Μα, ποιος είναι ο Άλφονς; Γιατί όλοι μιλάνε γι αυτόν (συζητούν οι Νίκη Κωνσταντίνου – Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη)

0
221

 

Η Νίκη και η Μαρία, η Μαρία και η Νίκη συζητούν για τον ήρωα μιας σειράς που γεννήθηκε στη δεκαετία του ΄70 αλλά έχει και σήμερα να πει πολλά  στα παιδιά! (Όλα τα βιβλία στις εκδόσεις Μάρτης)

 

 

Η Νίκη στη Μαρία:

Μου αρέσει πολύ αυτή η αίσθηση της σειράς πολλών βιβλίων: χαίρομαι που ξεκινάμε να διαβάζουμε κάτι με διάρκεια. Που γνωρίζουμε αυτό το μικρό παιδί και δεν χρειάζεται να περιορίσουμε τη σχέση μας μαζί του σε λίγες μόνο σελίδες. Χαίρομαι που ο Άλφονς δεν είναι ο ήρωας απλώς ενός βιβλίου, αλλά ένα παιδάκι που ζει για χρόνια, μια παρουσία που έχει συνοδέψει πολλά άλλα παιδιά και έχει αγαπηθεί πολύ (άλλωστε τα βιβλία πρωτοκυκλοφορούν στη Σουηδία τη δεκαετία του 1970). Ξεκίνησα διαβάζοντας τα δύο πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Μάρτης, το «Άπαπα, Άλφονς» και το «Καληνύχτα, Άλφονς», και στάθηκα για αρχή σε δύο σημεία. Πρώτα, στην έκπληξη που ένιωσα όταν διάβασα πως στο δεύτερο βιβλίο ο Άλφονς είναι τεσσάρων, ενώ στο πρώτο είναι πέντε. Η συγγραφέας Gunilla Bergström (1942-2021) αποτυπώνει στιγμές από την παιδική ηλικία – όχι γραμμικά, αλλά διαλέγοντας κάποιες που της κάνουν εντύπωση. Και ταυτόχρονα μοιάζει να μην είναι εκεί, γιατί ακούμε μια τόσο παιδική φωνή, τη γλώσσα αυτού του πεντάχρονου αγοριού που κοιτάει τον μπαμπά του, που τον ακούει να επαναλαμβάνει πίσω από την εφημερίδα του τις ίδιες προστατευτικές λεξούλες. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο που μου έκανε εντύπωση και αποκαλύπτεται ήδη στα πρώτα δύο βιβλία της σειράς: η υπέροχη ειλικρίνεια. Τα συναισθήματα και οι σκέψεις των ηρώων είναι πραγματικά και καθόλου εξωραϊσμένα. Καθόλου δραματικά, είναι αστεία και απλά, μυρίζουν σπίτι. Ο μπαμπάς θέλει να διαβάσει και να δει ειδήσεις (έχει μια δική του ζωή που δεν θυσιάζει για να παίζει ασταμάτητα με το μικρό του, αλλά όταν παίζει, παίζει κανονικά και διασκεδάζει) ή του λέει «Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, και μη με ξαναφωνάξεις γιατί έχω κουραστεί λίγο». Πράγματα δηλαδή που λέγονται στα αλήθεια. Στα σπίτια που μεγαλώσαμε ή που μεγαλώνουν τώρα παιδιά.

 

Η Μαρία στη Νίκη:

Μια μικρή παρατήρηση: υπό μία έννοια, αν ακολουθήσουμε τη σειρά που εκδίδονται τα βιβλία, όπως αναφέρεται στο εσώφυλλο, τότε η ηλικία του Άλφονς εξελίσσεται γραμμικά. Πρώτο βιβλίο είναι το «Καληνύχτα Άλφονς», όπου είναι τεσσάρων, δεύτερο είναι το «Άπαπα», όπου είναι πέντε και έπεται το «Ώρα για πάρτι», όπου είναι έξι. Αλλά καθώς τα βιβλία δεν είναι αριθμημένα και οι ιστορίες δεν είναι συνεχόμενες αλλά αυτοτελείς, θα σου δώσω δίκιο. Σε ένα παιδικό δωμάτιο, τα βιβλία θα είναι σκόρπια στο πάτωμα και το παιδί θα λέει «διάβασέ μου αυτό με τη γιαγιά» και μετά θα λέει «θέλω αυτό με το πριόνι και το λιοντάρι» οπότε, όντως, ο Άλφονς είναι απλά ένα αρχετυπικό παιδί, πάνω-κάτω αυτών των ηλικιών. Μου αρέσει ότι ξεκινά με την ιστορία της καληνύχτας. Ο Άλφονς, εκτός από παιδί είναι και βιβλίο, και η βασική στιγμή όπου μεγάλοι και μικροί συναντιούνται πάνω από ένα βιβλίο είναι η ώρα του ύπνου. Από εκεί κι ύστερα, με κερδίζει η τσαχπινιά και το χιούμορ. Θυμάμαι και το άλλο καταπληκτικό βιβλίο, το «Γιατί δεν κοιμάσαι, αρκουδάκι μου». Αυτή η αίσθηση ότι σε βάζουν για ύπνο ενώ η ζωή εκεί έξω συνεχίζεται μπορώ να σου πω ότι με συνοδεύει ακόμα, καθώς γερνώ.

Οι ιστορίες του Άλφονς παρακολουθούν και αναδεικνύουν με γλυκύτητα την απόλυτη κοινοτοπία – τίποτε δεν αποπνέει περισσότερη θαλπωρή από μια καλά ρυθμισμένη κοινότοπη καθημερινή τελετουργία. Τώρα, αυτό το σχεδόν εργένικο ντουέτο Άλφονς και μπαμπάς, μου αρέσει αλλά και με προβληματίζει. Ας πιάσω το τρίτο βιβλίο της σειράς, το «Ώρα για πάρτι, Άλφονς». Χμ. Ο Άλφονς δεν τα πάει καλά με τη φασαρία και τον πολύ κόσμο – λογικό, σκέφτομαι, είναι ένα μοναχοπαίδι που ζει με τον μπαμπά. Στα προηγούμενα βιβλία υπάρχει τόση ησυχία, που την κόβεις φέτες στον αέρα των δωματίων. Εδώ γίνεται εισβολή. Πρώτα η θεία Φίφη, και έπειτα οι ιδέες της για το τι σημαίνει πάρτι. Και στο τέλος η επικράτηση του αρχικού μοντέλου – νιώθω να επιβεβαιώνει την χρυσή αξία αυτής της σειράς που είναι η μαγεία της απλής καθημερινότητας. Δεν είναι για φασαρίες και περιπέτειες ο Άλφονς. Για να δω και το επόμενο. Ωπ, ξανάγινε τεσσάρων, ΕΙΧΕΣ ΔΙΚΙΟ!!! Το «Κάνε γρήγορα, Άλφονς» ξεκινά με τον τετραετή μικρούλη που πρέπει να ντυθεί στα γρήγορα και να φύγει για τον Παιδικό (Σταθμό). Ναι, έτσι ακριβώς είναι, όπως τα λέει. Άλλη μια λατρεμένη επανάληψη. Όπως στο πρώτο βιβλίο που ο Άλφονς δεν θέλει να κοιμηθεί, έτσι και εδώ ο Άλφονς καθυστερεί να ετοιμαστεί. Και, φυσικά, Άλφονς και μπαμπάς εντέλει συναντιούνται. Η φωνή που αφηγείται μας κλείνει το μάτι: «ίδιοι είναι», μοιάζει να λέει. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, κάθε επεισόδιο με τον Άλφονς είναι και λίγο σαν να ανασκάπτει μια όψη του ελάχιστου κοινού παρονομαστή ανάμεσα στα παιδιά και τους μεγάλους, που ίσως να μην είναι και τόσο ελάχιστος, τελικά. Υπάρχει εδώ μια καλή βάση συμφιλίωσης. Μα γιατί χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη; Σταματώ, πάρε τη σκυτάλη- και τους δυο επόμενους «Άλφονς».

 

Η Νίκη στη Μαρία (πάλι):

Το «Κάνε γρήγορα» είναι γραμμένο για μένα. Νομίζω πως όλη μου τη ζωή όσο κι αν ετοιμάσω τα ρούχα μου από το προηγούμενο βράδυ, το πρωί πάντα «θέλω μόνο να…» και πάντα όσες ετοιμάζονται μαζί μου με περιμένουν στην πόρτα άλλοτε νευριασμένες, άλλοτε υπομονετικά κρατώντας μου τον καφέ ή το κραγιόν ή το τετράδιο των μαθηματικών. Λάτρεψα όμως σε αυτό το βιβλίο μια τέλεια μικρή λεπτομέρεια: ψηλά σε κάθε σελίδα υπάρχει το ρολόι που δείχνει τα λεπτά να κυλάνε και από κάτω ένα μικροσκοπικό σκίτσο που μας δείχνει τι κάνει ο μπαμπάς. Τι γίνεται δηλαδή στον διακριτικό κόσμο των μεγάλων – ένα πρωινό ετοιμάζεται όσο από τα ράφια κατεβαίνουν βιβλία και αυτοκινητάκια, όσο το νήπιο φοράει μόνο μία κάλτσα και ένα παπούτσι.

Στον επόμενο «Σκανταλιάρη, Άλφονς!» εμφανίζονται πάλι κι άλλα πρόσωπα. Ο μπαμπάς κάνει κάτι άλλο, μπορεί να είναι στο σινεμά, δεν έχουμε ιδέα. Ο Άλφονς περνάει χρόνο στη γιαγιά και προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια των μεγαλύτερών του ξαδέρφων. Τα πάει περίφημα αξιοποιώντας δαιμόνιες μεθόδους των πεντάχρονων. Είναι ιστορία για να διαβαστεί με χυμό (καφέ!) και κουλουράκια γιατί έχει (όπως και τα υπόλοιπα βιβλία της σειράς) μια ατμόσφαιρα τόσο απολαυστικά σκανδιναβική. Είμαι σίγουρη πως ενώ είναι νωρίς, έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Η γιαγιά δεν είναι καθόλου «γιαγιά». Τα μπισκότα είναι στο μεταλλικό κουτί που μετά θα έχει μέσα κλωστές. Το σπίτι, τα έπιπλα, η μωβ ποδιά με τα μαύρα λουλούδια που θυμίζει το εμπριμέ της Marimekko… Η γιαγιά είναι παρούσα και στο επόμενο, το μεταχριστουγεννιάτικο «Τι χαρά, Άλφονς!»: οι γιορτές έχουν τελειώσει, μπαμπάς και Άλφονς είναι πιο ταυτισμένοι από ποτέ. Είναι αμφότεροι παιδιά (της γιαγιάς) που βαριόνται, ονειροπολούν, χασομερούν. Αύριο τελειώνουν οι διακοπές και ξεκινάει η δουλειά και το σχολείο. Θα πρότεινα να εμπιστευτείτε αυτό το βιβλίο για τις μελαγχολικές Κυριακές – εκεί μετά το μεσημέρι που βαραίνει το κλίμα – ή για τις τελευταίες μέρες των γιορτών, στο μάζεμα του δέντρου. Οι συμβουλές της γιαγιάς και ο διδακτισμός της εξισορροπούνται από την απλότητα που πάντα κερδίζει. Τη χαρά που έρχεται μαζί με το χτύπημα του κουδουνιού. Ποιος είναι όμως αυτός που ήρθε;

Κλέβω λιγάκι κοιτώντας το επόμενο βιβλίο. Το «Ποιος θα σώσει τον Άλφονς;» είναι αυτό που μας συστήνει τον Βίκτορ, τον καλύτερο φίλο του Άλφονς, ο οποίος έρχεται να πάρει τη θέση του Μόλγκαν, του φανταστικού φίλου του Άλφονς. Ο Μόλγκαν είναι μεν φανταστικός φίλος αλλά παραείναι φανταστικός, τόσο που καμιά φορά οι δυνατότητές του είναι περιορισμένες. Ίσως αυτό να είναι και το πιο ενήλικο βιβλίο της σειράς γιατί όντως περιγράφει το πέρασμα σε μια άλλη εποχή, το παιδί που μεγαλώνει. Υπάρχουν τρυφερά αγγίγματα πλάι σε έναν κόσμο μιας κάποιας σκληρότητας. Πριν σε αφήσω να ολοκληρώσεις, ήθελα να σημειώσω κάτι, το οποίο μου έγινε σαφές με την άφιξη του φίλου. Όλοι οι ήρωες της σειράς είναι μεν διακριτές φιγούρες που ξεχωρίζουν, αλλά μοιάζουν. Μεταξύ τους και με τον Άλφονς. Είναι άραγε η αποτύπωση του εγωκεντρικού βλέμματος του παιδιού που απαλά και εξερευνητικά βλέπει τους πάντες σε αναλογία προς τον εαυτό του;

 

Η Μαρία στη Νίκη (πάλι):

Οι φάτσες που όλες μοιάζουν μεταξύ τους, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, είναι μια πολύ καλή παρατήρηση. Μαζί με την λιτή, στοιχειώδη εικονογράφηση, νομίζω ότι βοηθούν το παιδί να εστιάσει, να συγκεντρωθεί στα πρόσωπα και στις ιστορίες. Να ταυτιστεί. Τώρα, η ιδέα και η εικόνα του μικρού παιδιού που δεν φτάνει, που βάζει σκαμνί, που τεντώνεται να φτάσει σε κάτι, και αυτό το κάτι είναι ένας απαγορευμένος καρπός, και είναι πάντοτε κάτι γλυκό είναι νομίζω αρχετυπική στις παιδικές ιστορίες και τα παραμύθια. Εδώ έχουμε την πλήρη απενοχοποίηση: ο Άλφονς κάνει όλο αυτό το τερτίπι αμυνόμενος απέναντι στον αποκλεισμό και διεκδικώντας τη θέση του στον κόσμο των μεγαλύτερων. Μου κάνει εντύπωση το αμέτοχο της γιαγιάς. Η συγγραφέας απλά τον αφήνει να τα βγάλει πέρα μόνος του· να διεκδικήσει μόνος του τα δίκια του. Η γιαγιά ίσως αποτρέπει μονάχα κάποια έντονα ξεσπάσματα. Υποδεικνύει κάτι η Bergström στους ανυπόμονους και θυμωμένους και παρεμβατικούς μεγάλους;

Το «Τι χαρά, Άλφονς!» είναι μέχρι στιγμής το αγαπημένο μου. Δυο άντρες, ένας μεγάλος κι ένας πολύ μικρός, βυθίζονται στην μετα-εορταστική απελπισία. Και η κοινή μητέρα τους, η γιαγιά, αεικίνητη και υπερδραστήρια, δείχνει τον δρόμο της εξόδου από την κρίση. Καλό πράγμα, λέει, η βαρεμάρα. Η ίδια, βέβαια, δίνει έμπρακτα το εντελώς αντίθετο παράδειγμα. Αλλά αυτό παραπέμπει σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Στο πρώτο επίπεδο έχει απλώς μια γερή δόση προτεσταντισμού, αλλά θα την δεχτώ, γιατί ο προτεσταντισμός ταιριάζει με τα μπισκότα και το σκανδιναβικό ντιζάιν.

Και πιάνω αυτό που «έκλεψες». Το «Ποιός θα σώσει τον Άλφονς;». Σίγουρα είναι το μέχρι στιγμής πιο ενήλικο βιβλίο. Υπάρχει έντονο το στοιχείο του μπούλιγκ από τα μεγαλύτερα αγόρια. Και υπάρχει κάτι πολύτιμο, ιδίως για μοναχοπαίδια, όπως ο Άλφονς: η εμπέδωση της ιδέας του πραγματικού, που εκτοπίζει τη φαντασία αλλά δίνει και μια ευκαιρία στην αγάπη και τη συντροφικότητα, με τις λακούβες και τις γωνίες τους. Αλλά η σκηνή που αγαπώ πολύ βρίσκεται στην αρχή: όταν ο Άλφονς ακούει το κλάμα, χωρίς ακόμα να ξέρει ποιος κλαίει, και τρέχει σφαίρα να βοηθήσει. Ανεβαίνει τη σκάλα, και αφήνει πίσω του τον φανταστικό Μόλγκαν, που χάνεται και φεύγει πάνω αριστερά στην εικόνα. Άντε γεια, Μόλγκαν, άντε γεια, Άλφονς – δεν με χρειάζεσαι άλλο: σε περιμένει η αληθινή ζωή. Είναι και λίγο σαν να αφήνεις πίσω τη μαμά και τον μπαμπά, γιατί στην κορυφή της σκάλας σε περιμένουν τα δάκρυα και το αίμα κάποιου που πρόκειται να αγαπήσεις.

Και περνώ στο «Τι είπε ο μπαμπάς, Άλφονς;». Εδώ έχουμε το «δάσκαλε που δίδασκες» ως επιμύθιο. Αλλά έχουμε και τη Μίλα, χμ, μάλλον εμφανίστηκε από το πουθενά μια αδελφή για τον Άλφονς. Λιγάκι ξερολική, αφού παίρνει εξαρχής το μέρος του μπαμπά και μιμείται το σηκωμένο δάχτυλο; Ο Άλφονς είναι τώρα ο μεγάλος της υπόθεσης και αυτός που γελά τελευταίος. Να σημειώσουμε την πολύ ωραία λεπτομέρεια του παιδιού που καταφεύγει στην ντουλάπα με τα ρούχα για να διαβάσει με την ησυχία του, και την εικόνα που υποφωτίζεται σε αποχρώσεις του γαλάζιου- μέχρι να αρχίσει το παγωτό να λιώνει, απειλητικά. Μεγάλωσε ο Άλφονς. Ταχτοποιεί σπίτια, διαβάζει κρυμμένος, έχει αδερφή…

Η Νίκη στη Μαρία (τελευταία φορά):

Στο τελευταίο βιβλίο της σειράς, που εκδόθηκε το 2024, ο Άλφονς έχει πράγματι μεγαλώσει: ετοιμάζεται για το δημοτικό. Είναι αγχωμένος και φοβισμένος που θα πάει στο καινούργιο σχολείο. Το βιβλίο λέγεται «Όλα θα πάνε καλά, Άλφονς» και αυτή είναι μια φράση που δεν λέγεται πουθενά αυτούσια μέσα στην αφήγηση – ενώ είναι μάλλον αυτό που θέλει να ακούσει το μικρό παιδί. Είναι σαν μέσα από τον τίτλο, η δημιουργός να παρηγορεί και να εμψυχώνει τον μικρό της ήρωα. Είναι σαν να του το ψιθυρίζουμε όλες εμείς που τον διαβάζουμε. Είναι λιγάκι σαν να το λέμε μεταξύ μας – όλα θα πάνε καλά. Σε μια στιγμή ανησυχίας, πριν από μια μεγάλη και δύσκολη μέρα, υπάρχει το μικρό βιβλίο με το πράσινο εξώφυλλο – όλα θα πάνε καλά. Και μια καλή και αστεία δασκάλα. Και ένα χαντάκι με άμμο και ξύλα και νερό για να παρασύρει τις ανησυχίες και να ξαναβρούμε τον εαυτό μας. Όλα θα πάνε καλά, λοιπόν! Εμπιστευτείτε τον Άλφονς!

 

Gunilla Bergström

Καληνύχτα, Άλφονς! (2014)

Άπαπα, Άλφονς! (2014)

Ώρα για πάρτι, Άλφονς! (2015)

Κάνε γρήγορα, Άλφονς! (2015)

Σκανταλιάρη Άλφονς! (2016)

Τι χαρά, Άλφονς! (2017)

Ποιος θα σώσει τον Άλφονς; (2020)

Τι είπε ο μπαμπάς, Άλφονς; (2023)

*Μετάφραση: Άννα Παπαφίγκου 

Όλα θα πάνε καλά, Άλφονς! (2024)

*Μετάφραση: Αγγελική Νάτση

Εκδόσεις Μάρτης    

Αναζητήστε τα βιβλία του Άλφονς εδώ

 

 

Προηγούμενο άρθρο”Τα τραγούδια που ’χω γράψει”- συνέδριο στη μνήμη Μιχάλη Γκανά (16-18/12/24)
Επόμενο άρθροΗ βία, η εγκληματικότητα και η γυναίκα στην τετραλογία της Elena Ferrante (της Βασιλικής Σκρεμμύδα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ