Η Αθήνα ως οδός Ασκληπιού (ή διαβάζοντας την Αθήνα ενώ την ξεφυλλίζουμε περπατώντας) του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου

2
1555

 

Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

Στα Τρίκαλα, τον τόπο της καταγωγής μου, είχα την τύχη να προλάβω την οδό Ασκληπιού, κεντρικό άξονα της καλοσχεδιασμένης πόλης, από τη σιδερένια περίτεχνη γέφυρα του ποταμού Ληθαίου, ως τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Από τα χρόνια του Μεσοπολέμου ακόμα, μπορεί και πιο πριν, ο δρόμος αυτός, κάθε μέρα, από το απόγευμα ως το άλλο πρωΐ, έκλεινε για την κυκλοφορία των οχημάτων και παραδινόταν στους πεζούς. Όπως πρόλαβα τον πατέρα μου να το κάνει, και όπως το πρόλαβα ως μαθητής πρώτα και ως φοιτητής μετά- όταν επέστρεφα στην πόλη-, ο δρόμος εκείνες τις ώρες γέμιζε από ανθρώπους που είχαν τελειώσει από τις δουλειές τους ή έκαναν διάλειμμα από τις υποχρεώσεις τους, και για λίγο, πριν επιστρέψουν στο σπίτι να κλείσουν την ημέρα τους, έκαναν τη βόλτα τους εκεί, μόνοι ή με μια μικρή παρέα, σταματώντας κάθε τόσο για να κουβεντιάσουν με κάποιον ή να ανταποκριθούν στα σχεδόν τυχαία συναπαντήματα, χαιρετώντας με  τα μάτια, με ένα νεύμα ή λίγες λέξεις.

Οι άνθρωποι μετείχαν σ’αυτή τη δημόσια τελετουργία, έχοντας βγάλει τις πανοπλίες και τις περικεφαλαίες τις απαραίτητες στον πόλεμο των υποχρεώσεων της καθημερινής ζωής, κι ενώ χαμήλωνε το φως, οι θεραπευτικές σκιές  της νυχτερινής βόλτας «ξεφόρτωναν», καταλάγιαζαν τις εντάσεις, δίνοντας χώρο στα «άλλα» της ζωής, σ’αυτό που «περισσεύει», σε μια εναλλακτική θέαση της διαχρονικής ανθρώπινης περιπέτειας. Μια πολιτισμένα αδέσποτη τελετουργία.

****

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βιώνεις αναλογικά μια οδό Ασκληπιού στον ευρύτερο Κόσμο, έτσι ή αλλιώς: να χάνεσαι περιηγούμενος μια πόλη (ή ένα δάσος), να μετέχεις σ’έναν ψυχοδιανοητικό αναβαπτισμό δια μιας αυθεντικής γιορτής ή δια της Τέχνης, ή απλά να κάνεις διακοπές, για να ξεκινήσουμε με τα προφανή. Κάθε τρόπος (που οικοδομείται βιωματικά μέσα στον χρόνο) έχει τις διόδους του και τους περιορισμούς του: κάποιοι υλοποιούνται κατά μόνας και κάποιοι με άλλους, με το συνάλληλον, όλοι πάντως έχουν κάτι το θαυμαστό. Γράφει για το θαυμαστό η Ρωσίδα ποιήτρια  Άννα Αχμάτοβα, το1958, στο ποίημά της «Μουσική», που το αφιερώνει στον συνθέτη Σοστακόβιτς, ευτυχής που ζει στην ίδια εποχή μ’αυτόν: «Κάτι θαυμαστό καίει στη μουσική/ όπως κοιτάς, οι άκρες της κρυσταλλώνουν./ Μόνο η μουσική μου μιλάει/ όταν οι άλλοι αποστρέφουν το βλέμμα τους».

 

Απολαμβάνοντας την αδέσποτη αδιαμεσολάβητη περιουσία της Αθήνας

Η περιήγηση, με τα πόδια, στο χτισμένο (ενίοτε σε επαφή και με το όλο και σπανιότερο άχτιστο) περιβάλλον της Αθήνας συνιστά για μένα έναν τέτοιο τρόπο ψυχοδιανοητικού αναβαπτισμού. Πρόκειται ορισμένως για μια ευρύτερη οδό Ασκληπιού, για ένα πεδίο, με ανάλογο πολιτισμένα αδέσποτο χαρακτήρα, με τη διαφορά ότι σ’αυτό το πεδίο συναντώ τους ανθρώπους κυρίως δια των κτιρίων. Λέει χαρακτηριστικά ο Ρολάν Μπαρτ: «Συχνά περιηγούμαι την πόλη ως βιβλιοθήκη, όπου κάθε κτίριό της είναι ένα βιβλίο που μπορεί να θέλω να το διαβάσω».

Όσα αναφέρονται παραπάνω, συνδέονται με την επισήμανση ότι κάθε πόλη συγκροτείται από δύο διαστάσεις, όπως ωραία το διατυπώνει ο σύγχρονος διανοητής Richard Sennet στο βιβλίο του «Building and Dwelling. Ethics for the City», εκδόσεις Penguin, αξιοποιώντας τη λεπτή γαλλική διάκριση μεταξύ ville και cité. Η μία διάσταση είναι η συγκεκριμένη κάθε λογής υλικότητά της, και η άλλη είναι ο «αέρας» της, η ψυχοδιανοητική ατμόσφαιρά της, οι διαθέσεις, η ιστορία της και ο πολιτισμός της, η άϋλη μα οπωσδήποτε και η βιωματική περιουσία της. Πρόκειται για δυο διαστάσεις που μπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται, και ιδανικά η κάθε μια από αυτές μπορεί να λειτουργήσει ως κλειδί εισόδου στην άλλη.

Αυτό που ενδιαφέρει στο κείμενό μας εδώ είναι ότι στην Αθήνα και την Ελλάδα ολόκληρη, εν μέσω του τεράστιου πεδίου της συγχρονικότητας εμφιλοχωρεί ένα ειδικό ενεργειακό κοίτασμα εν δυνάμει υψηλής έντασης, διαφορετικής τροπικότητας από το κύριο, το κατεστημένο, το αναγνωρισμένο: αυτό των παραμελημένων, παραγνωρισμένων, παρατημένων, ακόμα και παραμορφωμένων, από τις χρήσεις που τους έτυχαν, κτιρίων, που αντιστοιχεί σε έναν ολόκληρο γαλαξία ανθρώπινων κοινωνιών διαφορετικών εποχών, που δημιούργησε και έζησε αυτές τις κατασκευές. Αυτό είναι, όχι το αποκλειστικό- ολόκληρη η πόλη μπορεί να μας ενδιαφέρει-, μα το προνομιακό πεδίο των περιηγήσεών μας.

Πρόκειται για ένα αδιαμεσολάβητο πεδίο, για όποιον επιθυμεί ορισμένως να το συναναστραφεί- είναι πάντα «ανοιχτό» και προσπελάσιμο, δεν περιφράσσεται με σύρματα και δεν κλείνει στις 3 το μεσημέρι όπως οι επίσημοι αρχαιολογικοί χώροι-, είναι «αδήλωτο» όπως όλα τα αδέσποτα, οπότε δεν κουβαλάει μια ταυτότητα και μια κατάταξη, αφήνοντας το μυαλό να παίξει εκείνη τη στιγμή με αισθήματα αρέσκειας και απαρέσκειας, χωρίς πρωτόκολλο, όπως στην αυθεντική οδό Ασκληπιού όπου οι άνθρωποι έκαναν τη βόλτα τους χωρίς τις περικεφαλαίες και τις πανοπλίες του πολέμου των ρόλων. Ένα πεδίο πρόσφορο σε θεραπευτικές περιηγήσεις, έτσι όπως λειτουργεί ως μια ετεροτοπία, δεν βαρύνεται με σχέσεις συμφέροντος (δεν κοιτάς το συγκεκριμένο κτίριο για να το αγοράσεις ή να το πουλήσεις), και λειτουργεί ως ένα δάσος από «εξαίφνης», καθώς στρίβοντας σε μια γωνία μπορεί αυτό που θα συναντήσεις να ανατρέψει τον χάρτη των βεβαιοτήτων και των εγνοιών σου.

Μια «αυλή των θαυμάτων», όπως την εννοεί ο Βίκτωρ Ουγκώ στην «Παναγία των Παρισίων» ή ο Λιούις Κάρολ στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων»- μα μια αυλή δική μας, βιωματικά καταδική μας-, που η επαφή μαζί της μοιάζει με μια «περιήγηση στα νώτα του πατρικού», όπως μπορεί να το διατύπωνε ο Μπόρχες.

*****

Η οδός Ασκληπιού στα Τρίκαλα

 

Ποιες μπορεί να είναι κάποιες αιχμές μιας τέτοιας περιήγησης; Ξεκινώ με κατασκευές ιδιαίτερου χαρακτήρα.

Έχοντας αναλάβει στο Γραφείο ως πολιτικοί μηχανικοί τον έλεγχο στατικής επάρκειας ενός κτιρίου παλαιότερης εποχής στην περιοχή της Ομόνοιας, κατηφόριζα προς αυτό με τα πόδια, για να παρατηρήσω συγκεκριμένα τις ιδιαιτερότητες της γειτονιάς. Προχωρούσα αργά, κοιτάζοντας εδώ κι εκεί. Η οδός Σταδίου, από τη μέση και μετά, ήταν σαν βομβαρδισμένη. Παλαιά κραταιά καταστήματα ήταν κλειστά από καιρό, οι όροφοί τους άδειοι και παρατημένοι, πολλές από τις πόρτες και τους τοίχους των ισογείων βανδαλισμένα και βρωμερά. Μια στο τόσο, ένα φωτεινό μικρό τυροπητάδικο ή ένας φούρνος, έσπαγε την καταπτωτική μονοτονία, λειτουργώντας ως μια κάποια χαραμάδα, βάζοντάς με να σκεφτώ ότι η φθορά μπορεί να μην ήταν ανεπανόρθωτη.

Κάποιες στοές εδώ κι εκεί, ακόμα κι αν ήταν άδειες ή όχι τόσο πολύ ζωντανές, έπαιζαν στο μυαλό μου τον ρόλο της χαραμάδας, της ενδεχόμενης δυνατότητας, υποστηρίζοντας κάπως τη βόλτα μου, μέχρι που λίγο πιό κάτω, στην οδό Πειραιώς, στο ύψος της οδού Σωκράτους, κάτι τράβηξε με ιδιαίτερο τρόπο την προσοχή μου. Ήταν ένα παλιοκαιρίσιο, λαμπρού, υψιπετούς σχεδιασμού, ψηλό κτίριο, που παρά τη φθορά και την παραμέλησή του, φάνταζε στον χώρο- έτσι μάλιστα όπως είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει- σαν Μέγαρο του παραμυθιού, σαν ο τόπος των μεγάλων χορών και των δεξιώσεων μιας στιβαρής και οραματικής κοινωνίας. Το αγκάλιασα για λίγο με το βλέμμα μου, και μετά έσπρωξα την πόρτα του και είδα σκάλες και τζάμια με βιτρώ που ταίριαζαν μεν στην έξαψή μου, μα κατά τα άλλα ήταν μέρος ενός σκηνικού που δεν αντιστοιχούσε σε κάτι τόσο ιδιαίτερο, σαν από θεατρική παράσταση που δεν δόθηκε ποτέ ή που κανείς πια δεν τη θυμάται.

Μου είπαν πως είναι κτίριο των αρχών της δεκαετίας του 1950, που κατασκευάστηκε για τις ανάγκες του Ταμείου Νομικών. Ενδέχεται ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκε το λαμπρό αυτό κτίριο από την αρχή, ως έδρα μιας συγκεκριμένης γραφειοκρατικής χρήσης στη χώρα μας, να είχε τα θέματά του από την αρχή, σε σχέση με τη λάμψη που εκπέμπει ο σχεδιασμός του, μα το βέβαιο είναι ότι η ιδέα για τον σκοπό του κτιρίου είναι σε ακραία αντίθεση με την πραγματικότητα της κατακρήμνισης των Ασφαλιστικών Ταμείων τον καιρό των Μνημονίων, τότε που, μεταξύ άλλων, που τα αποθεματικά Ταμείων παίχτηκαν στα Καζίνα των Χρηματιστηρίων και χάθηκαν.

Όμως, όπως συμβαίνει ενίοτε στα υψιπετή δημιουργήματα, την ώρα της βέβαιης παρακμής είναι που η αρχική ιδέα αναδεικνύεται και κατά έναν αλλόκοτο τρόπο είναι σαν να λάμπει περιφανώς. Βγαίνοντας λοιπόν από το κτίριο και κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα στην κατάπτωσή του, εξαίφνης, στα μάτια μου, ο τροπισμός του αφορούσε κάτι το ιδιαίτερο. Μου φάνηκε ως ένα επιβλητικό μνημείο στους ανεκπλήρωτους έρωτες. Ένα εκκεντρικό, ανεστραμμένο μνημείο βεβαίως, σε σχέση με τα επίσημα, θεσμοθετημένα από το Κράτος Μνημεία με Μ κεφαλαίο, μα ο συμβολισμός ήταν ισχυρός. Απομακρύνθηκα γαληνεμένος.

Από την ώρα που έτσι κατατάχθηκε στην ευαισθησία μου, συνειδητοποίησα ότι κάθε άλλο παρά είναι το μόνο κτίριο με ανάλογο συμβολισμό στην Αθήνα. Κάπου σχετικά κοντά, σχεδόν απέναντι στο Χρηματιστήριο Αθηνών, βρίσκεται το επιβλητικό Γρυπάρειο Μέγαρο, που κατασκευάστηκε τη δύσκολη εποχή γύρω στο 1948, ως δωρεά των αδελφών Γρυπάρη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το μεγάλο κτίριο, όπως απλώνεται στον χώρο με την καμπύλη του και τα λίγα σκέρτσα στον σχεδιασμό που αναδεικνύουν περισσότερο τη στιβαρή του μεγαλοπρέπεια, προδιαθέτει τον εξωτερικό παρατηρητή για κάτι το εξαιρετικά υψιπετές. Η από κοντά ψηλάφησή του είναι σε άλλο μήκος κύματος από αυτή την ατμόσφαιρα: στο ισόγειο, ο εμβληματικών προδιαγραφών κινηματογράφος «Ριβολί» είναι ερμητικά κλειστός για δεκαετίες, η κατάσταση των εσωτερικών στοών έχει προσαρμοστεί στο σημερινό περιβάλλον του Γρυπαρείου, μα και ο τρόπος που χρησιμοποιούνται (ή δεν χρησιμοποιούνται) οι όροφοι, είναι ζήτημα αν συντονίζονται με το όραμα των αδελφών Γρυπάρη.

Τα αδήλωτα, ανεστραμμένα μνημεία στους ανεκπλήρωτους έρωτες, ή στους έρωτες που έπεσαν στα βράχια, είναι πολυάριθμα και διάσπαρτα στην Αθήνα, και αυτό συνιστά ένα κρίσιμο στοιχείο της ιδιοπροσωπίας της πόλης. Αν μας ενδιαφέρει να αγαπήσουμε την πόλη γι’αυτό που είναι, αντί μιας διαβρωτικής κλάψας για το ότι δεν μοιάζει σε άλλες πόλεις του εξωτερικού, μια «ανάποδη ανάγνωσή» της δίνει άλλο βάθος στη συναναστροφή μας. Μάλιστα, η έννοια του ανεκπλήρωτου έρωτα, όπως αποτυπώνεται στο χτισμένο περιβάλλον, δεν αφορά μόνο εγκαταλειμένα ή παρατημένα κτίρια, μα και κάποια, για κάποιο λόγο γνωστά, κτίρια που με άλλη φλόγα φτιάχτηκαν κι αλλιώς, με «λοξό» τρόπο λειτούργησαν ή εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, σαν να είχαν κάποιο αυτοάνοσο από την αρχή, σαν να αφορούσαν από τη γέννησή τους σε έναν αδύνατο έρωτα.

*****

Η οδός Ασκληπιού στην Αθήνα

Αλήθεια, προκειμένου να εμβαθύνουμε στο θέμα, πώς θα φωτογραφίζαμε ένα τέτοιο ανεστραμμένο μνημείο ώστε να αναδείξουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του; Ενδεχομένως, η ασπρόμαυρη φωτογράφηση να του ταίριαζε. Όχι μόνο επειδή συχνά «η έγχρωμη φωτογραφία περιγράφει, ενώ η ασπρόμαυρη ερμηνεύει», μα κυρίως επειδή η έγχρωμη θα το κατέβαζε στην κακοριζικιά του περιβάλλοντός του, θα καθιστούσε δυσδιάκριτο το όραμα που το γέννησε. Από την άλλη, η ασπρόμαυρη λήψη μπορεί να το αδικούσε, με μια αίσθηση υπότασης που εκδηλώνει το ασπρόμαυρο. Η μελαγχολία δεν είναι συμβατή με τη γενναιοφροσύνη των εμπνευσμένων οραμάτων, ακόμα κι αν αποτύχουν. Ένα μνημείο που τους αποδίδει τιμή, αναδεικνύει τη φλόγα, όχι τη στάχτη. Μια ιδέα είναι ότι μπορεί να του ταίριαζε ο τρόπος της κυανοτυπίας, η υποβλητική εικόνα που προκύπτει από εκείνη τη μονοχρωματική εκτύπωση όπου δεσπόζει το πρωσικό μπλε.

Και βεβαίως, η λογοτεχνία έρχεται με τα δικά της μέσα να τα συναντήσει: αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα «Το κρίνο στην κοιλάδα» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, όπως και το βιβλίο «Χαμένες ψευδαισθήσεις» του ίδιου, είναι στιβαρές προσομοιώσεις της ζωής των «ανεστραμμένων» μνημείων αυτού του είδους: τα οράματα των πρωταγωνιστών «πέφτουν στα βράχια», και μαζί τους καταστρέφονται οι πρωταγωνιστές που γαλβανίζονται από αυτά. Μπορεί να είναι συμπτωματικό, μα δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι οι χαρισματικοί αρχιτέκτονες που συνέλαβαν και σχεδίασαν τα οραματικά κτίρια που μόλις αναφέραμε, έχουν περάσει κατά κάποιο τρόπο στη λησμονιά.

Τα αλλόκοτα αδέσποτα «μνημεία» (τα εισαγωγικά υπάρχουν στη λέξη μόνο για να κάνουν τη διάκριση έναντι των θεσμοθετημένων) αυτού του τροπισμού έχουν πολλαπλές εκλεκτικές συγγένειες με το Θέατρο, ενδεχομένως καλλίτερα από τη Λογοτεχνία. Περπατώντας μια άλλη μέρα στην Αθήνα, ένας περιπτεράς που λειτουργεί και ως παλαιοπώλης βιβλίων, με «κέρασε», προσφέροντάς μου το θεατρικό δράμα του Λόρκα «Αφού περάσουν πέντε χρόνια», άλλη μια θαυμαστή δραματική αναφορά στον τυραννικά ανεκπλήρωτο έρωτα. Το ποιητικό βιβλίο αυτό, από τις εκδόσεις Καραβία, 1964, ανήκει κι αυτό στον πολιτισμό των φαντασμάτων, καθώς όχι μόνο δεν μπορείς να το βρεις σε κάποιο από τα κανάλια της κανονικότητας, μα δεν συμπεριλαμβάνεται σε κάποια λίστα επανέκδοσης, ενώ κάθε σημερινή αναφορά στον Νίκο Σημηριώτη, τον πολύγλωσσο μεταφραστή του και παράλληλα πολύ ενεργό πολιτικό μηχανικό της εποχής του, είναι από πολύ ξεθωριασμένη ως ανύπαρκτη.

Υπάρχει ένα ποιητικό απόσπασμα του συγκεκριμένου έργου του Λόρκα, που στο μυαλό μου και την ευαισθησία μου, πολύ συντονίζεται με την ψυχότροπη ατμόσφαιρα του «αναπότρεπτα εγκλωβισμένου οράματος» στα ανεστραμμένα μνημεία που προανέφερα:

 

«Η βροχή είν’ωραία. Στο κτίριο έμπαινε απ’τις αυλές και συντριβότανε πάνω στους τοίχους σε πλήθος γυμνές νεράϊδες πολύ μικρές, που τις είχε μέσα της. Δεν έτυχε να τις δεις ποτέ; Εγώ, όταν ήμουν πέντε χρονών…, όχι όταν ήμουν δυό…ψέματα, ενός, μόνο ενός χρόνου. Ωραίο δεν είναι, έ; μια χρονιά είχα πιάσει μιάν απ’αυτές τις νεραϊδούλες της βροχής και την είχα σε μια γυάλα για ψάρια.

1ος φίλος (με νωχέλεια): Και μεγάλωσε;

2ος φίλος: Όχι. Γινότανε κάθε φορά και πιο μικρή, πιο παιδούλα, όπως πρέπει να’ναι, όπως είναι το σωστό, ώσπου δεν έμεινε πιά απ’αυτήν παρά μια σταλαγματιά νερό. Και τραγουδούσε ένα τραγούδι…

Φεύγω, γυρνάω με τα φτερά μου, μή μου αρνηθήτε τη φυγή.

Γυρεύω να πεθάνω όντας αυγή, γυρεύω να πεθάνω χτες πρωϊ /

Φεύγω, γυρνάω με τα φτερά μου, μη μου αρνηθήτε τη φυγή.

Γυρεύω να πεθάνω όντας πηγή. Γυρεύω να πεθάνω μακριά απ’τη θάλασσα την αρμυρή…»

Μεγάλη η θάλασσα της αδήλωτης πολιτιστικής κληρονομιάς, και αχαρτογράφητη. Μια εν δυνάμει Ηδονική Γεωγραφία για όσους θέλουν να ζήσουν την πόλη αλλιώς.

 

*****

 Τα σπαράγματα παλαιότερων εποχών

Αν τα εκκεντρικά ανεστραμμένα μνημεία στους ανεκπλήρωτους έρωτες, απαιτούν μεγάλα μεγέθη από τη φύση τους, μα και προκειμένου να είναι ισχυρός ο συμβολισμός τους, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία κτιρίων παλαιότερων εποχών, στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις της χώρας: αυτά, τα μικρότερου μεγέθους, που έχουν κατοικηθεί ή γενικότερα, λειτουργήσει, κανονικά, συμβατά με τον σκοπό των αρχικών ιδιοκτητών τους, μα τώρα δεν είναι πιά στην ακμή τους.

Δεν είναι όλα στην ίδια κατάσταση, και δεν εννοούμε μ’αυτό το αρχιτεκτονικό στυλ, που για τα περισσότερα είναι το στυλ μιας (και περισσότερων) κοινωνικής και πολιτιστικής εποχής της Ευρώπης, προσαρμοσμένο- πότε θαυμαστά, δημιουργικά, πότε πολύ μιμητικά, και πότε καταπτωτικά, παραμορφωτικά- στα καθ’ημάς. Πέρα από την αρχιτεκτονική πολυμορφία (που είναι μεγάλη, καθώς εκτός των στυλ υπάρχουν κάθε φορά και οι επιρροές του προσωπικού γούστου) δεν είναι όλα ίδια και με άλλη έννοια, ότι δηλαδή άλλα είναι άδεια, κλειδωμένα και φθαρμένα από καιρό, πάντως όμορφα γερασμένα, άλλα είναι συλημένα και κακοποιημένα ποικιλοτρόπως (ενίοτε παραπέμπουν σε αιχμαλώτους βάρβαρου πολέμου), άλλα είναι μισογκρεμισμένα, άλλα κουρασμένα από μια αδιάκοπη χρήση που από καιρό δεν έχει τα μέσα να τα συντηρήσει, κι άλλα αποκατεστημένα να προσπαθούν να ανθοφορήσουν σε ένα περιβάλλον ολότελα διαφορετικό από αυτό της γέννησής τους και της πρώτης νιότης τους.

Δεν έχουν μείνει και πολλά. Η Αθήνα και οι άλλες ελληνικές πόλεις κατεδαφίστηκαν σχεδόν ολοσχερώς μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, και ξαναχτίστηκαν με τρόπο που το παρελθόν αποτυπώνεται πιά σε σκόρπια σπαράγματα- χωρίς συνήθως να συγκροτούν ενιαία ποιοτικά οικιστικά σύνολα. Δεν είναι όμως και λίγα για τις ανάγκες των αναβαπτιστικών περιηγήσεών μας.

Οι βόλτες αυτού του χαρακτήρα, χαλαρωτικές από τη φύση τους έτσι όπως είναι ανοιχτές στην έκπληξη και στο παράξενο- πέρα από το συνηθισμένο-, αξιοποιούν ως πύλες στην ανθρώπινη διαχρονία «τα λερωμένα, τ’άπλυτα» (έτσι τα βλέπει, με το δίκιο του, ο μεσίτης ακινήτων τα κτίρια/σπαράγματα του παρελθόντος), κάτι σαν τα καθαρτήρια καταβατήρια των αρχαίων μαντείων, εμπλουτίζοντας τις αισθήσεις μας και παίρνοντας, για λίγο, μια απόσταση από τις πιέσεις της καθημερινής ζωής.

Αλλά υπάρχει και κάτι βαθύτερο και άρρητο σ’αυτή την επαφή, που έχει μια συνάφεια με τον κβαντικό εναγκαλισμό. Κβαντικός εναγκαλισμός , με ελεύθερη απόδοση, είναι όταν δύο αντικείμενα βρίσκονται σε επαφή, ασχέτως του χώρου (και του χρόνου) που μεσολαβεί. Πρόκειται για μια εδραία αρχή της Φυσικής, κατά βάθος έχουμε συναίσθηση της ισχύος της, μα το να τη ζήσουμε ισοδυναμεί σχεδόν με μεταφυσική εμπειρία.

Καθώς οι περιηγήσεις μας έχουν μια εκλεκτική συγγένεια με την αρχαιολογία, ανατρέχουμε σε κάποια πολύ ενδιαφέροντα κείμενα του κορυφαίου αρχαιολόγου Μανώλη Ανδρόνικου, όπως τα αντλούμε από το πολύτιμο, και με τόσο βαρύνουσα σημασία τίτλο, βιβλίο της Κ. Νάντιας Σερεμετάκη «Παλιννόστηση Αισθήσεων», εκδόσεις Πεδίο, 2017:

«…Στην παλιά κατασκευή έζησε κάποτε μια οικογένεια, πλούσια ή φτωχή, που μας άφησε τα λείψανα της καθημερινής της ζωής. Αγγίζουμε, πάντοτε σχεδόν, με τα δάχτυλά μας την αφή όχι του άγνωστου ή ανύπαρκτου βασιλιά της Ασίνης, αλλά του ανθρώπου που έχει όντως υπάρξει, με τις χαρές, τις λύπες του, τις ελπίδες του και τους καημούς…»

«…Οι δύο υπαρκτές οπτικότητες, οι αισθήσεις, συναντιούνται και ανταλλάσσουν ανά τους αιώνες μέσω του αντικειμένου…» σχολιάζει η Σερεμετάκη. Και συνεχίζει: «…κατά τον Ανδρόνικο, αυτή η ώσμωση αισθητήριων εμπειριών δεν είναι απλώς μια ψυχολογική στιγμή…πρόκειται για μια αντιληπτική, συναισθηματική και ηθική διαδικασία…το αρχαίο αντικείμενο, με την ευρύτερη έννοιά του, αποκτά ένα άλλο και νέο στρωματογραφικό επίπεδο κάθε φορά που εισέρχεται στην αντιληπτική τάξη του παρόντος…μέσω αυτής της διαστρωμάτωσης των ανταλλαγών, η επαφή γίνεται μια επιτέλεση μετασχηματισμού ταυτοτήτων…»

Βεβαίως, εδώ σταματούν οι ομοιότητες και οι αναλογίες της αναβαπτιστικής μας βόλτας με την αρχαιολογία: δεν είναι όλες οι κατασκευές του παρελθόντος που εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα, ισοδύναμες με τα Μνημεία- ούτε καν με τα έκκεντρα, ανεστραμμένα μνημεία στα οποία προαναφερθήκαμε. Πέρα από το ότι πολλές τέτοιες κατασκευές είναι συλημένες και κακοποιημένες σε βαθμό μη αναστρέψιμο, οπότε έτσι κι αλλιώς αδυνατούν να λειτουργήσουν ως αγωγοί επαφής, το χειρότερο που μπορεί να τύχει στη σχέση μας μ’αυτές είναι να θελήσουμε να λειτουργήσουν ως φετίχ, ως φυλαχτά ή να μπλέξουμε σε μακάβριες συμπεριφορές όπως είναι η ιεροποίηση των λειψάνων. Το παρόν είναι εδώ και διεκδικεί τα δικαιώματά του. Το παρελθόν μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά μόνο ως εμπνευσμένη σύνθεση με το παρόν.

Επίσης, δεν έχει νόημα για τους σκοπούς του παρόντος κειμένου μια χαρτογράφηση αυτών των αδέσποτων στον χώρο κατασκευών, πολύ περισσότερο η χάραξη συγκεκριμένων διαδρομών στην πόλη, ώστε να τις συναντήσει κανείς επί τούτου. Είναι ασφυκτική η ιδέα του εγκλωβισμού του «αέρινου» χαρακτήρα αυτής της δραστηριότητας σε άλλη μια καταπιεστική, στεγνή δομή δίπλα στις άλλες σαθρές δομές που ήδη υπάρχουν στη χώρα μας. Ο αναβαπτισμός που αναδεικνύουμε, ανθίζει ακριβώς χάρις στο αδέσποτο, τη χαλαρότητα και το εξαίφνης, όταν προκύπτει.

*****

Όσον αφορά το είδος της Τέχνης που μπορεί να προσφέρεται για την περιήγηση σ’αυτόν τον χώρο, οι δρόμοι είναι πολλοί, όσες είναι και οι πολλές αποχρώσεις των σπαραγμάτων. Στο μυαλό μου πάντως προβάλλει το τραγούδι. Μολονότι μπορώ να φαντασιωθώ ότι σε κάποιο αποκαμωμένο σήμερα μέγαρο μπορεί να ακουγόταν την εποχή της ακμής του ο Αττίκ ή ο Γιαννίδης, τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι: το σπίτι δεν είναι πιά ίδιο, με άλλους παλμούς συντονίζεται. Σε έναν παράδρομο που έστριψα σε μια από αυτές τις συναναστροφές μου, από ένα παράθυρο ακουγόταν πολύ ταιριαστά ένα πορτογαλέζικο φάντο: μια παλιά ευαισθησία από αλλού, ήρθε να συναντήσει μια δική μας, κι ο συνδυασμός είχε μια φρεσκάδα, ήταν σαν να με χτύπησε ελαφρά ένα αεράκι από το πουθενά.

Παρ’όλα αυτά, αυτό που ζεσταίνει συχνά πυκνά στο μυαλό μου, σε σχέση με αυτές τις κατασκευές, είναι το λαίκό τραγούδι περασμένων δεκαετιών, με το οποίο άνθισε μια γλυκύτητα, μια τρυφερότητα, μέσα στη μεγάλη τραχύτητα των συνθηκών που έζησαν αυτά τα σπίτια, και που κάπου ταυτίζεται με τη σημερινή κατάσταση της εγκατάλειψης. Πότε το «Τί παράξενη κοπέλλα είσαι συ», πότε το «Είσαι φίνα και μ’αρέσεις Αθηναίϊσα», και πότε το «Σούρουπο με συνεφιά» έρχονται να ακουμπήσουν ως «παλιννόστηση των συναισθημάτων» στα μεστά από συναφή ενέργεια σπαράγματα.

*****

Η οδός Roma στην παλιά ΝάποληΗ διάσταση της ευφρόσυνης μαθητείας

Η συναναστροφή μιας ετεροτοπίας, ενός πεδίου άλλου από αυτό των υποχρεώσεων, δεν προσφέρει μόνο μια, ιδιαιτέρως πολύτιμη για το ευ ζην, αναψυχή, μα μπορεί να λειτουργήσει εν δυνάμει ως κάποιου είδους μαθητεία.

Κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Yale στα αγγλικά, το βιβλίο του Martin Mittelmeier «Naples 1925: Adorno, Benjamin, and the summer that made critical theory», στο οποίο ο συγγραφέας εξετάζει το πώς η επαφή τους με το ιταλικό οικοσύστημα- της φύσης, μα κυρίως της κοινωνίας εκεί- επηρέασε ριζικά το θεωρητικό τους έργο.

Στα χρόνια του μεσοπολέμου, μια ομάδα ανήσυχων Γερμανών διανοητών, όπως ο Walter Benjamin, ο Theodor Adorno, ο Siegfried Kracauer, ο Ernst Bloch, και άλλοι, πολλοί από τους οποίους θα συγκροτούσαν μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο τη φιλοσοφική Σχολή της Φρανκφούρτης, αποφάσισε να κάνει καλοκαιρινές διακοπές μεγάλης διάρκειας, «να αλλάξουν τον αέρα τους», στη Νάπολη και το Κάπρι, για να ξεφύγουν για λίγο από τις οικογενειακές και επαγγελματικές τους υποχρεώσεις στη Γερμανία.

Επί τρεις αιώνες μέχρι τότε, η Ιταλία είχε θέλξει με έντονο τρόπο διακεκριμένα πνεύματα του βορρά, όπως τον Γκαίτε, τον Χάϊνε, τον Βίνκελμαν, τον Τεοντόρ Φοντάνε, καθιστώντας τους κατά κάποιο τρόπο εθελούσιους αιχμάλωτούς της, και επηρεάζοντας τόσο το έργο τους, όσο και τη ζωή τους. Ο ίδιος ο Νίτσε, τόσο πολύπλοκα δύσκολος στις επιλογές του, αισθάνθηκε πως η Ιταλία του έσωσε τη ζωή! «Πώς άντεχα τη ζωή μέχρι τώρα!» έγραψε. Απολαμβάνοντας τον ουρανό της Νάπολης, δάκρυα γέμισαν τα μάτια του: ένοιωσε σαν μελλοθάνατος, που «την τελευταία στιγμή γλύτωσε, έσωσε τη ζωή του».

Ο τρόπος της παρέας των Γερμανών διανοούμενων του μεσοπολέμου είχε τα δικά του. Ενώ είχαν κουβαλήσει μαζί τους τις τεράστιες βιβλιοθήκες τους προκειμένου να επεξεργαστούν τις εν εξελίξει θεωρίες τους, η επαφή τους με τη Νάπολη λειτούργησε, κατά τον Martin Mittelmeier, ως «εξαίφνης» να σκίζονται οι χάρτες των βεβαιοτήτων τους.

Ερχόμενοι από τη Γερμανία, μια από τις πιο προχωρημένες βιομηχανικές χώρες του κόσμου, ο Αντόρνο, ο Μπέντζαμιν και οι άλλοι, βρέθηκαν σε έναν τόπο που αντιστεκόταν στον εκμοντερνισμό όπως αυτοί τον γνώριζαν- ή μάλλον, όπως σταδιακά άρχισαν να αντιλαμβάνονται, η κοινωνία εκεί εύρισκε τον δικό της τρόπου εισόδου στη νέα, μοντέρνα εποχή. Η εμπειρία της Νάπολης και του Κάπρι, γράφει ο Mittelmeier, συνετέλεσε στο να συγκροτηθούν κάποιες από τις πιο κρίσιμες διαγνώσεις αναφορικά με τη φύση της μοντερνικότητας».

Εννοείται ότι δεν άνοιξαν καθόλου τα βιβλία τους. Η μαθητεία τους ήταν εμπειρική, γινόταν στους δρόμους και τα συναπαντήματα με τους ανθρώπους εκεί. Κρίσιμο παράγωγο των διακοπών τους στη Νάπολη ήταν η έννοια της πορωδικότητας. Ο Γιάννης Κοιλής μας έχει ήδη μυήσει σ’αυτή την έννοια, γράφοντας στο βιβλίο μου «Ηδονική Γεωγραφία», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, αντλώντας από τις επισημάνσεις του Μπέντζαμιν και της αγαπημένης του: «Πορώδης είναι η αρχιτεκτονική. Η δομή και η ενέργεια συμφύρονται σε αυλές, στοές και σκάλες. Στο όλο διακρίνεις το προσκήνιο που του επιτρέπει να γίνει θέατρο νέων, απρόβλεπτων συγκυριών. Καμία περίσταση δεν παρουσιάζεται έτσι όπως είναι, σχεδιασμένη για την αιωνιότητα, καμία μορφή δεν υπερασπίζεται το δικό της ^έτσι κι όχι αλλιώς^…»

Και συνεχίζει: «Σε κάτι τέτοιες γωνιές δύσκολο να διακρίνει κανείς πού συνεχίζουν να χτίζουν και πού έχει ήδη αρχίσει η ερείπωση. Καθότι, τίποτε δεν ολοκληρώνεται και τίποτα δεν αποπερατώνεται. Η πορωδικότητα δεν συμβαδίζει απλώς με την απάθεια του νότιου τεχνίτη αλλά, πάνω απ’όλα, με το πάθος του για αυτοσχεδιασμό. Ιδίως σε αυτό που πρέπει να δοθεί χώρος και ευκαιρία. Κτίρια χρησιμεύουν ως σκηνές λαϊκού θεάτρου. Όλοι μοιράζονται αναρίθμητες και-ταυτοχρόνως- δημοφιλείς σκηνές. Εξώστης, προαύλιο, παράθυρα, πυλώνας, σκάλα, στέγη είναι την ίδια στιγμή σκηνή και θεωρείο».

Ο συνταξιδευτής τους Bloch, επεκτείνει το κλίμα της πορωδικότητας, αναφερόμενος στη «συγχρονική μη-συγχρονικότητα», παρατηρώντας ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζουν ταυτόχρονα διαφορετικές χρονικότητες, κάτι σαν μια κοινωνική ζωή του 17ου αιώνα, με τηλέφωνα, για παράδειγμα.

****

Οι συγκεκριμένοι ταξιδιώτες του μεσοπολέμου δεν πήγαν στη Νάπολη για να εγκατασταθούν εκεί. Με «πορώδη», ανοιχτή, διάθεση και οι ίδιοι, ανοίχτηκαν σε μια ευρύτερη από τη στενά δική τους θάλασσα τρόπων, στάσεων, αντιλήψεων, και μπολιασμένοι από αυτή την εμπειρία πλησίασαν επαρκέστερα την πραγματικότητα. Η ανάδειξη της ύπαρξης της πολλαπλότητας και της ετερογένειας της κουλτούρας, είναι πολύτιμη ως αντίδοτο στη ρηχότητα της μονομέρειας, και και είναι αυτή που συνοδεύει τις εμπειρίες αναβαπτισμού στη συλλογικότητα.

Είναι επιπροσθέτως πολύτιμη στα καθ’ημάς, ως αντίδοτο στον κυρίαρχο φορμαλισμό της εκπαίδευσης- διά βίου, δεν περιορίζεται μόνο στα σχολικά και πανεπιστημιακά θρανία- που προωθεί τη μηχανική μάθηση καθορισμένων σωμάτων γνώσης, συνδυασμένη με έναν μιμητισμό απλά εισαγόμενων, μη επεξεργασμένων, προσεγγίσεων. Απέναντι σ’αυτή τη θεμελιωδώς παραπλανητική, και ενίοτε διεστραμμένη προσέγγιση του πραγματικού, λειτουργεί δημιουργικά και απελευθερωτικά κάθε αδιαμεσολάβητη επαφή στο πεδίο, πολύ περισσότερο όταν αυτή η επαφή μετατρέπεται σε μια « ανασκαφή» των πηγών στα μη αναγνωρισμένα βάθη της καθημερινής ζωής.

Αντιθέτως, η υποτίμηση αυτών που μπορεί να μας διδάξει η «πραγματική πραγματικότητα» της καθημερινής ζωής (ακόμα χειρότερα όταν αυτή η υποτίμηση συντονίζεται με μια κλάψα και έναν διαρκή εμμονικό λόγο περί απώλειας και κρίσης/ το αντίστοιχο των ταξιδευτών της Νάπολης θα ήταν να θεωρούν «κατώτερή τους» την πραγματικότητα που συνάντησαν εκεί), μετατρέπει την κατάσταση σε μια (εξ)άσκηση παράλυσης, εκκενώνοντας το τοπίο από κάθε εσωτερικό περιεχόμενο.

****

Η αναβαπτιστική πατριδογνωσία, και άλλα ενδιαφέροντα

Οι χάρες μιας τέτοιας περιήγησης μπορεί να έχουν ως επίκεντρο τη θέαση των κτιρίων και τους αδέσποτους στοχασμούς που προκύπτουν από αυτή, μα δεν περιορίζονται στενά εκεί. Μια παράπλευρη ίντριγκα- μεταξύ των πολλών που μπορεί ο κάθε παρατηρητής να επινοήσει- είναι μια ανεστραμμένη «πατριδογνωσία», ανεστραμμένη διότι δεν έχει σχέση με τον φορμαλιστικό τρόπο που διδασκόταν παλιά στο σχολείο. Η πατριδογνωσία που υποδεικνύουμε, λειτουργεί μεν με βάση κάποιες γνώσεις για την προϊστορία μιας περιοχής, μπορεί όμως να φαντασιώνεται τα επάλληλα στρώματα της εξέλιξής της, βάζοντας και τον χρόνο στο παιχνίδι, δίπλα στις τρεις γεωμετρικές, χωρικές διαστάσεις.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι βίωσης μιας τέτοιας Ηδονικής Γεωγραφίας (άλλος ένας όρος που χρωματίζεται αλλιώς από ό,τι στα μαθήματα του σχολείου). Για παράδειγμα, αλλιώς βρίσκεσαι στην πολύπαθη από κοινωνική άποψη πλατεία Κουμουνδούρου, έχοντας στο νου ότι λίγο μετά τη θεμελίωση της ανεξαρτησίας μας από τους Οθωμανούς, οι Καρατζάδες- ισχυρή ελληνική οικογένεια που είχε ανθίσει στις παραδουνάβιες ηγεμονίες- έχτισαν το μέγαρό τους σ’αυτή την πολύ αραιοκατοικημένη τότε περιοχή, από τις λίγες για τις οποίες είχε εκπονηθεί πολεοδομικό σχέδιο από τον von Klenze, όταν ακόμα δεν είχε διαφανεί ποιές θα ήταν οι «καλές περιοχές» της νέας πρωτεύουσας.

Ή, αλλιώς, στην οδό Μιχαήλ Βόδα, με τα νεοκλασικά και τις δενδροστοιχίες που ακόμα τη στολίζουν από την εποχή της ακμής της, παρά τα σημερινά της στριμώγματα, όταν έχεις δει μια εικόνα της πολύ πρώτης περιόδου του νέου ελληνικού κράτους, όπου σε μια τεράστια, τότε σχεδόν άδεια από σπίτια περιοχή, είχε το Μέγαρό του με τους κήπους, ο Μιχαήλ Βόδας, ο οποίος εναντίον των στενών μα πολύ αποδοτικών συμφερόντων του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, είχε αδρά χρηματοδοτήσει τη Φιλική Εταιρεία, υποστηρίζοντας στιβαρά  τους σκοπούς της.

Ή, περιοδεύοντας στις περιοχές της παλιάς Αθήνας, πριν από τις οικιστικές επεκτάσεις της- από του Ψυρρή και τη Βάθεια ως το Κολωνάκι- με το εκρηκτικό βιβλίο μυθιστορηματικής ανθρωπογεωγραφίας  «Οι άθλιοι των Αθηνών», με τις μάγισσες, τους μπράβους, τους ψεύτικους γάμους, τον λεγόμενο «καλό κόσμο» και τα κορίτσια που δούλευαν στα σπίτια του ως υπηρέτριες.

Τα βιβλία για την Αθήνα που μπορεί να προκαλέσουν τέτοια ερεθίσματα και μια εξημμένη διάθεση για ψυχο- γνωστική ίντριγκα είναι πάρα πολλά, κάθε λογής και πολύ ενδιαφέροντα. Ειδική μνεία- επειδή βοήθησαν εμένα προσωπικά στις αναζητήσεις μου- σε βιβλία του πολεοδόμου Αλέξανδρου Παπαγεωργίου- Βενετά, και οπωσδήποτε το βιβλίο των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη «Αθήνα- Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την Ιστορία και τη Λογοτεχνία», εκδόσεις Εστία.

Η ιδέα μιας τέτοιας προσέγγισης είναι ότι τα «χαμένα τοπόσημα» ή η «χαμένη γεωγραφία» μπορεί να λειτουργήσουν ως «ανεστραμμένες μαύρες τρύπες» στο σύμπαν της συγχρονικότητας, όχι για να τη ρουφήξουν, όπως συμβαίνει στο διάστημα, μα για να μεταβάλλουν τον τροπισμό της, πολλαπλασιάζοντας την πυκνότητά της, και εμπλουτίζοντάς την.

****

Όπως η οδός Ασκληπιού της πρωταρχικής αναφοράς μας ήταν οριοθετημένη, αναλόγως πρέπει να ορίσουμε κι εμείς την περιοχή του ενδιαφέροντός μας, σε σχέση με το παρόν κείμενο. Όπως διαφαίνεται από τα μέχρι τώρα, ο πυρήνας των περιηγήσεών μας είναι το λεγόμενο ιστορικό κέντρο της Αθήνας με τις προεκτάσεις του, από το Μεταξουργείο, το Ρουφ, τον Ταύρο, ως τον Κολωνό και την Ακαδημία Πλάτωνος. Μα δεν μπορεί να μην συμπεριλάβει και το χτισμένο περιβάλλον των μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή, από το Κολωνάκι και την Κυψέλη, ως τα Πατήσια, κι ακόμα πιό πέρα.

Στην πραγματικότητα, καθώς τα σύνορα της Αθήνας του 21ου αιώνα είναι πολύ ρευστά, αλίμονο, κάθε περιοχή που αναφέρεται στην πρωτεύουσα, συμπεριλαμβάνεται εν δυνάμει στη γεωγραφία μας. Το ότι ο χαρακτήρας των επί μέρους περιοχών διαφέρει (έχει άλλο χρώμα, σύμφωνα με τους Καταστασιακούς του Μάη του 68), καθιστά ακόμα πιο ενδιαφέρουσες τις αναβαπτιστικές μας βόλτες.

Ακόμα και τα σχετικά τακτοποιημένα προάστια, με την ιδιάζουσα αυτοπεποίθηση που τα χαρακτηρίζει, όπως αυτή εκφράζεται από τις συγκεκριμένες κατασκευές που έχουν υλοποιηθεί εκεί, αξίζουν αλλιώς την προσοχή μας. Κάνοντας κάποιος φίλος τις βόλτες του σε τέτοιες περιοχές την εποχή του κορονοϊού και του εγκλεισμού, και κοιτάζοντας τα φωτισμένα εσωτερικά των σπιτιών, μου έλεγε ότι του ερχόταν στο μυαλό μια κουβέντα του Αλμπέρ Καμύ: «Η νοσταλγία της ζωής των άλλων. Γιατί, όταν τη βλέπουμε ως τρίτοι, αποτελεί ένα σύνολο. Ενώ η ζωή μας, ιδωμένη από μέσα, μοιάζει σκόρπια. Κυνηγάμε μια ψευδαίσθηση ενότητας.»

*****

Επίμετρο

Την οδό Ασκληπιού των Τρικάλων την τέμνει στο τέλος της κάθετα ο Ληθαίος, το ποτάμι που διατρέχει την πόλη απ’άκρου εις άκρον. Στο συμβολικό πεδίο, ο Ληθαίος συμπληρώνει, ολοκληρώνει την οδό Ασκληπιού. Όχι μόνο επειδή το όνομά του, κατά το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Liddel- Scott, σημαίνει «ανήκων εις την λήθην», «εμποιών λήθην», και επομένως παραπέμπει στη λησμονιά. Άλλο είναι το κύριο σ’αυτή την περίπτωση.

Αν το χαρακτηριστικό της οδού Ασκληπιού είναι η «ακινησία του χρόνου», με την έννοια ότι κατά κάποιο τρόπο «παγώνει» θεσμικά, τελετουργικά, τον χρόνο της ζωής των υποχρεώσεων, το ποτάμι είναι κίνηση, ροή, εξέλιξη. Αυτή είναι και η φύση των αναβαπτιστικών περιπάτων στην Αθήνα (και όπου δει), που αγαπώ: αναβαπτιζόμαστε όχι για να εγκατασταθούμε μονότροπα στις χάρες της αναβάπτισης, μα για να προχωρήσουμε ανανεωμένοι σε καινούρια πράγματα.

 

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Μεθόριος. Η αυτοκρατορία των ορίων» κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2024 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΚαουμπόισσες και μη, σήμερα μελαγχολούν: Ο Τομ Ρόμπινς δεν είναι πια εδώ (Από την Αλεξάνδρα Χαΐνη)
Επόμενο άρθροΒάσος Καπάνταης. Σχέδια και Γλυπτά στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. ιώργος Χατζηστεργίου στο Η Αθήνα ως οδός Ασκληπιού ( ή διαβάζοντας την Αθήνα ενώ την ξεφυλλίζουμε περπατώντας)… ( της Μαρίας Μποντίλα )

    Γιώργο, ως γέννημα και θρέμμα και εγώ της πόλης των Τρικάλων, πράγματι, η Ασκληπιού υπήρξε σημείο κατατεθέν για την πόλη. Πολύ αναζωογονητική η βόλτα κάθε βράδυ για μικρούς και μεγάλους. Καταστηματάρχες μετά το κλείσιμο των μαγαζιών τους, επαγγελματίες διάφοροι, κομψευόμενες κυρίες, μαθητές μετά το φροντιστήριο, φλερτ, κρυφοκοιτάγματα, αναδυόμενοι έρωτες, τυχαία δήθεν αγγίγματα και ραβασάκια τις Κυριακές με την πολυκοσμία και παιχνίδια γοητείας. Μερικές από τις χρήσεις του δημόσιου χώρου σε όλο τους το μεγαλείο.
    Η βόλτα στην Ασκληπιού όμως τις καθημερινές είχε ταξικό πρόσημο και λειτουργούσε ως υποσύνολο του αστικού χώρου των Τρικάλων. Ήταν τόπος συνάντησης και περιπάτου (βόλτας) μόνο για τους ευκατάστατους Τρικαλινούς. Οι υπόλοιποι περιορίζονταν στις γειτονιές τους ή σε περιφερειακά καφενεία και ταβερνάκια. Πολλοί απέφευγαν ή δίσταζαν να τη διασχίσουν, επειδή τους ήταν ξένη. Δεν είχαν λόγο να το κάνουν. Ακόμα και μέσα στον ίδιο το δρόμο της Ασκληπιού ανάμεσα στους βολτάροντες είχαν αναπτυχθεί σχέσεις εξουσίας που καθρεφτίζονταν στα διάφορα στέκια. Άλλος κόσμος σύχναζε στο καφενείο του Κωστίκα, άλλος στο Αχίλλειο, στον Μενέλαο ακόμα και στα δύο ζαχαροπλαστεία, τον Νίτσα και το Διεθνές.
    Η Ασκληπιού λειτουργούσε τα χρόνια εκείνα ως πεδίο κοινωνικής ενσωμάτωσης αλλά και αποκλεισμού συγχρόνως. Η καθημερινή πρακτική της βόλτας αναπαρήγαγε τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές της πόλης. Βοηθούσε στην ανάπτυξη κοινωνικών δικτύων, διαμορφώνοντας συναισθηματικούς δεσμούς και συλλογικές μνήμες. Η βόλτα μας εκεί- χιλιόμετρα έχω διανύσει πάνω κάτω- έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην κοινωνικοποίησή μας και στη συγκρότηση του έμφυλου εαυτού μας.
    Σε χαιρετώ.

    • Μαρία θαυμάσιο το αναλυτικό σχόλιό σου. Ευχαριστώ. Πόσο μεγάλο ενδιαφέρον έχει να συζητήσουμε και να εμβαθύνουμε στα βιώματα που μας σχημάτισαν! Πόσα από αυτά είναι επί της ουσίας ανείπωτα!
      Οπότε, συνεχίζουμε ποικιλοτρόπως!
      Σε χαιρετώ κι εγώ!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ