της Όλγας Σελλά
Τις αναζητούμε και τις αποζητούμε, ακόμα και στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής ενασχόλησης: τις εκπλήξεις. Τις ευχάριστες εκπλήξεις, να διευκρινίζουμε. Και ευτυχώς τις συναντούμε στο θέατρο. Όχι συχνά-πυκνά, αλλά τις συναντούμε. Και έκπληξη μπορεί να είναι, πιο εύκολα, κάτι ολοκαίνουργο και άγνωστο, αλλά είναι ακριβή έκπληξη, η απόλαυση που μπορεί να χαρίσει ένα έργο πασίγνωστο, αγαπημένο, που έχει ανεβεί πολλές φορές στη σκηνή, και που ακόμα κι ένας μέσος θεατής έχει δει πάνω από μία φορά. Οι «Τρεις αδελφές» του Άντον Τσέχωφ είναι ένα έργο που ανήκει ασφαλώς στην κατηγορία των πασίγνωστων έργων, που διεκδικούν, σε κάθε παράστασή τους, να μας εκπλήξουν ξανά. Αυτή τη φορά το σκηνοθέτησε, για το Εθνικό Θέατρο, η Μαρία Μαγκανάρη και κατάφερε μ’ αυτή την παράσταση να κινητοποιήσει και να ικανοποιήσει και τα συναισθήματα και τη σκέψη. Στην κατηγορία των άγνωστων εκπλήξεων, ανήκει το έργο ενός άγνωστου εν πολλοίς Γάλλου συγγραφέα: το «Le Passeport» του Pierre Bourgeade, που σκηνοθέτησε στον δραστήριο υπόγειο θεατρικό χώρο του φούρνου «μαμά, ψωμί» στο Κουκάκι, η Ραλλού Μιχαλοπούλου.
Κατά μια περίεργη σύμπτωση και τα δύο έργα, παρότι απέχουν χρονικά μεταξύ τους ως προς το χρόνο γραφής τους, διαδραματίζονται στη Ρωσία, στην ίδια περίπου χρονική περίοδο. Τέλος 19ου-αρχές 20ού αιώνα.
Οι «Τρεις αδελφές» και η «δαιμονισμένη λαχτάρα» για ζωή
Το προτελευταίο του θεατρικό έργο, οι «Τρεις αδελφές», ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας το 1901, τρία μόλις χρόνια πριν από το θάνατο του δημιουργού του, του Άντον Τσέχωφ, το 1904. Και είναι ένα έργο που περιέχει όλα όσα νιώθει και σκέπτεται ένας άνθρωπος που γνωρίζει ότι το τέλος της ζωής του δεν θ’ αργήσει. Μια ανασκόπηση προσωπική αλλά και πνευματική, από την πλευρά ενός καλλιεργημένου και ανήσυχου ανθρώπου. Το μοτίβο του δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα σπουδαία έργα του μεγάλου αυτού συγγραφέα: μια οικογενειακή σάγκα, κάπου στην αχανή ρωσική επαρχία, τελματωμένη καθημερινότητα, ματαιωμένες προσδοκίες, ρημαγμένοι έρωτες, αναγκαστικές συνυπάρξεις, συμβιβασμοί. Μόνο που στις «Τρεις αδελφές» ο σχολιασμός όλων αυτών είναι πιο άμεσος, πιο ευθύς, όπως και οι σκέψεις για το χρόνο: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Οι δύο βουβές φιγούρες που κινούνται στο χώρο, ένας άντρας που κρατάει φωτογραφική και μια γυναίκα που μιλάει στο τηλέφωνο, είναι εικόνες από το μέλλον (του καιρού του). Αλλά και η έγνοια για την παρακαταθήκη του σήμερα στο αύριο είναι ισχυρή σ’ αυτό το έργο, περισσότερο ως προσωπική έγνοια του συγγραφέα.
Η Μαρία Μαγκανάρη, στην τρίτη φορά που παρουσιάζεται αυτό το υπέροχο έργο στο Εθνικό Θέατρο -η πρώτη ήταν το 1951 σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και η δεύτερη το 1982 σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη- είχε στη διάθεσή της έναν όχι βολικό σκηνικό χώρο, την Πλάγια Σκηνή, που έχει χρησιμοποιηθεί ελάχιστες φορές στο Εθνικό Θέατρο. Κι όμως, σ’ αυτόν τον δεύτερο Τσέχωφ με τον οποίο καταπιάνεται (μετά τον ξεχωριστό «Θείο Βάνια» της) κατάφερε να φωτίσει την ψίχα αυτού του πολυεπίπεδου και διαρκώς επίκαιρου έργου, με μικρά σκηνικά αντικείμενα (όπως εκείνο το κόκκινο τηλέφωνο-κερματοδέκτης) και με την όψη της παράστασής της (εκείνο το τεράστιο στρογγυλό πατάρι στη μέση της σκηνής, που γινόταν μετά και το τραπέζι, η εστία της οικογένειας). Και είχε ενώσει με χιούμορ και ευστροφία το χθες και το σήμερα, και με εκείνο το τραγουδάκι-μοτίβο που είχε μόνο έναν στίχο -«Τι σημασία έχει πια;»- που επαναλαμβανόταν άλλοτε σαν χορωδία, άλλοτε σαν ψαλμωδία, άλλοτε σαν πρόζα, και υπογράμμιζε πότε το αδιέξοδο, πότε τον συμβιβασμό, πότε τη ρουτίνα, πότε την ανία, πότε την αδιαφορία.
Κάποιοι σ’ αυτό το έργο αναζητούν απεγνωσμένα τη ζωή, το καινούργιο, την ελπίδα, ονειρεύονται το νέο, το διαφορετικό -όπως η μικρή αδελφή η Ιρίνα (Νάνσυ Σιδέρη) ή ο Τούζενμπαχ (Νικόλας Ντούρος). Κάποιοι άλλοι ζουν ήδη μια ζωή που μισούν, όπως η μεσαία αδελφή, η Μάσα (Μαρία Σκουλά) ή ο αδελφός της ο Αντρέι (Αινείας Τσαμάτης) ή ο Βερσίνιν (Γιωργής Τσαμπουράκης) και είτε αναζητούν την ανατροπή με κάθε κόστος είτε αποδέχονται τη φυλακή τους. Και κάποιοι άλλοι έχουν αποδεχθεί το ρόλο και τις ευθύνες τους, καταπίνουν μοναχικά τις ακυρώσεις των ονείρων τους και μαθαίνουν ν’ αγαπούν και να ζουν με ό,τι τους έφερε η μοίρα –όπως η μεγάλη αδελφή, η Όλγα (Αμαλία Καβάλη) ή ο σύζυγος της Μάσα, ο Κουλίγκιν (Θανάσης Δήμου). Κάποια από τα πρόσωπα, με τη στάση τους και τις αξίες τους, συμβολίζουν το παρελθόν, αυτό που φεύγει. Κάποιοι άλλοι, είναι το πικρό (και διαρκώς επίκαιρο) σχόλιο του Τσέχωφ για το ήθος, την καλλιέργεια και την αισθητική της εποχής που έρχεται. Μια εποχή που εντοπίζετια στο πρόσωπο της Νατάσα, συζύγου του Αντρέι (Μαρία Γεωργιάδου, σε διπλή διανομή με την Ελίνα Ρίζου), μιας λαϊκής κοπέλας που άλλαξε ύφος, χαρακτήρα και συμπεριφορά μετά το γάμο της. «Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορείτε να συντρίψετε την ακαλλιέργητη μάζα που μας περιβάλλει» λέει σε μια στιγμή ο Τσέχωφ, μέσω ενός ήρωα. Υπάρχει και σ’ αυτό το έργο ένας γιατρός, ο στοργικός και θυμόσοφος Τσεμπουτίκιν (Ανδρέας Νάτσιος), υπάρχει κι εδώ ένας αυτοκαταστροφικός, εριστικός αλλά πονεμένος άνθρωπος, όπως ο Σολιόνι (Δημήτρης Δρόσος), και φυσικά υπάρχουν τα «δοκάρια» αυτού του μικρού σύμπαντος που φτιάχνει ο Τσέχωφ, σαν μικρογραφία του μεγάλου, που είναι οι άνθρωποι που δουλεύουν αδιάκοπα, που δεν θα αλλάξει ποτέ η ζωή τους και συνήθως δεν βαρυγκομούν, όπως οι άνθρωποι που υπηρετούν τους υπόλοιπους, η Ανφίσα (Ανδριάνα Χαλκίδη) και ο Φεντότικ (Τρύφωνας Ζάχαρης).
Η Μαρία Μαγκανάρη έδειξε όλες τις ανταύγειες των συναισθημάτων που διακατέχουν τους ήρωες αυτού του έργου με κάθε παράμετρο της παράστασής της: με τα ελάχιστα, αλλά τόσο εύγλωττα σκηνικά, με τα φαινομενικά απλά αλλά τόσο συμβολικά κοστούμια της Παύλου Θανόπουλου, με την κίνηση, με τα φώτα, με τη μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού, με τη μετάφραση, φυσικά, των Γιώργου Δεπάστα και Αλέξανδρου Ίσαρη. Και οπωσδήποτε με τον τρόπο που οι ηθοποιοί της παράστασης ζωντάνεψαν τους ήρωες αυτού του έργου, τους ακυρωμένους, τους ματαιωμένους, τους συγκαταβατικούς, τους ηττημένους, τους τόσο οικείους και γνώριμους. Ξεχωρίζω λίγο παραπάνω τους Μαρία Σκουλά, Θανάση Δήμου, Ανδρέα Νάτσιο, τον Αινεία Τσαμάτη, Νάνσυ Σιδέρη.
Για τους επαγγελματίες θεατές δεν είναι ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη η συγκίνηση σε μια παράσταση. Σ’ αυτές τις «Τρεις αδελφές», η Μαρία Μαγκανάρη κινητοποίησε και τη σκέψη και το συναίσθημα.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Γιώργος Π. Δεπάστας & Αλέξανδρος Ίσαρης, Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη, Σύμβουλος δραματουργίας: Σοφία Ευτυχιάδου, Σκηνικά: Φιλάνθη Μπουγάτσου, Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος, Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός, Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου, Φωτισμοί: Μαρία Γοζαδίνου, Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά, Βοηθός σκηνοθέτριας: Ελένη Παππά, Βοηθός σκηνογράφου: Νατάσσα Λέκκου, Βοηθός ενδυματολόγου: Αντωνία Μιχαλιού, Β Βοηθός σκηνοθέτριας: Υακίνθη Βουλέλη
Παίζουν (αλφαβητικά): Μαρία Γεωργιάδου, Αντώνης Γκρίτσης, Θανάσης Δήμου, Δημήτρης Δρόσος, Τρύφωνας Ζάχαρης, Αμαλία Καβάλη, Ανδρέας Νάτσιος, Νικόλας Ντούρος, Ελίνα Ρίζου, Νάνσυ Σιδέρη, Μαρία Σκουλά, Θάλεια Συκιώτη, Αινείας Τσαμάτης, Γιωργής Τσαμπουράκης, Ανδριάνα Χαλκίδη
Φωτογραφίες: Μαρία Τούλτσα
Εθνικό Θέατρο, κτίριο Τσίλερ, (Αγίου Κωνσταντίνου 22), Πλάγια Σκηνή
Τετάρτη και Κυριακή στις 9μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 6μ.μ.
«Le Passeport», ένα μπιζουδάκι
Χρειάστηκε να ξαναδιαβάσω το όνομα του συγγραφέα μετά το τέλος της παράστασης. Γιατί μπορεί το έργο να έχει γαλλικό τίτλο «Le passeport», η ιστορία και το ύφος του όμως παρέπεμπε ευθέως σε Ρώσο κλασικό. Κι όμως συγγραφέας του είναι Γάλλος, ο Pierre Bourgeade (1927-2009) ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα, παρότι θεωρείται από τους πιο σημαντικούς Γάλλους διανοούμενους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Μόνο ένα μυθιστόρημά του έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα («Η κυριαρχία των βιβλίων» εκδόσεις Χατζηνικολή, 1996), παρότι το έργο του ήταν πολυσχιδές και τεράστιο. Έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, κριτικές, δοκίμια, μέχρι και ταινίες.
Η ανήσυχη και ακάματη Ραλλού Μιχαλοπούλου, το ανακάλυψε, το σκηνοθέτησε και το παρουσίασε εκεί στο υπόγειο του φούρνου «μαμά, ψωμί» στο Κουκάκι, που στεγάζει τις θεατρικές της «λιχουδιές» και είχε παρουσιάσει το προηγούμενο διάστημα δύο άγνωστα μονόπρακτα του Τενεσί Ουίλιαμς.
Ο Pierre Bourgeade μας μεταφέρει στα ρωσοπολωνικά σύνορα στο μακρινό 1896, στην τσαρική Ρωσία. Σ’ ένα μικρό χωριό της περιοχής αυτής, η Ναταλία (Έλενα Αρβανίτη) περιμένει εδώ και 25 χρόνια (τόσο αργά κυλούν οι χρόνοι στις δημόσιες υπηρεσίες) να παραλάβει το διαβατήριό της για να περάσει στην Πολωνία και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της κοντά στην οικογένεια της αδελφής της. Θα πρέπει να το παραλάβει από το γραφείο του συνοριακού σταθμού, όπου υπηρετεί, ως μόνος υπάλληλος, ο Φεντόρ (Νίκος Ποριώτης), ο νεανικός και ανεκπλήρωτος έρωτας της Ναταλίας. Ο Φεντόρ είναι η χαρακτηριστική περίπτωση του άκρως τυπολάτρη δημοσίου υπαλλήλου, που δεν θέλει να ξεφύγει ούτε χιλιοστό από τους κανονισμούς και τις οδηγίες. Δηλαδή, περιμένει να της το παραδώσει ακριβώς μόλις το ρολόι δείξει μια συγκεκριμένη ώρα. Ούτε δευτερόλεπτο νωρίτερα ή αργότερα. Κι από εκείνο το σημείο και μετά όλα μπερδεύονται: η τυπολατρία, η απόλυτη τήρηση των κανόνων που καταστρατηγεί τη στοιχειώδη κατανόηση και ευελιξία, αλλά και τα απωθημένα της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης σκέψης, με τα αδιέξοδα και τα ταμπού που διέκοψαν και μπλόκαραν διαδρομές ανθρώπινες.
Ένα θεατρικό σε μέγεθος διηγήματος, του οποίου τις πτυχές και τους χυμούς ανέδειξε θαυμάσια (και πάλι) η Ραλλού Μιχαλοπούλου. Και το χιούμορ, και το σασπένς και τη σκληρότητα της εκδίκησης που δίνει την τελική αναπάντεχη λύση. Η ίδια φρόντισε και τον μικρό σκηνικό χώρο της λιλιπούτειας θεατρικής αίθουσας που μαζί με τους ήχους και τους φωτισμούς ανέδειξαν αισθαντικά αυτή την ιστορία που μοιάζει παλιά, αλλά είναι διαρκής. Η Έλενα Αρβανίτη είχε την αισθαντικότητα, την παιδικότητα, την αφέλεια και τη σκληρότητα που απαιτούσε ο ρόλος και ο Νίκος Ποριώτης απέδωσε με χιούμορ και σαρκασμό τον εγκλωβισμένο ψυχισμό του Φεντόρ. Μια ακόμη ευχάριστη και απολαυστική έκπληξη από έναν μικρό θεατρικό χώρο.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία, σκηνογραφία, επιμέλεια μουσικής και κίνησης: Ραλλού Μιχαλοπούλου, Μετάφραση: Λουίζα Μητσάκου, Ενδυματολογία: Μάρκελλος Πολυδώρου, Φωτισμοί: Ιωάννα Αθανασίου, Τάσος Παλαιορούτας, Βοηθός σκηνογράφου: Νεκταρία Αλειφεροπούλου, Φροντιστήριο, Ζωγραφική στον τοίχο: Kjaersty Aandahl, Τεχνική επεξεργασία μουσικής: Γιώργος Στεφανακίδης, Ηχογραφημένο στιγμιότυπο: Γιώργος Γκάτζιος, Ηχογραφημένο ρώσικο τραγουδάκι: Σοφία Γκελασβίλη-Τροΐζου, Τεχνικός ήχου και φωτισμού: Άθως Γκάτζιος, Φωτογραφίες: Eric Giovon, Σχεδιασμός αφίσας: Ευάγγελος Κασσαβέτης.
Θέατρο ΜΑΣ, στον κάτω χώρο του «μαμά, ψωί» (Αναστασίου Ζίννη 8-10, Κουκάκι).
Παρασκευή και Σάββατο στις 9μ.μ., Κυριακή στις 8μ.μ.