Κακό παιδικό βιβλίο -1

0
394

“Ο κύριος Σάκης Σαλιγκαράκης και η δύναμη της φιλίας”.

 

 

Η κυρία Ρούλα η βροχούλα έβρεχε δυο μέρες στη ραχούλα ώσπου κάποια στιγμή βαρέθηκε και σταμάτησε.

Τότε βγήκε από τα σύννεφα ο κυρ Λιάκος ο ήλιος ο ηλιάτορας, της γης ο αυτοκράτορας κι έριξε τις αχτίνες του στη γη τόσο δυνατά, που πέρασαν και κάτω από το χώμα.

Μόλις ζεστάθηκε από τις ζεστές αχτίνες ο κύριος Σάκης ο Σαλιγκαράκης, ξεκίνησε τη βόλτα του παίρνοντας μαζί και το σπιτάκι του.

Δεν άφηνε ποτέ το σπιτάκι του ο κύριος Σάκης Σαλιγκαράκης. Το κουβαλούσε πάντα στην πλατούλα του επάνω. Έτσι είχε όλα τα υπάρχοντα συνέχεια μαζί του.

Αν χρειαζόταν να κοιμηθεί, έμπαινε στο σπιτάκι του και κοιμόταν.

Αν χρειαζόταν να πλυθεί, έμπαινε στο σπιτάκι του και πλενόταν.

Αν χρειαζόταν καθαρά ρουχαλάκια, έμπαινε στο σπιτάκι του και τα φορούσε.

Αν χρειαζόταν την τσατσάρα του, έμπαινε στο σπιτάκι του και την έβρισκε.

Αν ήθελε να μπει στο διαδίκτυο, έμπαινε στο σπιτάκι του και έμπαινε στο διαδίκτυο, αλλά

πάντοτε θυμόταν αυτό που του είχε πει η γιαγιά του η Σάλυ με το πλεχτό της σάλι: “Το ίντερνετ κρύβει κινδύνους, Σάκη”.

Ήταν πολύ καθαρός και τακτοποιημένος ο κύριος Σάκης Σαλιγκαράκης, όπως πρέπει όλοι να είμαστε.

Μια και δυο, ο κύριος Σάκης ο Σαλιγκαράκης κατέβηκε τη ραχούλα προσεκτικά όμως να μη γλιστρήσει,

καλημέρισε το φίδι με το αστείο φρύδι,

σαχλαμάρισε για λίγο με το βάτραχο τον ατάραχο,

βοήθησε να περάσει τη λιμνούλα η κουφή, καφέ πάπια  που έπαιρνε για τα αυτιά της χάπια,

χαιρέτησε τον ψηλό το γλάρο που καταγόταν απ’ την Πάρο,

είπε ένα ανέκδοτο στο ελάφι που τρελαινόταν να τρώει ωμό πιλάφι

και έφτασε στην πόλη τη μεγάλη, από εκεί που καταγόταν η γιαγιά του η άλλη.

Πρώτη φορά επισκεπτόταν την πόλη ο κύριος  Σάκης Σαλιγκαράκης. Θαύμασε πολύ την πόλη, μα πάνω απ’ όλα θαύμασε τα σπίτια.

Αυτά τα σπίτια είχαν κάτι το ιδιαίτερο. Δεν χρειαζόταν να τα κουβαλάς. Έχτιζες ένα κι έμενες εκεί.

Έτσι δεν χρειαζόταν να έχεις γεννηθεί με το σπιτάκι σου. Πολύ τυχεροί οι κάτοικοι της πόλης, σκέφτηκε ο κύριος Σάκης Σαλιγκαράκης.

Είδε λοιπόν όλα τα αξιοθέατα:

την υπέροχη Ακρόπολη του Περικλή και του Φειδία να λάμπει στον ήλιο,

τον μυτερό Λυκαβηττό, το βράχο που έριξε η θεά Αθηνά για να καταπλακώσει έναν γίγαντα στη Γιγαντομαχία, με τα κανόνια του και την υπέροχη θέα του,

την μεγαλόπρεπη Βουλή με τους περήφανους λυγερόκορμους τσολιάδες με τις 400 πιέτες τους που συμβολίζουν τα 400 χρόνια σκλαβιάς.

Παναγιά μου! Τι ομορφιά ήτανε ετούτη; Χαρά της γης και της αυγής, μικρό γαλάζιο κρίνο, όπως λέει και ο ποιητής.

Την ώρα που έτρωγε ένα τραγανό κουλούρι ενώ καθόταν κάτω από ένα ρολόι που ήταν της πόλης το γούρι, τι ακούει λέτε ο Σάκης ο Σαλιγκαράκης; Ένα μικρό κοριτσάκι που έκλαιγε.

“Γιατί κλαις κοριτσάκι;” ρωτάει ο κύριος Σάκης Σαλιγκαράκης. “Γιατί δεν έχω σπίτι” απαντάει με δάκρυα στα μάτια το κοριτσάκι που το λέγανε Κρισούλα.

Ο κύριος Σάκης Σαλιγκαράκης με χαρά απάντησε στο παιδάκι. “Μα εσύ είσαι πιο τυχερό από μένα. Όποτε θέλεις χτίζεις ένα σπιτάκι και μπαίνεις μέσα. Δεν χρειάζεται να γεννηθείς με σπίτι όπως εγώ”.

Το κοριτσάκι σήκωσε τον κύριο Σάκη Σαλιγκαράκη στην παλάμη του και του είπε το πρόβλημά του. “Ο μπαμπάς μου δεν έχει λεφτά για να μας χτίσει σπίτι κι έτσι κοιμόμαστε στο δρόμο”.

Μεγάλη στεναχώρια τον έπιασε τον κύριο Σάκη Σαλιγκαράκη. Σήκωσε το κεφαλάκι του και με τη σοφία των χρόνων του είπε στο κοριτσάκι: “Δεν θα επιτρέψω τέτοια αδικία. Από σήμερα ο μπαμπάς σου κι εσύ, είστε φιλοξενούμενοι στο δικό μου σπίτι για όσο θέλετε. Ελάτε να ζήσουμε μαζί σαν μια οικογένεια”. Πράγματι το μικρό κοριτσάκι καθώς και ο μπαμπάς και η μαμά και τα αδελφάκια του βρήκαν ένα ζεστό σπιτικό μέσα στο σπιτάκι του κυρίου Σάκη Σαλιγκαράκη.

Έτσι έζησαν όλοι μαζί καλά κι ευτυχισμένα γιατί όποιος έχει ένα σπίτι είναι καλό να το μοιράζεται με  άλλους.

 

 

Προηγούμενο άρθροΠώς γράφεται ένα κακό παιδικό βιβλίο
Επόμενο άρθροΚακό παιδικό βιβλίο – 2

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ