούτσου, για να μεταβεί το 1805 στη Σάμο, και το 1808 στο Άγιον Όρος, ως φιλοξενούμενος της Μονής Βατοπεδίου, για να επωμιστεί στη Σμύρνη ύστερα από διαταγή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, τον Απρίλιο του 1821, μέσω του Δημητρίου Θέμελη την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.
Η γεννημένη στην Πόλη, μυθιστοριογράφος Στέλλα Βρετού με το διήγημά της, Χορεύοντας ροκ εντ ρολ, αφηγείται μνήμες με τις δύο εξαδέλφες της Άννα και Λένα (η μητέρα της Άννας ήταν η νονά Αμαλία της Λένας) που χόρευαν πριν 60 περίπου χρόνια σε ένα δρόμο παράλληλο της Μεγάλης Οδού, ροκ εντ ρολ (η Άννα μαθαίνει αυτόν τον χορό στη Λένα) σε σπίτι που ανήκε πολύ παλιά σε Γαλλίδα αριστοκράτισσα, τη Φρανσουάζ, η οποία αφηγείται την πικρή της ιστορία, ικανή για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Το τέλος του κειμένου είναι αποκαρδιωτικά ωμό, όταν η Λένα βλέπει να κατεδαφίζεται το σπίτι της νονάς της για να γίνει πάρκινγκ.
Στη συνέχεια ο Γιώργος Γκόζης, από μια επίσκεψή του στο Πικρίδιον, μας χαρίζει το κείμενο Τι γυρεύει τέτοια ώρα, ο Αλμπέρτος μέσ’ τη χώρα; γραμμένο σε λόγο κουβεντιαστό, τίτλος δανεισμένος από τους στίχους του ρεμπέτη Γιώργου Μουφλουζέλη, τι γυρεύει τέτοια ώρα, ο Αλμπέρτος μέσ’ τη χώρα; Η ιστορία του Σαδίκ που παρατίθεται στο κείμενο, ο οποίος τραγουδάει με το σαντούρι του στο στέκι του Σαμίκου Ταμπώχ είναι ευρηματική και πρωτότυπη όπως και οι ποδοσφαιρικές αναφορές σε γήπεδο της Πόλης. Ακολουθεί το κείμενο του γράφοντος, Από το Σαράιμπουρνου στο Καράκιοϊ, όπου ο Ζαφέρ, συντοπίτης του γράφοντος, δίνει ένα τεμάχιο από την Αλυσίδα του Κεράτιου που είχε βρει ο ψαράς πατέρας του πολύ παλιά, μπλεγμένη στα δίχτυα της θάλασσας του Σαράιμπουρνου. Σκηνές της συγκινητικής ιστορίας, όπως αυτή που πραγματεύεται την «Επιστράτευση των είκοσι ηλικιών» παρατίθενται στην αφήγηση, που αποδεικνύουν την κοινή πορεία της αγάπης και του σεβασμού των δύο λαών.
Η δασκάλα Μαρία Δήμου, γεννημένη στην Κομοτηνή, που ζει σήμερα στην Πόλη, καταθέτει ένα λυρικό, πεζό ποίημα, Βήματα στις ακτές του Κερατίου, για τα ιερά κτήρια, τις συνοικίες του Κεράτιου, το Πατριαρχείο, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τις Βλαχέρνες, το Μπαλάτ, διαπιστώνοντας πως «η Πόλη όμως ήταν, είναι και παραμένει ένα ζωντανό παλίμψηστο». Η γεννημένη στην Πόλη, Βίκη Δράκου, αλλά από το 1964 ζει οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, δημοσιεύει ένα συγκλονιστικό και χαρίεν διήγημα, Μια κουκκίδα στον χάρτη, σχετικό με την παλιά ζωή τους στο Νησί, δηλ. στην Πρίγκιπο. Ο αναγνώστης πληροφορείται σχεδόν τα πάντα για την τότε σφύζουσα ζωή του νησιού. Αυτοκίνητα, αμάξια με άλογα, ποδήλατα, πρόσωπα Ελλήνων συγγενών και Τούρκων φίλων, σχέσεις που ευδοκίμησαν, αλλά που δεν ξεχάστηκαν μέσα στη χαρά της καθημερινότητας.
Η εξαιρετική μεταφράστρια Arzu Eker-Ροδιτάκη με το αφήγημά της Η Πόλη η ανυπότακτη, μας προτείνει, από τότε που σπούδαζε στην Πόλη, μια περιοδεία στα επιφανή μέρη της, ενώ στο τέλος, για να τη γνωρίσουμε καλύτερα, παραθέτει στο τέλος του κειμένου, βιβλία, μουσική και ταινίες ως «την πιο πολίτικη λίστα της». Ο γεννημένος στην Πόλη και Ταυταυλιανός, Θάνος Ζαράγκαλης, με το κείμενο Έχε γεια, Παναγιά, μας ξεναγεί στον Βόσπορο, με τα περίφημα ψάρια του στο Νιχώρι, και μετά στα Θεραπειά, καταγράφοντας ένα περιστατικό με μια ομάδα απειλητικών Τούρκων που ενοχλήθηκαν από τα ελληνικά τραγούδια της παρέας τους.
Η Κατερίνα Ζαχαριάδου, στο κείμενό της Η γέφυρα, ενώνει τις αναμνήσεις της από τον παππού και τη γιαγιά της που ζούσαν στην Πόλη με την πρώτη επίσκεψή της στην Πόλη το 1985. Καταγράφοντας τα μέρη της, είναι σαν να ενώνει με γέφυρα τις οικογενειακές της μνήμες με τη σύγχρονη Πόλη. Ο καθηγητής Κώστας Θεολόγου, στο γερά δομημένο επιστημονικό του άρθρο, Η νεοτουρκική αυταπάτη για την Κωνσταντινούπολη, απαντά στην αυθαίρετη άποψη ενός Τούρκου ιστορικού που υποστήριζε πως στο διάστημα 1908-1918/1923 (περίοδος Νεοτούρκων) η Πόλη έχασε την παλιά της ταυτότητα, παραθέτοντας στοιχεία από την ιστορία του Βυζαντίου, τα συμπεράσματα ξένων μελετητών, μέχρι τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα, όπως την Τανζιμάτ κ.α συγχρόνως με τον σταδιακό της εκσυγχρονισμό και την παγκοσμιοποίηση.
Στο κείμενο του ποιητή Γ. Χ. Θεοχάρη Από την Τρίγλια στην Πόλη και στη Χαλκηδόνα, μιλά η Μελπομένη, που γεννήθηκε στην Τρίγλια το 1901, αλλά έζησε παντρεμένη στο Καντίκιοϊ στης Πόλης. Μιλά για τα εφιαλτικά χρόνια το 1922 με τον ξεριζωμό και το 1955 με τα Σεπτεμβριανά και το ταξίδι της σε συγγενείς της στην Ελλάδα το 1968. Για τη συνέχεια, ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, στο κείμενό του, Ο Πιέρ Λοτί στην Κωνσταντινούπολη του 1876, περιγράφει μοναδικά το ταξίδι του μυθιστοριογράφου Πιέρ Λοτί στην Πόλη (το ομώνυμο καφενείο του στο Εγιούπ είναι από τα πιο γραφικά της περιοχής) και τη συνάντησή του με την ερωμένη του Τζεμιλέ, που κακοποιείται μέχρι θανάτου από τον σύζυγό της. Η πράξη του Λοτί να ρίξει τη γραμμένη ιστορία του με την Τζεμιλέ στη θάλασσα πριν τον απόπλου από την Πόλη, αποτελεί άριστο καλλιτεχνικό εύρημα.
Ο γεννημένος στο Εγρί Καπί της Πόλης, Μηνάς Ιωακειμόπουλος με το κείμενό του 6-7 Σεπτέμβρη 1955, μας μεταφέρει με την ανεξίτηλη μνήμη, τις μαύρες μέρες του πογκρόμ του τουρκικού όχλου εναντίον των ελληνικών συνοικιών, μαγαζιών και των νεκροταφείων της Πόλης μέσα από εναργείς διαλόγους μεταξύ Θεόφιλου, Ζαχαρία και του Ναζμί που προσφέρθηκε να σώσει τους κατατρεγμένους του γείτονες. Ο επίσης γεννημένος στην Πόλη, Γιάννης-Θωμάς Κιντάπογλου, ο εκδότης της «Ρώμης», στο άκρως συγκινητικό κείμενο του Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα, μας μιλάει για τον Νίκο Κεσίσογλου, τον μυράδελφό του, που τους βάφτισε η ίδια νονά στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Πατριαρχείο. 1968 και 1968: Η εξορία των δύο οικογενειών στην Ελλάδα, μετά τα γεγονότα της Κύπρου. Ζοφερός ο έλεγχος των αποσκευών στο Τελωνείο των Κήπων σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας με τον στρατιώτη να τους ζητά παστουρμά που δήθεν έχουν κρύψει στις απόσκευές τους… Ο Νίκος απογοητευμένος από τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφει για να ζήσει στην Πόλη, και το 2010 τηλεφωνεί στον Γιάννη Κιντάπογλου. Ο γεννημένος Νικόλαος Θ. Κόλμαν εξαιτίας μίας πτήσης από Αθήνα στην Πόλη, μας ξεναγεί με το κείμενό του Αναζήτηση απόντων, στη σύγχρονη Πόλη. Από τον Άγιο Στέφανο, στο νεκροταφείο του Σισλί για να βρει τον τάφο του παππού του. Ταξίμ, Πάγκαλτι, Κουρτουλούς, Αγία Τριάδα, Ζάππειο, Πέρα, και εικόνες στην πολυκατοικία που έζησε παλιά ο παππούς του.
Ο λογοτέχνης και φιλόλογος-μελετητής του Τουρκικού Πολιτισμού, Θωμάς Κοροβίνης, που δίδαξε στο Ζάππειο το 1987-1996, με το κείμενό του Η σύγχρονη Ρωμιοσύνη της Πόλης μέσα από τη ματιά ενός Έλληνα δημιουργού και εκπαιδευτικού του Ζαππείου, μας χαρίζει με τις γνώσεις και τις εύστοχες παρατηρήσεις του για τον ρόλο και τη σπουδαιότητα της ελληνοορθόδοξης ομογένειας της Πόλης, όπως για την αρνητική της στάση στην απεργία των εκπαιδευτικών το 1990. Ο Πασχάλης Λαμπαρδής, στο εξαιρετικό του κείμενο Ο θεματοφύλακας της ημισέληνου αναφέρεται στον παππού του αφηγητή, Ηλιά Καλέμ, τον πιστό θεματοφύλακα των ιερών και όσιων της Τουρκικής φυλής, για τον οποίο αποκαλύπτεται, μέσα από μία αφήγηση του μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβρόσιου, αναφερόμενη στη σφαγή μιας Ρωμαίικης οικογένειας πως ο παππούς του αφηγητή ήταν τελικά εξισλαμισμένος Έλληνας, κάτι που επιβεβαιώνει και η μητέρα του η Γιασμίν. Η ποιήτρια Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, στο συγκλονιστικό της κείμενο Καντίκιοϊ-Σαλονίκη με δύο εναργείς αφηγήσεις της μητέρας της και της θείας της Κυβέλης, αναφέρεται στις απελάσεις των Ελλήνων του 1964 και στη «Νύχτα των Κρυστάλλων» των Σεπτεμβριανών του 1955 με τις βιαιότητες του τούρκικου όχλου. Σπίτια, ιδρύματα, σχολεία, εκκλησίες μαγαζιά και νεκροταφεία των Ελλήνων σημαδεμένων με σταυρό έγιναν στόχος, υπό τις ευλογίες του Μεντερές, του οποίου ο δόλιος ρόλος ξεσκεπάζεται στην αφήγηση.
Ο μυθιστοριογράφος Ευάγγελος Μαυρουδής, στο ευρηματικό κείμενό του, Κωνσταντινούπολη του 1640, Η Αγία Σοφία μέσα από τα μάτια του Ελβιγιά Τσελεμπή, (1611-1682) του Παυσανία της οθωμανικής εποχής, καταγράφει λεπτομερώς την Αγία Σοφία και τα κτίσματα, που σταδιακά προστέθηκαν της επί της εποχής των σουλτάνων μετά την κατάκτησή της από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Η γεννημένη στην Πόλη Έλλη Μέλη με σπουδές στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας, μας χαρίζει με το κείμενό της Στον Βόσπορο με χιόνια, μία μαγευτική κι αξέχαστη περιπλάνηση στα μέρη του χιονισμένου Βόσπορου. Το επόμενο κείμενο, Κάτι άλλαξε και κάτι έμεινε, του Ηρακλή Μήλλα που ανήκει ίσως σ’ ένα από τους πιο μορφωμένους Έλληνες της Πόλης – αδελφός του γιατρού, μελετητή του Μεσαιωνικού και Νεότερου Ελληνισμού, φωτογράφου, συγγραφέα θαυμάσιων λευκωμάτων από τις εκδόσεις «Μίλητος» για τις πόλεις του Πόντου, την Παναγία Σουμελά και τα Πριγκηπόνησα και πρωταθλητή κλειστού στίβου των ετών 1956 και 1957 Ακύλα Μήλλα, που συμμετείχε το 1955 στην ορειβατική ομάδα που κατέκτησε την κορυφή του Όρους Αραράτ. Ο Ηρακλής Μήλλας καταγράφει με την επίσκεψή του το 1990 στην Πόλη της γενέτειράς του, στις συνοικίες της, Τάξιμ, Σίσλι, Χάρμπιγιε, Φερίκιοϊ, Κουρτουλούς, κάνοντας σχόλια για αλλαγές που έκπληκτος αντικρίζει, ειδικά στον χώρο, όπου άλλοτε έκανε αθλητισμό. Ο Νίκος Ισ. Μιχαηλίδης καταγράφει στον τόμο ένα από τα πιο συγκινητικά κείμενα, Κωνσταντινούπολη 1964, η χρονιά των απελάσεων, όταν οι Έλληνες που είχαν ελληνικό διαβατήριο εξαιτίας των ζοφερών γεγονότων της Κύπρου, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ελλάδα. Αναφέρεται επίσης στο πογκρόμ των Ελλήνων της Πόλης, στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου 1955 δημοσιεύοντας και φωτογραφίες. Εκεί που κορυφώνονται τα συναισθήματα είναι στην επίσκεψή του στην εκκλησία του Βαλουκλή το Πάσχα του 1984, όταν ο ιερέας διάβασε ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής το συχωροχάρτι με τα ονόματα των Ελλήνων και ανάμεσά τους ήταν αυτό του πατέρα του αφηγητή, Ισίδωρος.
Το κείμενο του Κωνσταντινουπολίτη πρέσβη ε.τ. Βασίλη Μούτσογλου, Ο χρόνος σταμάτησε στο Ζωγράφειο, μας ξεναγεί με ευτράπελα περιστατικά εν μέσω του τούρκικου εθνικισμού (κορυφώθηκε με τα Σεπτεμβριανά του 1955) για το Ζωγράφειο Λύκειο της Πόλης και τη σφύζουσα ζωή τριγύρω, στο οποίο υπηρέτησε ως λυκειάρχης στο σχολείο ο πατέρας του και ο ίδιος ως μαθητής. Η ποιήτρια Πολύνα Γ. Μπανά καταθέτει ένα εξαιρετικό κείμενο, Το εν Κωνσταντινουπόλει Ιωακείμειον παρθεναγωγείον, δομημένο σε τέσσερις σκηνές, αφιερωμένο στη μνήμη της γιαγιάς της Πολύμνιας Στεργίου Τεμίζη, που φοίτησε σε αυτό. Περιστατικά με τη γιαγιά της ως μαθήτρια και γενικά για την πολύτιμη ιστορία του παρθεναγωγείου παρατίθενται στο κείμενο. (Σημειωτέον, πριν το 1990, όταν πέθανε η γιαγιά της αφηγήτριας, και συγκεκριμένα το 1988, το Ιωακείμειον έπαυσε να λειτουργεί λόγω ελλείψεως μαθητριών). Συγκινητική έκπληξη περιμένει τον αναγνώστη με την δημοσίευση του Ελέγχου Εξετάσεων του έτους 1925. Ο κριτικός και ποιητής Κωνσταντίνος Μπούρας στο επινοημένο του κείμενο, γραμμένο σε εξαίρετη γλώσσα, Επίσκεψη στον γυναικωνίτη της Αγια-Σοφιάς, παρατηρεί ένα γράφημα σε μια κολώνα της, μια ραγισμένη καρδιά μ’ ένα βέλος με δύο αρχικά Θ+Β, υποθέτοντας πως τα κεφαλαία γράμματα υπονοούν τη Θεοδώρα, τη σύζυγο του Ιουστινιανού (γνωστή και ως βακχίδα κι αυτή σκάλισε την καρδιά και τα γράμματα) και τον στρατηγό Βελισάριο και πιθανολογεί κάποια συνωμοσία εναντίον του Ιουστινιανού. Μέχρι και τον Ωριγένη (185-253/4), τον χαλκέντερο αυτόν αλληγοριστή, καλεί στα ιδιαίτερά της εκλιπαρώντας τον να της πει τη μοίρα της και αν ήταν μετενσάρκωση της Κλεοπάτρας! (Στη φράση λίγο πριν το τέλος του κειμένου, «Δεν ξέρουμε ποιος πέθανε πρώτος: ο Βελισάριος, η Θεοδώρα ή ο Ιουστινιανός», γραμμένη βέβαια χάρη ποιητικής αδείας, για του λόγου το αληθές, έχουμε να προσθέσουμε για τον αναγνώστη πως ο Βελισάριος πέθανε τον Μάρτιο του 565, η Θεοδώρα στις 28 Ιουνίου του 548 και ο Ιουστινιανός στις 14 Νοεμβρίου του 565. Επομένως, πρώτη πέθανε η Θεοδώρα, μετά ο Βελισάριος και στο τέλος ο Ιουστινιανός).
Η Βικτωρία Ντάφυλλα, γεννημένη στην Πόλη, με το κείμενό της Χωρίς μυθοπλασία, μας μεταφέρει στο Μόδι της Χαλκηδόνας στην άκρως καλλιεργημένη ατμόσφαιρα των ανθρώπων του που ζούσαν εκεί (καλλιτέχνες, αξιωματικοί, ο δημοσιογράφος και φίλος του Ατατούρκ, Φαλίχ Ριφκι Ατάι, μητροπολίτες) και στην ιστορία των γονιών της αφηγήτριας, της Αλκμήνης και του οικογενειαακού γιατρού του Αλέκου, που έτρεχε για όλους, αδιαφορώντας για τον εαυτό του, έως ότου τον βρήκε πρόωρα ο θάνατος σε ηλικία 59 ετών… Ο Νικόλαος Ουζούνογλου, επιφανής καθηγητής της Ηλεκτρολογίας του ΕΜΠ της Αθήνας, και ιστορικός πολυγραφότατος, στη Μνήμη ενός Καππαδόκη Ρωμιού που μεγάλωσε στην Πόλη 1951-74, μας μεταφέρει στην Χαλκηδόνα της Πόλης (είχε εξαιρεθεί από την Ανταλλαγή), στη σημαντική οικονομική ευρωστία της Πόλης, που διαχειρίζονταν οι ντόπιοι Έλληνες, επιφανή συνοικία όπου έζησε ο ίδιος με την οικογένειά του. Η αφήγηση αγγίζει την ιστορία της Χαλκηδόνας και κατ’ επέκταση τη στάση της Τουρκίας απέναντι στην ελληνική ομογένεια, όπως τα Σεπτεμβριανά του 1955, τις συγκρούσεις στην Κύπρο, μέχρι και το έτος της εισβολής των Τούρκων στο νησί.
Στο έξοχο κείμενο του Γιάννη Πατσώνη, Καροτσέρη Τράβα… μιλάει σε λόγο άμεσα προφορικό, ο Ταταυλιανός Δημητρός, περιγράφοντας την ιστορία της εξέχουσας ελληνικής συνοικίας του Πέραν με τους περίφημους πυροσβέστες της. Η αφήγηση περιλαμβάνει και τις ωμότητες του τουρκικού όχλου στα Σεπτεμβριανά του 1955 μέχρι και τις απελάσεις του 1964. Η φιλόλογος Αντωνία Παυλάκου, στο εκτενές της κείμενο, Η Πόλη του παππού και της γιαγιάς μου, όπου η αφήγηση αφορά τη μνήμη της γιαγιάς της από την Πόλη. Η επίσκεψη της αφηγήτριας το 2003 και του 2019 είναι σαν να επιβεβαιώνει τα ιστορικά μέρη της Πόλης: Εμίνονου, ασιατική ακτή, εκκλησίες και αγιάσματα: Αγία Σοφιά, Μονή Στουδίου και Μονή Χώρας, όλα εναργώς φωτισμένα. Ο δημοσιογράφος Άρης Πορτοσάλτε, γέννημα θρέμμα της Πόλης, περιγράφει τη ζωή του εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με τις αρχές του ’70. Η σφύζουσα ζωή των Ελλήνων της Πόλης, ίσαμε το 1975, όταν η οικογένειά του ήρθε στην Αθήνα, αλλά μέχρι το 1979, με την επιστροφή του στο Μακρυχώρι. Η φράση του θείου κι θεατρανθρώπου Ευθύμη, (φίλος του καλύτερου ηθοποιού της Τουρκίας, Μιουνίρ Οζκιούλ), του αδελφού της γιαγιάς, μένει βαθιά στην ψυχή του αναγνώστη: «Η μεγάλη κλασική λογοτεχνία κάνει τον άνθρωπο Άνθρωπο». Οι γνωριμίες του θείου με επιφανείς Τούρκους, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, κλπ, είναι η σύγχρονη μαγιά πολιτισμού που αφορά και τις δύο χώρες.
Για τη συνέχεια, η Λιάνα Σακελλίου, μας χαρίζει ένα συγκλονιστικό κείμενο που του δίνει τον τίτλο Leica από το όνομα της φωτογραφικής μηχανής του Δημήτρη Καλούμενου, επίσημου φωτογράφου-δημοσιογράφου της Πατριαρχικής Αυλής, φωτορεπόρτερ του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Απόστολος Ανδρέας» και ανταποκριτή του γερμανικού περιοδικού «Photo-Magazin». Σε εννέα κεφάλαια, μερικά από τα οποία φέρουν τον τίτλο «ΚΛΙΚ» αναφέρεται λεπτομερώς στα Σεπτεμβριανά του 1955 με τις απίστευτες ωμότητες εναντίον της ελληνικής ομογένειας της Πόλης, σε μαγαζιά, εκκλησίες, νεκροταφεία. Ο Καλούμενος ανακρίνεται και για κατασκοπεία και τελικά απελαύνεται στην Ελλάδα στις 28.1.1958. Στις 29.11.1979 τιμάται για το φωτογραφικό του αρχείο από την Ακαδημία Αθηνών.
Η Μαρία Σκιαδαρέση στο κείμενό της που συνδυάζει θαυμάσια τη λογοτεχνία με το αιχμηρό κοινωνιολογικό δοκίμιο, Κωνσταντινούπολη: Από τη δεκαετία του ’90 στο σήμερα, εξετάζει την αλλαγή της Πόλης με την ευκαιρία της μετάβασής της με ταξί από το αεροδρόμιο Ατατούρκ στη συνοικία Νισάσαντι, κάνοντας παρατηρήσεις σχετικά με το πρόσωπο της σύγχρονης Τουρκίας (σε μια μεγάλη πόλη μπορείς να δεις τις αλλαγές στον χρόνο) που έχει αλλάξει άρδην. Ο ποιητής Αντώνης Δ. Σκιαθάς με το κείμενό του Ερυθρός Σταυρός αφηγείται την ιστορία της οικογένειας του Αλέξανδρου Μαγκούζογλου από το 1870 που είχαν καΐκια (έμεναν στον λόφο του Πασά Μπαχτσέ μέχρι το 1918 όταν μετακόμισαν στην Αθήνα) ίσαμε τη θλιβερή δεκαετία του ’40 (οι απόγονοι της οικογένειας ήταν τ’ αδέλφια Ιάσονας, Ειρήνη, Στάσα και ο μικρός Ανδρέας) με τον θάνατο του τελευταίου από αδέσποτη στα Δεκεμβριανά, η αδερφή του η Στάσα αφιερώθηκε στον Ερυθρό Σταυρό.
Η ικανή συγγραφέας της Αστυνομικής Λογοτεχνίας Χρύσα Σπυροπούλου στο κείμενό της, Η δική μου Κωνσταντινούπολη, επ’ ευκαιρία της πρόσκλησής της από την Εταιρεία Τούρκων Συγγραφέων το 2019 για να λάβει μέρος στην Έκθεση Βιβλίου της Πόλης τον Νοέμβριο του ίδιου έτους παρουσιάζοντας δύο μεταφρασμένους Έλληνες Ποιητές (Καβάφη και Ζωή Καρέλλη), καταγράφει τις αντιδράσεις για τις απόψεις της ιδίας σχετικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά και τη φιλία με σημαντικούς Τούρκους, την ανταπόκριση των μαθητών του Ζωγραφείου Λυκείου και την περιπλάνηση στην περιοχή του Τάξιμ, όπως στη λεωφόρο Ιστικλάλ, στο Μουσείο Πέρα και στην επίσκεψη του Μεγάλη του Γένους Σχολή. Η συμφιλίωση και η αποδοχή της Ιστορίας των δύο λαών είναι το ζητούμενο του πολιτισμού και όχι ο διχασμός. Ο Πολύβιος Ι. Στράντζαλης, στο κείμενό του, Ταξίδι στη μνήμη, καταγράφει την συγκινητική του επίσκεψη στην Πόλη μαζί με τους τρεις φίλους του, τον Στέλιο, τον Χρίστο και τον Δημητρό, ανασύροντας μνήμες της παλιάς τους εφηβικής ζωής: Τα μαγαζιά και τα γνωστά στέκια της Ιστικλάλ Τζαντεσί και τη συνάντηση με τους συμμαθητές τους από το Δημοτικό, την Ελένη και τη Στέλλα. Η πιο λυρική σκηνή είναι στο τέλος του κειμένου, με την επίσκεψή τους στο Ζωγράφειο Λύκειο. Η Λίτσα Τότσκα με το κείμενο Μαντάμ Αννέ, καταγράφει τη μεστή καθημερινή ζωή μιας Πολίτισσας, τότε που τα πάντα, ακόμα και οι τόποι αναψυχής διέθεταν μια λάμψη, από το Φανάρι στα Πριγκιπόνησα, που αμαυρώθηκαν από τα Σεπτεμβριανά του ’55 και την απέλαση το ’64 στην Αθήνα…
Η Πολίτισσα, Κορνηλία Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν, στο κείμενό της Ενθυμίσεις καλοκαιρινές στην Πόλη της καρδιάς μου… μας μεταφέρει στα πολλά εξοχικά που έζησε τα καλοκαίρια της στο Νιχώρι, στον Άγιο Στέφανο και στον Βόσπορο. Μας καλεί να ζήσουμε κι εμείς μαζί της την ασάλευτη ζωή της στο νησί της Χάλκης, όπου και η περιώνυμος Θεολογική Σχολή. Ο αρχιτέκτονας Σάββας Ε. Τσιλένης, γέννημα θρέμμα κι αυτός της Πόλης και σπουδαγμένος στο Πολυτεχνείο της, στο κείμενό του Η ανταλλαή, γράφει για τη ζωή του Στάθη, που είναι η ζωή του ίδιου στην Πόλη, μέχρι την εγκατάσταση της οικογένειας του το 1975 στην Αθήνα… Τα σχόλια που κάνει για τη μοίρα της ελληνικής μειονότητας που ζει κι αυτή στο απέραντο μωσαϊκό της Πόλης, είναι ιδιαιτέρως πετυχημένα. Πολίτισσα και δεινή μεταφράστρια είναι η Ιώ Τσοκώνα. Στο εξαίρετο κείμενό της Σαν τους Βόρδωνες[1] μας μιλά για το νησί Πρώτη, ένα από τα Πριγκιπόνησα, που ανέκαθεν είχαν κατοικηθεί από Έλληνες. Περιγράφει τη ζωή εκεί και μας δίνει πολλά στοιχεία για την ιστορία της. Ο Άρης Τσοκώνας, γεννημένος στο Φανάρι της Πόλης, στο κείμενό του, Τα παράθυρά μου στον κόσμο, καταγράφει το σπίτι τους και τι έβλεπαν από τα παράθυρά του μαζί με τις συνήθειες της οικογένειάς του. Το Φανάρι ως συνοικία εξιδανικεύεται στα μάτια του αναγνώστη και αποτυπώνεται βαθιά στην ψυχή του. Ο Φίλιππος Φιλίππου με το κείμενο Το μαγικό λυχνάρι, από την Ιστικλάλ μεταβαίνει στην Προύσα, στην πρωτεύουσα του Καραγκιόζη, για να επιστρέψει και πάλι πίσω για να μας αφηγηθεί την ιστορία της Μπαχάρ, που τον γοητεύει. Γνωρίζει τον πατέρα της Αχμέτ στον μαγαζί του. Του μιλούν για τη δύναμη των λυχναριών και τον αναγκάζουν να αγοράσει ένα λυχνάρι. Ξανά πίσω στην Πόλη. Η αδιαφορία της Μπαχάρ αναστατώνει τον αφηγητή. Το φίδι που μπλέκεται στα πόδια του χωρίς να τον δαγκώσει, το αποδίδει στο θαύμα του λυχναριού που μεταφέρει στην τσάντα του. Τα θαύματα τον ακολουθούν στην Αθήνα, έως ότου στην πόρτα του εμφανίζεται η Μπαχάρ με μία βαλίτσα…
Ο νεότατος και γεννημένος το 2009, Μανόλης Χαμαράκης, καταγράφει με υποδειγματική ενάργεια και ταλέντο, στο κείμενό του, Πόλη: ταξίδι ζωής, την επίσκεψη του στην βροχερή Πόλη μαζί με την Πολίτισσα γιαγιά του, τον πατέρα του και τον αδελφό του. Βαγεοχώρι: Οι τόποι συγκίνησης που είχαν αλλάξει. Ψώνια στο τσαρσί του Ρεσίτ Πασά. Ταξίμ και Καντίκιöι. Πύργος του Λέανδρου. Βόσπορος. Είναι, όντως, για τον αναγνώστη αποκάλυψη ο χειρισμός της γλώσσας από ένα τόσο προικισμένο δεκαεπτάχρονο. Για το τέλος, η βέρα Πολίτισσα, Ιωάννα Ψαροπούλου –Δόκου, μας αποζημιώνει με το θαυμάσιό της κείμενο Αναμνήσεις και βιώματα από τον κήπο του Ταξίμ και την ομορφιά του Τσιχάνγκιρ. Αγία Τριάδα του Σταυροδρομίου. Μνήμες από τα φοιτητικά χρόνια. Το νησί Πρώτη. Τα περίφημα μέρη του Βόσπορου. Χάλκη και ο ξεριζωμός στη Μητέρα Πατρίδα… Ένα ποίημα ανεκτίμητων αναμνήσεων που ποτέ δεν στερεύει, αλλά στέκει για πάντα εκεί για να θυμίζει την πραγματική πατρίδα.
Αναμφίβολα, ο τόμος αυτός με τα θαυμάσια βιωματικά κείμενα για την Πόλη των πόλεων, αποτελεί μία πολύτιμη παρακαταθήκη της γνώσης της Πόλης και των Ανθρώπων. Η ξεχωριστή ιστορία της Πόλης των πόλεων δεν μπορεί να μην ενδιαφέρει ειδικά τους νέους αναγνώστες, έτσι που μπροστά στα μάτια τους ξεδιπλώνεται τόσο η Ιστορία όσο και οι Τόποι της. Ένα βιβλίο, σίγουρα, ανεκτίμητο για όσους δεν την έχουν επισκεφτεί και σκοπεύουν να το κάνουν, έστω και μια φορά, στη ζωή τους.
[1] Είναι το βυθισμένο Νησί των Μοναχών, το Πριγκιπονήσι που βυθίστηκε στη θάλασσα του Μαρμαρά έπειτα από έναν πανίσχυρο σεισμό πριν από περίπου 1.000 χρόνια, όπου τάφηκε ο πατριάρχης Φώτιος. Έπειτα από κάποιους αιώνες άρχισε σιγά σιγά ν’ αναδύεται από τον βυθό, και αυτή η επανεμφάνισή του συνοδεύεται από αμέτρητους θρύλους και προφητείες.