του Μανώλη Γαλιάτσου
“Πόσο κρατάει το αύριο;/ -Mια αιωνιότητα και μια μέρα”
/ -Και πόσο διαρκεί αυτό; Μια ζωή… Ή μια στιγμή. Και αρκεί τόσο;/ -Ναι. Αν είναι η πραγματική στιγμή. / -Τι γίνεται τότε; / -Τότε σταματάει ο χρόνος. Και τότε αυτή η στιγμή κρατάει για πάντα.
Στο Μια Αιωνιότητα Και Μια Μέρα, στη λίστα του Θόδωρου Αγγελόπουλου για τις εμπειρικές κατηγοριοποιήσεις του χρόνου προστίθεται μία ακόμα: ο ακινητοποιημένος χρόνος. «Όταν το πρωινό αστέρι νοσταλγήσει τη γη και σταματήσει να κοιτάξει, τότε όλα σταματάνε. Κι ο χρόνος σταματάει».
Για τον συγγραφέα, τον ήρωα της ταινίας, η συνάντησή του με το παιδί των φαναριών είναι το «σπρώξιμο» που χρειάζεται για να παραμείνει δεμένος με τη ζωή, μια μόλις μέρα πριν την τελική, χωρίς επιστροφή είσοδό του στο νοσοκομείο. Να μπει σε κίνηση, να βγει στους δρόμους· και αν είναι δυνατόν να μείνει εκεί. Για τον σκηνοθέτη, απ’ την άλλη, το παιδί των φαναριών είναι η αφορμή για να δώσει στην ταινία του το στίγμα του επίκαιρου χρόνου· για τους τωρινούς θεατές και για τα χρόνια που θα ‘ρθουν. Αυτά που θ’ αγνοούν τις ιδιαίτερες περιστάσεις. Αλλά και για την ευκαιρία να κάνει για μιαν ακόμα φορά το γνώριμο ταξίδι προς τον Βορρά, να φτάσει μέχρι το αγαπημένο του χιόνι. Κυρίως όμως…
Η ζωή του συγγραφέα, τώρα που οι πόνοι εντάθηκαν, βρίσκεται σε τόσο λεπτό σημείο, μπορεί να δοκιμάσει να κρατηθεί ακόμα και από μια «κορφούλα» (πολύ μικρό λουλούδι), όπως είναι η λέξη που αγοράζει –κατά το πρότυπο του Διονυσίου Σολωμού- από τον μικρό βορειοηπειρώτη, τον σύντροφο της τελευταίας του μέρας. Η ευάλωτη ζωή του μικρού πρόσφυγα, εκτεθειμένη κάθε στιγμή σε μύριους κινδύνους, ταιριάζει απόλυτα με τη δική του τρεμάμενη ζωή. «Κορφούλα μου». Αυτό σημαίνει: Ζωή μου που χάθηκες… αλλά μπορεί την ύστατη στιγμή και να ξανακερδηθείς. Αρκεί να προλάβεις να «δεις».
Μια μέρα… Αυτό ζητά από τον διαρκώς απορροφημένο στο έργο του συγγραφέα η ερωτευμένη γυναίκα του. Αυτή που κοιμάται πλάι του τις νύχτες και τον βλέπει στα όνειρά της, τρομάζοντας στη σκέψη ότι μπορεί να την ονειρεύεται κι αυτός. Γιατί τότε η ζωή της θα ξεχείλιζε – και αυτή δεν θα ήξερε τι να κάνει απ’ το τόσο ξεχείλισμά της. Φοβάται ότι θα διαλυόταν…
Και ο διάσημος συγγραφέας; Τι αναζητά σε όλη του τη ζωή αυτός; Τη συνέχιση και την υστεροφημία του έργου του. Κάπου ανάμεσα σ’ αυτήν την αναζήτηση και τις κατά μεγάλα διαστήματα διαμονές του στο εξωτερικό έχει παραπέσει η αληθινή του μέρα. Γι’ αυτό και το έργο του απόμεινε σπαράγματα, όπως οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού που πασχίζει ν’ αποδείξει ότι έχει αυτός τη χάρη να μπορέσει να το ολοκληρώσει. Ή, πιο πιθανόν, το κάνει γιατί διαισθάνεται ότι τα σπαράγματα είναι η μόνη δυνατότητα που επιτρέπει στο έργο του η δική του διάσπαρτη και διχασμένη ζωή. Και, ασφαλώς, με τη δεύτερη ερώτησή του δίνει απάντηση στην πρώτη όταν μονολογεί μπροστά στην κατάκοιτη μητέρα του: «Γιατί δεν ήρθε τίποτα όπως το περιμέναμε; Γιατί δεν ξέραμε πώς ν’ αγαπήσουμε;»
Το δέλεαρ της αιωνιότητας είναι η διάρκεια. Αλλά η μόνη πραγματική διάρκεια βρίσκεται στη στιγμή. Αυτή είναι η καθυστερημένη και πικρή διαπίστωση αυτού του νοσταλγού της ευτυχίας του. Που ενώ την κράταγε στα χέρια του την άφησε να κυλήσει, όπως ένα βαθύ ποτάμι κυλάει αμέριμνο πάνω απ’ την ανήσυχη κοίτη του· ή όπως ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλο στη σιωπή, προσπαθώντας να κρύψει, χωρίς ιδιαίτερες πιθανότητες επιτυχίας, τη γραμμή απ’ τα ίχνη του.
Αυτή τη μέρα που του ζήτησε η γυναίκα του, τώρα που η γυναίκα του δεν υπάρχει πια, αναζητά απεγνωσμένα στο παρά πέντε ο άμοιρος συγγραφέας. Γιατί η μέρα αυτή κρύβει μέσα της τη στιγμή που δεν είχε τη σοφία να μπορέσει να διακρίνει και να εκτιμήσει έγκαιρα· κρύβει όλη την (δική του) αιωνιότητα. Όχι την αιωνιότητα της υστεροφημίας, αλλά το άπαν ολάκερης της ζωής.
Την κρίσιμη μέρα της αιωνιότητας ο συγγραφέας σκέφτεται την αιωνιότητα και χάνει τη μέρα. Αφήνει για λίγο τη γυναίκα του στην παραλία, μόνη με την υπόλοιπη παρέα, για ν’ ανέβει μέχρι τον λόφο. Αδημονεί να διαπιστώσει αν εξακολουθεί να υπάρχει η πέτρα που χάραξαν τα ονόματά τους αυτός και οι φίλοι του, κάποτε, όταν ακόμη ήταν παιδιά. Ναι, η πέτρα υπάρχει. Δείγμα ότι και η αιωνιότητα υπάρχει και τον περιμένει. Η πέτρα είναι ο προπομπός της – έτσι σκέφτεται. Η γυναίκα του τον αποκαλεί προδότη γιατί η απουσία του κλέβει τις ώρες και τη συνοχή της επαφής τους. Ο βαρύς χαρακτηρισμός μοιάζει, με το πρώτο άκουσμα, υπερβολικός· εκείνη όμως φαίνεται να τον εννοεί. Αλλ’ αυτή η αντίθεση είναι και η μόνη ένδειξη του σκηνοθέτη για να μας αφήσει να εννοήσουμε ότι γύρω απ’ αυτήν τη διαφορά αντίληψης και στάσης παίχτηκε όλο το παιχνίδι της ζωής. Η στιγμή εν τω μεταξύ έχει χαθεί…
Δεν είναι ένα σεναριακό ή λογοτεχνικό εύρημα, άλλωστε μια τόσο λεπτή διάκριση αναδεικνύεται πρωτίστως από τον σκηνοθετικό της χειρισμό, όπως και γίνεται εδώ: Πρόκειται για το απόσταγμα της καλλιτεχνικής εμπειρίας ενός μεγάλου δημιουργού. Μοιάζει τόσο απλό – και είναι, αλλά μόνον εκ των υστέρων και γιατί έχει ήδη καταγραφεί και πλέον το γνωρίζουμε. Θα έπρεπε όμως πρώτα, για να προκύψει αυτή η απλότητα, κάποιος να έχει την πνευματική διαύγεια και τη συναισθηματική δύναμη να τη νιώσει. Και, κυρίως, να την εκφράσει. Αλλά για να πεις κάτι συγκλονιστικό πρέπει πρώτα να έχεις συγκλονιστεί ο ίδιος. Και όταν αυτό συμβεί, τότε μπορεί να σου δοθεί από μόνη της, έτσι απρόσκλητη, η χάρη της αιωνιότητας. Αλλά όταν το αποφασίσει αυτή, ίσως να μην τη χρειάζεσαι πια εσύ. Να έχεις κατανοήσει, βαθύτερα απ’ όσο η ίδια νομίζει, ότι στην πραγματικότητα ποτέ δεν τη χρειαζόσουν.
«Σε κοιτάζω με κλειστά τα μάτια, σ’ ακούω με τ’ αφτιά σφραγισμένα». Με αυτήν την ερωτική εξομολόγηση, όπως ακούγεται από τα χείλη της γυναίκας, ο σκηνοθέτης περιγράφει στην πραγματικότητα το δικό του όραμα για τον κινηματογράφο, με τον τρόπο που το όρισε η πιο ώριμη δεκαετία αυτής της δεύτερης περιόδου του. Τι είναι αυτό που ζητάει; Η εικόνα να υποβάλει αυτό που δεν φαίνεται, καθώς το νόημα μετακινείται από τις «χειρονομίες» και τα πρόσωπα στους αόρατους ψυχικούς τους δεσμούς· ο ήχος να αποδώσει το ανήκουστο· οι λέξεις να χαϊδέψουν το νόημα χωρίς να το περιχαρακώσουν, συχνά να επαναλάβουν τον εαυτό τους για να μπορέσουν να πλανηθούν πάνω απ’ τα σώματα, κρατημένες αν είναι δυνατόν για πάντα εκεί, μετέωρες: Η αναφορά του λοιπόν είναι για έναν κινηματογράφο όχι των εννοιών αλλά της αίσθησης των πραγμάτων και των ενδιάμεσων αποχρώσεων και αντηχήσεών τους. Ο σκηνοθέτης εδώ μεταφέρει ίσως για πρώτη φορά αυτό το όραμα στους ήρωές του – το κάνει μέρος της πραγματικής (τους) ζωής. Ακριβώς αυτήν τη μυστική γλώσσα λοιπόν είναι που δεν μπόρεσε ν’ αντιληφθεί ο άνθρωπος ο οποίος σε όλη του τη ζωή συνέλεγε λέξεις, τις μελετούσε, έσκυβε πάνω απ’ αυτές, τις ανάσταινε, και όμως τώρα είναι αναγκασμένος να πει, σχετικά με το γράμμα της γυναίκας του, αποσβολωμένος σχεδόν μπροστά στη μάλλον αδιάφορη κόρη του: «Δεν το είχα καταλάβει».
Μια αδιόρατη γραμμή χωρίζει τις ψηλαφήσεις του σκηνοθέτη για τις ανεπαίσθητες πτυχές του διαισθητικού νοήματος, μέχρι την πραγματοποίηση του επόμενου βήματος για τις ευθέως αινιγματικές ή μαγικές σκηνές της ταινίας του. Στοιχειώδης σταχυολόγηση, κάποιων μόνον απ’ αυτές: Οι «σταυρωμένοι» άνθρωποι, καρφωμένοι στον φράχτη των συνόρων, αιωρούμενοι σε διαφορετικά σχήματα, σαν παράξενα μαύρα πουλιά που πιάστηκαν αιφνιδιασμένα σε θανατηφόρα σύρματα. Ή, η πρώτη είσοδος του Διονυσίου Σολωμού, στο πλάνο που ενοποιείται και συγχωνεύεται η εναλλαγή των αιώνων· στη συνέχεια η παρουσία των ηρώων στη δική του εποχή και αργότερα του ποιητή στη σύγχρονη, απαγγέλλοντας με ελαφρώς ξενική προφορά τους μεγάλους του στίχους: «Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε / της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι… που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα: / γλυκιά η ζωή και… γλυκιά η ζωή». Τελευταίο παράδειγμα: Η ζωντανή μουσική από το τρίο των μουσικών, πριν κατέβουν στη στάση για το Ωδείο, σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής όπου μπορούν να συμβούν –και πράγματι συμβαίνουν- σχεδόν τα πάντα. Και μια σκηνή για την καθαρή αισθητική της απόλαυση: Ο γαμήλιος χορός της Αλβανίδας νύφης και του Πόντιου γαμπρού. Οι τεράστιες «φτερούγες» που ανοίγει με τ’ απλωμένα χέρια του αυτός και τα σπαρταριστά επιτόπια βήματα εκείνης, η συνομιλία των δύο μουσικών παραδόσεων, με το ακορντεόν απ’ τη μια και την ποντιακή λύρα απ’ την άλλη, και εν τέλει η συνύπαρξη και η συνήχησή τους, προανάκρουσμα της επερχόμενης σαρκικής ένωσης του νεαρού ζευγαριού. Η ψηλόλιγνη φιγούρα του γαμπρού θυμίζει τη γεροντική της ανάλογη -και μαζί μιαν άλλην αξιομνημόνευτη σκηνή- από προηγούμενη ταινία του: τον πυρρίχιο χορό του Μάνου Κατράκη από το Ταξίδι Στα Κύθηρα, που όσο απομακρύνεται η κάμερα τον μετατρέπει βαθμιαία σ’ ένα ξωτικό που βρήκε κενό και τρύπωσε μέσα από τις χαραμάδες του χρόνου, για να σταθεί και πάλι για λίγο στη λατρεμένη του γη, σ’ έναν ύστατο χαιρετισμό πριν το ξερίζωμα του οριστικού αποχωρισμού. Με το κορμί ακόμη εδώ και την ψυχή φευγάτη. Ίσως ένας φόρος τιμής στον μεγάλο ηθοποιό που χάθηκε εν τω μεταξύ αλλά εξακολουθεί να λείπει. Από τις ήδη σπουδαίες ταινίες του όπως Ο Θίασος ή Οι Κυνηγοί, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έχει διανύσει μια τεράστια απόσταση: μια πορεία διαρκών αναζητήσεων με αναστοχαστική διάθεση πάνω στις πολύπλευρες δυνατότητες της Τέχνης του, σε κάθε κενό σημείο της και κάθε πιθανή της πτυχή. Με την πρώτη σκέψη προσανατολισμένη πάντα στο ύψος της ζωής. Για όποιον βέβαια έχει το σθένος –ή το κουράγιο- να το αναγνωρίσει αυτό.
«Η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι» λέει ο Ελύτης, τον οποίον ο σκηνοθέτης φαίνεται να έχει στο μυαλό του σε στιγμές της ταινίας του. Όπως όταν δείχνει τον ήρωά του να χαιρετίζει το περαστικό καράβι, ανεμίζοντας με «αναίτιο» ενθουσιασμό το μαντίλι του από το ύψωμα του νησιού (… για να λάμπεις πλάι στο ουρανί αεράκι ενός νησιού … από τα ψηλά του βράχια… και πέρα-πέρα ένα βαπόρι). Η ποίηση μπορούμε να υποθέσουμε ότι αποτέλεσε πάγια αναγνωστική συνήθεια του Αγγελόπουλου και ότι η ποιητική που αναπτύχθηκε εντός του γαλουχήθηκε –εν αρχή- από τα ίδια τα ποιήματα. Αλλά τώρα ας το πούμε: Η ταινία αυτή έγινε για ν’ ανοίξει διάπλατα τα παράθυρά της. Τα παράθυρα απ’ τα οποία «γλιστράει» κάθε φορά ο ήρωας για να εισρεύσει άφθονο το μεσογειακό φως του ήλιου, ή το φως που διαπερνά τη διάφανη κρούστα των άσπρων σύννεφων για να γίνει ένα με το εκτυφλωτικό φως της μνήμης. Τόσο εκτυφλωτικό, όσο το φως της ζωής και του κινηματογράφου μαζί. Φως μέσα στο φως… Μια υποψία θανάτου; Έτσι άραγε να μοιάζει μια μέρα στα μάτια των –ακόμη- ζωντανών, καθώς την κοιτάζουν προς τα πίσω από την αντίπερα όχθη; Περίπου έτσι, πάντως, «γράφεται» στο μυαλό του Λουίτζι Πιραντέλο -φιλτραρισμένο από τις αφηγήσεις της νεκρής μητέρας του- το φως από το νησί της ελαφρόπετρας, στο Χάος (1984) των αδελφών Ταβιάνι. Γι’ αυτό και στον Αγγελόπουλο η παραλία μπροστά σ’ αυτήν τη θάλασσα της αμάραντης μνήμης είναι παραλία της λευκής άμμου. Λευκή σαν τους κόκκους ενός άγραφου φιλμ (όπως στο Βλέμμα Του Οδυσσέα), που αυτήν τη φορά μπόρεσε να εμφανιστεί – για να πλημμυρίσει μεμιάς όλη την οθόνη.
Η ταινία Μια Αιωνιότητα Και Μια Μέρα (1998) είναι η ακριβώς επόμενη από Το Βλέμμα Του Οδυσσέα (1995). Ο σκηνοθέτης της πρώτης χρονολογικά ταινίας και ο συγγραφέας της δεύτερης μοιάζουν σαν δύο όψεις της ίδιας ζωής, πλασμένοι αμφότεροι για να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Το χαμένο βλέμμα αλλά και η γεμάτη από ζωή ύπαρξη του πρώτου γίνεται η γεμάτη από μνήμες και άδεια από ζωή ύπαρξη του δεύτερου. Ο πρώτος επιστρέφει για το πρόσωπο της συντρόφου. Ο δεύτερος για την αναζήτηση της γλώσσας και την ανάσυρση των λέξεων, γιατί τότε μόνο μπορεί ν’ ακούσει την ηχώ των βημάτων του μέσα στο σπίτι: οι λέξεις είναι η δική του Πηνελόπη. Ο σκηνοθέτης πρέπει πρώτα να γίνει άλλος για να μπορέσει να επιστρέψει. Ο συγγραφέας να βρει τις λέξεις, γιατί μόνο με αυτές θα μπορέσει να την ξανασυναντήσει. Μόνο που αυτό δεν το ξέρει απ’ την αρχή… Ο σκηνοθέτης έχει τις ρίζες του στον Όμηρο· ο συγγραφέας συνθέτει εν αγνοία του, σε όλη του τη ζωή, το τραγούδι του Ορφέα. Και οι δύο μοιάζουν με το πρωινό άστρο, τη στιγμή που σταμάτησε το δικό του ταξίδι για να σταθεί και να κοιτάξει. Όπως εκείνο, έτσι κι αυτοί, νοστάλγησαν ο καθένας τη δική του γη. Σ’ αυτήν τη στιγμή της παύσης των πάντων κρατούν την ανάσα τους – και προσδοκούν ν’ αναδυθεί από τα βάθη της θάλασσας η αρχαία, χαμένη τους Ατλαντίδα. Το ανεμφάνιστο φιλμ του ενός – η χαμένη μέρα για τον άλλον.
Το γράμμα της γυναίκας του συγγραφέα – αυτό είναι το δικό του πρωινό άστρο. «Σου γράφω μπροστά στη θάλασσα, ακόμα κι ακόμα… Σου γράφω, σου μιλάω. Όταν ξαναγυρίσεις κάποτε σ’ ετούτη τη μέρα, θυμήσου: Την κοίταξα με όλα τα μάτια. Τη χάιδεψα με όλα τα χέρια. Στέκομαι εδώ και σε περιμένω, τρέμοντας. Δώσε μου ετούτη τη μέρα». Όταν ανακαλύψεις εκείνη τη μέρα, αυτή θα σε πλησιάσει με αργά βήματα. Κι εσύ θα θελήσεις να τρέξεις προς αυτήν, με τη μεγαλύτερη λαχτάρα που μπόρεσες να νιώσεις ποτέ. Θ’ αγκαλιαστείτε και θα χορέψετε.
«Άννα, δεν θα πάω στο νοσοκομείο… Θα ‘θελα να κάνω σχέδια για το αύριο… Τι είναι το αύριο, Άννα; Πόσο κρατάει;» «Μια αιωνιότητα και μια μέρα».«Το πέρασμά μου στην άλλη όχθη, απόψε, με λέξεις σ’ έφερε ξανά. Κι είσαι εδώ. Κι όλα είναι αληθινά – κι αναμονή… Κι αληθινό. Κορφούλα μου».
Οι λέξεις που σ’ όλη του τη ζωή, μέχρι και την τελευταία του μέρα, μάζευε με την πιο συνεπή αφοσίωση φυσιοδίφη ο συγγραφέας, ήταν απ’ την αρχή ταγμένες στον δικό τους, μυστικό προορισμό; Ξέρει η αρχή το τέλος του ταξιδιού – και σ’ όλη τη διαδρομή προσπαθεί να το ξεχάσει; Γνώριζαν ανέκαθεν αλλά ήθελαν να λησμονούν τα μελλούμενα ο Οδυσσέας και ο Ορφέας; Είχαν ονειρευτεί, με άλλα λόγια, εξαρχής τη ζωή τους; Καθώς λέει ο ποιητής: «Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο-πρώτο». Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία που έζησαν ήταν απολύτως αντάξια τους, γι’ αυτό και κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε ν’ αμφισβητήσει στους αιώνες που ήρθαν ότι αυτή η ιστορία είναι δική τους και τους ανήκει. Από μόνο του το όνομά τους συνοψίζει τη βιογραφία τους. Τι άλλο σημαίνει αυτό απ’ το ότι ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει την αρχετυπική ιστορία τους «σαν» Οδυσσέας ή «σαν» Ορφέας, και ότι το βίωμα γράφεται σε καρκινική γραφή, ικανό να διαβαστεί εξίσου και αντίστροφα, απ’ το τέλος προς την αρχή; Διότι ποιος ο λόγος να ζήσεις κάτι όταν -εκ προοιμίου- ξέρεις το τέλος του; Θα έχεις εκπληρώσει το όνειρο αλλά θα έχεις χάσει το ωραίο ταξίδι… Και ποιος είναι αυτός που θα αντάλλασσε τη ζωή του με το όνειρο όταν μπορεί να τα έχει και τα δύο;
Κι αν φτωχική τη βρεις η αιωνιότητα δεν σε γέλασε. Η αιωνιότητα σου έδωσε την αξέχαστη μέρα. Αυτήν που μέσα της βρήκες όλη σου τη ζωή – για να την κρατήσεις από δω και πέρα με ευλάβεια στα χέρια σου και να μην την ξαναχάσεις ποτέ. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος τελικά πρόλαβε να ικανοποιήσει το αίτημα που διεκδίκησαν οι πιονιέροι της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917: «Να καταργηθεί ο θάνατος». Το είχε άραγε στον νου του; Έτσι νομίζω. Το 1998 ο σκηνοθέτης ήταν 63 ετών.
—————————————————-
-Τι γίνεται τότε;
-Τότε σταματάει ο χρόνος. Και τότε αυτή η στιγμή κρατάει για πάντα.
-Και πόσο διαρκεί αυτό;
-Μια ζωή… Ή μια στιγμή.
-Και αρκεί τόσο;
-Ναι. Αν είναι η πραγματική στιγμή.