Κριτήρια για την κινηματογραφική κριτική (του Θόδωρου Σούμα)

0
179

 

του Θόδωρου Σούμα

Το δημοσιογραφικό κινηματογραφικό ρεπορτάζ που γράφεται περίπου όπως το κοινωνικό, καλλιτεχνικό ή πολιτικό ρεπορτάζ, δεν αντιμετωπίζει το φιλμ ως αισθητικό/σημασιολογικό σύνολο, ένα αφηγηματικά διαρθρωμένο και σηματοδοτημένο, οπτικοακουστικό έργο, αλλά παραθέτει χωρίς κόπο και σε λίγο χαρτί, μερικές πρόχειρες σκέψεις, συχνά χωρίς σεβασμό προς αυτόν που δούλεψε πολλές εργατώρες για να φτιάξει το φίλμ. Χρησιμοποιούνται τυποποιημένες εκφράσεις και συχνά δημιουργούνται κουτάκια μέσα στα οποία κατατάσσονται και διαμελίζονται οι ταινίες: “δροσιά”, “φρεσκάδα”, “υπέροχη μουσική”, “θαυμάσιες ερμηνείες” του τάδε και της τάδε ηθοποιού, “έχει ατμόσφαιρα”, “υπέροχη φωτογραφία”, και τα τοιαύτα. Κι αντιθέτως, κλισαρισμένες αρνητικές διαβεβαιώσεις του τύπου «μέτριες ερμηνείες», «χωρίς δραματουργική κορύφωση», «έλλειψη ρυθμού» και άλλες συνθηματικές, ελαχιστοποιημένες διατυπώσεις και διαπιστώσεις. Με αυτό τον τρόπο ακόμα κι οι έπαινοι έχαναν και χάνουν το νόημά τους. Αυτό το ρεπορτάζ βρίθει τηλεγραφικών «κριτικών» απλουστεύσεων και μομφών εναντίον αυτού που δεν εντάσσεται στους παραδοσιακούς κινηματογραφικούς κώδικες. Ο συγκεκριμένος λόγος αποστρέφεται το παράδοξο, το ανησυχητικά παράξενο και τις φιλμικές αισθητικές ιδιαιτερότητες. Προσφεύγει ασταμάτητα στις αναγωγές σε άλλες ταινίες, γιατί δεν κάνει τον κόπο να σκεφτεί το ίδιο το φιλμικό αντικείμενό του. Χρησιμοποιεί, με επιπόλαιο τρόπο, μεθοδολογίες που δεν κατέχει.

Η στρατηγική του είναι η άρνηση των αισθητικών καινοτομιών κι η λατρεία των εντυπωσιακών εμπορικών παραγωγών. Ο δημοσιογραφικός κινηματογραφικός λόγος αρέσκεται στο να ξοδεύεται σε αφορισμούς ή αντιστρόφως σε διθυράμβους. Αυτό το μη αποδεικτικό, το αποφθεγματικό κι απλουστευτικό στυλ γραφής θρέφεται από μία σχέση ταύτισης που τροφοδοτεί και συντηρεί τον μη δημιουργικό κριτικό. Πρόκειται για τις ταυτίσεις του με τους μεγάλους δημιουργούς ή με όσους αποφασίζει να βαπτίσει έτσι, κάπως αυθαίρετα, προκειμένου να μορφοποιήσει κι επιβεβαιώσει τον εαυτό του ως κριτικό, προκειμένου να τον κάνει αναγνωρίσιμο ως τέτοιον.

Οι διθύραμβοι κι οι αφορισμοί αποτελούν τη διαφορετική πλευρά της ίδιας στάσης, της ίδιας νοοτροπίας και έχουν τα ίδια αίτια. Πρόκειται για την απλουστευτική αναπαραγωγή του σταρ σίστεμ και του εμπορικού κινηματογράφου ως βιομηχανίας. Τις επεξεργασμένες και δημιουργικές κριτικές υποκαθιστούν εν μέρει οι σχολικές βαθμολογήσεις,  τα αστεράκια.

Η κινηματογραφική κριτική είχε, μεταπολιτευτικά, στη διάθεσή της στον τύπο ένα μικρό και λειψό χώρο για να παραχθεί, στις σοβαρές εφημερίδες, σε ορισμένα, σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά, στα κινηματογραφικά και πολιτιστικά έντυπα. Στην Ελλάδα υπήρχαν περίπου μια ντουζίνα καλοί κριτικοί. Υπήρχαν και υπάρχουν κι αρκετοί που στην ουσία ήταν και είναι δημοσιογράφοι, οι οποίοι έγραφαν και γράφουν για το σινεμά, κάλυπταν ορισμένες ταινίες και αυτό μερικές φορές περνιόταν για κριτική. Το ονομάζω “δημοσιογραφική κριτική”. Η όαση παλιά ήταν οι κριτικές ορισμένων κινηματογραφικών περιοδικών (Σύγχρονος Κινηματογράφος, Οθόνη, Κινηματογραφικά Τετράδια, Σινεμά, κ.α.)· κατόπιν, λογοτεχνικών-φιλολογικών περιοδικών (Δένδρο, Νέα Εστία, Λέξη, κ.α.) και εφημερίδων (Το Βήμα, Ελευθεροτυπία, Αυγή, Έθνος, κ.α.) που έδιναν προσοχή και σημασία στον κινηματογράφο, ή ελάχιστων περιοδικών ποικίλης ύλης για την τρέχουσα, προσφερόμενη κουλτούρα, όπως το Αθηνόραμα, το Τέταρτο, κ.α..

Θεωρώ πως κινηματογραφική κριτική είναι να μορφοποιείς έναν αυθύπαρκτο λόγο, με δική του οντότητα και δυναμική, έναν λόγο περί τέχνης και κινηματογράφου, ο οποίος αποτελεί αυτός καθαυτός αυτόφωτη έκφραση είτε γράφοντας αναλύσεις, είτε μελέτες, είτε κριτική του φιλμ. Η κριτική κινηματογράφου είναι η εργασία ενός τεχνοκρίτη ο οποίος κρίνει ή αναλύει το φιλμ ως αισθητικό-νοηματικό σύνολο, δημιουργώντας κάτι αυτόνομο, χωρίς εκ παραλλήλου να χάνει την επαφή με το ίδιο το έργο. Η ισορροπία αυτή είναι λεπτή μα αναγκαία. Η κριτική πρέπει να διατηρεί τη σχέση με το φιλμικό αντικείμενό της, ενώ παράλληλα γενικεύει και διευρύνει τους ορίζοντες του αναγνώστη προς μια ευρύτερη εποπτεία. Δεν μπορεί να περιορίζεται στην επιπόλαιη παρουσίαση. Αντίθετα εμβαθύνει στην ταινία, προσπαθεί να ανακαλύψει τις σημασίες της, να διερευνήσει τις μορφές και την αισθητική της, να την τοποθετήσει στο γενικότερο πλαίσιο στο οποίο αυτή ανήκει, κινηματογραφικά, αισθητικά, ιδεολογικοφιλοσοφικά. Ο ρόλος της κριτικής είναι να φωτίσει τις διαφορετικές πλευρές του έργου τέχνης, να αναδείξει και να αναλύσει τις ιδιαιτερότητές του, να αποκαλύψει την τροχιά που διαγράφει ανάμεσα στα άλλα φιλμ, ανάμεσα στα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης και σκέψης, θεωρίας ή ιδεολογίας. Τέλος να παροτρύνει τους δημιουργούς να κατανοήσουν ορισμένες πλευρές του έργου τους.

Η κριτική πραγματοποιεί διάλογο με το φίλμ. Προσεγγίζει την κινηματογραφική γλώσσα του. Προτείνει ορισμένες αναγνώσεις της κινηματογραφικής γραφής, των σημασιών και του ύφους, των στυλιστικών επιλογών της ταινίας. Διερευνά το φιλμικό κείμενο, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή τη διάσταση της απόλαυσής του. Να αποκαλύψει τα μυστικά του και να διατηρήσει τη φρεσκάδα και την παρθενικότητα στο βλέμμα του κριτικού ως θεατού. Δεν περιορίζεται σε ρητορικά σχήματα και βαθμολογήσεις. Βεβαίως μια ασήμαντη ταινία δεν δίνει και πολλά ερεθίσματα, δεν δίνει το έναυσμα για ολοκληρωμένη κριτική. Οι κριτικοί κινηματογράφου είναι υποχρεωμένοι να ασχοληθούν και με τις κακές ταινίες. Στην πραγματικότητα, το μοντέλο της συνοπτικής, δημοσιογραφικής παρουσίασης ταιριάζει μόνο σ’ αυτές τις μέτριες ταινίες.

Ο επιδέξιος κριτικός οφείλει να εκμεταλλεύεται τα περιθώρια που του δίνονται. Για να γράψει καλά, σ’ ένα αξιοπρεπές έντυπο που του παρέχει ορισμένες ελευθερίες, χρειάζεται να διαθέτει πνευματική καλλιέργεια και κινηματογραφικές γνώσεις. Η γενική κουλτούρα είναι πολυτιμότερη απ’ τις εξειδικευμένες γνώσεις και τις πληροφορίες. Είναι σημαντικότερο, ο κριτικός να έχει γνώσεις  και καλλιεργημένες ευαισθησίες  γύρω από το μυθιστόρημα και τη ζωγραφική, που είναι συγγενείς προς το σινεμά τέχνες, παρά να γνωρίζει στην εντέλεια λεπτομέρειες περί τεχνικής ή το παγκόσμιο πανόραμα  των ταινιών και των κινηματογραφικών συντελεστών. Χρειάζεται δηλαδή η σφαιρική κουλτούρα, η γενική εποπτεία των τεχνών και των ρευμάτων σκέψης, η φιλοσοφία της τέχνης.

Ακόμη, οι επιστημονικές και αισθητικές μέθοδοι και αναλύσεις αναδεικνύουν την ουσία και την αξία των έργων, έχω διαβάσει αρκετές τέτοιες αναλύσεις για φιλμ, π.χ. σημειολογικές και στρουχτουραλιστικές, σε κείμενα των R.Bellour, N.Burch, Τ.Kuntzel, κ.α., που εξακολουθώ να τις θεωρώ λειτουργικές, χρησιμότατες και πολύ ουσιαστικές. Βέβαια καλό είναι να συνοδεύονται και από ιδεολογικοφιλοσοφική προσέγγιση κι ανάλυση της ουσίας, του περιεχομένου των σημαινομένων της ταινίας. Θεωρώ πως πρέπει να προσπαθούμε να συνδυάσουμε τα εργαλεία που γνωρίζουμε και διαθέτουμε, από τις γνώσεις μας για τη ζωγραφική, τη φιλοσοφία και την κινηματογραφική αισθητική έως μεθόδους όπως ο στρουκτουραλισμός, η ψυχανάλυση κι η αφηγηματολογία, όλα φιλτραρισμένα μέσα από το δικό μας αισθητικό γούστο, τις δικές μας μορφολογικές κι αισθητικονοηματικές κινηματογραφικές προτιμήσεις.

Σημείωνα παλιότερα πως κανονικά θα έπρεπε να γράφουμε για τα έργα τέχνης παραμερίζοντας λιγάκι την προσωπική πολιτική ιδεολογία μας, διότι αρκετές φορές ένα έργο, μια ταινία είναι καλή παρά την ιδεολογία της που τυχαίνει να μην είναι και τόσο βαθυστόχαστη, προοδευτική ή θεμελιωμένη.

Ο Γκεόργκι Λούκατς μας έχει εξηγήσει την ποιότητα, την αντιπροσωπευτικότητα και τον ρεαλισμό των πεζογραφημάτων του Μπαλζάκ, πως θεμελιώνονται στις λεπτομέρειες των περιγραφών της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, στην ευρωστία και στην πειστικότητα της μυθοπλασίας που αφηγείται και στη στενή σχέση της με την κοινωνική πραγματικότητα, με την αντιπροσωπευτικότητα των χαρακτήρων και των κοινωνικών ρόλων τους και με την περιγραφή του οικονομικοπολιτικού χώρου, του μπαγκράουντ του και της κοινωνικής διαστρωμάτωσής του που περιγράφει. Ο Γκ. Λούκατς παρατηρεί πως στο ρεαλιστικό έργο συγκλίνουν και συναντιούνται όλα τα καθοριστικά στοιχεία μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, τα οποία είναι ουσιώδη από ανθρώπινη και κοινωνική σκοπιά. Όλο αυτό το ψηφιδωτό των μελετών των ηθών, των σκηνών της ιδιωτικής ζωής, των σκηνών της ζωής στην επαρχία, των σκηνών της παρισινής ζωής, των σκηνών της πολιτικής και της οικονομικής ζωής, των σκηνών της ζωής στην επαρχία, των ηθικοφιλοσοφικών και αναλυτικών μελετών του, των σκηνών της καθημερινής ζωής, της ηθικής, ερωτικής και επαγγελματικής ζωής στα αστικά κέντρα και στην επαρχία, συνθέτει τη ρεαλιστική ανθρώπινη κωμωδία, δηλαδή τα πεζογραφήματα που συναποτελούνται από το παζλ των παραπάνω στοιχείων και δεδομένων, με μια ρεαλιστική ματιά στους ανθρώπους και στα κοινωνικά σύνολα, στις συνήθειες και στις πράξεις τους, τις ατομικές και τις συλλογικές, μέσα στις ανωτέρω οικονομικοκοινωνικές δομές. Ο ρεαλισμός είναι το βλέμμα που απλώνεται αμερόληπτο, που φανερώνει τις αλήθειες και συνθέτει το όλον και τα μέρη του, τα οποία μπορούμε να ερευνήσουμε με προσοχή. Οι αμερόληπτες περιγραφές του Μπαλζάκ εκτυλίσσονται χωρίς να καθορίζονται πολύ από την προσωπική, φιλομοναρχική, συντηρητική ιδεολογία του, το μάτι του είναι αντικειμενικό και δεν επηρεάζεται απόλυτα από τις ιδέες του.

Όταν κρίνουμε ή απλά παρατηρούμε, όταν εισπράττουμε ένα έργο τέχνης, η πρόσληψη αυτή σίγουρα διαθλάται μέσα από κάποιο φίλτρο που είναι η κοσμοθεώρησή μας. Η προβληματική κριτική στάση συνίσταται στο ότι αυτό το φίλτρο μας ισοπεδώνει και συνθλίβει το καλλιτεχνικό έργο που έχουμε απέναντί μας και κρίνουμε… Η κοσμοθεώρησή μας, που λειτουργεί ως φίλτρο, δεν πρέπει να μας δεσμεύει.

Στην πραγματικότητα, ένα ανώτερο έργο τέχνης ξεπερνά, με την αισθητική του ολοκλήρωση, την ιδεολογία ή κοσμοθεωρία που φέρει, είναι σπουδαίο και πέρα από αυτήν, χάρη στην αισθητική του αρμονία, ολοκλήρωση και συνεκτικότητα, η οποία συνδέει και δένει επιτυχώς τις ιδέες του με τη φόρμα, δηλ. με τις μορφές του.
Δεν πρέπει βέβαια να είσαι χριστιανός για να εκτιμήσεις τη μεγαλοσύνη του φιλμ του Μπρεσόν, Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, ούτε κομμουνιστής για να αγαπήσεις τον Οκτώβρη και το Θωρηκτό Ποτέμκιν, του Αϊζενστάιν, ή τα δυναμικά και λυρικά φιλμ του Ντονσκόι· ούτε αστός και φίλος του αμερικάνικου καπιταλισμού για να αγαπάς το κλασικό, αφηγηματικό-μυθοπλαστικό χολυγουντιανό σινεμά… Γενικά, ο κριτικός οφείλει να αποφεύγει τη μεροληπτική ή δογματική πρόσδεσή του σε μια ορισμένη ιδεολογία ή ιδεολογικοπολιτική αντίληψη, να παραμένει ανοιχτός στα καινούργια πνευματικά και κοινωνικά ερεθίσματα και ανοιχτόμυαλος κι ελαστικός στις απόψεις του και να τους αποδίδει ένα εύρος. Το έργο τέχνης, ως αισθητικό μόρφωμα, έχει μια σχετική (αισθητική) αυτονομία έναντι της κοινωνίας και των κοινωνικών συνθηκών, αν και επηρεάζεται βέβαια από αυτές (βλ. ιδέες της σχολής της σκέψης του Τέοντορ Αντόρνο).

Στην ουσία, η αισθητική αξία (ή απαξία) ενός έργου τέχνης, ενός φιλμ, σχετίζεται αναπόδραστα με τις σημασίες, τα νοήματα, τη θεώρηση και κοσμοθεώρηση, τη φιλοσοφία του έργου, επειδή η αισθητική περιλαμβάνει και τις μορφές αλλά και την οργάνωση των σημασιών· και τη μορφή των σημαινόντων και των σημαινομένων, μα και το περιεχόμενο των σημαινόντων και των σημαινομένων (Κριστιάν Μετς). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιδεολογία, η φιλοσοφία, η πολιτική ιδεολογία και η ηθική θεώρηση ενός έργου σχετίζονται έμμεσα με τη δυναμική, την προοπτική, την αξία ενός καλλιτεχνικού έργου. Μια ιδεολογικοφιλοσοφική θεώρηση ανοιχτόμυαλη, ουμανιστική, κριτική, ανοιχτή και δυναμική, δηλαδή με ανοιχτούς ορίζοντες και ευρύτητα πνεύματος και αναζήτησης, μπορεί πιθανά να ενεργοποιήσει ακόμη περισσότερο την αισθητική δυναμική ενός έργου, την αισθητική αξία του στυλ και του μορφικού ύφους του, να το ανεβάσει σε ένα συνθετότερο και ανώτερο – από σημασιολογική, νοηματική άποψη – επίπεδο. Πρέπει δηλαδή να κρίνουμε τα έργα τέχνης αποσυνδεμένοι από μια στενή, σχηματικά και στενά ιδεολογικοπολιτική κριτική του έργου, ώστε να εκτιμήσουμε την αισθητική αρτιότητά του, μα σε ένα δεύτερο επίπεδο, σε μια δεύτερη φάση, οφείλουμε να πάρουμε υπ’όψη μας και να επανεκτιμήσουμε την ιδεολογικοφιλοσοφική του διάσταση και δυναμική. Το καλλιτεχνικό έργο και το φιλμ, είναι σε τελική ανάλυση σχετικά αυτόνομο από το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο γεννιέται, αν και προσδιορίζεται έντονα, καθοριστικά, από αυτό.

Νομίζω πάντως πως από την ερμηνευτική κριτική, από την ανάγνωση των αφηγηματικών, νοηματικών και αισθητικών δομών ενός έργου, συνάγεται ποιο έργο είναι αξιόλογο κι αξιοπρόσεχτο και ποιο όχι, συνάγεται δηλαδή και η αξιολογική κριτική του. Εδώ το ερώτημα που προκύπτει για εμάς τους κριτικούς είναι τι συμβαίνει αν η όσφρησή σου δεν είναι καλή ή αν επειδή το έργο δεν ταιριάζει με την κοσμοθεώρησή σου, δεν εκτιμάς, κατά συνέπεια, τη δική του.

Να αναφέρω επίσης την έγκαιρη αποενοχοποίηση της εμπορικότητας του φιλμ, βασικά λόγω της παλαιόθεν ύπαρξης του κλασικού αμερικάνικου, χολυγουντιανού κινηματογράφου που έχαιρε δικαιολογημένης εκτίμησης, εμπορικότητα που βαθμιαία εντάσσεται στη στόχευση των ποιοτικών σκηνοθετών, παραγωγών και σεναριογράφων, καθώς και στο (μεταβαλλόμενο) σκεπτικό των κριτικών που φτάνει ως την αποδοχή της ως θεμιτού κι εύλογου παράγοντα, στόχου και συνιστώσας (μέσω της «νομιμοποίησής» της στη συλλογιστική των κριτικών και θεωρητικών του σινεμά).

Ο ρόλος της κριτικής δεν είναι να αναμασά αυτά που βλέπει κι ο τελευταίος θεατής. Δεν είναι να χρησιμοποιεί μηχανικά το ίδιο λεξιλόγιο ή να επαναλαμβάνει -ανεξαρτήτως των ταινιών- τις ίδιες προκατασκευασμένες απόψεις, τα ίδια ιδεολογικοπολιτικά ιδεολογήματα και τις ίδιες πάντα πολιτικές πίστεις και πεποιθήσεις.

Να προσθέσω πως νομίζω  πως η κριτική/βιντεοδοκίμιο έχει πολύ μέλλον. Το βιντεοδοκίμιο-κριτική ανάλυση διαμέσου του ίδιου του οπτικοακουστικού μέσου είναι πιο συμβατή με το ίντερνετ, μέσω του οποίου διακινούνται εδώ και πολύ καιρό πλέον οι πληροφορίες και τα κριτικά σχόλια. Ίσως, μάλλον, η κριτική του μέλλοντος να γίνεται διαμέσου ενός οπτικοακουστικού «κειμένου» – μέσου, και λιγότερο με σκέτο γραπτό κείμενο, αναρτημένου στα sites για τα φιλμ, δίπλα σε αυτά ή ξεχωριστά.

Βεβαίως, σήμερα ο κυριότερος ποιοτικός χώρος της κινηματογραφικής κριτικής βρίσκεται στο διαδίκτυο, ιδίως με τη μορφή των ειδικευμένων sites. Τα κινηματογραφικά sites flix, cinemagazine, cinephilia, my film, cinepivates, κ.α., τα sites των περιοδικών πολιτιστικής επικαιρότητας (athinorama, Lifo, AthensVoice, κ.α.) καθώς και τα λογοτεχνικά sites (bookpress, οαναγνωστης, κ.α.), είναι αυτά που περιέχουν συνήθως καλές κινηματογραφικές κριτικές.

 

 

Προηγούμενο άρθροΑ. Τσέχωφ: «Τρεις αδελφές», P. Bourgeade «Le passeport»: όταν το πασίγνωστο και το άγνωστο γοητεύουν (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΠοίηση σε τζαζ ρυθμούς (του Γιώργου Δρίτσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ