από την Αλεξάνδρα Χαΐνη
«Δεν ξέρω πώς να γράψω ένα μυθιστόρημα. Δεν θα μπορούσα να σας πω πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα· κάθε φορά που ξεκινάω ένα είναι μια καινούργια περιπέτεια και μου αρέσει αυτό. Σπάνια έχω την παραμικρή αίσθηση της πλοκής όταν ξεκινάω να γράφω ένα βιβλίο.» Αυτά έλεγε το 2006 στο Seattle Weekly ο Αμερικανός συγγραφέας Tom Robbins.
Ο «μάστερ του Zen-punk», όπως τον χαρακτηρίζει το έντυπο, έφυγε χθες από τη ζωή στα 92 του, στο σπίτι του στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον. Κοντά του ήταν η οικογένειά του και τα αγαπημένα του κατοικίδια. «Ζήτησε να τον θυμούνται διαβάζοντας τα βιβλία του» έγραψε στο facebook η σύζυγός του Alexa.
Οι κριτικοί τοποθετούν τον Ρόμπινς δίπλα στον Carlos Castaneda, τον Richard Brautigan και τον Kurt Vonnegut, όσον αφορά την επιδραστικότητά του κατά την όψιμη περίοδο των χίπηδων, στο μεταίχμιο του τέλους του πολέμου στο Βιετνάμ και της ανόδου της Αμερικής του Ρόναλντ Ρήγκαν.
Ο Tom Robbins, υπήρξε μια σπάνια περίπτωση συγγραφέα, γράφουν χαρακτηριστικά, καθώς «κατάφερε να δημιουργήσει ένα κίνημα πιστών οπαδών και ταυτόχρονα τα βιβλία του να γίνουν μπεστ σέλερ».
Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του «ευλογημένο με τρελή σοφία». Μπορούσε να δεχτεί στα πάντα εκτός από το γεγονός ότι μεγάλωνε. Εξού και το περιοδικό People τον αποκάλεσε «αιώνιο παιδί των λουλουδιών και άγριο Πήτερ Παν των αμερικανικών γραμμάτων», ο οποίος «βουτάει τα κοτσιδάκια της ιστορίας σε παράξενο μελάνι και πιτσιλίζει τα γκράφιτί του πάνω στο πρόσωπο της σύγχρονης μυθοπλασίας».
Ο Tom Robbins γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 1932 στην πολιτεία της Βόρειας Καρολίνας αλλά μεγάλωσε στη Βιρτζίνια. Μετά το σχολείο μπήκε στην στρατιωτική ακαδημία Hargrave και την επόμενη χρονιά γράφτηκε στο πανεπιστήμιο Washington & Lee για να παρακολουθήσει μαθήματα δημοσιογραφίας, ωστόσο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του λόγω απρεπούς συμπεριφοράς. Το 1953, κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία, πέρασε έναν χρόνο ως μετεωρολόγος στην Κορέα και στη συνέχεια 2 χρόνια στη μονάδα Ειδικών Καιρικών Πληροφοριών της Στρατηγικής Αεροπορικής Διοίκησης στη Νεμπράσκα. Το 1957 και επέστρεψε στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, όπου μέσα από τις ποιητικές του αναγνώσεις στο Rhinoceros Coffee House εξασφάλισε μια θέση στην τοπική μποέμ σκηνή.
Το 1967, μετακόμισε στο Σάουθ Μπεντ στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον όπου έγραψε το πρώτο το μυθιστόρημα Another Roadside Attraction, το οποίο κυκλοφόρησε το 1971, για να εγκατασταθεί τελικά στο La Conner όπου και θα γράψει 9 βιβλία – από συνολικά 12 (8 μυθιστορήματα, 1 συλλογή διηγημάτων, κειμένων και δοκιμίων, 1 νουβέλα και 2 non-fiction – ανάμεσα στα οποία και το αυτοβιογραφικό «Θιβετιανή Ροδακινόπιτα: Η Αληθινή Αφήγηση μιας Ευφάνταστης Ζωής»).
Στα μυθιστορήματά του, ο Robbins συνέβαλε στην αποτύπωση του ανοιχτού πνεύματος της δεκαετίας του ’60, εν μέρει επειδή γνώριζε τόσο καλά τη ζωή. Είχε ο ίδιος δοκιμάσει ναρκωτικά, είχε κάνει οτοστόπ από τη μια άκρη της Αμερικής έως την άλλη, είχε ταξιδέψει από την Τανζανία μέχρι τα Ιμαλάια, είχε συναναστραφεί με φίλους και αγνώστους και επιβιώσει με τρόπους που κανείς δεν θα περίμενε. «Δεν στηρίχτηκε σε αφηγήσεις τρίτων για να αφήσει το στίγμα του, αλλά καταλάβαινε την εποχή από μέσα», έγραψαν τα αμερικάνικα media.
Ο Tom για τον Tom
«Τα πρώτα χρόνια μετά την εμφάνιση των δύο πρώτων βιβλίων μου, δεν είχα δώσει πολλές συνεντεύξεις ή δεν είχα επιτρέψει να κυκλοφορήσει η φωτογραφία μου – πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι ήμουν γυναίκα.»
«Το μυστήριο είναι μαγνήτης, οπότε κάθε καλοκαίρι είχα ουρές φοιτητών στο κατώφλι μου. Μόλις άρχισα τις αναγνώσεις και τις περιοδείες αυτό σταμάτησε: διατηρείς την προσωπική σου ζωή όταν βγαίνεις στο κοινό. Στην ουσία απομακρύνεις τη φωτιά από αυτό που πραγματικά είσαι. Σαν τον τύπο στα γουέστερν. Μπορούσε να βάλει το καπέλο του πάνω σε ένα μπαστούνι και όλοι οι κακοί να το πυροβολούν νομίζοντας ότι είναι ο ίδιος.»
«Η προσέγγισή μου στο γράψιμο είναι διαισθητική, όχι αναλυτική, γι’ αυτό και είναι δύσκολο να μιλήσω. Επειδή δεν είμαι συγγραφέας μιας συγκεκριμένης φόρμα, κάθε φορά που ξεκινάω ένα βιβλίο ξεκινάω από την αρχή.»
«Σπάνια έχω ακόμη και την πιο αόριστη αίσθηση της πλοκής όταν ξεκινάω ένα βιβλίο, αυτό με το οποίο συνήθως ξεκινάω είναι περίπου τρία πράγματα, τρία θέματα, έννοιες, ιδέες, που είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Λοιπόν, όλα σχετίζονται, αλλά δεν γνωρίζω τις σχέσεις, οι συνδέσεις δεν υπάρχουν στο μυαλό μου. Και μετά κάνω εικονική οντισιόν και εμφανίζονται ένας ή δύο χαρακτήρες, συχνά μια γυναίκα, και βάζω αυτόν τον χαρακτήρα σε μια σκηνή, και είναι σαν να τον βάζω σε μια μικρή βάρκα και να την σπρώχνω στο νερό, και μετά ακολουθώ αυτόν τον χαρακτήρα από αυτή τη σκηνή στην επόμενη, και πάει λέγοντας.»
«Δεν έχω διαβάσει οικειοθελώς καμία κριτική για κάποιο από τα βιβλία μου από το 1977. Όμως σε μια κριτική των New York Times διάβασα το εξής: “Ο Ρόμπινς πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να είναι αστείος ή σοβαρός”. Και θυμάμαι ότι σκέφτηκα: “Θα αποφασίσω όταν αποφασίσει κι ο Θεός”. Γιατί πώς είναι δυνατόν να διαβάζεις τις εφημερίδες κάθε μέρα ή να παρακολουθείς ειδήσεις στην τηλεόραση και να μην βλέπεις ότι ο κόσμος είναι ταυτόχρονα τραγικά σοβαρός και εξωφρενικά γελοίος;»
«Αν έχω μάθει κάτι στη ζωή μου, είναι ότι δεν υπάρχει σοφία χωρίς παιχνίδι. Το μόνο που έχουν κοινό οι αληθινά σοφοί δάσκαλοι που έχω γνωρίσει είναι ένα είδος παιδικότητας που φαίνεται να συμβαδίζει με τη φώτιση.»
«Τα βιβλία μου, παρ’ όλη την επιφανειακή τους χαλαρότητα, είναι στην πραγματικότητα πολύ, πολύ σφιχτά και γεμάτα παραπομπές και τα θέματα είναι περίπλοκα.»
«Οι δύο κύριες πηγές για τη γραφή μου, είναι αφενός το ενδιαφέρον μου για τις ασιατικές φιλοσοφίες απελευθέρωσης και, αφετέρου η ελληνική μυθολογία.»
«Αγαπώ τους αναγνώστες μου, μου φαίνονται ευέλικτοι και διασκεδαστικοί Αυτό δεν ήταν πάντα έτσι, ειδικά στη δεκαετία του ’80. Σήμερα όμως το κοινό μου είναι κατά 80% περίπου παιδιά, έφηφοι και εικοσάρηδες: η γενιά που μας λένε ότι δεν διαβάζει, οι χάκερ και οι τεμπέληδες. Και πιστεύω ότι είναι υπέροχοι, μου αρέσει να περνάω χρόνο μαζί τους· τα παιδιά είναι μια χαρά.»
Τα βιβλία του κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Αίολος