της Βασιλικής Σκρεμμύδα
Ένα από τα σπουδαιότερα έργα της Elena Ferrante είναι το μυθιστόρημα της Τετραλογίας (La tetralogia di Napoli), το οποίο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της εξέλιξης του άλλοτε παραδοσιακού αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς ξεφεύγει από τα στερεότυπα, αφενός συμβαδίζοντας με τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής και αφετέρου προσαρμοζόμενο στις ανάγκες της και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Παράλληλα, παρατηρείται έντονα μια ωρίμανση ως προς τη σκέψη, τις θεματικές των μυθιστοριών, τον σκοπό, την κατεύθυνση και φυσικά τη θεώρηση των ηθικών και φιλοσοφικών ζητημάτων, με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται το σύγχρονο αυτό είδος στις εκάστοτε συνθήκες, έχοντας πάντοτε ως μέλημα την ευαισθητοποίηση των αναγνωστών.
H Ferrante αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς εκπροσώπους της κοινωνικής μυθιστορίας με αστυνομική πλοκή στην ευρωπαϊκή σκηνή. Συγκεκριμένα μέσα από το τρίτο (Αυτοί μου μένουν κι αυτοί που φεύγουν) και το τέταρτο βιβλίο (Η ιστορία της χαμένης κόρης) της Τετραλογίας, θα διαπιστώσει ο αναγνώστης για ποιους λόγους το έργο και έργα παρόμοια θα ήταν σημαντικό να γίνονται αντικείμενο μελέτης και προβληματισμού, εφόσον ανοίγουν τον δρόμο προς τη θεματική διεύρυνση και απενοχοποίηση της συγγραφής με επαναστατικό ύφος και χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη εξαιτίας του προκλητικού τους περιεχομένου και του αισθηματικού τους χαρακτήρα, ενώ θα έπρεπε να εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζεται το έγκλημα στην κοινωνία της Νάπολης. Ο τρόπος με τον οποίο μια γυναίκα ερμηνεύει το φαινόμενο της βίας, προσεγγίζοντάς το με απεριόριστο συναίσθημα και ευαισθησία απέναντι στο γυναικείο φύλο, καθώς και η απενοχοποιημένη έκφραση του συναισθήματος και των ιδεολογιών δίνουν το έναυσμα στον αναγνώστη να μελετήσει σε βάθος την ψυχοκοινωνική συμπεριφορά του δράστη σε σχέση με το φαινόμενο του εγκλήματος, έχοντας πάντοτε ως αφετηρία τους πρωταγωνιστές και τη σχέση τους.
Η ανάλυση σε βάθος του φαινομένου της μαφίας μέσα από το μυθοπλασματικό τοπίο σε συνάρτηση με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις φωτογραφίζουν με τρόπο άμεσο και κατανοητό τα στάδια εξέλιξης της κοινωνίας, τα οποία, κατά τη συγγραφέα, είχαν ως αποτέλεσμα να συντηρηθεί και να αναπτυχθεί η λογική και η νοοτροπία της βαρβαρότητας. Το μυθιστόρημα εισχωρεί βαθιά στην ψυχοσύνθεση του αναγνώστη, καθώς επικεντρώνεται στην ουσία του κοινωνικού φαινόμενου αλλά και στον «τόπο» του συναισθήματος, επιλογή στην οποία οφείλεται η πραγματική πρωτοτυπία της μελέτης της συγγραφέως, εφόσον αποτελεί και αυτή με τη σειρά της μαρτυρία για τη βίαιη πραγματικότητα που επισκιάζει τη γενέτειρά της. Σ’ αυτό το σημείο παρατηρείται μια αναλογία με την πρωταγωνίστρια του έργου της Τετραλογίας, ενώ είναι γεγονός ότι υπάρχει πράγματι σχέση ταύτισης ανάμεσα στη συγγραφέα και την πρωταγωνίστρια Elena Greco, που έχει και αυτή την ίδια ιδιότητα της συγγραφέως.
Το τέχνασμα της μυθιστοριογράφου να ονομάσει την πρωταγωνίστρια με το δικό της όνομα και να της δώσει την ίδια ιδιότητα δημιουργεί μια σχέση συνθετική και ταυτόχρονα πλήρως αντιφατική, γιατί εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς για το ποια είναι η σκοπιμότητα του να επιλέγεται μια παρόμοια γυναικεία φιγούρα ως πρωταγωνίστρια με αυτή της συγγραφέως, που μάλιστα συγγράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα τη Νάπολη και την ίδια θεματολογία και εκφράζει τις ίδιες αντιλήψεις, και το κυριότερο κατά πόσο η συγγραφέας περιγράφει τη δική της ιστορία, εφόσον γίνεται και η ίδια αντικείμενο κριτικής και αμφισβήτησης παρά την αναγνωρισιμότητά της σε παγκόσμιο επίπεδο. Υποθέτω ότι μια λογική εξήγηση θα ήταν το ότι η Ferrante μέσω της φιγούρας της Elena επιδιώκει να εξομολογηθεί στον αναγνώστη τη δική της πραγματικότητα, τις αλλεπάλληλες εσωτερικές συγκρούσεις που η ίδια βιώνει και στις οποίες έρχεται σε επαφή με το άλλο της Εγώ, μια αίσθηση που την τρομάζει, καθώς αγωνίζεται να συμβιβαστεί με τα όσα προστάζει η κοινωνία. Και ο μόνος τρόπος να δώσει μορφή και πνοή σε άλλα συναισθήματα, πιθανόν μη αποδεκτά και καταπιεσμένα δεδομένων των ορίων που της έχουν θέσει οι κοινωνικές συνθήκες και συγκεκριμένα η πατριαρχική κοινωνία, είναι να οικειοποιηθεί ένα άλλο πρόσωπο, όπως αυτό της αφηγήτριας, συμπληρωματικό στη δική της φιγούρα, ταυτότητα και πεποιθήσεις σχετικά με τη μαφία και τη βία των ανδρών. Μάλιστα, ένα άλλο δεδομένο που θα μπορούσε να στηρίξει τον παραπάνω ισχυρισμό είναι ότι η πρωταγωνίστρια Elena Greco, όπως ακριβώς και η μυθιστοριογράφος της Τετραλογίας, προχωρά σε ένα ρεπορτάζ για το ζήτημα της μαφίας, κάνοντας την αρχή με τη δημοσίευση του άρθρου της για τη βία στα εργοστάσια με αφορμή την κακοποίηση της πρωταγωνίστριας Lila.
Μια άλλη παράμετρος στην οποία οφείλεται η ιδιαιτερότητα του έργου της Τετραλογίας είναι ότι πέραν των άλλων έχει επίκαιρο και διαχρονικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι, παρότι εξετάζει τη βία ενάντια στο γυναικείο φύλο από τη δεκαετία του ’50 και εξής, στο πέρασμα των ετών θίγει ένα ζήτημα με σύγχρονο χαρακτήρα, το οποίο η Ελλάδα γνωρίζει τα τελευταία έτη. Επομένως, η συγγραφέας γίνεται προάγγελος των καταστάσεων.
Οι εξεγέρσεις των φοιτητών, οι διαδηλώσεις για τις κοινωνικές αδικίες, οι βίαιες επιθέσεις, το γεγονός ότι η Elena Greco περικλείει στην αφήγησή της την εκτέλεση του Aldo Moro, σαν να συμπίπτει ακόμη και με τα γεγονότα των βομβαρδισμών στην Piazza Fontana, αποτελούν γεγονότα τα οποία η ίδια περιγράφει με απώτερο στόχο να καταγγείλει την πολιτική βία. Η δολοφονία του πολιτικού αρχηγού ως τρομοκρατική επίθεση και ενέργεια είναι ένα ζήτημα βαρύνουσας πολιτικής και κοινωνικής σημασίας, το οποίο δεν θα ήταν δυνατόν να μην απασχολήσει τους συγγραφείς και ειδικότερα τον Leonardo Sciascia με το έργο του L’affaire Aldo Moro, με το οποίο πραγματοποίησε ολοκληρωμένο ρεπορτάζ αποκλειστικά επικεντρωμένο στο ιστορικό αυτό γεγονός που τροποποίησε το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό στις 9 Μαΐου του 1978.
Παρατηρεί κανείς ότι η συγγραφέας αμφιταλαντεύεται· καταβάλλει αξιόλογες προσπάθειες να συμμετέχει με τον δικό της τρόπο στα ιστορικά γεγονότα, κάνει έναν τεράστιο αγώνα να αναγνωριστεί η αξία της ως συγγραφέως, δεν δειλιάζει να συγκρουστεί με το κοινωνικό κατεστημένο και μάχεται για να κερδίσει μια θέση στον χώρο της λογοτεχνίας. Ωστόσο, η Ferrante διαισθάνεται ότι θα λογοκριθεί για τις μεταμοντέρνες αντιλήψεις της καθώς και για το είδος του έργου της, πράγμα το οποίο προκύπτει και από το φεμινιστικό περιεχόμενο ή και τον αιρετικό χαρακτήρα του έργου της. Αν το εξετάσει κανείς με μια πιο συντηρητική ματιά, δεδομένου ότι σε ορισμένα σημεία υπάρχει έντονα το στοιχείο της σύγκρουσης με την καθολική εκκλησία, άρα η διαρκής σύγκρουσή της με το θρησκευτικό συναίσθημα. Οι αναζητήσεις της σχετικά με το γυναικείο φύλο δημιουργούν μια δική της σχολή σκέψης που, κατά τη γνώμη μου, παρά το ελαφρύ περιεχόμενο σε συνδυσμό με τα ηθογραφικά στοιχεία, πιστεύω ακράδαντα μετά από ενδελεχή έρευνα πάνω στο θέμα ότι βοηθά τον αναγνώστη να εμβαθύνει στα ουσιώδη στοιχεία παραμερίζοντας τα δευτερεύοντα, τα οποία έχουν και αυτά τον ρόλο τους στην αφήγηση, και να διαμορφώσει μια εμπεριστατωμένη άποψη για το πλαίσιο επώασης ιδεολογιών και ακραίων απόψεων που υποστήριξαν και τροφοδότησαν τη βίαιη συμπεριφορά είτε ατομικά είτε συλλογικά.
Σύμφωνα με την άποψη της Isabella Pinto, οι πρωταγωνιστές βιώνουν μια σειρά από εσωτερικές αλλαγές με την πάροδο των ετών, οι οποίες οφείλονται στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και στα στάδια μετάβασης της κοινωνίας. Στην περίπτωση όμως των δύο βασικών πρωταγωνιστριών, αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τη διάσταση στις απόψεις τους και τη σχέση τους με την πολιτική και με τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο το 1968-1976, θα αντιληφθεί ότι εντοπίζονται μεγάλες διαφορές ως προς την οπτική τους και τη μέθοδο αξιολόγησης των ιστορικών γεγονότων.
Μέσω της πρωταγωνίστριας, η συγγραφέας εισάγει με αριστοτεχνικό τρόπο τον αναγνώστη στο θέμα της ανήθικης εκμετάλλευσης και συστηματικής παρενόχλησης των εργατριών, μια κατάσταση που απεικονίζει τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι γυναίκες στα εργοστάσια της περιφέρειας της Νάπολης. Οφείλω να επισημάνω ότι η συγγραφέας επιστρέφει με έμμεσο τρόπο στο θέμα της περιγραφής της μικροαστικής κοινωνίας της Νάπολης, τον τόπο του εγκλήματος, καθώς, προκειμένου να τοποθετήσει και πάλι στο επίκεντρο της περιγραφής της τη Νάπολη, παρεμβάλλει ορισμένα επεισόδια, τα οποία εισάγουν τον αναγνώστη στο ζήτημα της κακοποίησης. Από τις επιθέσεις που έχουν δεχθεί οι πρωταγωνίστριες στο πρώτο (Η υπέροχη φίλη μου) και στο δεύτερο μέρος (Το νέο όνομα) της Τετραλογίας από τον Donato Sarratore και τον Stefano Caracci όπως και από τους εκπροσώπους της Camorra, την οικογένεια Solara, προκύπτουν κάποιες θεματικές συγκρίσεις σε σχέση με το περιστατικό κακοποίησης της δεύτερης πρωταγωνίστριας Lila, την επίθεση και την κακοποίηση που δέχεται η Nadia από το φασιστικό κίνημα και το επεισόδιο με τη συγγραφέα και τον κριτικό.
Στο έργο Αυτοί μου φεύγουν κι αυτοί που μένουν ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα επεισόδιο, όπου η Lila, θέλοντας να απαλλαγεί από αυτή την κακοποιητική συμπεριφορά των ανδρών, απευθύνεται στον ιδιοκτήτη του εργοστασίου Bruno Soccavo με σκοπό να διαμαρτυρηθεί για την παρενόχληση που δέχθηκε στο δωμάτιο με τα αλλαντικά από έναν υπάλληλο, στον χώρο όπου κατεξοχήν οι γυναίκες δέχονται αυτές τις επιθέσεις. Φυσικά, μέσω αυτού του περιστατικού η πρόθεσή της ήταν να καταγγείλει δημόσια την ανάρμοστη συμπεριφορά των ανδρών απέναντι στις εργαζόμενες γυναίκες, καθώς είναι ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο που απειλεί την ηθική και σωματική ακεραιότητά τους και θα έπρεπε να γνωστοποιηθεί. Τα πράγματα όμως πήραν διαφορετική τροπή όταν η πρωταγωνίστρια συνειδητοποίησε πως οι προθέσεις του εργοστασιάρχη δεν διέφεραν σε τίποτα από αυτές των υπολοίπων ανδρών του περιβάλλοντος στο οποίο η ίδια κινείτο.
Αξίζει όμως ο αναγνώστης να έρθει και στη θέση του συντρόφου της πρωταγωνίστριας και του αγωνιστή και εκπροσώπου των κομμουνιστών Pasquale, οι οποίοι ναι μεν αντιδρούν σε αυτή τη λογική βίας στο εργοστάσιο, αλλά έχουν αφενός μια δυσκολία να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή την πραγματικότητα αγγίζει ένα τόσο οικείο τους πρόσωπο και αφετέρου, με πρόφαση αυτό το περιστατικό, ξεκινούν μια πολιτική διαμάχη, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του Soccavo.
Επομένως, σ’ αυτό το σημείο η συγγραφέας, μέσω της σωματικής επίθεσης, την οποία χρησιμοποιεί ως μοτίβο με σκοπό να προσεγγίσει κάτι πολύ πιο ουσιώδες λόγω της εκμετάλλευσης που δέχεται η πρωταγωνίστρια, καταδεικνύει μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, όχι αποκλειστικά την επικρατούσα αντίληψη των ανδρών περί κυριαρχίας στο γυναικείο σώμα και στην ψυχή, καθώς όλο αυτό υποδηλώνει τη βίαιη εισβολή των καμοριστών στο ναπολιτάνικο έδαφος και στην ιταλική νοοτροπία, γεγονός που υπερτονίζει την εξέλιξη του τρόπου συμπεριφοράς των εκπροσώπων της μαφίας. Δηλαδή, με το πέρασμα των ετών, στην περίπτωση της Τετραλογίας, στο romanzo di formazione (μυθιστόρημα διαμόρφωσης), παρατηρεί κανείς τις εσωτερικές αλλαγές καθώς και τις εξωτερικές. Υπάρχει μάλιστα έντονος προβληματισμός για τις αλλαγές που επιδέχεται το σώμα από κάθε είδους παραμόρφωση, όπως η εγκυμοσύνη, η οποία όπως έχει αποδειχθεί και σε προηγούμενη έρευνα αποτελεί και αυτή μια μεταφορά για την επέκταση και την κυριαρχία τους στην κοινωνία της Νάπολης. Ας μην ξεχνάμε ότι στην αφήγηση της Ferrante η γυναίκα και το σώμα της χρησιμοποιούνται ως μεταφορά, που έχει στόχο να παρουσιάσει τις μεταβάσεις στις οποίες υπόκεινται οι κεντρικοί ήρωες από την παιδική ηλικία μέχρι το γήρας.
Άρα, το φαινόμενο της βίας είναι ένας κύκλος και τα γεγονότα ή οι επιλογές του παρελθόντος έχουν συνέπειες στο σήμερα των πρωταγωνιστών, αυτός δε ο κύκλος θα κλείσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που άνοιξε, με φόρο αίματος.
αναζητήστε την τετραλογια της Νάπολης της Έλενας Φεράντε εδώ