του Γιώργου Φράγκογλου
Πώς να μιλήσεις για μια κυρία-σύμβολο, όταν εσύ ο ίδιος δεν καπνίζεις; Εσύ ήξερες μόνο το μπαράκι Santé στη Μητροπόλεως, και τα τσιγάρα που κάπνιζαν κάποιοι συμμαθητές σου, παλιά, στα χρόνια του ’70, στις τουαλέτες του σχολείου ή στις ομαδικές κοπάνες στα σφαιριστήρια. Και στις μαζώξεις σε εφηβικά δωμάτια, όταν βάζαμε στη διαπασών το « Smoke on the water, a fire in the sky» των Deep Purple.[1] «Καπνός στο νερό, φωτιά στον ουρανό».
Μήπως, τελικά, γι’ αυτό καπνίζουν οι άνθρωποι; Για ν’ ανέβουν σαν φλόγες ψηλά στον ουρανό και να «δουν τον κόσμο ανάποδα»; (σελ. 16); Όχι από άγχος, όχι για κόντρα στους γονείς, όχι για επίδειξη, όχι για απόλαυση.
Επανάσταση κόντρα στη βαρύτητα είναι ο καπνός. Να πετάς χωρίς φτερά. Να πηγαινοέρχεσαι γη-ουρανό, να παρατηρείς, να χορεύεις.
Η ποίηση για την Καραβίτη είναι δέηση. Δέηση ν’ αλλάξουν ο ρυθμός του κόσμου κι ο κόσμος εντός μου. Μόνο που για να φτάσει στην ανάγκη αυτής της δέησης η κυρία Santé πρέπει να ζήσει καρφωμένη στη Γη, «σ’ ένα σπίτι χωρίς σκάλα, ισόγειο. Το μόνο σκαλί που ανεβοκατεβαίνει καθημερινά είναι το πεζοδρόμιο» (σελ. 35).
Δύσκολη δουλειά, δύσκολη ζωή. Σαν το μάζεμα και το παστάλιασμα του καπνού που ποτίζει με τη μυρωδιά του τα ρούχα, το δέρμα, τους τοίχους και που σιγά σιγά γίνεται «μυρωδιά ποτισμένης σκόνης και ληγμένης λαχτάρας» (σελ. 31).
Κι ενώ το σπίτι – και η ζωή- είναι «υπό κατεδάφιση» Κοινή συναινέσει (σελ. 30), συνεχίζουμε τη ζωή «πειθαρχικά», καθόμαστε σε «αόρατα θρανία σε στοίχιση/ διαγωνιζόμαστε σκυφτοί στα Μαθηματικά» (σελ. 27). Αυτό το «Διαγώνισμα», αυτές οι τέσσερις πράξεις που τυραννούν τη ζωή μας (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση), είναι, για την Καραβίτη, ό,τι εμπορευόμαστε, ό,τι ξεπουλάμε. Πουλάμε καπνό, που μαζέψαμε φύλλο – φύλλο, για ν’ αγοράσουμε… τι;
Μα ο καπνός στις μέρες μας… βλάπτει σοβαρά τη υγεία. Τον βλέπεις συχνά στα Διαβατά, σύμβολο φιλοξενίας προσφύγων, καθώς ζεσταίνονται γύρω από τη φωτιά «με τρύπιο πορτοκαλί σωσίβιο/ με ρούχα ξυλιασμένα» (σελ. 47).
Κι εκεί στα καπνισμένα τσουκάλια δεν υπάρχουν καπνιστά χοιρομέρια, ούτε καπνιστά κασέρια, γεύσεις γκουρμέ. Υπάρχουν όμως «οράματα θαυματουργά / γάλα που βράζει, θαλασσινό αλάτι/ πικραμύγδαλα, κορόμηλα άγουρα» (σελ. 48). Μ’ αυτές τις γεύσεις η ποιήτρια μπορεί «να ονειρευτεί ένα μέλλον γιορτή». Οι άλλες είναι αλυσίδες ενός παρόντος γοητευτικά εφιαλτικού.
Η κυρία Santé επιχειρεί να λύσει απορίες μιας ζωής, που έχουν πνιγεί στους καπνούς της Ιστορίας. Καλεί, γι’ αυτόν τον λόγο, σε δείπνο του Πόνου όλα τα φαντάσματα (σελ. 44). Γύρω από το τζάκι, που καίει·και καπνίζει·και θολώνουν τα μάτια·και δακρύζουν. Και τότε, βλέπουν καλύτερα.
Ήταν χορταστικό αυτό το τραπέζι της Νέκυιας. Και αναγκαίο, για να ισορροπήσει τις καθημερινές σχέσεις που καλύπτονται όχι από την καπνιά του τζακιού αλλά από τον καπνό του εργοστασίου. Σχέσεις τυπικές, ρομποτικές. Όπως καταγράφει η Καραβίτη: «τον ακούω να μιλάει σαν ρομπότ στο κινητό» και «τον είδα (…)/ να παίρνει τη θέση του/ ανάμεσα στα εκθέματα της Τεχνητής Νοημοσύνης»(σελ.42).
Και δεν της απομένει άλλος δρόμος από τη φυγή. Στις «αλλόκοτες» και «παράξενες θάλασσες» (σελ. 45). Να βλέπει τον καπνό του πλοίου να υψώνεται – μαύρο φίδι – στον ουρανό, και «δεμένη στο κατάρτι» θα ψάξει να βρει τις πέντε μέρες χωρίς ηλιοφάνεια, που κάπου διαφεύγουν (σελ. 39-40). Ίσως σ’ αυτές τις μέρες να κρύβεται το ριζικό της. Να γυρίσει πίσω ανάμεσα «σ’ ένα σμήνος πουλιά», παρακαλώντας να ’ναι τα θεμέλια της στα βουνά (σελ. 9).
Όσο και να προσπάθησε να ζήσει το όνειρο της κούκλας, να ταξιδέψει στην Αυστραλία, τελικά έμεινε κολλημένη, έναν ολόκληρο χειμώνα, «κάτω από τα άδεια καθίσματα του θερινού σινεμά» (σελ. 17).
Και ο αναθρώσκων καπνός δεν είναι ο καπνός του γενέθλιου τόπου, αλλά μιας ξενιτιάς κοινής όπου «τα πρόσωπα-μάσκες έγιναν μάσκες-πρόσωπα», όπου οι άνθρωποι-αγρίμια λειτουργούν μόνο με τη γεύση και με την όσφρηση, γιατί «όλοι ξένοι τώρα/ σε καιρούς άξενους» (σελ. 19).
Και το ταξίδι της κυρίας Santé συνεχίζεται «Άνοιξη στο βουνό». Και προσέχει άθελά της «μην ποδοπατήσει όνειρα/ φυτρωμένα στο τσιμέντο» (σελ. 46).
Ο αναθρώσκων καπνός είναι οι πυρκαγιές που βάζουμε καθημερινά στη ζωή μας: εσωτερικοί εμπρησμοί. Πυρπολούμε όλα τα όμορφα που μας γεμίζουν. Και βλέπουμε τον καπνό τους τον χρωματιστό να υψώνεται. Γιατί ο καπνός από τις ομορφιές της ζωής δεν είναι γκρίζος· αναλογικά μ’ αυτές είναι πορτοκαλής και γαλάζιος και κυπαρισσής και κίτρινος και καφετής και λευκός και μαβής και κόκκινος.
Και τότε αρχίζει να καίει η εσωτερική φωτιά «που αφουγκράζεται/ τα έγκατα της απόγνωσης» (σελ. 12) μέσα σε «μια καθαρή μοναξιά/ πεντακάθαρη», καπνίζοντας συνεχώς. Γιατί «Τα τσιγάρα/ είναι τα φιλιά που δεν δώσαμε» (σελ. 22) και γι’ αυτό συναντάμε διαρκώς το Κρύο και φωλιάζουμε σ’ αυτό και συγκατοικούμε μ’ αυτό (σελ. 43). Και ο καπνός του Κρύου είναι υδρατμός σαν τον καπνό του θεάτρου. Μια αίσθηση καπνού, μα στην πραγματικότητα ένα ψέμα που δεν υπήρξε «Ποτέ» και το παίρνουμε αγκαλιά και αυτό ξεκαρδίζεται στα γέλια και μετά πάει για ύπνο (σελ. 23).
Γιατί το αληθινό θέατρο δεν εμφανίζεται ποτέ. Μένει μέσα μας και μας τυραννάει. Ποια είναι η ταυτότητά μας; Ποιο το όνομά μας; Από πού ξεκινήσαμε; Πού πάμε; Τι θ’ απογίνουμε με «Εμφύλια Ονόματα» (σελ. 41);
Και η μνήμη – φωτιά που σιγοκαίει αρχίζει να καπνίζει. Θυμάται «Αγάπες», έρωτες, όνειρα (σελ. 10-11). Είναι ο καπνός που ρουφά η κυρία Santé με απόλαυση, είναι η ίδια η έκφραση της ξανθιάς πάνω στο πακέτο τα τσιγάρα.
Αλλά είναι και ο καπνός που «τις αφέγγαρες νύχτες» ξέρει να συνομιλεί με τις λίμνες και να σπρώχνει στον πάτο τη στοιχειωμένη μνήμη. Είναι ο καπνός που ξέρει «τι θα πει/ φυλακή, εξορία, παράδοση, έξοδος, απαγόρευση/ εισόδου» (σελ. 33).
Κι ας νομίζει η ηρωίδα – κι όλοι εμείς – πως ήσυχα κοιμούνται οι λίμνες. Καπνός βγαίνει απ’ τα παγωμένα τους νερά και βάφει μαύρα τα πουλιά, τα πουλιά που τα λένε μαυροπούλια.
Και μέσα απ’ αυτούς τους καπνούς ξεπροβάλλουν πρόσωπα τωρινά και περασμένα. Μια Ρωσοπόντια, Ρωσοελληνίδα, Ρωσόσπορη -πάντα επινοητικοί οι Έλληνες στα σύνθετα- (σελ. 51) κι ένας αρχαίος ήρωας που τον τραυμάτισαν «ανεπανόρθωτα/ λόγια και πράξεις» (σελ. 15) κι αιματοκύλισε τόσο τα ζωντανά όσο και τον εαυτό του, γιατί δεν ήταν τετραπέρατος ούτε εύστροφος ούτε πολυμήχανος – πάντα σκληροί οι Έλληνες σε όσα δεν είναι σύνθετα.
Και ο καπνός της θύμησης όλων αυτών μας πνίγει. Και σηκώνουμε το κεφάλι, μαζί με την ποιήτρια, ψηλά, να πάρουμε αέρα, ν’ αναπνεύσουμε. Και βλέπουμε τη «Σελήνη» να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα (σελ. 53). Γιατί και τα σύννεφα καπνός είναι. Καπνός που κρύβει λόγια και βλέμματα· γι’ αυτό κι ο ποιητής λέει: «σιωπές αγαπημένες της σελήνης».[2]
Αλλά σκεπάζει επίσης, σαν πουπουλένιο πάπλωμα τους αγαπημένους μας που έχουν γίνει φεγγαροντυμένοι, και τα δάκρυά τους είναι οι πρώτες σταγόνες της βροχής που μας ραντίζουν τα φθινοπωρινά πρωινά, όταν αποφασίζουμε να μην καθαρίσουμε πια τη φακή (σελ. 25).
Και ξαφνικά η κυρία Santé, «την πιο παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη», αλλάζει γνώμη (σελ. 32) και προσυπογράφει την… απώλεια. Γιατί στον ορίζοντα κάτι φαίνεται και, όπως λέει και ένας ήρωας του Καμπανέλλη,[3] «ή σκόνη είναι ή καπνός». Και τη σκόνη μπορείς να την τινάξεις, να τη βουρτσίσεις· ο καπνός, όμως, ποτίζει.
Και αποφεύγει η ηρωίδα τον καπνό, μαζί με τον ιππότη, που σε λίγο θα την αφήσει, για «ν’ ακολουθήσει πειθήνια τον Φόβο» (σελ. 36). Κι αυτή θα μείνει να περιηγείται στην Tate Modern Gallery, και να βυθίζεται σε πίνακες με νεκρά σώματα.
Η κυρία Santé πλησιάζει στο τέλος του ταξιδιού, με το ραδιόφωνο τέρμα, για να σκεπάζει το εμμονικό τραγούδι των τζιτζικιών· προπέτασμα καπνού η τεχνολογία στον μέσα πόνο, τον βαθύ (σελ.13). Το παιχνίδι – βέβαια – δεν τελειώνει «Για ένα φάουλ»,
και επειδή δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, όλα είναι «νεκρά φιλιά /έπεα πτερέοντα» (σελ. 38). Γίνεται καπνός μπροστά σε μια αγάπη «άχρονη/ άτοπη / άλογη/ άκρως επικίνδυνη» (σελ. 29).
Μα, επιτέλους, τι καπνό φουμάρει η κυρία Santé; Πώς της κάπνισε και μπαστακώθηκε σ’ ένα κόκκινο κουτί, σ’ ένα αδειανό πακέτο, και μας κοιτάζει ηδονικά φυσώντας τον καπνό, κλείνοντας το μάτι στην υγεία; Μα πώς μπορεί να λέγεται Santé, δηλαδή Υγεία, εφόσον το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία;
Κι όμως, όπως έγραψε ο ποιητής του Αιγαίου: «Στη διάρκεια ενός σιγαρέτου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε και αυτοκαταστρεφόμαστε, όπως άλλωστε και στους έρωτες, τις απόπειρες δημιουργίας, και οπουδήποτε αλλού, το μόνο φωτάκι που δεν σβήνει, ακόμη κι αν ο χρόνος μας το πατά χάμω, είναι το κάλλος. Η απειροελάχιστη στιγμή όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα μες στην ιδιωτική μας αιωνιότητα».[4]
Και αυτό το τσιγάρο είναι υγεία.
Και ότι το φωτάκι της κυρίας Santé του κόκκινου πακέτου δεν έχει σβήσει δεν χρειάζεται ανάλυση. Το ότι η Κυρία Santé της Τζένης Καραβίτη είναι ένα φωτάκι που δεν σβήνει το πιστοποιεί η αλήθεια της ποίησής της. Γιατί «ποίηση μόνον είναι κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία, όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι. Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη».[5]
Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση της συλλογής την 1/3/2024, στο βιβλιοπωλείο Γιάφκα στη Θεσσαλονίκη.
[1] Από το άλμπουμ «Machine head» (1972)
[2] Από τον «Τελευταίο σταθμό» του Γιώργου Σεφέρη
[3] Ο βασιλιάς στο Παραμύθι χωρίς όνομα.
[4] Οδυσσέας Ελύτης «Ει μη εν είη», στον τόμο Ο κήπος με τις αυταπάτες, Ύψιλον/βιβλία, 1996, σ.22
[5] Οδυσσέας Ελύτης «Ως Ενδυμίων», από τη συλλογή Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, 1995, σ.27
Τζένη Καραβίτη, Κυρία Santé, Ενύπνιο, 2024