Σε σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε ακόμη; (του Σταύρου Ζαφειρίου)

0
241

του Σταύρου Ζαφειρίου

 Ως μια μικρή εισαγωγή θα έλεγα ότι το να μιλήσεις για τον «Ἀπρόθυμο Ἄγγελο» του Αντώνη Μπαλασόπουλου είναι σαν να ανοίγεις μια βεντάλια που κάθε πτυχή της είναι μέρος της, αλλά είναι και μια βεντάλια χωριστή.

Αναζητώντας τις καταβολές αυτού του βιβλίου ανατρέχω σ’ ένα άλλο, μικρό βιβλιαράκι του Μπαλασόπουλου, που εκδόθηκε το 2011, στο «Βιβλίο των μικρών συλλογισμών», εκεί όπου ο συγγραφέας του φαίνεται να απολαμβάνει το αφοριστικό ύφος και τον τρόπο διανοητών όπως ο Μπλαιζ Πασκάλ, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Καρλ Κράους, ο Φραντς Κάφκα, ο Φρίντριχ Νίτσε, ο Τέοντορ Αντόρνο. Που αν εξαιρέσει κάποιος τον Πασκάλ, οι άλλοι είναι γερμανόφωνοι, και πλην του Νίτσε, εβραϊκής καταγωγής. Το επισημαίνω αυτό επειδή έχει τη σημασία του, μια και ο Μπαλασόπουλος παραλληλίζει τη θραυσματική διατύπωση των αφορισμών με τον θραυσματικό, κατακερματισμένο κόσμο στον οποίο ζούμε, αναγάγοντας αυτόν τον παραλληλισμό στον καβαλιστικό, δηλαδή στον μυστικιστικό εβραϊκό μύθο των Σεφιρότ και των θεμελιωδών αρχών του κόσμου.

Ας έρθω όμως σε αυτόν τον «Απρόθυμο Άγγελο», που μου φέρνει αμέσως στον νου τον «Άγγελο της Ιστορίας», έτσι όπως μας τον συστήνει ο Μπένγιαμιν στην Ένατη Θέση του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μέσα από την αλληγορική περιγραφή τού Angelus Novus, του περίφημου πίνακα του Πάουλ Κλέε. Θα μπορούσα να σκεφτώ και τον «Δύστηνο Άγγελο» του Χάινερ Μύλλερ, τον δυστυχισμένο άγγελο ενός μικρού κειμένου, σχόλιου στην ουσία ή επίτασης, πάνω στον Άγγελο του Μπένγιαμιν. Και ναι μεν λέω: «μου φέρνει στον νου», όμως εδώ δεν μιλάμε για εκείνον τον Άγγελο που περιγράφει ο Μπένγιαμιν, με τα ανοιγμένα φτερά, που κοιτά προς το παρελθόν και προς τα ερείπια που αφήνει στο διάβα της η ιστορία, ενώ μια θύελλα απ’ την πλευρά του παραδείσου τον σπρώχνει στο μέλλον, αλλά για έναν άγγελο απρόθυμο για το μέλλον, μια και πιστεύει ότι θα είναι κι αυτό ένας νέος σωρός ερειπίων, ο οποίος θα προστεθεί στον υπάρχοντα, που φτάνει κιόλας μέχρι τον ουρανό.

Προχωρώντας στον επεξηγηματικό υπότιτλο πληροφορούμαστε ότι το βιβλίο είναι μια σειρά «στοχασμών, αλληγοριών και αφορισμών για σκοτεινούς καιρούς». Και πράγματι, πρόκειται γι’ αυτό ακριβώς· άλλοτε με διατυπώσεις σύντομες, άλλοτε καταλαμβάνοντας αρκετές σελίδες, άλλοτε με χιουμοριστική ή σαρκαστική διάθεση, άλλοτε με πικρία· στοχασμοί, αλληγορίες και αφορισμοί πάνω σε μια πληθώρα θεμάτων ‒οι πτυχές της βεντάλιας στις οποίες αναφέρθηκα στην αρχή.

Βέβαια, θα ήταν ματαιοπονία να σταθώ εδώ στην κάθε μία ενότητα από τις 133 που συνθέτουν το βιβλίο, επειδή η καθεμιά απ’ αυτές θα μπορούσε να είναι ο πυρήνας ενός νέου, ξεχωριστού βιβλίου. Θα αρκεστώ λοιπόν σε μια, καταρχήν, περιγραφή και ενδεικτικά θα αναφέρω μερικά από τα θέματα τους, κάτω από γενικούς τίτλους που ο ίδιος κάπως αυθαίρετα έδωσα:

‒ Θανατοπολιτική οικονομία,

‒ Αστική ιδεολογία,

‒ Μετανεωτερική εμπειρία,

‒ Το τέλος των ψευδαισθήσεων,

‒ Πολιτισμός και βαρβαρότητα,

‒ Η έννοια των ερειπίων,

‒ Ο Όργουελ, η Φάρμα των Ζώων και ο μηχανισμός της προπαγάνδας,

‒ Μελέτη της Ιστορίας μέσα από το κινηματογραφικό και ποιητικό βλέμμα του Θόδωρου Αγγελόπουλου,

‒ Πραγματικότητα και Αλήθεια,

‒ Ο Γκάι Φωκς, η Συνωμοσία της Πυρίτιδας και οι σύγχρονοι Anonymous,

‒ Νίτσε: Ο Θεός είναι νεκρός,

‒ Ο λαός και οι κατηγοριοποιήσεις του ανθρώπινου συνόλου,

‒ Περί Ουτοπιών.

 

Σταματώ εδώ.

Όλα τούτα τα θέματα δεν είναι ταξινομημένα σε έντιτλα κεφάλαια, μοιάζουν ωστόσο σαν το καθένα να εκπορεύεται από το προηγούμενό του, σαν μια ροή σκέψης, που ακολουθεί έναν ιδεολογικό ειρμό.

Διόλου τυχαία, σαν εναπόθεση μιας μακρινής, ουτοπικής ελπίδας, την αρχή και το τέλος του βιβλίου μάς το δίνει η ποίηση,  οι στίχοι που το ανοίγουν και το κλείνουν· στίχοι του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Μίλτου Σαχτούρη αντίστοιχα:

 

Στους σκοτεινούς καιρούς

θα τραγουδάμε ακόμη;

Θα τραγουδάμε ακόμη.

Για τους σκοτεινούς καιρούς.

 

Γράφει ο Μπρεχτ. Και ο Σαχτούρης:

 

Δεν έχω γράψει ποιήματα

μέσα σε κρότους

μέσα σε κρότους

κύλησε η ζωή μου.

 

Στο ενδιάμεσό τους ξετυλίγεται το περιεχόμενο του τραγουδιού των σκοτεινών καιρών, δηλαδή ό,τι κατά τον συγγραφέα προσθέτει σκοτάδι στις πάντοτε σκοτεινές εποχές, αυτές που συνθέτουν τη λεγόμενη «διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας».

Και εδώ πλέον ερχόμαστε στην ουσία των πραγμάτων. Ανέφερα προηγουμένως μια σειρά στοχαστών και μαστόρων, κατά κάποιο τρόπο, του αφοριστικού και του αλληγορικού λόγου. Στα ονόματα αυτά θα πρέπει να προσθέσω και κάποια άλλα, σημαίνουσες αναφορές  στο βιβλίο, όπου πέρα από τον τρόπο και το ύφος, ορίζουν το ιδεολογικό τοπίο αλλά και το υπαρξιακό εύρος μέσα στα οποία κινείται με άνεση η σκέψη του Μπαλασόπουλου: Τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Φόυερμπαχ, τον Φουριέ, τον Σαιν-Σιμόν, τον Γκράμσι· διαδρομές  από τη διαλεκτική του Χέγκελ στον διαλεκτικό υλισμό του Μαρξ και του Έγκελς, από την «ανθρώπινη κατάσταση» της Άρεντ στη «βιοπολιτική» του Αγκάμπεν και του Φουκώ.

Όταν λέω βέβαια: «τοπίο όπου κινείται η σκέψη», δεν εννοώ μια απλή  περιπλάνηση, έναν περίπατο σ’ έναν λιγότερο ή περισσότερο οριοθετημένο χώρο, αλλά μια καταβύθιση, μια ανασκαφή από την οποία ο Μπαλασόπουλος βγαίνει με τα δικά του ευρήματα, τη δική του ερμηνεία, τον δικό του λόγο. Και είναι τόσο προσωπική αυτή η ερμηνεία, που φτιάχνει το δικό της βάθος, τη δική της πρωτότυπη θέση, θέση με την οποία βέβαια δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί κανείς, ωστόσο δεν μπορεί και να διαφωνήσει ως προς την προαίρεση και τη μέθοδο. Και το λέω αυτό, επειδή ο αναγνώστης μπορεί, ενδεχομένως, να δει την ιδεολογική καταγωγή του συγγραφέα, είναι δύσκολο όμως να διακρίνει το πού βρίσκεται τώρα. Είναι τόσο σαρωτική, τόσο κατεδαφιστική η κριτική του Μπαλασόπουλου, ακόμη και απέναντι σε κάθε θεωρούμενη βεβαιότητα, που γεννά το ερώτημα τού ποιος είναι ο τόπος που ο ίδιος πατάει για να μπορεί να κινεί αυτή την κριτική· που γεννά το ερώτημα τού αν έχει απομείνει κάτι, έστω ελάχιστο, απ’ όπου μπορούμε κι εμείς να κρατηθούμε.

Καθώς διάβαζα, στις σχεδόν διακόσιες σελίδες του βιβλίου, για την κατάρρευση των ιδεολογιών, των λέξεων, των νοημάτων, των όρων που συνέθεταν και συνθέτουν τη ζωή μας και τις αξίες μας, και σχεδόν ένιωθα την ανάσα της παρούσας, αλλά και ακόμη περισσότερο, της επερχόμενης βαρβαρότητας, αναρωτιόμουν αν αυτό που διαβάζω ως μια δυστοπική προφητεία, είναι στην πραγματικότητα ένας θρήνος για έναν εκδημήσαντα ήδη πολιτισμό, αν ο Μπαλασόπουλος πιστεύει ότι ο άνθρωπος βρίσκεται ήδη στὸ φέρετρό του ή αν μπορεί να υπάρξουν ακόμη ανάσες ζωής.

Και εκεί, στην προτελευταία σελίδα, βρήκα φράσεις που μπορεί να ακούγονται σαν αντιφατικές, μπορεί όμως στην πραγματικότητα η μία να εκμαιεύεται από την άλλη. Διαβάζω: «Όμως σ’ αυτήν ακριβώς τη συνθήκη» (χρησιμοποιείται ο όρος “απανθρωποιητική συνθήκη”), «εκ προοιμίου και κατά συρροή πολτοποίησης του ατόμου, βρίσκεται η γέννηση της συλλογικότητας. Εκεί γεννιέται, στα αποκαΐδια της διαρκούς καταστροφής και της ασταμάτητης λήθης. Γιατί, όταν ο αδιάκριτος όλεθρος θερίζει τα πάντα, και όταν παρ’ όλα αυτά έρχονται κι άλλες, νέες ζωές στα σφαγεία που τις περιμένουν παντού, υπάρχει κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ το άτομο που θέλουμε να διασώσουμε. Κάτι τρομακτικό με την αυστηρή έννοια του Υψηλού (sublime): το γένος, η ανθρωπότητα χωρίς όνομα και ηλικία, αλλά και χωρίς φόβο της απώλειας, οι ξεχασμένοι και οι πνιγμένοι που όλο πεθαίνουν ανεπίστρεπτα και όλο γεννιούνται».

Και στην αμέσως επόμενη παράγραφο:

«Και μια μέρα ‒αυτή είναι η ελπίδα μου‒ αυτή η αλεσμένη στον μύλο τής ιστορίας μάζα θα ανοίξει τα μάτια της σε μια καινούρια αίσθηση ατομικότητας, διαφορετική από τη δική μας. Μιας ατομικότητας που δεν θα ξέρει τι είναι “δικαίωμα”, θα ξέρει όμως τι είναι κόλαση. Και θα κυριαρχήσει στη γη».

Έγραψα προηγουμένως ότι δεν μπορώ να σχολιάσω, τουλάχιστον εδώ,  το κάθε ένα ‒ας το πούμε‒ κεφάλαιο, θα ήθελα όμως να σταθώ στην ενότητα των κειμένων εκείνων, τα οποία θεωρώ ότι συναρθρώνουν, από τη μια τον ιστορικό και κοινωνικό, θα έλεγα, μηδενισμό, και από την άλλη την ιστορική μελαγχολία, δίνοντας, τουλάχιστον σ’ εμένα, μία από τις κύριες ιδεολογικές διαστάσεις του βιβλίου· ενός βιβλίου όπου ένα φάντασμα πλανιέται στις σελίδες του: το φάντασμα του Βάλτερ Μπένγιαμιν.  Μιλώ για την εξαιρετική προσέγγιση του Μπαλασόπουλου, αφενός ‒και προσχηματικά ίσως‒ στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ή μάλλον στο «τραύμα» του ελληνικού εμφυλίου και στο ψευδεπίγραφο της «εθνικής συμφιλίωσης», και αφετέρου στο σχήμα της αλληγορίας, μέσα από το ιδεολογικό πλέγμα και το κινηματογραφικό βλέμμα του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Ο Μπαλασόπουλος δεν επιχειρεί κάποιου είδους κινηματογραφική κριτική. Ούτε παρασύρεται από το εικαστικό – ποιητικό στυλιζάρισμα των εικόνων. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η αποκωδικοποίηση της σημειολογίας τους και η ανα-νοηματοδότηση της συναισθηματικῆς τους φόρτισης με ένα άλλο μοντάζ, όπου το συναίσθημα γίνεται φορέας στοχασμού και ο στοχασμός συναντά και πάλι τον μπενγιαμινικό άγγελο και τα μελαγχολικά ερείπια που σωρεύει η ιστορία. Έτσι, ό,τι ονομάζει «αλληγορία» διαβάζεται ως ιστορικό σημαίνον και όχι ως ποιητικό εκφραστικό μέσο.

Η πρώτη ταινία με την οποία καταπιάνεται είναι το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Τονίζει το ότι αυτή παίχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ‒πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ‒, με περιρρέων τότε το ιδεολογικό αφήγημα της «εθνικής συμφιλίωσης». Συγκεκριμένα, καταπιάνεται με τη σκηνή της συνάντησης δύο παλαιών αντιπάλων κατά τον εμφύλιο· μέλος ο ένας του ηττημένου Δημοκρατικού Στρατού, πολιτικός πρόσφυγας που μόλις επαναπατρίστηκε από την Τασκένδη, και ο άλλος μέλος της νικήτριας δεξιάς παράταξης. Ο Μπαλασόπουλος εστιάζει σε λεπτομέρειες: σε μια τηλεόραση δεμένη πάνω σε ένα γαϊδούρι, στη στάση και την κίνηση των σωμάτων, στο τσιγάρο και στον αναπτήρα, σε φράσεις όπως: «Βγάλαμε τα μάτια μας». «Χάσαμε κι οι δυο», που απευθύνει στον ηττημένο ο νικητής. Σε αυτές τις λεπτομέρειες διακρίνει τον επελαύνοντα καπιταλιστικό καταναλωτισμό (τηλεόραση), την αμφιθυμία των αισθημάτων (αμφίπλευρος δισταγμός για το κερασμένο τσιγάρο), το ιδεολογικό και συναισθηματικό αφήγημα μιας τραγωδίας (βγάλαμε τα μάτια μας), ενός τραύματος που μπορεί να θεραπευτεί μέσω καθαρμού, αν όλοι ξεχάσουν και δώσουνε τα χέρια. Η σιωπή όμως του ηττημένου υποδηλώνει (και αυτό ερμηνεύει ως θέση του Αγγελόπουλου ο Μπαλασόπουλος) ότι το «χάσαμε κι οι δυο» του νικητή είναι ψευδές, επειδή ακριβώς υπάρχει νικητής και ηττημένος, άρα  τίποτε δεν είναι αμοιβαίο, τίποτε δεν υπόκειται σε μια συμφωνία λήθης ή εθνικής συμφιλίωσης· ότι η μνήμη της ιστορίας παραμένει ως χαίνουσα πληγή ή ως διαρκές πεδίο ενός πολέμου, όπου η τραγωδία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία.

Οι άλλες δύο ταινίες του Αγγελόπουλου, είναι το «Τοπίο στην ομίχλη» και «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Αφήνοντας ασχολίαστη την ελλειπτική, ούτως η άλλως υπόθεση, ο Μπαλασόπουλος στέκεται αντίστοιχα σε δύο μονάχα σκηνές, στις οποίες αναγνωρίζει μία διαλεκτική, όπως την ονομάζει, των χεριών: από το «Τοπίο στην ομίχλη» επικεντρώνεται στη σκηνή όπου ένα γιγαντιαίο χέρι, εμφανώς το δεξί, αναδύεται από τα νερά και υπερίπταται του Θερμαϊκού κόλπου και όλης της πόλης της Θεσσαλονίκης. Χέρι όμως από το οποίο λείπει ο δείκτης, το δάχτυλο δηλαδή που δείχνει το «προς τα πού», αν και αυτό το χέρι, καθώς αιωρείται, το βλέπουμε να στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν το «προς τα πού» να είναι παντού και πουθενά, σαν ο προορισμός, ο οποίος εξαρχής δηλώνεται στην ταινία, η διαιρεμένη ακόμη Γερμανία, να είναι ένας τόπος μη τόπος στην άκρη ενός «αλτ» και ενός πυροβολισμού, σαν μια διαλεκτική, εντέλει, μη διαλεκτική, σαν ένα τοπίο στην ομίχλη.

Και από το «Βλέμμα του Οδυσσέα» επικεντρώνεται στη σκηνή με το τεμαχισμένο άγαλμα του Λένιν, που φορτωμένο σε ένα πλοιάριο διασχίζει ένα βαλκανικό (;) ποτάμι.  Εδώ, ωστόσο, ο δείκτης του δεξιού χεριού είναι ακέραιος και προτάσσεται, το σημείο όμως ποὺ δείχνει είναι ακαθόριστο, κάπου ψηλά, που μπορεί να εκληφθεί και ως μπροστά, ένα μπροστά όμως που δεν υπάρχει πιά. Καθαρά σύμβολα, και το χέρι και το άγαλμα, που όμως υποβάλλονται σε μιαν ερμηνευτική της αλληγορίας, η οποία, κατά τη διατύπωση του Μπαλασόπουλου, αποτυπώνει το ιστορικό και τροφοδοτεί τον στοχασμό πάνω σε αυτό.

Το θραυσματικό στοιχείο και στις δύο σκηνές, παραπέμπει, κατά την ανάλυση, και πάλι στην έννοια των ερειπίων, φτάνοντας, με μια αναγωγή, και πάλι στον Μπένγιαμιν, και μέσω αυτού στην έννοια τής ιστορικής μελαγχολίας. Ιστορική μελαγχολία, η οποία διακατέχει βέβαια όλο σχεδόν το έργο του Αγγελόπουλου. Αρκεί να θυμηθούμε, στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού», τον τίτλο του βιβλίου εκείνου του αγνοούμενου πολιτικού: «Η μελαγχολία τού τέλους τού αἰώνα».

Ο Μπαλασόπουλος διαβάζει τις δύο ταινίες κάτω από το πρίσμα της παρακμής και της καταστροφής. Στο «Τοπίο στην ομίχλη», ταινία γυρισμένη πριν από τη διάψευση και το γκρέμισμα του σοσιαλιστικού ονείρου, της σκηνής του αναδυόμενου από τη θάλασσα κομμένου χεριού έχει προηγηθεί ο βιασμός της μικρής πρωταγωνίστριας και βέβαια η αδυναμία του γνωστού αγγελοπουλικού «Θιάσου» να βρει πλέον χώρο για να παίξει την «Γκόλφω» του, με συνέπεια τη διάλυσή του και την πώληση των θεατρικών κοστουμιών του. Ενώ στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», ταινία του 1995, και στη σκηνή η οποία τον απασχολεί, πέρα από τη σημειολογία της ιδεολογικής κατάρρευσης και του γεωγραφικού τεμαχισμού του βαλκανικού χώρου,  αυτό που μας δείχνει επίσης η κάμερα είναι η πομπή μιας κηδείας και οι άνθρωποι στις όχθες του ποταμού, που  σκύβουν το κεφάλι και σταυροκοπιούνται, καθώς περνά από μπροστά τους το κομματιασμένο άγαλμα του Λένιν ή τὸ ξόδι της διαλυμένης και σπαραγμένης Γιουγκοσλαβίας.

Αυτό που διαβάζει όμως στην πραγματικότητα ο Μπαλασόπουλος είναι το μεγάλο τοπίο των ερειπίων και της ήττας. Ό,τι άφησε πίσω του η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι αυτή η ήττα που προσδιορίζεται ως ήττα της διαλεκτικής, της σύνθεσης δηλαδή  ‒ή μήπως της σύγκρουσης;‒ της ιστορικότητας με το μυθικό, των δύο αξόνων ανάμεσα στους οποίους κινείται το πεπρωμένο του ανθρώπου, των δύο τραγικών αξόνων ανάμεσα στους οποίους κινείται και το σινεμά του Αγγελόπουλου. Και δεν είναι μόνον η «Αναπαράσταση», η πρώτη του ταινία τού 1970, η οποία μνημονεύεται στο βιβλίο· είναι και ο «Θίασος» τού 1975, στον οποίο προαναφέρθηκα, αυτή η διαρκής μπρος-πίσω κίνηση στον μύθο και στην ιστορία, στην «Γκόλφω» και στον κύκλο αίματος των Ατρειδών, στην αντίσταση και την ήττα. Και ας μην μας διαφεύγουν οι δύο φράσεις από το «Τοπίο στην ομίχλη». Η μία του μικρού Αλέξανδρου: «Δεν ξέρουμε αν πηγαίνουμε μπρος ή αν γυρίζουμε πίσω» και η άλλη του «Θιασικού» Ορέστη που μόλις έχει πουλήσει τη μηχανή του και λέει: «Αυτό που κάναμε τώρα, στο θέατρο το λέμε φινάλε».

 

Συμπερασματικά, και ολοκληρώνοντας την ανάγνωση αυτών των «στοχασμών, αλληγοριών και αφορισμών για σκοτεινούς καιρούς», μένει η εντύπωση ενός βιβλίου με στέρεο δοκιμιακό λόγο ‒ποιητικών ενίοτε απολήξεων‒, με ισχυρή και ρηξικέλευθη πολιτική και φιλοσοφική σκέψη, με εις βάθος αναλύσεις και ερμηνείες. Μένει ένας «απρόθυμος άγγελος» να ευαγγελίζεται σε «σκοτεινούς και καιρούς» το «και μία μέρα» της αιωνιότητας.

 

Αντώνης Μπαλασόπουλος, Απρόθυμος Άγγελος, εκδόσεις Οκτάνα, 2024

Προηγούμενο άρθρο«Όρνιθες» του Αριστοφάνη και του Άρη Μπινιάρη: γήινοι, πικροί, απομαγεμένοι (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΚορίνα Μαυράκη : Ο ίδιος άνεμος που σε σκορπά σε φέρνει πίσω (της Μαρίας Θρασκιά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ