Πόσο «αθώος» είναι τελικά ο Jonathan Coe; Διαβάσαμε το νέο του μυθιστόρημα πριν κυκλοφορήσει στα ελληνικά (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

0
3479

 

από την Αλεξάνδρα Χαΐνη

Έχω διαβάσει τα έντεκα από τα δεκαεπτά βιβλία (15 μυθιστορήματα, ένα non-fiction και ένα παιδικό) του Jonathan Coe. Παρόλο που τον αγάπησα κυρίως από τη στιγμή που άνοιξα το «Τι ωραίο πλιάτσικο» (What a Carve Up!, 1994), το οποίο θέλω να ξαναδιαβάσω, περάσαμε ένα φεγγάρι που δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά. Ειδικά με τα πιο πρόσφατα, πχ. το «Number 11» και το «Mr Wilder and Me», δεν τα βρήκαμε ιδιαίτερα – για συγκεκριμένους και στοιχειοθετημένους λόγους, που όμως δεν είναι της παρούσης.

Παρόλα αυτά συνεχίζω και θα συνεχίσω να τον διαβάζω. Γιατί έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να περιγράφει την καθημερινότητα και το πολιτικό γίγνεσθαι, χωρίς στεγανά και προκαταλήψεις, βγάζει τα βρετανικά άπλυτα στη φόρα ανερυθρίαστα, σχολιάζει, σατιρίζει και καυτηριάζει ανελέητα. Πρωτίστως όμως, μέσα από τους ήρωές του αυτοσαρκάζεται, κι αυτό το εκτιμώ πολύ στους συγγραφείς – μάλιστα το ζηλεύω κιόλας.

Το άλλο που ζηλεύω -με την καλή έννοια πάντα- είναι την διορατικότητά του. Την πολιτική ματιά του. Την προφητική του ικανότητα. Την εγγύτητα και ταυτόχρονη απόστασή του από τα πράγματα. Το γεγονός ότι γράφει για όσα συμβαίνουν τώρα, για γεγονότα και καταστάσεις που μας κάνουν κλικ κι ας μην ζούμε στη Βρετανία. Παρόλο που η βρετανική κουλτούρα, από τη μουσική, τις ταινίες ακόμη και όλα τα παραφερνάλια της βασιλικής οικογένειας, είναι τόσο μακριά όσο και κοντά μας.

Αθώος

Το τελευταίο μυθιστόρημά του «The proof of my innocence» κυκλοφόρησε στη Βρετανία λίγο πριν αναλάβει για δεύτερη φορά ως Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ. Μετά το «Bournville» («Μπόρνβιλ: Το Διαιρεμένο Βασίλειο» μετάφραση Άλκηστη Τριμπέρη, εκδόσεις Πόλις), που διατρέχει 75 χρόνια πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής στη Βρετανία, με φόντο τη γέννηση του εργοστασίου της σοκολάτας Cadbury, ο βρετανός συγγραφέας επιστρέφει στην αγγλική ύπαιθρο για να πιάσει το νήμα περίπου από εκεί που το άφησε.

Πολιτικά, η χώρα βρίσκεται σε εκείνο το μικρό χρονικό διάστημα που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση η Lizz Truss (6 Σεπτεμβρίου 2022 – 25 Οκτωβρίου 2022), το οποίο κατά έναν διαβολικό και άκρως μυθιστορηματικό τρόπο, συμπίπτει με τον θάνατο της Βασίλισσας Ελισάβετ (8 Σεπτεμβρίου 2022). Επικρατεί αναβρασμός, κοινώς οι Άγγλοι δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει, η πρώτη δεν φαίνεται και η καλύτερη επιλογή, ενώ η δεύτερη ήταν τόσο αειθαλής που μάλλον πίστευαν ότι ήταν αθάνατη. Με δυο λόγια η κοινή γνώμη είναι αποπροσανατολισμένη, δείχνει να έχει χάσει τα πατήματά της.

Μέσα σε αυτό το αβέβαιο σκηνικό η 23χρονη Phyl αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο και επιστρέφει στο σπίτι των γονιών της στην εξοχή όπου και πασχίζει να προσαρμοστεί. Δουλεύει άπειρες ώρες σε ένα ιαπωνικό εστιατόριο στο αεροδρόμιο του Heathrow και τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο της τον περνάει συντροφιά με «Τα φιλαράκια» που παρακολουθεί καθημερινά σε λούπα και αναρωτιέται τι θα κάνει στη ζωή της: «Πώς μπορεί κάποια σαν εμένα να επιβιώσει σε έναν τέτοιο κόσμο; Ό,τι με καθορίζει δεν φτάνει γι’ αυτόν. Η παθητικότητά μου. Ο ιδεαλισμός μου. Η αθωότητά μου. Απλώς δεν έχω αυτό που χρειάζεται».

Μέχρι που η ρουτίνα της θα αλλάξει όταν εμφανίζεται ο Chris Swann, φίλος της μητέρας της από τα φοιτητικά της χρόνια στο Cambridge. Ο Chris διατηρεί ένα πολιτικό blog και προσπαθεί να ξεσκεπάσει μια συμμορία ευγενών -«τα πιο τραμπικά άκρα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος»- που φιλοδοξεί να παραδώσει το NHS στα χέρια των μεγάλων αμερικανικών φαρμακοβιομηχανιών.

Δεν θα πω άλλα γιατί θα πέσω σε σπόιλερ. Μόνο ότι στην πορεία θα συμβούν πολλά και διάφορα τα οποία ο Coe θα διευθετήσει με ευφυή μαεστρία. «Όπως πάντα, ο πραγματικός στόχος –η αγριότητα πίσω από τη θαλπωρή– είναι ο ανήθικος ατομικισμός και η απληστία της ελεύθερης αγοράς όσων έχουν εξουσία και προνόμια, τα οποία αποδοκίμασε για πρώτη φορά στο What a Carve Up!» γράφει η Guardian.

Ή ένοχος;

«Το σκέφτομαι συχνά: Το μυθιστόρημα είναι παντοδύναμο είδος. Διαβάζοντας το “Η απόδειξη της αθωότητάς μου” του Τζόναθαν Κόου [σύντομα από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη] κατανοείς περισσότερα για το ίδιο το μυθιστόρημα και τις διαφορές του από την αυτομυθοπλασία, καθώς και για το πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζει η επινόηση στην αυτοβιογραφία, από ό,τι αν διάβαζες μια στοίβα θεωρητικά βιβλία.» Αυτά έγραψε στο facebook ο Νίκος Γκιώνης, των εκδόσεων Πόλις και συμφωνώ απόλυτα μαζί του.

Ο Coe είναι μάγος σε αυτό. Εδώ, καταφέρνει να συνδυάσει πολλά και διαφορετικά ήδη σχολιάζοντας και αναιρώντας τα ταυτόχρονα. Εκεί που νομίζεις ότι διαβάζεις την αυτοβιογραφία του, βρίσκεσαι μπροστά σε ένα χρονογράφημα με μπόλικη εσάνς φαντασίας, μόλις ξυπνάς έχεις να επιλύσεις ένα whodunit, ένα αστυνομικό «δωματίου» (ελεύθερη μετάφραση του cozy crime, όρου που ασπάζεται και ο ίδιος και ο οποίος χρονολογείται από το 1958) ή ένα φοιτητικό μυστήριο τύπου «Secret history» (βλ. Donna Tart) κι ύστερα γελάς με τις ευτράπελες καταστάσεις, ενώ την ίδια στιγμή παλεύεις να μην παρασυρθείς ότι πρόκειται για μια στιβαρή μελέτη για τα κακώς κείμενα της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης της σύγχρονης Βρετανίας ή ακόμη και για ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για το μέλλον του πλανήτη με ελάχιστες μάλιστα χαραμάδες αισιοδοξίας.

Ο Coe παίζει με το κείμενό του, αλλά και με τους ήρωες και τις ηρωίδες του, που τους/τις βάζει/βγάζει από ρόλους, τη μια ως αφηγητές/αφηγήτριες, την άλλη ως κυνηγούς, θύτες ή θύματα. Παίζει όμως και με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του κρατώντας αμείωτο το σασπένς για 338 σελίδες με περίτεχνα πισωγυρίσματα, ανατροπές, παγίδες και κλιφχάνγκερ.

«Το πρώτο μισό του μυθιστορήματος είναι μια άσκηση στο cozy crime», εξηγεί στην ιστοσελίδα του. «Ο στόχος μου όμως δεν ήταν να υπονομεύσω ή να κοροϊδέψω το είδος, αλλά απλώς να λειτουργήσω σύμφωνα με τις συμβάσεις του: έτσι στο μυθιστόρημά μου ο αναγνώστης θα βρει έναν φόνο σε εξοχική κατοικία, έναν εκκεντρικό ντετέκτιβ, ένα μυστικό πέρασμα, ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα και όλες τις παγίδες που κάνουν το είδος τόσο απολαυστικό.»

Ένα σουρεαλιστικό επεισόδιο

Η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη -με δυσκολία εντοπίζεται εξαρχής ένας ως ο βασικός χαρακτήρας-, και η δράση πολυεπίπεδη. Η δομή θυμίζει μπάμπουσκα, με το ένα μυθιστόρημα μέσα στο άλλο και τα δυο μέσα σε ένα τρίτο και μεγαλύτερο και ούτω καθεξής, ένα τέχνασμα που ο Coe χρησιμοποιεί περίτεχνα αφήνοντας να αιωρείται μια αίσθηση ανοίκεια σε σχέση με το τι είναι και τι δεν είναι στα αλήθεια, «αλήθεια».

Και βέβαια εξέχουσα θέση έχει για μια ακόμη φορά η ανάγκη του συγγραφέα να ψυχαγωγήσει: «Αφότου έγραψα το Bournville ήθελα μια αλλαγή ρυθμού και μια αλλαγή στυλ. Θυμήθηκα πώς ο Γκράχαμ Γκριν έβαζε ως υπότιτλο σε κάποια από τα μυθιστορήματά του “ψυχαγωγικό” (“an entertainment”) και αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να επιχειρήσω να γράψω κάτι ανάλογο» εξηγεί. «Το Bournville ήταν ένα σχετικά απλό οικογενειακό έπος, μια ανθρώπινη κωμωδία πολιτικών γενεών που στηρίζεται σε μια αίσθηση μελαγχολίας για το πέρασμα του χρόνου. Τώρα ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι σύγχρονο, ειρωνικό και πιο σκληρό. Ήθελα να επιστρέψω, ει δυνατόν, στον τόνο του “What a Carve Up!”, με κάποιο είδος μετακειμενικής εγκληματικής ιστορίας που θα αντανακλούσε επίσης την τρέχουσα πολιτική κατάσταση.»

Άλλωστε, η συγκυρία είναι με το μέρος του. Τόσο η πρωθυπουργία της Truss όσο και ο θάνατος της Ελισάβετ, είναι δύο γεγονότα που συνιστούν πεδίο δόξης λαμπρό για τον Coe, ο οποίος μπαλαντζάρει ανάμεσα στη γενικότερη δυσθυμία που προκαλεί η τοποθέτηση της πρώτης, τις ομιλίες και εξαγγελίες της οποίας συνδυάζει με το μάντρα που ακούγεται από τα μεγάφωνα του υπόγειου σιδηροδρόμου «See it. Say it. Sorted» («Δες το. Πες το. Λύθηκε») για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και το πένθος των φιλοβασιλικών και μη Βρετανών για τον θάνατο της δεύτερης.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που αφιερώνει περισσότερες σελίδες στο λαϊκό προσκύνημα στη σωρό της βασίλισσας παρά στο πολιτικό εκτόπισμα και το σύντομο πέρασμα της Truss από το νούμερο 10 της Downing Street: Γιατί, όπως γράφει κι η εφημερίδα The Guardian, το βασιλικό φέρετρο έφερε κοντά  το έθνος μέσα από «τα δυο πιο αγαπημένα του πράγματα, τη βασίλισσα και τις ουρές».

«Ένα από τα πρώτα πράγματα που αποφάσισα ήταν το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Για επτά εβδομάδες το φθινόπωρο του 2022, η Βρετανία είχε περάσει από μια εξαιρετική ιστορική στιγμή: τη βραχύβια θητεία της Liz Truss ως πρωθυπουργού. Έμοιαζε τώρα σαν ένα απίστευτο, σχεδόν σουρεαλιστικό επεισόδιο. Τι καλύτερο σκηνικό θα μπορούσε να υπάρξει για μια ιστορία που, νωρίς στην ανάπτυξή της, θα αποσυνδεόταν εσκεμμένα από την πραγματικότητα και θα έμπαινε σε έναν κόσμο φαντασίας;» παραδέχεται.

Who is who

O Jonathan Coe γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου του 1961 στο Lickey, ένα προάστιο του Birmingham. Έγραψε την πρώτη του ιστορία μυστηρίου «Το Κάστρο του Μυστηρίου» όταν ήταν 8 ετών. Οι πρώτες σελίδες της έχουν συμπεριληφθεί στο μυθιστόρημά του «Τι ωραίο Πλιάτσικο» (What a Carve Up!).

Σπούδασε φιλολογία στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Cambridge και είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Warwick. Δίδαξε στο ίδιο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε παράλληλα ως μουσικός, συνθέτοντας τζαζ, και ως δημοσιογράφος, τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας «The Guardian» και του «New Statesman».

Έχει εκδώσει 15 μυθιστορήματα, 1 παιδικό βιβλίο και ένα non-fiction. Η δουλειά του έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις στη Βρετανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις.

Info: Jonathan Coe.

 

Τζόναθαν Κόου, The proof of my innocenceViking 

Προεχώς στα ελληνικά με τίτλο “Η απόδειξη της αθωότητάς μου”, μτφρ. Άλκηστη Τριμπέρη, Πόλις

 

Προηγούμενο άρθρο«Merde» – Ο (μικρό)κοσμος του ελληνικού θεάτρου, σαν επιθεώρηση (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθρο«Σκαρίμπας_reloaded» (της Κατερίνας Κωστίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ