της Έφης Κατσουρού
Το μέγεθος της ποιητικής παραγωγής στην ελληνική εκδοτική πραγματικότητα αναμφίβολα είναι αντιστρόφως ανάλογο προς το κοινό που την επιλέγει. Σε βαθμό τέτοιο, που τριγυρνώντας στα βιβλιοπωλεία και θωρώντας τα ράφια της ποίησης να στέκουν συχνά ανέγγιχτα και αδρανή για ώρες νοιώθει κανείς ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή προτιμά να γράφει παρά να διαβάζει ποίηση – σχήμα καθόλα οξύμωρο. Η ποιητική παιδεία του μέσου Έλληνα αναγνώστη, εκείνου που ξεπερνά τα όρια της πεζογραφίας και στρέφει το βλέμμα του στην ποίηση, σταματά στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά και μόνο λίγο ίσως αγγίζει κάποια μεμονωμένα δείγματα γραφής της γενιάς του 70. Συχνά αναρωτιέμαι αν το πλήθος των τίτλων που εκδίδονται προάγει τον ποιητικό λόγο ή αποτελεί μία νέα τάξη ιδιότυπης φίμωσης, υπό την έννοια ότι όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, πελαγοδρομούμε μέσα στις αχανείς εκτάσεις του σύγχρονου ποιητικού τοπίου. Μήπως οι εκδοτικοί οίκοι (κάποιοι το πράττουν) θα έπρεπε να εξασφαλίσουν στους νεώτερους ποιητές μία λιγότερο πυκνοκατοικημένη περιοχή κατοίκησης ώστε να οικοδομήσουν μία πραγματική κοινότητα;
Τα τέσσερα βιβλία που ακολουθούν αποτελούν δείγματα γραφής ποιητών των νεώτερων γενεών από την εκδοτική παραγωγή του 2024, οι οποίοι, σίγουρα, δεν γράφουνε μόνο ποίηση αλλά πρωταρχικά υπάρχουν ως αναγνώστες της.
Νίκος Σκούτας, Floral, Κέδρος, 2024
Ο Νίκος Σκούτας μετρά στο ιστορικό του έξι συλλογές ποιημάτων και δύο μυθιστορήματα. Το Floral αποτελεί την έβδομη ποιητική συλλογή του σε εύρος μίας εικοσαετίας περίπου. Πρόκειται για μία σειρά σύντομων άτιτλων ποιημάτων, ακαριαίων εικόνων του καθημερινού. Το ποιητικό υποκείμενο περιθάλπει με την γραφή του κάθε τι το μεταχειρισμένο, αίσθημα, αίσθηση, πρόσωπο, μνήμη, αντικείμενο. Αν φοράς / εκείνο το floral φόρεμα / με τις λεπτές τιράντες, // άφησέ με / να κόψω δυο / βιολέτες, γράφει και αλλού, Ψάξε λίγο στα ρούχα σου / να με μυρίσεις. // Θα σου το πουν / τα αρώματα που έβαζες, / αν τα ρωτήσεις. // Έτσι που κάναμε, // φυλάκισαν μέσα τους / κι εμένα. Η μνήμη του έχει υλική υπόσταση και τα αντικείμενα-πυκνωτές που ενεργοποιούν τις αισθήσεις αποτελούν τον αφηγηματικό/ενοποιητικό άξονα της συλλογής. Ο στίχος του χαρακτηρίζεται από την απλότητα και την οικονομία των λέξεων, από μία γεωμετρημένη αφαίρεση, όπου το πλεονάζον αίσθημα, η προστιθέμενη αξία κάθε φθαρτής στιγμής της καθημερινότητας, αποτελούν ένα φορτίο που κοχλάζει έτοιμο να εκραγεί. Σε μία έκρηξη όμως ιδιωτική, που δεν εκβιάζεται αλλά επαφίεται στο χώρο, το χρόνο και το αίσθημα του αναγνώστη. Το ποιητικό αποτύπωμα του floral οργανώνει ένα χώρο κατωφλιακό, όπου όλα μπορούν ή δεν μπορούν να συμβούν αν διέλθει κανείς το όριο, την πορώδη επιφάνεια μεταξύ συναισθήματος και κυνισμού, συγκίνησης και ειρωνείας, έναν ενδιάμεσο χώρο απολύτως απαραίτητο για την μετάβαση από τον πραγματικό χώρο του καθημερινού, τον πεζό και άμορφο συχνά, στον τόπο της κατάλυσης του καρτεσιανού συστήματος συντεταγμένων, εκεί όπου έρωτας, μνήμη, επιθυμία, παραίσθηση, φόβος ή ματαίωση, συγχωνεύονται και αλληλοεπιδρούν.
Με αυτά τα υλικά ο ποιητής οργανώνει την υπαρξιακή του αναζήτηση πάνω σε με μία ιδιότυπη ελαφρότητα, η οποία όχι μόνο δεν αφαιρεί αλλά προσδίδει δυναμική στον στίχο και τον στοχασμό του. Γαντζώνεται από τις υποσημειώσεις της ημέρας, από τα ασήμαντα (αντικείμενα ή συμβάντα) που εγκλωβίζουν μέσα τους την ποίηση αρκεί να συνδεθούν με ένα πρόσωπο, μία μνήμη, λίγη ή περισσότερη επιθυμία. Η ειρωνεία, ο αιφνιδιασμός, η ανατροπή κατευθύνουν τον στίχο χαράσσοντας μία καμπυλόγραμμη διαδρομή μεταξύ γέννησης και θανάτου με ενδιάμεσους σταθμούς τα πλατώματα του έρωτα . Όταν γεννιόμαστε, / δεν καταλαβαίνουμε / τίποτα. // Όταν πεθαίνουμε, / κατανοούμε / τα πάντα. // Ενδιαμέσως μας πλανά / ο έρως. // Είναι συμπαιγνία αυτό // των προγόνων και των απογόνων, / για να διαιωνίζεται η ποίηση, γράφει, και αλλού, Γενικά / είμαστε ήσυχα, // κατανοούμε καλύτερα / το χρόνο // σε τρεις κατηγορίες: / τον προ της ζωής, / τον μετά τον θάνατο // και τον εν τω έρωτι / άπειρον. Και όλα αυτά λαμβάνουν χώρα πάντοτε σε ένα τοπίο ανθόσπαρτο και ολίγο ακάνθινο στα σύνορα με τον κυνισμό του, που σκιαγραφεί τις προθέσεις και τις απολήξεις ενός υπερνεωτερικού ρομαντισμού: Γάμος ή κηδεία. // Διαφέρει / η ενδυμασία / των παρακολουθούντων / την τελετή, // η στάση του σώματος / των τιμωμένων, // η μελλοντική κατοικία, // το προσαρμοσμένο / ύφος των ιερέων // και η ψυχική διάθεση // των ανθέων. Ένα floral τοπίο που στα πλατώματα του έρωτα γίνεται συγκεκριμένο, δεν είναι το γενικό και αόριστο ανθόσπαρτο με τις μακρόπνοες συνδηλώσεις του, που η ταχύτητα του ίδιου του σύγχρονου βίου μοιάζει να το καταλύει, είναι πάντοτε το floral της φόρεμα, που λιγότερο ή περισσότερο φθαρτό, κατοικημένο, θα κρατά ες αεί τα αρώματα, σε μια ανεστραμμένη εκδοχή του ρομαντισμού και της αιωνιότητας των ερώτων: Κρεμασμένο / στα σύρματα / των χελιδονιών, // σε ένα αεράκι / ξέπνοο, / το floral φόρεμα. // Παγωμένα μανταλάκια / τα δάχτυλά μου / το κρατούν σφιχτά / από τις λεπτές τιράντες. // Είναι μούσκεμα, / στάζει ολόκληρο, // οι θηλές του / θροΐζουν.
Αργύρης Παλούκας, Θέλω το σώμα μου πίσω, Κριτική, 2024
Το Θέλω το σώμα μου πίσω, είχε πρωτοεκδοθεί το 2011 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και ξανακυκλοφόρησε στο 2024 από τις εκδόσεις Κριτική, πρόκειται για μία σύνθεση δεκαοκτώ άτιτλων ποιημάτων, όπου και εδώ ο στίχος στερεώνεται στο αίσθημα και το βίωμα της φθαρτότητας του καθημερινού χωροχρόνου. Αρθρώνοντας μία σειρά από συνδηλώσεις στους πρώτους στίχους των ποιημάτων του ο Παλούκας πλάθει τον παράλληλο ιδιωτικό του κόσμο: Ο κόσμος είναι σαν προαύλιο σχολείου, γράφει. Και αλλού: Η Κυριακή είν’ ένα φρούτο . Ή Για τους δικούς μου ανθρώπους / έχω φανταστεί, σχεδόν έχω φτιάξει / ένα τοπίο πλάι στην πραγματικότητα. Και Τι σακάκι κι αυτό. / Η μια του τσέπη γεμάτη λύπη. / Του κόσμου, δική μου – δεν έχει σημασία. Η αοριστία του κόσμου συγκεκριμενοποιείται στο ίδιο το σώμα του ποιητικού υποκειμένου και κατ’ επέκταση του ποιήματος. Το προσωπικό εγώ και το απρόσωπο ο άλλος μοιάζει να συγχωνεύονται στο σώμα του ποιητή και με δίαυλο την εμπειρική κατανόηση της ύπαρξης να πυκνώνουν το συλλογικό ασυνείδητο του πόθου, του φόβου, του βιώματος και της ματαίωσης σε αυτό. Η προσωπική μνήμη συχνά αποκηρύσσεται σε αντίθεση με τη συλλογική, η οποία δεν κατονομάζεται αλλά, υπονοείται και υποβάλλει το αίσθημα: Δεν θέλω ποτέ να ξαναπώ «θυμάμαι τότε που». / Ποτέ δεν θέλω να ξαναρωτήσω «Θυμάσαι τότε που;» / Το φέρετρο της μνήμης δεν το θέλω. / Θέλω τον λαιμό σου και τη ζέστη του.» γράφει ορίζοντας την παροντικότητα και όχι τη μνήμη ως πυκνωτή του αισθήματος. Ενώ αλλού διαβάζουμε, Ξημερώνει Δευτέρα / κι όλα μοιάζουν ανόητα. […] ή Είναι μια ψυχή, / πάντα είναι μια οποιαδήποτε ψυχή / που σκέφτεται την εκδρομή της από τη Νότια Γαλλία / ως τη Βαρκελώνη, πως ένιωθε υπέροχα […] και βλέπουμε τον ποιητή αφενός να εγκαλεί το συλλογικό αίσθημα για να ενεργοποιήσει δευτερογενείς συνδηλώσεις πάνω στις οποίες οικοδομεί τον προσωπικό του μύθο και αφετέρου να αποπροσωποποιεί την εμπειρία να της αποδίδει μία ασάφεια που την υψώνει στο χώρο του κοινόκτητου. Και αυτό αισθάνομαι ότι είναι και το βασικό ενοποιητικό στοιχείο, τόσο μυθοποιητικά όσο και μορφολογικά, στη συλλογή του Παλούκα, μία κοινοκτημοσύνη του σώματος-χώρου, που επαναληπτικά προφέρεται με ένα σαν, με μία παρομοίωση μεταχειρισμένη ή δυνητικά μεταχειρίσιμη από τον κάθε έναν διαφορετικό αναγνώστη : Η ιστορία και τα πρόσωπά της, / οι ευρεσιτεχνίες κι οι επαναστάσεις. / Η λύπη είναι σαν πεταμένο φαγητό / εδώ κι εκεί, φωνάξαμε / κι όλα τα πεινασμένα σκυλιά / που ακόμα να φανούν. / Τουλάχιστον ο πόθος ψήνεται σαν κρέας / με την τσίκνα και τα τραγούδια του. Μια συνθήκη επιστροφής στο σώμα που εσωκλείεται περιεκτικά στον παρακλητικό του τίτλο.
Ευσταθία Δήμου, Λευκό τοπίο, ενύπνιο, 2024
Το Λευκό τοπίο της Έφης Δήμου, ακροβατεί ανάμεσα στον ποιητικό λόγο και το διήγημα πολύ μικρής φόρμας. Περιλαμβάνει τριάντα δύο ακαριαίες αφηγήσεις, η έκταση και το περιεχόμενο των οποίων, τις κατατάσσουν περισσότερο στον χώρο του πεζοποιήματος παρά στην καθαρόαιμα αφηγηματική δομή ενός σύντομου διηγήματος. Στα κείμενα του βιβλίου συνομιλούν συγγραφείς, πρώην εραστές, διανοούμενοι με τη σκέψη τους, ποιητές με το ίδιο το ποίημά τους, μα περισσότερο από όλα ο άνθρωπος με τον ίδιο τον εαυτό του. Τα φυτά, οι βράχοι, οι δρόμοι, οι λέξεις αποκτούν σώμα και ψυχή, αποκτούν φωνή που μεταφέρεται μέσα από τις τριτοπρόσωπες θραυσματικές αφηγήσεις και δημιουργούν ρωγμές στην κοινοτοπία του καθημερινού. Ένα όπλο που εκπυρσοκροτεί, ένα ποτάμι που επιθυμεί να κοκαλώσει τη ροή του για να γίνει λίμνη, ένας δρόμος που αναποφάσιστος για τη διαδρομή του διαλέγει να γυρίσει πίσω, ορίζοντας έτσι την κίνηση όσων ακινητούν. Μικρές ανατροπές της συνήθειας, ξεβολέμματα και τραγικές ειρωνείες ορίζουν ένα σύμπαν παράλληλο, τόσο φανταστικό όσο και οριακά κατοικημένο στις ακραίες στιγμές της ύπαρξης: Μια λέξη είναι αυτό που δηλώνει και αυτό που δεν δηλώνει. Για παράδειγμα η λέξη «σ’ αγαπώ». Σημαίνει ταυτόχρονα την αγάπη και το μίσος. Ως αντώνυμα. Ενίοτε και ως συνώνυμα. Μικρές αιρετικές δηλώσεις, βεβαιότητες που αποκλίνουν της κοινής αντίληψης προφέρονται ελαφρά τη καρδία δημιουργώντας άλλοτε συζεύξεις και άλλοτε τομές. Κάθε μία από τις ιστορίες ή τους στοχασμούς, που πυκνώνονται στις λιγοστές αράδες των πεζοποιημάτων μοιάζει με ένα άβολο φωτογραφικό καρέ. Με μία σκηνή που πέρασε στην αθανασία ερήμην των πρωταγωνιστών της (έμψυχων ή άψυχων) που συνελήφθησαν στην πιο ιδιωτική, στην πιο μύχια ώρα τους από κάποιον πλανόδιο φωτογράφο.
Μέσα στο μωσαϊκό αυτό, το πολύ καλά δουλεμένο από άποψη γλωσσικής συνοχής και λεκτικής οικονομίας, η Δήμου στέκεται απέναντι στην μεταχειρισμένη εικόνα του καθημερινού βίου, στην υπαρξιακή αναζήτηση, στη συγχρονία και τη διαχρονία, τον φιλοσοφικό στοχασμό και κάποτε προχωρεί παράλληλα με όλα αυτά συλλέγοντας σπαράγματα χρόνου με τα οποία αναδιοργανώνει το χώρο της. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός υποθάλπουν το αίσθημα και το ειδικό του φορτίο αφήνοντας στον αναγνώστη την ελευθερία να καταδυθεί μέχρι το βάθος που η δική του ανάσα αντέχει, γιατί τελικά ο κάθε ένας από εμάς δεν είναι παρά: ένας μοναχικός περιηγητής χαμένος σε λευκό τοπίο, ακολουθεί τα μισοσβησμένα ίχνη κάποιου πάνω σε άγνωστο δρόμο. Δεν πρόκειται για πατημασιές αλλά για εκείνα τα στίγματα που αφήνουν πέφτοντας οι μαύρες πέτρες της φυγής. Γνωστά και ως λέξεις.
Θωμάς Κιάος, για το θάρρος, Ποταμός, 2024
Το για το θάρρος, 70+2 σονέτα, αποτελούν την τέταρτη ποιητική συλλογή του Κιάου και την πρώτη αμιγώς δουλεμένη με τη σφιχτή φόρμα του σονέτου, εκφραστική επιλογή που συνδηλεί την ανάγκη του ποιητή να πειραματιστεί μορφολογικά και εννοιολογικά με την έννοια του ορίου. Να δοκιμάσει να χωρέσει το αχανές τοπίο του παρόντος στο σχήμα και το ρυθμό του παρελθόντος. Η επιστροφή στην αυστηρή φόρμα του σονέτου στην περίπτωση του Κιάου αποτελεί μία επιλογή μεταμοντέρνων καταβολών, υπό την έννοια ότι ο ποιητής κρατά το κέλυφος της κατασκευής, τη μορφή και την οργάνωση που απαιτεί ένα είδος που άνθισε σε μία άλλη χωροχρονικότητα, αλλά θεματολογικά πατά και με τα δύο του πόδια στο παρόν, γεγονός που εκφράζεται και στο ποίημα «Revolutio»: Το τότε ήταν τότε. / Το σήμερα είναι σήμερα. / Κάθε φορά που ψάχνεις το πότε, / αναμοχλεύεις θηρία ανήμερα. // Καλημέρα· / είναι κανείς;/Ξαναρχίζεις κάθε μέρα / την αναζήτηση της στιγμής. // Το πότε, το πού, το πώς, / το τι έγινε εκεί και αν / το πώς τα πράγματα τελικά παν, / κρατάει μόνος ο ρυθμός. // Η επανάληψη, η στάση της ροής. / Η revolutatio, η περιστροφή αυτής. Ήδη, εν τη γενέσει της, η επιλογή αυτή της κίνησης μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο μορφικό σχήμα θέτει ως πυρήνα της συλλογής τον διάλογο παρόντος – παρελθόντος.
Οι τίτλοι των σονέτων του από μόνοι τους δημιουργούν ένα ενδιαφέρον ψηφιδωτό, αφού ξεκινούν από διαχρονικές φράσεις που διατρέχουν τη λογοτεχνία ανά τους αιώνες και ποιητικά κλισέ, αν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν έτσι, όπως, περί αγάπης, περί θυμού, περί χρόνου, περί λογοτεχνίας, περί έρωτος, αιώνιοι εραστές, ηλιοκαμένο βουλεβάρτο του Ιουνίου κ.α. οι οποίοι διαπλέκονται με ονόματα με πολύ σαφή αναφορά στη συγχρονία της γραφής όπως, περί χιούμορ, TV series, extra, bras de fer, ρομαντική κομεντί, κ.α. και ποιητικά σύμβολα, όπως ο καθρέφτης, που εμφανίζεται επαναληπτικά (οι σειρήνες του καθρέφτη, οι μαγικές ιδιότητες του καθρέφτη, μέσα στον καθρέφτη), και ομοίως ο γλάρος, ο λύκος, η Αργώ. Ο καθρέφτης μαζί με το δίπολο Χάρος-θάρρος, που εμφανίζεται με μία περιοδικότητα σε όλη τη διαδρομή της σύνθεσης, νοιώθω ότι αποτελούν για το ποιητικό υποκείμενο τους δύο βασικούς πυρήνες συγκρότησης του μύθου του. Ο καθρέφτης είναι το έξω όριο, ο κόσμος που διαρκώς αλλάζει και στην όψη του κατοπτρίζεται ψυχρό και αμέτοχο, είδωλο μίας πλασματικής εξωστρέφειας, η επιφάνεια έξω από το βάθος της ύπαρξης: Αυτή είναι η παγίδα· / κοιτιόμαστε στον καθρέφτη. / Το χέρι από το βλέμμα πέφτει / σε διαρκή αδράνεια, το είδα. […], γράφει στο «Οι σειρήνες του καθρέφτη» και στο «Οι μαγικές ιδιότητες του καθρέφτη» ακολούθως: Το πρώτο βλέμμα ανακουφίζει· / συχνά χαίρεται· /φορές διαρκεί και επαίρεται, / με το είδωλο που αντικρύζει. // Να βλέπεις εσένα, σου θυμίζει. / Θυμίζει ότι υπάρχεις. / Μα είναι «υπό» και «άρχεις», / όπως υπόκειται το υποκείμενο, που αρχίζει. // Είσαι από κάτω. / Η υπόσχεση ότι δεν έχεις μπαμπούλα, / αφήνει απλώς κενή τη θέση του μπαμπούλα. // Αν δεν προχωρήσεις παρακάτω, / γίνεσαι εσύ αργότερα εκείνο, / που στον καθρέφτη, τώρα, αποφεύγεις λίγο. Το δίπολο από την άλλη Χάρος – θάρρος, έρχεται να αντικαταστήσει κατά τρόπον το Χάρος – Έρως, που θεμελιώνει τον ποιητικό μύθο ιστορικά. Αποτελεί την πρόταση του Κιάου για τη νέα εποχή, όπου μάλλον ο έρωτας γίνεται συχνά αντιληπτός ως συνώνυμο του θάρρους, περισσότερο από κάθε προγενέστερη περίοδο: Κανείς δεν καταλάβαινε / πώς μένανε αγαπημένοι. / Οι άλλοι γύρω χάνανε / το αίσθημα, σαν μαγεμένοι. // Και, ενώ οι άλλοι χώριζαν, / εκείνοι μέναν ταιριασμένοι. / Οι άλλοι όλοι βαριόντουσαν, / μα εκείνοι, σαν σε μυστικό, ήτανε κρυμμένοι. // Πλησίασε και κείνους κάποτε ο Χάρος. / Μα, σαν τους είδε έφυγε. Το έχασε το θάρρος. / Εκείνοι ίσως κατάλαβαν, μα τίποτα δεν είπαν. // Μόνο κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Και ζήσαν. / Μπορεί και να αγαπιόντουσαν, που δεν το ξέρω πόσο. / Μα κι ν, ποτέ, το γνώριζα, δεν θα ‘λεγα ωστόσο.