Για μια χούφτα λογοτέχνες (του Φώτη Παπαγεωργίου)

0
1862

του Φώτη Παπαγεωργίου (*) 

«Οι έριδες είναι το εθνικό μας σπορ» και «την τιμητική της στην ιστορία των πρόσφατων εχθροπραξιών είχε η λογοτεχνία», αποφαίνεται ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης στο πρόσφατο άρθρο του «Για μια χούφτα σελίδες» που δημοσιεύθηκε στο Documento. «Ενεπλάκησαν», μας υπενθυμίζει, «με σειρά εμφανίσεως, ο Καραγάτσης, ο Βακαλόπουλος και ο Βλαβιανός. Στο μακελειό έλαβαν μέρος επώνυμοι, ψευδώνυμοι και ανώνυμοι». Στη σύντομη αυτή παρέμβαση θα περιοριστώ στα σχόλιά του για την πρόσφατη «Βλαβιανιάδα».

Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι συμφωνώ, φυσικά, με την παρατήρησή του ότι οι έριδες είναι το εθνικό μας σπορ. Και θα ήθελα να δηλώσω ότι θαυμάζω το κουράγιο του να σταθεί στο πλευρό του Χάρη Βλαβιανού σε μια ώρα που φαίνεται να είναι δύσκολη για τον τελευταίο. Δυσκολεύομαι, όμως, πραγματικά, να παρακολουθήσω τον συγγραφέα σε όλες σχεδόν τις τοποθετήσεις του σχετικά με τη Βλαβιανιάδα.

Πρώτα από όλα, σαστίζω με το γεγονός ότι βλέπει οποιαδήποτε ομοιότητα στην έκταση που έλαβαν η «Βλαβιανιάδα» και η «Καραγατσιάδα» (στοιχεία μιας αξιοσημείωτης «Βακαλοπουλιάδας», ας με συγχωρέσει για αυτό, εγώ δεν έχω εντοπίσει). Τοποθετήσεις για την Καραγατσιάδα (την οποία, υπενθυμίζω, πυροδότησε ένα άρθρο της Ρένας Λούνα) έκαναν σχεδόν οι πάντες. Έχοντας, από την άλλη, ο ίδιος πυροδοτήσει την πρόσφατη Βλαβιανιάδα, μπορώ να τον διαβεβαιώσω ότι οι αριθμοί τον διαψεύδουν κατηγορηματικά: τρία-τέσσερα άρθρα έχουν δημοσιευθεί στο διαδίκτυο, η όποια αντιπαράθεση απαντά περιορισμένα -και σχεδόν ελλειπτικά- στο Facebook ενώ προκύπτουν και δύο πολύ σημαντικές ποιοτικές διαφορές: α) η Καραγατσιάδα έλαβε εκτεταμένη κάλυψη στον τύπο. Το τονίζω αυτό: μια αιρετική και «πρώτης προβολής» ερμηνεία της «Μεγάλης Χίμαιρας» κινητοποίησε δεκάδες κριτικούς και συντάκτες και η επακόλουθη αντιπαράθεση απασχόλησε, τελικά, το ευρύ κοινό. Όλα αυτά όμως έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη Βλαβιανική φαρσοκωμωδία, για την οποία ο τύπος σιωπά. β) η Καραγατσιάδα απασχόλησε μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής κοινότητας, με εκατοντάδες μέλη της να συμμετέχουν στην αντιπαράθεση, δημοσιεύοντας και σχολιάζοντας εκτεταμένα. Σε πλήρη αντίθεση και πάλι, στη Βλαβιανιάδα το σούσουρο που προκλήθηκε περιορίστηκε σε ιδιωτικές συζητήσεις. Πόσοι να παρενέβησαν στα ΜΚΔ άραγε; 20, 30, 50 λογοτέχνες; Έστω. Η πικρή αλήθεια, όμως, είναι ότι τα περισσότερα μέλη της λογοτεχνικής κοινότητας παρακολουθούν δημοσίως τη Βλαβιανιάδα βουβά και τη συζητούν, ενδεχομένως και ζωηρά, ιδιωτικά.

Το δεύτερο σημείο που με προβληματίζει είναι η ίδια η περιγραφή της υπόθεσης. Προσέξτε πόσο εύγλωττος είναι ο κύριος Μπαμπασάκης στην παρουσίαση και αξιολόγηση του κειμένου που έδωσε την αφορμή για το ξέσπασμα της Καραγατσιάδας: «Το πράγμα άρχισε με ένα σπασμωδικό, άχαρο και κακογραμμένο κείμενο που εγκαλούσε τον Καραγάτση για σεξισμό εκατόν δεκαέξι έτη μετά τη γέννησή του, οχτώ δεκαετίες μετά το μεσουράνημά του και εξήντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του». Παρακάτω, πάντα χωρίς να κατονομάζει τη Ρένα Λούνα, αναφέρει: «Κάποιος νεοφανής στο κουρμπέτι κρίνει σκόπιμο, ή/και πρέπον, να επιτεθεί σε μια τεθνεώσα ιστορική μορφή των γραμμάτων (όπως στην περίπτωση ψευδώνυμης μυθιστοριογράφου, ενός έως τώρα μυθιστορήματος, που έβαλλε κατά του Καραγάτση), συνήθως με κάποια έλλογα επιχειρήματα, έστω προχείρως στηριζόμενα σε κακοχωνεμένες θεωρίες του συρμού». Και αντιπαραβάλετε τώρα πώς περιγράφει την πυροδότηση της Βλαβιανιάδας: «κάποιος, μάλλον άσχετος με τη λογοτεχνική πιάτσα, θεωρεί δέον να τραβήξει το αυτί σε μια παλιά καραβάνα του χώρου που έχει διανύσει τέσσερις δεκαετίες γράφοντας, εκδίδοντας, σωρεύοντας βραβεία και τιμές (όπως στην περίπτωση έγκριτου, ως φαίνεται, αναγεννησιολόγου που έβαλλε κατά του καθιερωμένου Βλαβιανού)». Αφήνω κατά μέρος τον χαρακτηρισμό μου ως έγκριτου αναγεννησιολόγου (δεν αισθάνομαι ούτε αυτοπροσδιορίζομαι έτσι, σε κάθε περίπτωση τον ευχαριστώ). Τι πληροφορίες μαθαίνει, άραγε, κάποιος για την υπόθεση αυτή από την αφαιρετική περιγραφή του συντάκτη; Πρώτον, ότι είμαι άσχετος με τη λογοτεχνική πιάτσα -πράγμα που ισχύει-, και δεύτερον ότι «τράβηξα το αυτί» του Χάρη Βλαβιανού. Αναρωτιέμαι γιατί ο συντάκτης παραλείπει να αφιερώσει δυο γραμμές για να εξηγήσει «πώς» και «γιατί» εγώ «τράβηξα το αυτί» του κυρίου Βλαβιανού. Οπωσδήποτε δεν αγνοεί ότι η πυροδότηση της υπόθεσης βασίστηκε σε δύο απλά και διακριτά επεισόδια: αναφέρομαι στην αρχική καταγγελία μου περί εκτεταμένης λογοκλοπής στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του Χάρη Βλαβιανού «Αναγέννηση» και, ακολούθως, στην κατάδειξη των παλινωδιών του συγγραφέα και του εκδοτικού οίκου στην παρουσίαση και τον χειρισμό της κακής πρακτικής (βλέπε: «απόσυρση» της πρώτης και αμαρτωλής έκδοσης, αντικατάστασή της από μια δεύτερη κ.ά.). Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να σκεφθώ ότι τούτη ήταν μια βολική παράλειψη εκ μέρους του: αυτό που καταλαβαίνει ο ανυποψίαστος αναγνώστης είναι ότι ένας «άσχετος» έβαλλε κατά ενός «καθιερωμένου», υπαγορεύοντας παραπειστικά το συμπέρασμα ότι η υπόθεση λίγο διέφερε από την Καραγατσιάδα. Όμως πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές υποθέσεις. Πώς είναι δυνατόν να μην το βλέπει αυτό;

Η θλιβερά παραπειστική παρουσίαση του εναύσματος της Βλαβιανιάδας, φαίνεται να απελευθερώνει τη γραφίδα του συγγραφέα και έτσι προχωρά στη συνέχεια στην κατάθεση μιας σειράς προβληματικών παρατηρήσεων. Παραθέτω τις σημαντικότερες:

  • «Συμπαρατάσσονται με τον επιτιθέμενο ένα σωρό άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων είτε δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το επίμαχο ζήτημα είτε σχετίζονται κάπως, μάλλον αόριστα, με τον λογοτεχνικό χώρο είτε παρέμειναν παρά τις προσπάθειές τους θλιβερά εκτός νυμφώνος, συνήθως λόγω ανεπαρκών προσόντων».
  • «Είναι λυπηρό ότι, ενίοτε, στον όλο αχταρμά παρασύρονται και αξιότιμοι παίκτες που συνέβη να έχουν διαπληκτιστεί με τον ζώντα δεχόμενο την επίθεση (όπως στην περίπτωση καλών ποιητών που τα έχουν σπάσει με τον Βλαβιανό για προσωπικούς λόγους)».
  • «Παρατηρείται επίσης το γεγονός κάποιοι να λένε και να ξελένε, ήτοι να αναρτούν τη θέση τους ή να σχολιάζουν την ανάρτηση κάποιου άλλου και μετά, ενδεχομένως σκεπτόμενοι πιο ψύχραιμα ότι φυσικά υπάρχουν συνέπειες για τα λεχθέντα τους, αφαιρούν, πάντα με την ευκολία που παρέχει το Mέσο, την ανάρτηση ή το σχόλιό τους, ποιούν τη νήσσα και ούτε γάτα ούτε ζημιά».

To απόσπασμα (1) αποτελεί επιχείρημα ad personam, βγαλμένο από το εγχειρίδιο: «τέτοιοι που είναι (άσχετοι, ατάλαντοι κ.ο.κ.), τέτοια θα λένε». Εάν δεν αντιλαμβάνεται ο κύριος Μπαμπασάκης πόσο ρηχό και προβληματικό είναι να γράφει τέτοια λόγια, ιδίως -στον βαθμό που τα λόγια αυτά αφορούν και τη Βλαβιανιάδα- όταν δεν έχει καν μπει στον κόπο να αναφέρει ποιο είναι «το επίμαχο ζήτημα», δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Το (2) είναι εξίσου μειωτικό. Ο συντάκτης αφήνει να εννοηθεί ότι οι (λίγοι) επιφανείς λογοτέχνες που «συμπαρατάχθηκαν» μαζί μου, το έκαναν μόνον διότι τα «έχουν σπάσει με τον Βλαβιανό για προσωπικούς λόγους». Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί είναι παντελώς ανίκανοι να εξετάσουν κριτικά εάν οι ισχυρισμοί μου ευσταθούν, παρά βρήκαν, καθ’ έξιν, την αφορμή να στραφούν εναντίον του Χάρη Βλαβιανού. Ως προς το απόσπασμα (3), οφείλω να αναγνωρίσω κάποιο δίκιο στον συντάκτη. Θα του υπενθυμίσω, μάλιστα, ότι κάποιοι διέγραψαν ολόκληρο το προφίλ τους, όπως έκανε -αναφέρω ένα τυχαίο παράδειγμα- ο Χάρης Βλαβιανός.

Συνοπτικά, ανάποδη και προβληματική βρίσκω την παρέμβαση του κυρίου Μπαμπασάκη. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να παρουσιάσει, να τσουβαλιάσει και να υποβιβάσει ως «μακελειό» μια υπόθεση που συζητείται κυρίως «κεκλεισμένων των θυρών» και δίχως να κάνει την παραμικρή νύξη για το ίδιο της το αντικείμενο. Έχοντας πει αυτό, θα καταλήξω, ωστόσο, με ένα συμπέρασμα ευνοϊκό προς τον ίδιο. Στην Ελλάδα (του Χάρη Βλαβιανού), είναι πολύ πιθανό η τελική έκβαση της υπόθεσης να είναι εκείνη που προοικονομεί ο συντάκτης: ο αμυνόμενος να κατισχύσει του «επιτιθέμενου».

 

ΥΓ. Ο κύριος Μπαμπασάκης ίσως έχει γίνει αποδέκτης μιας «επιστολής προς φίλους» που διακινείται (όχι και τόσο) ιδιωτικά από τον Χάρη Βλαβιανό. Εάν αυτό ισχύει, θα ήθελα να τον παρακαλέσω να ασκήσει όλη την επιρροή του στον συγγραφέα να τη δημοσιοποιήσει. Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας θα άντεχε την απάντησή μου, όμως οι «φίλοι» του ίσως να ενδιαφέρονταν να πληροφορηθούν τα παραπάνω από είκοσι σημεία στα οποία ο συγγραφέας τους παραπλανά -και αναφέρομαι μόνον σε όσα γράφει σχετικά με την «Αναγέννηση».

 

 

(*) O Φώτης Παπαγεωργίου είναι καθηγητής κοινωνικών επιστημών στο Gisma University of Applied Sciences

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο εικαστικός Γιάννης Χαΐνης, πρωτεργάτης της Επιθεώρησης Τέχνης και της «Ομάδας τέχνης Α”.
Επόμενο άρθρο«Όρνιθες» του Αριστοφάνη και του Άρη Μπινιάρη: γήινοι, πικροί, απομαγεμένοι (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ