Κλασικός Μπέρτολτ Μπρεχτ και σατιρικός Αλέξης Σολομός στο Εθνικό Θέατρο (της Όλγας Σελλά)

0
562

της Όλγας Σελλά

Περιμένοντας το πρόσωπο που θα αναλάβει την καλλιτεχνική του διεύθυνση για την επόμενη τριετία, το Εθνικό Θέατρο συνεχίζει το πρόγραμμά του. Να θυμίσουμε ότι η υποβολή υποψηφιοτήτων έληξε στις 27 Δεκεμβρίου και αυτή την περίοδο η Επιτροπή Κρίσης (Φιλαρέτη Κομνηνού, Γιάννης Μπέζος, Πρόδρομος Τσινικόρης, Νίκος Χατζόπουλος και ένας νομικός σύμβουλος εκ μέρους του υπουργείου Πολιτισμού) συναντά όσους και όσες κατέθεσαν φάκελο υποψηφιότητας για να υποστηρίξουν προφορικά τις θέσεις και το όραμά τους. Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι κατατέθηκαν περίπου 20 υποψηφιότητες. Ανάμεσά τους είναι οι: Θοδωρής Αμπαζής, Γιάννης Βούρος, Λευτέρης Γιοβανίδης, Βαρβάρα Δούκα, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Σάββας Κυριακίδης, Έλενα Πέγκα, Χρήστος Σουγάρης, Τάκης Τζαμαργιάς, Αργυρώ Χιώτη. Μέχρι το τέλος του μήνα θα γνωρίζουμε. Στο μεταξύ ας μείνουμε στις παραστάσεις του Εθνικού.

Στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, στο κτίριο της Αγίου Κωνσταντίνου, φιλοξενείται ένα εμβληματικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, ενώ στο θέατρο «Χώρος», στον Βοτανικό, που φιλοξενεί για φέτος (λόγω των εργασιών ανακαίνισης που πρόκειται να γίνουν στο κτήριο του REX) παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, παρουσιάζεται ένα έργο του Αλέξη Σολομού, που γράφτηκε το 1943: «Ο τελευταίος Ασπροκόρακας» σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου.

«Ο τελευταίος Ασπροκόρακας»
Σπανίως παιζόμενο το έργο του Αλέξη Σολομού (1918-2012), έχει τη δική του ιστορία. Γράφτηκε το 1943, έπειτα από αίτημα του Κάρολου Κουν, που το σκηνοθέτησε την επόμενη χρονιά στο Θέατρο Τέχνης. Μια εποχή όπου τίποτα δεν ήταν στη θέση του, και δίπλα στα υψηλά ιδεώδη, ήταν διακριτή η ανθρωποφαγία. Το Εθνικό Θέατρο το ενέταξε φέτος στο αφιέρωμα που έκανε στο νεοελληνικό έργο. Η ιστορία του, απλή: οι Ασπροκόρακες, τα τελευταία μέλη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, με περγαμηνές, ιστορία, τίτλους και περισσευούμενο σνομπισμό (αποτυπώνονται στο άγαλμα του Γενάρχη της οικογένειας, Ευστάθιου Ασπροκόρακα, του βιολόγου που αφιέρωσε τη ζωή του στην ανακάλυψη της πεντάποδης μύγας, που δεσπόζει στη σκηνή), συγκεντρώνονται για οικογενειακό συμβούλιο. Για τις επίσημες ανακοινώσεις φοράνε την «καλή τους γλώσσα», δηλαδή την καθαρεύουσα. Με αρχηγό της οικογένειας τη θεία Βιργινία (Αγορίτσα Οικονόμου) αποφασίζουν να αναθέσουν στο γιο του Ευστάθιου, τον Νικηφόρο Ασπροκόρακα (Κωνσταντίνος Μωραΐτης) να συνεχίσει το έργο του πατέρα του και να δοξάσει την οικογένεια. Εκείνον όμως άλλα τον απασχολούν. Κυρίως ο έρωτάς του για μια κοινή θνητή «αμφιβόλου ηθικής», τη Ρόζα (Μαρία Χάνου) που εργάζεται σε νυχτερινό κέντρο. Ποιος θα νικήσει τελικά; Η πίεση της οικογένειας και το καθήκον που επιβάλλει στα μέλη της ή αυτό που λέει η καρδιά του; Όλο αυτό όχι σ’ ένα μελό πλαίσιο, αλλά στο πλαίσιο μιας σατιρικής κωμωδίας. Με καυστικά σχόλια για τα πρότυπα των ηρώων, για τη ματαιοδοξία, για το χειρισμό της δόξας και της ισχύος των επιφανών, για τα ιδεώδη και το καθήκον που γίνονται βραχνάς και τροχοπέδη.
Η Έλενα Μαυρίδου προσέγγισε έξυπνα μ’ έναν γκροτέσκο τρόπο ένα κείμενο, που μπορεί να έχει τη δική του ιστορία στην ελληνική δραματουργία, δείχνει όμως και την ηλικία του, παρότι στην εποχή του ήταν και καινοτόμο και τολμηρό. Πάτησε σε εμβληματικές φιγούρες Ελλήνων και Ελληνίδων κωμικών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου και έδωσε μια παράσταση φρέσκια, σπαρταριστή, κεφάτη. Η μόνη υπερβολή – ενταγμένη στο πλαίσιο του γκροτέσκο πάντα- ήταν εκείνα τα «κομμάτια κρέατος» που σερβίρονταν διαρκώς, παραπέμποντας στην ανθρωποφαγία που θίγει το έργο.

Ο Πάρις Μέξης που υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια, εικονοποίησε ευφυώς τη σκηνοθετική προσέγγιση. Έστησε στη σκηνή ένα άγαλμα που δεν θυμίζει μόνο εκείνο του Κολοκοτρώνη, αλλά και εκείνο του στρατηγού στο «Ένας ήρωας με παντούφλες». Η απολαυστική Αγορίτσα Οικονόμου συνομιλεί με όλη την ιστορία και τα πρόσωπα της ελληνικής κωμωδίας: από την αξέχαστη Μαρία Φωκά μέχρι τον Βασίλη Αυλωνίτη (και δεν διστάζει να πει την ιστορική του ατάκα: ‘Βρε πού πάμε;;;’). Ο Γιάννης Αναστασάκης και ο Σωτήρης Τσακομίδης ως μέλη της οικογένειας Ασπροκόρακα, πάτησαν εύστοχα σε κάποιους από τους χαρακτήρες της ταινίας «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα» (σε σκηνοθεσία Ιάκωβου Καμπανέλλη, με την Τζένη Καρέζη και την dream team των Ελλήνων κωμικών). Ο Μάξιμος Μουμούρης έκανε μια ερμηνεία-έκπληξη. Η Μαρία Χάνου και ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης δίνουν τη λυρική και τη μελοδραματική διάσταση της ιστορίας, με χαριτωμένο τρόπο, εναρμονισμένο στο πλαίσιο της παράστασης. Πολύ καλός ο Στέργιος Κοντακιώτης ως φωτογράφος Μενέλαος Κλικ, που απαθανατίζει τις οικογενειακές στιγμές της επιφανούς οικογένειας, και εξίσου αποτελεσματικές οι Μαργαρίτα Αλεξιάδη και Χριστίνα Θύμη, που επωμίστηκαν διπλούς ρόλους, όπως και η Δήμητρα Κούζα.
Η Έλενα Μαυρίδου έστησε μια ευφρόσυνη, έξυπνη, δουλεμένη παράσταση, την οποία στήριξαν όλοι οι συντελεστές της. Έχω τη γνώμη ότι κάτι πήγε λάθος με τον προγραμματισμό της παράστασης. Έκανε πρεμιέρα στις 27 Νοεμβρίου, την περίοδο δηλαδή που κάθε μέρα είχε δέκα πρεμιέρες, και ολοκληρώνει τη διαδρομή του την ερχόμενη Κυριακή, στις 19 Ιανουαρίου. Ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να ακούγεται από στόμα σε στόμα, ακριβώς τη στιγμή που το θέατρο είναι γεμάτο. Πιθανόν λόγω υποχρεώσεων των ηθοποιών να μην μπορεί να πάρει παράταση, κάτι όμως δεν σχεδιάστηκε σωστά. Ιδίως τώρα που η επόμενη παραγωγή του Εθνικού στο θέατρο «Χώρος», το έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη «Πού οφείλεται τόση όρεξη για ζωή;», ματαιώθηκε.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία-Κίνηση: Έλενα Μαυρίδου, Δραματουργική επεξεργασία: Κατερίνα Διακουμοπούλου, Σκηνικά-Κοστούμια: Πάρις Μέξης, Μουσική: Γιώργος Μαυρίδης, Φωτισμοί: Περικλής Μαθιέλλης, Δραματολόγος παράστασης: Ευτυχία Χαραλαμπάκη, Βοηθός σκηνοθέτριας: Πέτρος Αλαφούζος, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Δέσποινα-Μαρία Ζαχαρίου, Μάσκες: Αλέκος Μπουρελιάς-The Arch Labyrinth, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Γιάννης Αναστασάκης, Χριστίνα Θύμη, Στέργιος Κοντακιώτης, Δήμητρα Κούζα, Μάξιμος Μουμούρης, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Αγορίτσα Οικονόμου, Σωτήρης Τσακομίδης, Μαρία Χάνου

Θέατρο «Χώρος» (Ορφέως και Πραβίου 6-8, Βοτανικός).
Από Τετάρτη ως Κυριακή.

 

«Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της»

Ένα από τα πιο εμβληματικά αντιπολεμικά έργα, και του Μπρεχτ και της παγκόσμιας δραματουργίας. «Ήταν ένα από τα εννέα έργα που έγραψε ο Μπρεχτ αντιδρώντας στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Ο δραματουργός το συνέθεσε μέσα σε λίγες εβδομάδες (σ.σ. το 1939, όταν ζούσε στη Σκανδιναβία), ωθούμενος από την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία, και το τοποθέτησε στον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648), τη σύρραξη που ενέπλεξε όλα τα γερμανικά κράτη και ρήμαξε την Ευρώπη», σημειώνει η Έρι Κύργια στο πρόγραμμα της παράστασης. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1948 στο Βερολίνο, μετά το τέλος του πολέμου, μετά την επιστροφή του Μπρεχτ στη Γερμανία. Είναι η ιστορία της Άννα Φίρλινγκ, που όλοι τη φώναζαν Μάνα Κουράγιο (Μπέτυ Αρβανίτη), η οποία γυρνούσε μ’ ένα κάρο τα στρατόπεδα και τα πεδία των μαχών και πουλούσε ό,τι μπορούσε να γλυκάνει το φόβο και τη φρίκη των στρατιωτών. Μια γυναίκα που έβλεπε τα πάντα ως ένα διαρκές «δούναι-λαβείν», και σ’ αυτό το πλαίσιο εντασσόταν και η προσπάθειά της να μην εμπλακούν στον πόλεμο τα τρία παιδιά της: ο Άιλιφ (Ιωάννης Σύριος), ο Έμενταλ (Αντώνης Γιαννακός) και η μουγκή της κόρη, η Κατρίν (Άννα Μάγκου). «Για να κερδίσετε τη μάχη/ γεμάτο να ‘χετε στομάχι» διαλαλούσε καθώς έφτανε με το κάρο σε κάθε στρατόπεδο. Έβλεπε τα πάντα με το φακό του καιροσκοπισμού, των χρημάτων, της επιβίωσης με κάθε τρόπο: «Όποιος πληρώνει, δεν είναι άπιστος», έλεγε, μιας που οι αντίπαλες πλευρές πολεμούσαν και για θρησκευτικούς λόγους ή «Έχει δίκιο να θέλει την ανταμοιβή του, αλλιώς γιατί να κάνει τον ήρωα;» ή «Πάσχει από πονοψυχιά», ή «Ο κουτός κερδίζει. Οι σοφοί που πάλεψαν με τη βλακεία, επήγαν άδικα και δίχως κλέος».
Όμως χάνει και η ίδια τελικά. Τους δυο γιους της πρώτα. Μένει μόνο με τη μουγκή Κατρίν να σέρνει το κάρο, πού και πού την βοηθάνε κάποιοι, με αντάλλαγμα κάποια καλούδια. Μέχρι να μείνει εντελώς μόνη… Ένα έργο που αποτυπώνει ανάγλυφα τη σκληρότητα, τον κυνισμό, την αδιαφορία ή την αλληλοϋπονόμευση των ανθρώπων στις πιο σκληρές συνθήκες, όπως αυτές του πολέμου. Με τον τρόπο του Μπρεχτ. Με ειρωνεία και ευαισθησία.
Ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε καθαρό το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, με πολύ μικρές παρεμβάσεις σύγχρονων θεατρικών μέσων (π.χ. το βίντεο που δηλώνει το θάνατο του κάθε παιδιού της Μάνας Κουράγιο), ακολουθώντας τον επικό μπρεχτικό ρυθμό, αλλά και τις μουσικές ανάσες που ενέτασσε ο Μπρεχτ στις παραστάσεις του, με την πολύ ωραία μουσική του Θοδωρή Αμπαζή. Ήταν όμως, αναμφίβολα, μια κλασικότροπη παράσταση, χωρίς να αποφύγει τη συναισθηματική σύνδεση με κάποιους ρόλους. Ήταν επιλογή του να κάνει μια παράσταση εναρμονισμένη με το ύφος του Μπρεχτ; Ήταν το δικό του δέος προς τον συγγραφέα που για πρώτη φορά σκηνοθετεί;
Σε ό,τι αφορά τους άλλους συντελεστές της παράστασης: η Ελένη Μανωλοπούλου έδωσε μια πλούσια και εύστοχη όψη στα σκηνικά και στα κοστούμια της παράστασης, με ενέσεις ανάλαφρου ύφους όπου μπορούσε, ακολουθώντας τη σκηνοθετική «ιστορική» όψη της παράστασης. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, όπως πάντα, ατμοσφαιρικοί.
Όσο για τις ερμηνείες: η Μπέτυ Αρβανίτη, είχε τη σκηνική εμπειρία και τη μεστότητα να αναμετρηθεί μ’ αυτόν τον εμβληματικό ρόλο. Μου άρεσε περισσότερο στις ειρωνικές της αντιδράσεις και ατάκες, ήταν εξόχως μπρεχτική εκεί. Ο Νίκος Αλεξίου ήταν καίριος σε κάθε λέξη και σε κάθε κίνησή του. Η Εύα Σιμάτου ερμηνεύοντας την πόρνη Υβέτ μεταφέρει την απόγνωση, την παραίτηση και τον σαρκασμό της ζωής που ζει, με παραπάνω υπερβολή σε κάποια σημεία.
Στον Στάθη Λιβαθινό αρέσει να δουλεύει με ομάδες. Και το έχει κάνει θαυμαστά σε πολλές παραστάσεις του, έχοντας για πολλά χρόνια σταθερούς συνεργάτες. Αυτή τη φορά οι περισσότεροι συνεργάτες του ήταν όχι μόνο καινούργιοι, αλλά και νέοι ηθοποιοί. Είχαν το πάθος και την ενέργεια, δεν είχαν όμως εσωτερικότητα αρκετοί από αυτούς, με αποτέλεσμα πολλά από τα ισχυρά στοιχεία του έργου να φτάνουν επιφανειακά στην πλατεία. Απλώς να ακούγονται δηλαδή. Πλην της σκηνής του τέλους, που είχε και λυρισμό, και πάθος, και συναίσθημα και ξεχώρισε ιδιαιτέρως εκεί, αλλά και σε όλη την παράσταση, η Άννα Μάγκου.
Μια παράσταση που μας δίνει ένα εμβληματικό έργο, μ’ έναν κλασικό θεατρικό τρόπο.

Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση-στίχοι: Γιώργος Δεπάστας, Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός, Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής, Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου, Κίνηση: Άντι Ζούμα, Σχεδιασμός βίντεο: Αλέξανδρος Αβρανάς, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Συνεργάτις δραματουργός-Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια, Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου, Βοηθός σκηνοθέτη: Έλενα Μπερντέ, Βοηθός μουσικού: Γιώργος Καρούμπαλος, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη, Β’ Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Ελίνα Αλουπογιάννη, Γ’ Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαριαλένα Τριγκλίδα, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή.

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Νίκος Αλεξίου, Μπέτυ Αρβανίτη, Αντώνης Γιαννακός, Γιάννης Δενδρινός, Πάνος Καμμένος, Φώτης Κουτρουβίδης, Πάρης Λεόντιος, Άννα Μάγκου, Βασίλης Ντάρμας, Βασίλης Παπαδημητρίου, Άγγελος Παππάς, Αντώνης Παρχαρίδης, Ιάκωβος Παυλόπουλος, Θεοδοσία Σαββάκη, Εύα Σιμάτου, Ιωάννης Σύριος, Χρήστος Σωνάκης, Βασίλης Τσαλίκης, Σταμάτης Φακορέλλης
Εθνικό Θέατρο, Κεντρική Σκηνή, Κτήριο Τσίλερ (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24). Τετάρτη και Κυριακή στις 7μ.μ., Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 8.30μ.μ.

Προηγούμενο άρθροATHENS PHOTO WORLD 2024 18 – 19 Ιανουαρίου 2025
Επόμενο άρθροΜια Αιωνιότητα Και Μια Μέρα, του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μια στιγμή για την αιωνιότητα» (του Μανώλη Γαλιάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ