Ιλαροτραγωδία (του Γιάννη Στρούμπα)

0
100

 

του Γιάννη Στρούμπα

 

Ακροβατώντας ανάμεσα στην εντιμότητα και το ψεύδος, οι Τίμιοι ψεύτες της Ελευθερίας Θάνογλου, στην τέταρτη ποιητική της συλλογή, προκαλούν, μέσα από το οξύμωρο της συνεκφοράς τους, προβληματισμούς αναφορικά με το ποιόν τους. Άραγε, όντως έντιμοι σε κατάσταση ανάγκης; Μήπως αφελείς; Απλώς υποκριτές; Η ποιήτρια απλώνει χείρα βοηθείας με τις συστάσεις της συλλογής στο αυτί του εξωφύλλου: «Μια ιστορία κωμική που εξαρχής απαιτεί πλάτυνση για ν’ αναδειχθεί, στο τέλος βολεύεται μόλις σε δύο μέτρα πιθαμή, γυρνώντας το κεφάλι της στο σκοτεινό προσκέφαλο του τραγικού». Ο υπότιτλος της συλλογής, βέβαια, αναφέρεται στην «τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου». «Κωμική» ή «τραγική», η ιστορία που πραγματεύεται η Θάνογλου φέρει αμφότερα τα αντιθετικά στοιχεία, συνιστώντας μια ιλαροτραγωδία η οποία, καθώς μεταβαίνει από το ατομικό στο συλλογικό πλαίσιο («πλάτυνση»), συναντά το αδιέξοδο και φαίνεται να βρίσκει οδό διαφυγής στον θάνατο («δύο μέτρα πιθαμή»). Εξού και το μότο που εισάγει τη συλλογή «Ωριμάζω πάει να πει σταματάω/ να περιμένω το θαύμα/ […]»: γιατί οι συνθήκες δεν επιδέχονται ίαση καμία.

Η Θάνογλου εξαρχής εξετάζει πράγματι την προσωπική κατάσταση του ποιητικού της ήρωα, μια κατάσταση η οποία σταδιακά θα ενταχθεί στα συλλογικά τελούμενα της δικής του κρατικής οντότητας. Μάλιστα, όντας ακόμη βρέφος νεογέννητο, προϊδεάζει για τον μελλοντικό ταιριαστό βηματισμό, εφόσον, όπως η χώρα ακροβατεί μεταξύ τραγικού και κωμικού, έτσι και ο ποιητικός ήρωας προδιαγράφεται ήδη από βρέφος για ακροβάτης! Ο παράδοξος οιωνός συναντά την ερμηνεία του στη νοηματική μετατόπιση της ακροβασίας, η οποία παύει να νοείται κυριολεκτική και μεταφέρεται «σε φραστικές και/ νοητικές ακροβασίες», γεγονός που επιβεβαιώνεται κι από τη μετάπτωση του σχοινιού των ακροβασιών σε σχοινί κρεμάλας. Το μεταίχμιο ισορροπίας και κρεμάλας, στην τραγικά ειρωνική μάλιστα έκφανσή του, δεν είναι παρά μια ακόμη εκδοχή του ζεύγους κωμικό-τραγικό. Ακόμη και η φοίτηση στο σχολείο, με τη φάρσα που προκαλεί η σύγχυση υφαλοκρηπίδας και κωλοτρυπίδας, παρέχει το δικό της μάθημα, ένα μάθημα πολύσημο: δεν αφορά μόνο τη γεωγραφία ή την ανθρωπολογία αλλά συνιστά και μάθημα ζωής, με μήνυμα οδυνηρό, παρά τη γελοιότητα του μπλεξίματος: «Όλα τα χρήσιμα σκατά της ανθρωπότητας πηγάζουν κι απ’ τις δύο», και από την υφαλοκρηπίδα και από την κωλοτρυπίδα, και οδηγούν τους άτυχους ευρισκόμενους στην ακτίνα πυρός τους στην ίδια υποτελή στάση: «στα τέσσερα»! Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας αντικαθίσταται από το δράμα της ενήλικης πραγματικότητας, όπου τίποτα δεν είναι αθώο. Η ακροβασία έχει ήδη ηττηθεί από την πτώση.

Η πτώση θα μπορούσε να επιφέρει τον θάνατο, μα εφόσον ο ποιητικός ήρωας τον διασκεδάζει στο λικέρ και τις σοκολατένιες ελιές της γιαγιάς στην εταζέρα του σαλονιού, επιφέρει την εμπέδωση του μαθήματος: η ευαισθησία εκδιώκεται από την ατομική αφασία, η οποία προβάλλεται, με τη σειρά της, στη συλλογική. Οι ιστορίες που ’χει να αφηγηθεί η Θάνογλου είναι ουκ ευάριθμες: η πολύφερνη «ανάπτυξη» δεν είναι παρά μια εγκαταλειμμένη τρύπα στο χώμα, προσωποποίηση της «τρύπας στο νερό»· τα μέσα ενημέρωσης κυκλοφορούν με κρατική αρωγή («εφημερίδες που η κρατική/ λογοκρισία μεριμνούσε για την κυκλοφορία τους»), για να υπηρετούν τη χειραγώγηση· οι υποσχέσεις των πολιτικάντηδων καλά κρατούν, σαν «χρυσωμένο χάπι» που σκαλώνει σε σάπια δόντια, βρίσκοντας εύφορο έδαφος σε «λαούς μαθημένους στην ανέχεια». Η ποιήτρια δεν εξωραΐζει καταστάσεις, δεν χαρίζεται στους δημαγωγούς μα ούτε και κολακεύει τον παραπλανημένο τάχα λαό. Γιατί και οι λαοί, παρά τη διαχρονική έκθεσή τους στα παθήματα, επιμένουν να θεωρούν κατάκτηση τα «πιο δημοκρατικά και δίκαια» κλουβιά, σε μία αυταπάτη που εκπλήσσει ακόμη και τους καταπιεστές τους. Κι όταν η επανάληψη δεν καθίσταται «μήτηρ μαθήσεως», καθίσταται αναγκαστικά «μήτηρ πάσης παθήσεως». Οι θεματοφύλακες του ομότιτλου ποιήματος αποτελούν την επιτομή της αφασικής νεοελληνικής πολιτικής σκηνής, αποδίδοντας το σάπιο περιβάλλον όπου φύονται τόσο οι πολιτικάντικες νίκες όσο και η εξαθλίωση ενός απαίδευτου λαού, που εθελοτυφλεί κι αρνείται να μάθει, επιλέγοντας διαρκώς να παθαίνει.

Η δηκτικότητα της Θάνογλου διατρέχει τις παραβολές της με τα πιο καυστικά υλικά, δομούμενη με πλίνθους και αρμούς ποικίλων τεχνικών. Οι «ευεργέτες» του ομότιτλου ποιήματος εκπροσωπούν τις ποικιλώνυμες ξενόφερτες «τρόικες» που αναλαμβάνουν την εγχώρια «σωτηρία». Η λεηλασία των «σωτήρων» παρουσιάζεται από την ποιήτρια ως εγκάρδια, πλούσια φιλοξενία: «Έπειτα,/ […] ήρθανε στα μέρη μας οι ξένοι·/ […] την τρίτη μέρα/ τους βάλαμε στα σπίτια μας,/ στρώσαμε επίσημα τραπέζια και φάγανε/ και ήπιανε και είδανε τα γεννήματα/ του τόπου μας πολύ ευχαριστημένοι». Οι εξωτερικοί «σωτήρες» συναντούν τους εντόπιους αυτεξούσιους υποτελείς. Διά της πλαγίας οδού της «φιλοξενίας», η Θάνογλου αποκαλύπτει την υποτέλεια και την ενδοτικότητα ενός λαού που ωραιοποιεί τον βιασμό του εξαιτίας της δειλίας του να τον ξεσκεπάσει. «Όλα μάς τα έφεραν πλάγια,/ με τρόπο,/ και τα βαριά σιγά σιγά γίνανε ευκολοχώνευτα». Η «πλαγία οδός» της ανομίας και της αδικίας αποδεικνύεται «με της ευθείας/ την προβιά ντυμένη», με την ευθύτητα δήθεν της εντιμότητας. Η ποιήτρια μεταχειρίζεται το όπλο του ευφημισμού, που το ενεργοποιούν οι εκάστοτε εκμεταλλευτές, για να επιστρέψει τις πλάγιες πρακτικές του στον λύκο τον ντυμένο «με της ευθείας/ την προβιά», κι εντάσσει την «εντιμότητά» του στο ορθό της πλαίσιο ήδη από τον τίτλο της συλλογής: «οι τίμιοι ψεύτες». Συναντώντας τον Θουκυδίδη, που αποκαλύπτει τη διαστρέβλωση της σημασίας των λέξεων σε περιόδους πολέμου και ανωμαλίας, η Θάνογλου άλλοτε αποκαθιστά τα νοήματα ξεμασκαρεύοντας την υποκρισία, σε μια συγκλονιστική εμβάθυνση αυτογνωσίας: «Σήμερα/ […] τα μάχιμα άρθρα και η τέχνη/ κόβονται με τη λογοκρισία/ η υγεία με το Εθνικό Σύστημα Υγείας/ –κάποτε και με τις φαρμακοβιομηχανίες–/ η αλήθεια κόβεται με τα ψεύδη/ και οι αλυσίδες με νέες αλυσίδες»· κι άλλοτε οπλίζεται με τις πλάγιες πρακτικές των επιτηδείων για να συνθέσει τις δικές της παραβολές, στις οποίες το φραγγέλιο της ποιήτριας μάχεται για την αφύπνιση των υποταγμένων.

Ποιος είναι, κατά συνέπεια, ο τρόπος για να παραμείνει κανείς «ξύπνιος»; Το εγχείρημα της αφύπνισης δεν είναι, ασφαλώς, διόλου εύκολο. Η Θάνογλου πραγματεύεται τις παγιωμένες συνθήκες που δεν ευνοούν τις προσδοκίες. Ο ποιητικός ήρωας αντιλαμβάνεται πως οι «πιο διαβασμένοι» αδυνατούν να τον ξυπνήσουν, καθώς τα έργα τους απέχουν πολύ από τις θεωρίες τους, ενώ και οι «πιο αδιάβαστοι» δεν είναι διόλου παραδείγματα προς μίμηση. Το «ξυπνητήρι» όλων τους διακινεί είτε τη χειραγώγηση είτε την ημιμάθεια, με συνέπεια να απορρίπτεται. Συνάμα όμως ο ήρωας, σπάζοντας «κάθε πιθανό/ ξυπνητήρι», δεν βρίσκει μέσο για να εξέλθει από τον «ύπνο». Η ηθελημένη κώφωση συνοδεύεται κι από την εθελοτυφλία, καθώς οι «ονειροπαρμένοι» (ομότιτλο ποίημα) της Θάνογλου βλέπουν τα αγαθά τους να εκποιούνται και να αλλάζουν χέρια, μα, τραγικοί και μοιραίοι, πείθουν απλώς τον εαυτό τους ότι ποτέ δεν τα είχαν. Πρόκειται για «το ομολογουμένως αναπόφευκτο της εθελούσιας τύφλωσης», το οποίο συνεπιφέρει και την αδράνεια λόγω φόβου: «Γραπωνόμαστε από την κουπαστή του φόβου/ γιατί ένας άλλος φόβος καραδοκεί πιο κάτω». Εκδιπλώνεται, λοιπόν, ένας κόσμος μουγγών και κουφών, όπου κανείς δεν βγαίνει κερδισμένος («Σε διάλογο ανάμεσα σ’ έναν μουγγό κι έναν κουφό, κερδισμένος βγαίνει μόνο ένας τυφλός άνθρωπος»), ούτε καν κι ο τυφλός. Μοναδική ευτυχία των ανθρώπων αποδεικνύεται η δυστυχία των άλλων, που τους επιτρέπει να νιώθουν ανώτεροι («οι άλλοι/ αγκιστρώνονται ευτυχείς/ στη δυστυχία του που κωμική φαντάζει/ ξεχνώντας τη δική τους προσωρινά»). Η αγωνιστικότητα έχει καμφθεί («Οι μέρες μίκρυναν για μεγάλες επαναστάσεις» – «Γροθιά τώρα κανείς δε βρίσκει υψωμένη») και στη θέση της υψωμένης γροθιάς οι «χειροκροτητές σκουπιδιών» υψώνουν τις παλάμες τους για να επιδοκιμάσουν τη σήψη. Οι ίδιες παλάμες επιλέγουν και τις παλάμες που θα χωθούν στο βάζο με το μέλι, αντί να το προφυλάξουν. Η Θάνογλου κατανέμει τις ευθύνες κι αποδομεί την όποια αθωότητα. Στο ζοφερό αυτό κλίμα, οι μόνοι που ξεχωρίζουν είναι οι «τίμιοι ψεύτες» («οι τίμιοι ψεύτες μοιάζουν σαν ζευγάρια/ καλογυαλισμένες μπότες μέσα σε λασπότοπο»), σε μια «διάκριση» που επιβεβαιώνει εμφαντικά ότι δεν διαφαίνεται πουθενά καμία σωτηρία.

Στους τυφλούς, κατά συνέπεια, βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Η όραση του μονόφθαλμου φαντάζει αετίσια, η δε ψυχρότητα φιλανθρωπία («οι ψυχρές θερμοκρασίες έχουν ενίοτε την ιδιότητα/ της φιλανθρωπίας σ’ αδέξιους ανθρώπους»). Η Θάνογλου προβαίνει στη διατύπωση των κατασταλαγμένων συμπερασμάτων της, προσδίδοντας σε αυτά αποφθεγματικό χαρακτήρα. Πλάι στα αποφθέγματα συντάσσονται πρόσθετα εκφραστικά μέσα. Οι πολιτικοί ταγοί διαπιστώνουν ότι οι εκλογείς τούς εμπιστεύονται, κι ας είναι ολοφάνερα «αδύνατες» οι υποσχέσεις τους. Περαιτέρω όμως διαπιστώσουν κι ότι οι εκλογείς επιμένουν να τους εμπιστεύονται, παρόλο που οι –ούτως ή άλλως ψεύτικες– υποσχέσεις τους επιβεβαιώνονται εκ νέου ως «αδύνατες»: «Όταν ξαναδιαπίστωσαν τ’ αδύνατο του αδυνάτου/ μα είδαν τους λαούς μαθημένους στην ανέχεια/ […] ευχάριστα εξεπλάγησαν». Η εκφραστική επίταση της ποιήτριας («τ’ αδύνατο του αδυνάτου») τονίζει, μέσα από την υπερβολή, την τραγικότητα της συνθήκης. Το ειρωνικό ύφος ενισχύει τη δηκτικότητα της κριτικής, προσδίδοντας και τη λεπτή αίσθηση χιούμορ που διακρίνει την αφήγηση. Κι όταν οι «θεματοφύλακες» (ομότιτλο ποίημα) «ανταμείβουν» τους τραγικούς εκλογείς με ό,τι πραγματικά τους αξίζει, δηλαδή «κλουβιά πιο δημοκρατικά και δίκαια», η Θάνογλου φροντίζει, μέσα από την αντίθεση της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης με τα κλουβιά, να καταδείξει, και πάλι ειρωνικά, το μέγεθος του εγκλωβισμού. Ο ίδιος εγκλωβισμός δηλώνεται και με το σχήμα του κύκλου στο μότο «Φοβάμαι ότι θα ζω με τον φόβο του φόβου πως θα φοβάμαι», ενός κύκλου ωστόσο που ολοκληρώνεται μέσα από τη διαρκή του διέλευση από το ίδιο σημείο: αυτό του φόβου. Ακόμη και η αντιστροφή «κρέας στο νύχι» (ομότιτλο ποίημα) αντί του καθιερωμένου «νύχι στο κρέας» χρησιμοποιείται για να αναδείξει το μέγεθος του προβλήματος, καθώς δεν πρόκειται απλώς για τη μερική ενόχληση της σάρκας από το νύχι, που γυρίζει σ’ αυτήν πληγώνοντάς την, παρά για την καθολική μετατροπή του σώματος σε νύχι, δηλαδή σε πρόβλημα, με ελάχιστο μόλις κρέας μαζί του. Και πάλι η Θάνογλου είναι σαφής για το ανίατο της κατάστασης, καθώς οι νεκροί εκλογείς δεν υπάρχει προοπτική να κινητοποιηθούν παρά μόνο για να υιοθετούν καθετί απίθανο («πιστέψτε ακόμη και στο λάλημα ενός σφαγμένου κόκορα.// Μην πιστεύετε/ στην ακινησία των νεκρών»), το δε σκουλήκι θα συνεχίσει να αποσυνθέτει τα πτώματα («ένα ξεραμένο φύλλο μπορεί και να θροΐζει/ απ’ το σκουλήκι που κινείται από κάτω του»).

Υπό τις συνθήκες της αέναης αφασίας, το αίσθημα της ματαιότητας μοιάζει να κυριαρχεί: «οι πολιτικοί χρειάζονται/ χιλιάδες λέξεις για να πείσουν// τα νεκροταφεία χιλιάδες μάρμαρα/ για να λαμποκοπά πάνω τους η βροχή». Ο θάνατος, ως φυσική κατάληξη, επικυρώνει απλώς μια υποκριτική ζωή, όπου επιπλέουν οι επιτήδειοι, ιδίως όταν κολακεύουν τα μεγάλα αφεντικά (ποίημα «Χρησιμότητα»)· οι «σπουδαιοφανείς» («Όσο εσείς οι σπουδαιοφανείς/ με προσβολές κεντρίζατε την ηθική μου»)· ή, σε συνομιλία με τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη («για να λέγομαι// Άνθρωπος»), οι μισάνθρωποι («δείξτε έλεος όταν τον δείκτη σας σηκώνετε/ να υποδείξετε τη λέρα/ στου καθαρού λαιμού σας/ τον πολιτισμό.// Άλλωστε/ δεν είναι και λίγο να πνίγεται κανείς/ μέσα στον εμετό του»). Στα όρια αυτού του αδιεξόδου μα και μιας ανελέητης κριτικής, που συντρίβεται ωστόσο εις ώτα μη ακουόντων, η Θάνογλου ξεδιπλώνει πια τον φιλοσοφικό της στοχασμό, σε μια προσπάθεια ίσως να αντιπαραβάλει κάποιο φως στη ματαιότητα. Κινούμενη, λοιπόν, σαν πέστροφα κόντρα στο ρεύμα, μοιάζει να προκρίνει τον συμβιβασμό του ανθρώπου με το φυσικό του τέλος, εφόσον η μοναδικότητα της ύπαρξης είναι κι εκείνη που της προσδίδει ομορφιά, αποτρέποντας την ανία της επανάληψης. Παρηγοριά, άραγε, ή οριστική ματαίωση; Ίσως ακριβώς η σωτήρια παραδοχή για την αποκόλληση από τη φάρσα της θλιβερής ενός τέτοιου βίου ιλαροτραγωδίας.

 

Ελευθερία Θάνογλου, Οι τίμιοι ψεύτες. Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου, εκδ. ΑΩ, Καλύβια Αττικής 2023

Προηγούμενο άρθροΜια Αιωνιότητα Και Μια Μέρα, του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μια στιγμή για την αιωνιότητα» (του Μανώλη Γαλιάτσου)
Επόμενο άρθροΟ πολιτισμικός ψυχρός πόλεμος, οι ΗΠΑ και η Ελλάδα (της Βενετίας Αποστολίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ