της Όλγας Σελλά
«Όρνιθες». Είναι για πολλούς η πιο αγαπημένη κωμωδία του Αριστοφάνη, ίσως δε και η καλύτερή του. Ασφαλώς όμως η πιο πυκνή σε νοήματα, σε όραμα, σε διαχρονικό πολιτικό και φιλοσοφικό στοχασμό. Την περασμένη Παρασκευή είχαμε μία ακόμα ευκαιρία να τη δούμε, μέσα από τη ματιά και την προσέγγιση του σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη, στην τρίτη του κάθοδο στην Επίδαυρο, και στην πρώτη του «συνάντηση» με τον Αριστοφάνη. Σε δύο βραδιές που συγκέντρωσαν 18.400 θεατές, κάνοντας ακόμη ένα sold out (το Σάββατο) στη φετινή Επίδαυρο. Οι «Όρνιθες» παρουσιάστηκαν το 414 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό τους το δεύτερο βραβείο. Ένα έργο που γράφτηκε με αφορμή και ερέθισμα τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, το περιβάλλον που δημιούργησε, τους κόλακες και τους συκοφάντες που ανέδειξε, την πικρή γεύση που άφησε στους Αθηναίους.
Έτσι ο Αριστοφάνης, δίνει τον λόγο και την πρωτοβουλία σε δύο απλούς πολίτες, τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη, που αφήνουν πίσω τους τις ποταπές συμπεριφορές και τη διεφθαρμένη καθημερινότητά τους, για να βρουν κάτι διαφορετικό, κάτι ήρεμο, ειρηνικό, γαλήνιο. Ψάχνουν έναν άλλο τόπο για να ζήσουν και θέλουν ν’ αφήσουν πίσω τους «μια πόλη γεμάτη μ’ ανοικτές πληγές». Ξεκινούν να βρουν τον Έποπα (τον τσαλαπετεινό) που κάποτε κι εκείνος ήταν άνθρωπος, αλλά κατέφυγε στον κόσμο των πουλιών, κι έγινε κι εκείνος πουλί –ένας αναχωρητής, ένας διαφορετικός Προμηθέας. Και κάπως έτσι αρχίζουν αυτοί οι δύο απλοί άνθρωποι την αναζήτηση ενός κόσμου που δεν υπάρχει, αλλά θα ήθελαν να φτιάξουν. Και συμφωνούν, έπειτα από διαβουλεύσεις, μαζί με τα πουλιά, να φτιάξουν μια νέα πολιτεία, τη Νεφελοκοκκυγία, μεταξύ ουρανού και γης. Θα τα καταφέρουν; Ή θα αντιδράσουν όσοι θα χάσουν τα προνόμιά τους από τη λειτουργία αυτής της διαφορετικής πόλης;
Αυτή είναι η υπόθεση της κωμωδίας του Αριστοφάνη. Πικρή, ποιητική –η πιο ποιητική του κωμωδία-, μαγική, σαρκαστική –όπως όλα τα έργα του- πολιτική, οραματική. Ο Άρης Μπινιάρης πήγε στις απαρχές της ανθρώπινης διαδρομής, στις φυλές των λαών που έζησαν δίπλα στη φύση, με τη φύση. Αυτή την όψη έδωσε στην παράσταση (σκηνικά-κοστούμια Πάρις Μέξης). Μερικά δέντρα, σαν παιδικές ζωγραφιές, χωρίς πολλά πλουμίδια, όπως τα λιτά σκίτσα των πρώτων καλλιτεχνών του κόσμου. Αλλά είχε και μια σκοτεινιά αυτό το σκηνικό. Σαν τα καμένα τοπία γύρω μας… Κάπου εκεί ο Πεισθέταιρος (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) και ο Ευελπίδης (Γιώργος Χρυσοστόμου), που θυμίζουν πολύ τους ήρωες του Μπέκετ (και που κι εκείνος αυτούς τους δύο είχε για έμπνευση), συνάντησαν τον Έποπα (Κώστας Κορωναίος). Φέρνουν και δώρο μαζί τους, μια γλάστρα μ’ ένα ξερό φυτό –αυτό είχαν να φέρουν από την πόλη που ξεκίνησαν. Δεν τους ενθάρρυνε και πολύ ο Έποπας, δεν ενθουσιάστηκε στην αρχή και τόσο πολύ με αυτό που αναζητούσαν. Ήταν επιφυλακτικός, δύσπιστος, όπως και τα πουλιά, όταν εμφανίστηκαν. Για την ακρίβεια, ήταν παραπάνω δύσπιστα απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει να τα βλέπουμε, περισσότερο οργισμένα, περισσότερο σκληρά και επιθετικά προς τους δύο «εισβολείς» στον κόσμο τους. Υπερασπίζονται την ιστορία τους, την καταγωγή τους, τη σύνδεσή τους με έναν κόσμο αλλιώτικο: «Είμαστε πιο παλιοί απ’ όλους τους άλλους, καταγόμαστε από τον ΄Ερωτα». Αλλά ο χειριστικός και καπάτσος Πεισθέταιρος τα πείθει να φτιάξουν τη Νεφελοκοκκυγία, τη νέα πόλη τους. Αλλά τότε αρχίζουν να δέχονται… επισκέψεις από τον κόσμο των ανθρώπων, αυτόν τον κόσμο που θέλησαν ν’ αφήσουν πίσω τους. Γιατί εκείνος ο κόσμος δεν θέλει να χάσει τα προνόμια και τις διευκολύνσεις του.
Ήταν μια παράσταση καθαρή, με ρυθμό, με πολλή δουλειά –όπως πάντα κάνει ο Άρης Μπινιάρης. Χωρίς έντονη έμφαση στην κίνηση, που έλειπε ιδίως από το χορό του (και είναι περίεργο αυτό, αφού ο Μπινιάρης δίνει πάντα σημασία στην κίνηση), εκτός από μερικά φωτεινά και εντυπωσιακά διαλείμματα. Εστίασε κατ’ αρχήν στο δίδυμο των πρωταγωνιστών του (ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος υπηρέτησε απολύτως αυτό που κλήθηκε να κάνει, με άνεση και επαγγελματισμό, παρότι αρκετές φορές αφέθηκε στο γνώριμο σκηνικό του ύφος), ενώ ο Γιώργος Χρυσοστόμου «μίλησε» πιο πολύ και πιο αισθαντικά με το σώμα του, τις σιωπές του ή τις μισοφαγωμένες λέξεις του, τις κινήσεις του. Και στη συνέχεια ανέδειξε μέσα από την ερμηνεία τους, τον ψυχισμό και τους ανθρωπότυπους που ήθελε να σχολιάσει. Ο Έποπας του Κώστα Κορωναίου ήταν θυμόσοφος, πικρός, αυστηρός και σκεπτικιστής, αλλά όχι ανάλαφρος ή παιγνιώδης. Ο Στέλιος Ιακωβίδης απολαυστικός και ως Χρησμολόγος και ως Προμηθέας. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου υπερασπίστηκε επάξια τον ρόλο της σοφολογιότατης ποιήτριας, και νομίζω πρώτη φορά τη βλέπω σε κωμικό ρόλο. Ο Μέτων του Ερρίκου Μηλιάρη και ο Συκοφάντης του Θανάση Ισιδώρου ήταν από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης. Εξίσου επιτυχημένη παρουσία και ο Επίτροπος/Ποσειδών του Μάριου Παναγιώτου. Η μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη ήταν συνεπής με το ύφος της παράστασης, ενέταξε εύστοχα ήχους άλλων εποχών και πολιτισμών, έκανε κι ένα νεύμα στη χατζιδακική και –αναλλοίωτη εντός μας- μουσική των «Ορνίθων», αν και αρκετές στιγμές λειτούργησε περισσότερο σαν ηχητικό χαλί. Τα κοστούμια του Πάρη Μέξη έφεραν τη χαρά, το χρώμα, την ανάλαφρη αίσθηση (πολύ ωραία τα καπέλα-ράμφη), αλλά τα σκηνικά κινήθηκαν στον αντίποδα.
Ο Άρης Μπινιάρης, στην πρώτη ενασχόληση με την αττική κωμωδία, στράφηκε κυρίως, στη ιερότητα, την καθαρότητα και το μεγαλείο της φύσης, μείωσε την ισχυρή, σ’ αυτή την κωμωδία, παρουσία των χορικών και την προσέγγισε με οικολογικό προσανατολισμό και φιλοσοφία. Εντάσσεται ασφαλώς στις νέες προσεγγίσεις του Αριστοφάνη, αυτές που ξεκίνησαν από τους «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου, το 2016, και επιχειρούν να αναδείξουν την αριστοφανική ποίηση, φιλοσοφία και σκέψη, σε μια έμμεση σύνδεση με το σήμερα, ανάλογα με τις αναζητήσεις και την προσωπικότητα του κάθε σκηνοθέτη, χωρίς τα κραυγαλέα σύμβολα του εύκολου γέλιου που κυριαρχούσαν στο παρελθόν και χαρακτήριζαν τις αριστοφανικές κωμωδίες.
Σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της παράστασης, και μετά, και μέχρι τώρα, αυτό που κυρίως εισέπραττα ήταν μια απομάγευση, μια πιο γήινη, πικρή και στοχαστική προσέγγιση του αριστοφανικού κειμένου. Κι ίσως η μόνη σκηνή που είχε μαγεία, ήταν η σκηνή του τέλους, την οποία διαφοροποίησαν αισθητά ο Άρης Μπινιάρης και η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου που υπέγραψαν τη διασκευή: σ’ αυτή την παράσταση ο Πεισθέταιρος δεν παντρεύεται με τη Βασιλεία, την κόρη του Δία. Δεν υπάρχει αλισβερίσι, συμβιβασμός, κάποιου είδους συναίνεση τέλος πάντων. Υπάρχει καθαρά ο δρόμος που ξεκίνησαν αυτοί οι δύο φίλοι με τα πουλιά, τους Όρνιθες, συνοδοιπόρους. Και η τελευταία λέξη του έργου, που λένε οι δύο φίλοι, πάλι σαν μπεκετικοί ήρωες καθισμένοι, αποκαμωμένοι αλλά ευτυχείς, είναι «ανάσα»… Θα μπορούσε, φυσικά, όλο αυτό να είναι απλώς ένα όνειρο… Το μόνο μέρος που μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, να γίνουμε ό,τι θέλουμε. Ακόμα και πουλιά…
ΥΓ. Θα ήθελα να μπορούσα να έχω δει καλύτερα τις εκφράσεις και τις κινήσεις των ηθοποιών, θα ήθελα να μπορούσα να έχω ακούσει ευδιάκριτα τη μουσική της παράστασης, θα ήθελα να μπορούσα να διακρίνω καθαρότερα κι άλλες σκηνικές λεπτομέρειες που πιθανόν μου διέφυγαν. Αλλά από την 21η σειρά αυτά μπόρεσα να δω, ν’ ακούσω και να εισπράξω. Και ήταν η πρώτη φορά που όλοι οι δημοσιογράφοι, κριτικοί, θεατρολόγοι καθίσαμε τόσο ψηλά (από την 19η ως την 33η σειρά, την τελευταία του Κάτω Διαζώματος). Πολύ απλά από εκεί δεν μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας. Κι επειδή η Επίδαυρος παραχωρείται σε ιδιώτες παραγωγούς από το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, είναι συμπαραγωγός δηλαδή, οφείλει και το Φεστιβάλ να μεριμνά ώστε να τηρούνται κάποιες επαρκείς και αξιοπρεπείς συνθήκες θέασης, για όσους πηγαίνουμε κάθε εβδομάδα στην Επίδαυρο, για να μεταφέρουμε ό,τι βλέπουμε. Δεν πάμε εκδρομή. Δεν πάμε για ψυχαγωγία. Πάμε για δουλειά. (Η σημείωση δεν αφορά την επικοινωνία της παραγωγής των «Ορνίθων», που έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να βελτιώσει μια ήδη δύσκολη κατάσταση).
|
|