Αλέξανδρος Αραμπατζής (*)
Για να πω την αλήθεια, στα νιάτα μου, είχα μια πολύ ρομαντική ιδέα για την δημόσια εκφορά της ποίησης, πίστευα δηλαδή ότι, λίγο πολύ, θα έπρεπε να ήταν μια πράξη σχεδόν μυητική, ο κύκλος των προσώπων που συμμετέχουν στο ποιητικό γεγονός θα έπρεπε να συναπαρτίζεται από μυημένους, και το όλο εγχείρημα να προσλαμβάνει έναν σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα, εν είδει, ας πούμε, μυστικιστικής εμπειρίας. Φανταζόμουν, λοιπόν, τους μυημένους σαν ξεχωριστά άτομα με τεράστια αφοσίωση στην υπόθεση της ποίησης και με τεράστιο πάθος. Επιπλέον, όμως, τους φανταζόμουν να διαθέτουν μια ισχυρή πίστη πως προσχωρούν σε μια ιδιαίτερη κάστα πεφωτισμένων, όπου η ποίηση πράγματι θα ήταν διδάσκαλος της ανθρωπότητας, κατά τον Σέλλιγκ τουλάχιστον και τον Χέγκελ. .΄Οπως είναι φυσικό, σήμερα, έχω εγκαταλείψει αυτές τις τόσο μεγαλοιδεατικές και ιδεαλιστικές προσδοκίες, γνωρίζοντας πλέον πως η θέση της ποίησης στον σημερινό κόσμο δεν υπερβαίνει τα όρια μιας απλής πνευματικής ενασχόλησης και η δημόσια εκφορά του λόγου της δεν αγγίζει παρά έναν πολύ μικρό κύκλο ενδιαφερομένων, ωστόσο όχι αυστηρά μυημένων. Η ποίηση σήμερα συνιστά ένα πάρεργο της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της πεζογραφίας, μια ψιλοδουλειά, μια ψιλοαπασχόληση, ένα μερεμέτισμα. Συνεπώς ο ρόλος της έπαψε να είναι πλέον τόσο εκκωφαντικός όσο το βάρος του ονόματός της και η επιρροή της συμπτύχθηκε σύμφωνα με τον ρόλο της.
Συνηθίζω να λέω πως το ποίημα, όταν εκτίθεται δημόσια, χάνει την πατρίδα του, την τόσο ασφαλή και σίγουρη στα χέρια του δημιουργού του, και εξορίζεται στο βασίλειο της άγριας πραγματικότητας, όπου στην αρένα της μπορεί να τύχει ανάλογα της καλύτερης ή της χειρότερης αποδοχής. Για μένα, τουλάχιστον, μπορούμε να διακρίνουμε δύο διαστάσεις του ποιήματος, αφενός το χωροχρονικό άνοιγμά του στον κόσμο, που θα αποτελέσει και το πεπρωμένο του ως ιστορικού αντικειμένου, κι αφετέρου η κλειστή συστημική του συνοχή που θα αποτελέσει και το πεπρωμένο του ως αισθητικού αντικειμένου. Κι όταν ομιλώ για ιστορικό πεπρωμένο δεν εννοώ την τυχόν μελλοντική του λήθη, άλλωστε γνωρίζουμε ότι στον βυθό της λήθης υπάρχει βυθισμένο ένα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο της μνήμης. Αλλά και όταν ομιλώ για αισθητικό πεπρωμένο δεν ομιλώ αυστηρά για την αποτίμηση της αξίας του, άλλωστε γνωρίζουμε ότι οι αξίες είναι τόσο ευμετάβολες που πολλές από αυτές φιλοξενούνται παράλληλα τόσο στο χρηματοκιβώτιο όσο και στο καλάθι των αχρήστων. Ωστόσο ανέκαθεν αντιλαμβανόμουν με ρομαντικό τρόπο το ποίημα ως ένα κοινό κτήμα της ανθρωπότητας που διαθέτει την ριζική δυνατότητα της κοινής και πλατιάς εποπτείας του.
Δεν ξεχνάω πως το υλικό κατασκευής ενός ποιήματος είναι η γλώσσα και όπως όλοι μπορούμε να φαντασθούμε η γλώσσα δεν είναι από τα ευκολότερα υλικά κατασκευής. Κι όμως, στα νιάτα μου πίστευα πως η γλώσσα είναι το εύπλαστο υλικό της φαντασίας και αρκεί ένα σωστό καλούπωμα για να διαπρέψει το ποίημα. Σήμερα πιστεύω πως η γλώσσα είναι ένας τοίχος που η φαντασία πρέπει να την διαπεράσει με βίαιη ορμή και πάθος. Ουσιαστικά να την κατακεραυνώσει με το φως και το σκοτάδι της ανθρώπινης περιπέτειας.
Κάποτε πίστευα πως στα γραφόμενά μου δεν χωράει καμιά κοινοτοπία. Σήμερα, αντίθετα, πιστεύω, πως η κοινοτοπία είναι η μέγγενη του καλού γούστου μου.
Εντούτοις και το κακό γούστο είναι του γούστου μου όταν βαράει στο ψαχνό την μικροαστική αλαζονεία.
Και τέλος: << Δεν θα μπορέσεις να είσαι καλύτερος απ΄ την εποχή σου. Στην καλύτερη περίπτωση θα είσαι η εποχή σου.>> Χέγγελ
(*) Ο Αλέξανδρος Αραμπατζής είναι ποιητής