Μαίρη Σιδηρά
Μίκα, μην είσαι αφελής. Θυμάται τον παππού της να την αφυπνίζει. Δηλαδή; Τι αφελής. Όπως ήθελε να την παίρνουν στα σοβαρά έπαιρνε κι αυτή στα σοβαρά τους άλλους. Και τώρα, απόγευμα Νοεμβρίου, τώρα που ο ήλιος κάνει τα δικά του και στραβοχύνεται σε ένα ακατάληπτο ηλιοβασίλεμα, 45 χρονών και μόνη, περπατά σε μια προβλήτα τσιμεντωμένη από το βάρος τόσων ανεκπλήρωτων ονείρων. Κι αυτή η ίδια η προβλήτα είχε άλλα όνειρα για έναν αιώνα πάνω κάτω, με φάρο πέτρινο, καφενεδάκι στις παρυφές του, βάρκες για βαρκαρόλες, ανεπαίσθητα αγγίγματα και φλογερά φιλιά -δεν αποθεώθηκε τυχαία η Καζαμπλάνκα, και με μεγάλα πλοία που έφευγαν γι’ αλλού, γεμάτα ανθρώπους κι εμπορεύματα, αναλόγως των εποχών, της ιστορικής, ειδάλλως, συγκυρίας.
Η προβλήτα απορροφά τους κραδασμούς, ακόμη και τα πολλά τελευταία χρόνια που δε διαθέτει ευαίσθητο υλικό, ακόμη και τώρα αντιδρά στις μαραμένες ελπίδες, τις, κάποτε μεγάλες, κουρασμένες προσδοκίες, στα λογής αδιέξοδα, θα πω, μάλιστα, με φόβο μεγαλοστομίας, στην απουσία θλίψης μιας απελπισμένης γενιάς ενηλίκων. Γιατί… αλίμονο. Υπάρχουν και οι νέοι και οι μετανάστες που –πράγμα αλλόκοτο- μες στο ζενίθ της απελπισίας τους ονειρεύονται. Γι’ αυτές τις κατηγορίες περιπατητών της τσιμεντένιας προβλήτας, ο Βασίλης Λαδάς, συγγραφέας της πόλης, έχοντας δραπετεύσει δια της γραφίδος του από τα όριά της, αναφέρει πως «όπως κοιτούσαν οι μετανάστες τον μόλο, τη θάλασσα, τη Βαράσοβα απέναντι και την Παλιοβούνα, έβλεπες τα ίδια όνειρα στο βλέμμα τους με αυτά που είχαν κάποτε οι συνομήλικοί μου έφηβοι που κοιτούσαν και αυτοί τη θάλασσα από τον μόλο, τα βουνά απέναντι, τα καράβια που φεύγουν. Έβλεπες τον ίδιο χρωματισμό στα μάτια τους. Τον ίδιο κυματισμό»…[1]
Ωστόσο, η Μίκα περιμένει την αφηγήτριά της που χαζεύει σε ξένα λημέρια και σκέφτεται κι αυτή πως η προβλήτα αναπάντεχα ασχημίζει και ίσως κάτι να γίνεται, μιας και δεν εξηγείται πώς η αδιάφορη τσιμεντοκάλλια απλωσιά της σα να πάσχει –τι λες Μίκα;- και σα να ρυτιδώνεται, σαν απαίσιο δερματολογικό νόσημα που όμως το υπερκάμπτει την επομένη. Κάθεται σε μια δέστρα και στηλώνει τα μάτια της δυτικά, μάλλον το Κρυονέρι είναι… υποθέτει, σφίγγει προς τα μέσα τα χείλη κι αρχίζει να μηρυκάζει αναστεναγμούς και τινάγματα, αστείους υπόκωφους λυγμούς, με το πρόσωπο τεντωμένο, τα χείλη ρουφηγμένα, δερκομένη, ως άλλος Οδυσσέας, το Κρυονέρι, λες και το ’χε τάμα να μην ανακουφιστεί με ένα γερό κλάμα ή λες και ντρεπόταν τον αόρατο που κρυβόταν στα σύννεφα.
Κάποια στιγμή άρχισε να χαλαρώνει τους μυς της κι έπιασε να τρίβει το μέτωπο και τους κροτάφους της για να μετριάσει έναν πονοκέφαλο στεφάνι που τη βασάνιζε. Κρύωσα απ’ την πολλή απαγοήτευση, σκέφτηκε και της ήρθε να γελάσει μέχρι δακρύων. Ώστε είναι αντιερωτικός ο λόγος της. Μία δύο τρεις, δε χωρά αμφιβολία…
Μπλαβίζει γρήγορα και το δειλινό ξεψυχά. Δηλαδή, όταν συζήταγαν χρόνια ολόκληρα κι υπήρχε τέτοια ηδονή στο παιχνίδισμα της λεκτικής επαφής κι ήταν η πληροφορία σαν άχραντα των αχράντων κι όταν…, τι… όχι; Αυτός δεν απολάμβανε; Ποιος λόγος, βρε Μίκα; Η ανασφάλεια αποκοιμάται με τον λόγο, αποφάνθηκε κι ένιωσε πώς απάντησε σ’ ένα αγωνιώδες ερώτημα. Για να μη φανεί, συνέχισε, ωσάν Πυθία σε βαθιά έκσταση, να μη φανεί πως φοβάμαι, προτάσσω τον λόγο. Είναι σύνορα ο λόγος…
Θυμήθηκε εκείνη τη μεγάλη της αγάπη που ορεγόταν τον λόγο. Έπεφταν οι λέξεις σαν παιχνιδιάρικη ραδιοφωνική εκπομπή, με ζωντανεμένες τις αισθήσεις, λόγος χάδι, με το χνούδι της τέχνης, με τη θεωρία γελαστή, δώρο πνεύματος κι αρχή αγκαλιάς –Μίκα, συγκεντρώσουου, με τα μικροσυμβάντα της μέρας τρυφερή σπονδή στην επικοινωνία, όλα ένα. Ναι, ο λόγος τότε είχε σώμα, κέντριζε το σώμα, το προετοίμαζε όπως η Θεία Λειτουργία την κορυφαία στιγμή της, ήταν απόστολος και ευαγγέλιο και πάτερ ημών… Σταμάτα, επιτέλους. Δεν είσαι ευέλικτη. Ο Πέτρος και κουλτούρα έχει και καλό παιδί είναι. Τον πάγωσες, τον χάλασες με τόση θεωρία, πριν καλά καλά τα βρείτε.
Πριν καλά καλά τα βρουν… Αυτό είναι που μαυρίζει τώρα τη Μίκα, ότι τίποτα δεν έχει διάρκεια, ένα δύο ραντεβού και μετά στο τίποτα και πάλι. Χωρίς εξήγηση… Βρε, Μίκα, αναρωτήθηκε, τι να εξηγήσει ο χριστιανός, είχατε μήπως κάτι που θραύτηκε, που χάλασε;… Η ψυχή μου, ψέλλισε… Οι απογοητεύσεις, μικρές – μεγάλες, τη χάλασαν.
Έκανε να περάσει τις γραμμές του τρένου για να επιστρέψει στο σπίτι της, μα κοντοστάθηκε. Όχι στο σπίτι. Όλα, σα να πέφτουν εκεί, σα να σέρνονται. Όχι. Θα πιει μια μπύρα στον Μόλο, βλέποντας τη νύχτα. Παίρνει τη στροφή απ’ τη δυτική πλευρά της προβλήτας. Το παρακείμενο, σύριζα της παραλιακής, λούνα παρκ είχε αρχίσει να χτυπά ανυπόφορα άσματα για τη Μίκα, ευτυχώς η απόσταση αδρανοποιούσε την αίσθηση. Σαν κάστρο στην έρημο μοιάζει, πέρασε απ’ το μυαλό της κι αμέσως λογόκρινε την παρομοίωση ως κοινότυπη και μετά λογόκρινε την τάση της για λογοκρισία και μετά προσπάθησε να συγκεντρωθεί στη θάλασσα και στον ουρανό, γιατί, το νιωθε, θα την ξαναπιάσει πονοκέφαλος, ας μπει επιτέλους φρένο σ’ αυτό το μηχάνημα, είπε σχετικά δυνατά, χτυπώντας το κεφάλι της. Μια παρέα εφήβων που χαλάρωνε συζητώντας χαμηλόφωνα σε κεντρικό παγκάκι της προβλήτας την κοίταξε κι η Μίκα, πιάνοντάς τους με την περιφερειακή όραση, τους κοίταξε αλαφιασμένη κι αυτή. Δάγκωσε τα χείλη της ντροπιασμένη κι επιτάχυνε μέχρι το μεγάλο βόρειο καφέ που όριζε και το τέλος της πλατιάς ατσούμπαλης προβλήτας. Θα σε μαζέψουν, σκέφτηκε, κι άρχισε περπατώντας γοργά να τρίβει με το αριστερό της χέρι τον αυχένα της, εκεί που το στεφάνι πόνου είχε ήδη ξαναμαζευτεί.
Θα κάτσει μπροστά, έξω από τοιχία και τέντες. Να βλέπει τον κυματοθραύστη με τα πουλιά, τη θέα, τέλος πάντων. Σήκωσε τον γιακά απ’ το μπουφάν της και κάθισε κεντρικά, με τα χέρια στις τσέπες και τα μάτια στην επικράτεια της νύχτας. Ο θόλος θολός, χαμογέλασε που το σκέφτηκε, με τ’ άστρα βουλωμένα, κάτι σαν ποτισμένο βαμβάκι πάνωθέ τους περιόριζε τη λάμψη τους. Τα φώτα του κυματοθραύστη διέχυαν μια κιτρινοκαφέ μαρμαρυγή, υποβάλλοντας τη μελαγχολία τους στα πέριξ. Τα πουλιά ακίνητα, συμπλήρωναν με τις μαύρες σιλουέτες τους το κινηματογραφικό πλάνο. Επ, Μίκα, άκουσε απ’ τα δεξιά της.
Ήταν ο Φώτης όρθιος με τα χέρια στις τσέπες και το γιακά του μπουφάν του σηκωμένο, κοίτα να δεις, την ίδια στάση έχουμε σκέφτηκε αστραπιαία η Μίκα, σπεύδοντας να τον χαιρετήσει. Γεια σου, Φώτη, βολτίτσα; Να, περπατάμε και λιγάκι, απάντησε ο άνδρας. Κάτσε αν θες, πρότεινε η Μίκα, βλέποντάς τον να κοντοστέκεται. Ναι, ας κάτσω λίγο, έχουμε καιρό να τα πούμε. Παράγγειλες; Όχι ακόμη, πριν λίγο κατέφθασα κι εγώ, ίσως δε μ’ έχουν δει, αποκρίθηκε η Μίκα στρεφόμενη πίσω, μήπως και δει κάποιον από τα φωτισμένα έγκατα του μαγαζιού. Τι κάνεις, με τι ασχολείσαι, Μίκα; Σχολείο και λίγο διάβασμα… Ξέρεις… Τα ίδια. Μίκα, καιρό τώρα θέλω να σε ρωτήσω… Πώς συνδυάζεις τη Χημεία με τη λογοτεχνία; Κάτσε, Φώτη μου, σε λίγο θα σου πω ό,τι θες, να ξεμπερδέψουμε όμως με την παραγγελία, απάντησε η κοπέλα, ακούγοντας ήχο βημάτων από το αγόρι του μαγαζιού που ερχόταν.
Η Μίκα ανέκαθεν βαριόταν τον Φώτη. Η καθαρότητα των ερωτήσεών του, η πληθωρικότητα των μονολόγων του την ξενέρωναν. Τον συμπαθούσε, όμως, καλό παιδί, σκεφτόταν και μετά ένα κύμα ανίας άφηνε ημιτελές το πορτρέτο του. Η κουβέντα άναψε με αμοιβαίους μονολόγους, προϊόντα εκατέρωθεν ευθέων ερωτήσεων. Και παρά τη βραδύτητα της εναλλαγής του λόγου, ο Φώτης σταδιακά έδειχνε πιο παρατηρητικός, επεμβαίνοντας στην «ανάλυση» της Μίκας. Πέρα από τη Χημεία και τη λογοτεχνική γραφή, Μίκα, επανήλθε κάποια στιγμή στο αρχικό ερώτημα, όσον αφορά στο κεφάλαιο, κατάλαβες…, το ερωτικό, πώς τα συνδέεις; Ζεις μόνη σου, έτσι δεν είναι; Κι έμεινε η Μίκα να τον κοιτά με μισάνοιχτο στόμα, αλαφιασμένη από την αμεσότητά του, γιατί, άραγε, μήπως δυσκολεύεται ο ίδιος, σκέφτηκε κι επιδοκίμασε εαυτόν σαρδόνια. Αυτό είναι. Είναι σε σχέση κι ακούει παράπονα για τη σπανιότητα των συναντήσεων… Δεν πρόκειται, πάντως, να τον φωτίσει. Ούτε θέλει ούτε μπορεί. Λοιπόν, άρχισε αργά αναστενάζοντας, σφίγγοντας προς τα μέσα τα χείλη και γουρλώνοντας τα μάτια, συνήθεια που ο αναγνώστης ήδη γνωρίζει. Λοιπόν… Κι άρχισε να κουνά αργά το κεφάλι της, σε ρυθμό αρμόζων σε τύμπανο τριών τετάρτων, κι όλα έδειχναν πως κρατά μέσα το μέσα της, δε θέλει, δεν μπορεί να το βγάλει. Καλά, Μίκα, μην ταράζεσαι, είπε πιάνοντας την σφιγμένη δεξιά της παλάμη ο Φώτης. Κι αυτό το άγγιγμα ήταν ο συναγερμός να ξεσπάσει η επιμελημένα αποσιωπημένη λύπη της, μια λύπη λιμναία και βαθιά, που μετά την παρέλευση τετάρτου ώθησε τον έμφοβο για την κατάσταση της γυναίκας Φώτη, να πει απελπισμένα «Μωρ’ Μίκα, κλαις και πολύ». Η γυναίκα τον κοίταξε ξεδιπλώνοντας σε ρυθμό τέλους καταιγίδας κάποια τελευταία αναφιλητά. Κι άρχισε να γελά.
Κι είναι καιρός τώρα που είναι ζευγάρι οι δυο τους κι ευχαριστιούνται τις βόλτες τους σε μια «ροδοζαχαρένια» τσιμεντένια προβλήτα και παθιάζονται με τις αναλύσεις τους και την αλιεία ομορφιάς στην οποία επιδίδονται. Όσο για τη λιμναία λύπη της Μίκας, έχει αποξηραθεί, ως έναν βαθμό.
[1] Βασίλης Λαδάς, Η Πόλη και ο Μύθος, Πάτρα, Εκδόσεις ΔΕΠΑΠ Δήμου Πατρέων 20012, σ.37.