Τζίνα Καλογήρου(*).
« Τώρα μπορεί κανείς να πει ότι είναι ίσως καλύτερο να μη διαβάζει κανείς κανένα βιβλίο ,αφού πολλά είναι επιβλαβή και αφού είναι δύσκολο να διακρίνωμε τα καλά από τα άσχημα. Αυτό είναι υπερβολικό ,γιατί υπάρχουν πάρα πολλά καλά βιβλία, που η μελέτη τους είναι πολύ ωφέλιμη στα παιδιά ακόμη και στους μεγάλους. Επειδή μερικές τροφές είναι βλαβερές για την υγεία δεν σημαίνει ότι θα αποφεύγωμε κάθε είδος τροφής. Θα διαλέξωμε τις καλές και υγιεινές. Το ίδιο θα κάνη κανείς και με τα βιβλία. Θα διαλέξη τα καλά και εποικοδομητικά ,από τα οποία θα αντλήση γνώσεις και μόρφωσι. ».
Αυτές οι απόψεις διατυπώνονται σε εγχειρίδιο λυκειάρχου για το παιδικό και εφηβικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1976 από την ένωση Χριστιανικής Ενώσεως Εκπαιδευτικών Λειτουργών. Και παρά τις πολλές και εύλογες αντιρρήσεις που μπορούμε να έχουμε σήμερα για το διαχωρισμό των βιβλίων σε υγιεινά και βλαβερά, όπως και για τη μονομερή προβολή του ωφέλιμου έναντι του τερπνού στα παιδικά βιβλία , φαίνεται πως το θέμα της ποιότητας απασχολεί κοινό και ειδικούς σε όλες τις εποχές. Βέβαια το ζήτημα της αισθητικής αξίας του παιδικού βιβλίου είναι σχετικό και ιστορικά προσδιορισμένο και εξαρτάται από τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού, τις κυρίαρχες κοινωνικές, πολιτισμικές, παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές αντιλήψεις, κ.ά.
Ποια είναι εκείνα τα κειμενικά χαρακτηριστικά με βάση τα οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τα βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά χαμηλής ποιότητας ή αμφίβολης λογοτεχνικής αξίας; Ο εμφανής και έντονος διδακτισμός, η ύπαρξη στερεοτύπων στο λόγο και την εικονογράφηση, η γλωσσική επιτήδευση και η γλωσσική πενία, η κατάχρηση υποκοριστικών, η ανιαρή ή παιδαριώδης μυθοπλασία , η κακοσχηματισμένη πλοκή –στον αντίποδα του οργανικού αριστοτελικού μύθου-, η άτεχνη και αφύσικη εξέλιξη της πράξης του αφηγείσθαι, και άλλα πολλά, θα απαντούσαμε ,ενδεχομένως ευθύς αμέσως, στο παραπάνω ερώτημα.
Θα πρέπει να ψάξουμε αρκετά για να βρούμε βιβλία όπως ο Σάκης Σαλιγκαράκης και η δύναμη της φιλίας, δηλαδή βιβλία με ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά- τα «κακά» βιβλία, τα βιβλία που βρίθουν στερεοτύπων, ιδεολογικών και αισθητικών προβλημάτων είναι εξαιρέσεις στον κανόνα των εν γένει καλών βιβλίων της ελληνικής παραγωγής. Ένα βιβλίο που περιέχει τόσα στερεότυπα σε αφθονία, τόσα πολλά υποκοριστικά, περισσότερα και από τις πιέτες της φούστας του τσολιά, (όπως χαρακτηριστικά γράφεται στο κείμενο του Σάκη Σαλιγκαράκη) ανήκει μάλλον στο είδος του λογοτεχνικού pastiche και της μεταμοντέρνας παρωδίας.
Η ελληνική λογοτεχνία για παιδιά και νέους διακρίνεται αναμφίβολα για τον πλούτο, την υψηλή αισθητική της ποιότητα αλλά και την πρωτοτυπία της, τη διαρκώς εξελισσόμενη και προοδευτική φυσιογνωμία της. Τα σύγχρονα βιβλία καλύπτουν ευρύ φάσμα θεμάτων και αφηγηματικών –εκφραστικών τρόπων, θίγουν με τολμηρότητα θέματα ποικίλα και αιχμηρά, όπως οι συνθήκες ζωής του οικονομικού μετανάστη(ακόμη και του σύγχρονου Έλληνα οικονομικού νέο-μετανάστη) , η βία, το μίσος και ο ρατσισμός, το σύγχρονο δουλεμπόριο σαρκός, το έγκλημα, η τρομοκρατία, κ.ά. Σε πολλά βιβλία αναδεικνύονται γλαφυρά οι ποικίλες και αντιφατικές όψεις της ζωής στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες «του κράματος» καθώς και οι πτυχές της κοινωνικής παθογένειας .
Υπάρχουν επίσης βιβλία που ακολουθούν με επιτυχία τις συμβάσεις του ιδιαίτερα απαιτητικού είδους της λογοτεχνίας του φανταστικού , αλλά και μυθιστορήματα «υψηλής φαντασίας», δημιουργίας εναλλακτικών κόσμων και πραγματικοτήτων, που αξιοποιούν την πλούσια παρακαταθήκη της λαϊκών πολιτισμικών παραδόσεων, των θρύλων και των βαθιά ριζωμένων στο συλλογικό φαντασιακό μύθων .
Επίσης, σε πολλά ελληνικά βιβλία για παιδιά διαπιστώνεται γενικότερα η δεξιοτεχνική αξιοποίηση ποικίλων αφηγηματικών τρόπων και τεχνικών. Η τολμηρή ρεαλιστική γραφή εναλλάσσεται με το λυρισμό και την ποιητικότητα, την πρωτοπρόσωπη γραφή, την έντεχνη χρήση διακειμένων, την ανιχνευτική-αστυνομική πλοκή, την πειστική σκιαγράφηση χαρακτήρων, κ.ά. έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να αναδεικνύονται οι έντονες ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις ή τα αδιέξοδα που βιώνουν τα παιδιά και οι νεαροί ενήλικες. Ένα από τα πιο σημαντικά προτερήματα του καλλιτεχνικά αξιόλογου παιδικού βιβλίου είναι η πραγματικότητα να παρουσιάζεται σ’ αυτό πειστικά μέσα από την οπτική, το λόγο, την αρμόζουσα πνευματική και ψυχική ιδιοσυστασία των χαρακτήρων-είτε πρόκειται για παιδιά είτε για ενήλικες , ενώ σταθερή πρέπει να είναι και η ανατροπή ή η αποδόμηση των στερεοτύπων, των κατεστημένων προτύπων και των στερεότυπων αντιλήψεων.
Τα στερεότυπα είναι ίσως το πιο ενοχλητικό στοιχείο σε ένα βιβλίο, ίσως και το πιο δύσκολο να αποφευχθεί, δεδομένου ότι η καθημερινή μας ζωή και η σκέψη μας ως ατόμων και ως λαών είναι γεμάτη από προκαταλήψεις και στερεοτυπικές εικόνες ή ταξινομήσεις που αφορούν τα έθνη, τις θρησκείες, το φύλο, την ομορφιά, τις πολιτισμικές ταυτότητες, κ.ά. Τα στερεότυπα, υπαρκτά και αναγνωρίσιμα από αρχαιοτάτων χρόνων στη λογοτεχνία, μπορούν να εμφιλοχωρήσουν με σχετική ευκολία στην αφήγηση και να οδηγήσουν στην κατασκευή και διάδοση ιδεολογημάτων. Η γυναίκα υπήρξε σύνηθες θύμα στερεοτυπικής και απλοϊκής απεικόνισης, όπως στο παρακάτω παράδειγμα από πρόσφατο παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο, στο οποίο, ένα θηλυκό ξωτικό ανακαλύπτει τον προορισμό της στην ενασχόληση με τη μαγειρική για να ακολουθήσει στο τέλος «υπάκουα»[sic] τον άνδρα κυνηγό που συνάντησε στο δάσος.
Πολλές φορές, η στερεοτυπική απεικόνιση προσώπων και καταστάσεων συνδυάζεται με το kitsch, την υπεραπλούστευση, την ωραιοποίηση, την παρουσίαση επιτηδευμένων, αφύσικων ή επίπλαστων στοιχείων και γεγονότων, την κακόγουστη ονοματολογία. Η μυθοπλαστική εκμετάλλευση της οικονομικής κρίσης δεν έδωσε πάντοτε τα καλύτερα αποτελέσματα στη λογοτεχνία για παιδιά. Αποδείχτηκε μάλιστα θέμα ολισθηρό και ιδιαίτερα απαιτητικό στη διαχείρισή του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα βιβλίο στο οποίο τα εθνικά αυτοστερεότυπα όπως και τα ετεροστερεότυπα συνυπάρχουν και διαστρωματώνουν την αφήγηση.[1] Ανάμεσα σε πολλά άλλα, η αυστηρή ιδιοκτήτρια ιδιωτικού σχολείου Αγγελική Μαρκέλου επιπλήττει αυστηρά την υπερκαταναλωτική(οδηγεί ένα μοντέρνο αυτοκίνητο βαμμένο σικλαμέν) μητέρα της έφηβης ηρωίδας, η οποία αντιμετωπίζει πολλά οικονομικά προβλήματα λόγω της κρίσης .
Οι στερεοτυπικές απεικονίσεις ενίοτε διασπείρονται σε αφηγηματικά περιβάλλοντα που δεν διακρίνονται από την προσήκουσα οικονομία, αξιοπιστία και αληθοφάνεια του κειμένου. Πως θα σας φαινόταν ένα βιβλίο στο οποίο συμβαίνουν περίπου τα εξής: Η έφηβη ηρωίδα, διάσημη και πλούσια πρωταγωνίστρια τηλεοπτικής σαπουνόπερας, πέφτει θύμα απαγωγής, σώζεται μετά από επέμβαση της αστυνομίας που περιγράφεται σχηματικά, αλλά και χάρη σε ένα αγόρι που είναι «φτυστός ο Johnny Depp».Όμως και η μητέρα της ηρωίδας, που απεικονίζεται περίπου ως rich bitch, παρουσιάζεται ίδια ως προς τα εμφανισιακά της χαρακτηριστικά με γνωστή εν ενεργεία βουλευτή (αναφέρεται με το όνομά της).
Το πρόβλημα σε κάθε βιβλίο δεν είναι τα στερεότυπα καθαυτά, αλλά ο τρόπος χειρισμού τους από τον συγγραφέα και η λειτουργία τους στο κείμενο. Η έκθεση στερεοτυπικών αντιλήψεων όπως οι παραπάνω(που είδαμε ότι αφορούν το ρόλο της γυναίκας, την ανδρική ομορφιά, τα εθνικά χαρακτηριστικά και τις σχέσεις λαών) θα ήταν θεμιτή εάν αποσκοπούσε στην απογύμνωση και την αποδόμηση των προκαταλήψεων. Το διακειμενικά πρότυπα-πρόσωπα που αναφέραμε παραπάνω δικαιούνται μια νηφαλιότερη και ουσιαστικότερη , δηλαδή μια αισθητικά δικαιωμένη, λογοτεχνική μετάπλαση.
Πολλές φορές, ο διδακτισμός αναδύεται, άμεσος και αμετουσίωτος, στον υφολογικό τόνο, ενώ παράλληλα, ο μύθος είναι υποτυπώδης και σχηματικός. Για παράδειγμα, ορισμένα functional books (ας σημειώσουμε ότι, όπως έχουμε επισημάνει και στον αναγνώστη ,το είδος έχει εδραιωθεί στην εκδοτική παραγωγή με θέματα που αφορούν την καθημερινή ζωή των παιδιών, όπως οι φόβοι, ο θάνατος και η απώλεια, η υγιεινή, ο σχολικός εκφοβισμός, κ.ά.) διολισθαίνουν σε τέτοιου είδους «κακοτεχνίες», με αποτέλεσμα το συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα αλλά και η πειστικότητα του βιβλίου να αποδυναμώνονται. Έτσι, σε βιβλίο με θέμα την υγιεινή διατροφή(βιβλίο, το οποίο, σημειωτέον, δεν κρατά την ισορροπία ανάμεσα στο αναφορικό στοιχείο της λειτουργικότητας, αφενός, και το συμβολικό στοιχείο της μυθοπλασίας, αφετέρου) , διαβάζουμε το εξής: « Ναι μικρέ μου (…),είναι πολύ σημαντικό να τρώμε καλό φαγητό και να κάνουμε υγιεινή διατροφή. Αλλά πρέπει να θυμάσαι και κάτι άλλο: να τρως τόσο όσο πεινάς, κι αν νιώθεις ότι χορταίνεις να σταματάς! Δε θα θυμώσω αν δεν μπορείς να φας άλλο ούτε θα στενοχωρηθώ». Παρατηρούμε επομένως, με αφορμή το συγκεκριμένο παράδειγμα, ότι ο περίφημος «κρυμμένος ενήλικος»(hidden adult),[2] δεν είναι και τόσο κρυμμένος ,αντίθετα μετατρέπεται σε φωνή εξουσίας ή παρεμβατικό ομιλητή. Εν προκειμένω, παίρνει τη μορφή της μαμάς που κανοναρχεί με συμβουλές ,αλλά και με την ελλοχεύουσα απειλή του θυμού, τον ανήλικο ήρωα- ο ομήλικος πραγματικός αναγνώστης έχει πιθανότατα ήδη αποχωρήσει ή κοιμηθεί.
Μήπως θα ήταν προτιμότερο ,επομένως, ο αναγνώστης να διαβάσει για το ίδιο θέμα της εξισορροπημένης διατροφής το κεφάλαιο « Οι συμβουλές του στομαχιού» από τον περίφημο Γεροστάθη του Λέοντος Μελά – βιβλίο, αξίζει να σημειώσουμε, γραμματολογικά αξιόλογο για την εποχή και το είδος του και μακράν καλύτερο από το σύγχρονο, κίβδηλο ειδολογικά και ιδεολογικά και πρόχειρα γραμμένο, κατασκεύασμα. Η προβολή των ιδεωδών του Διαφωτισμού, η έντεχνη μετάπλαση γαλλικών προτύπων, η καλλιέργεια της ηθικής και πατριωτικής διάπλασης των Ελληνοπαίδων γίνονται στο Γεροστάθη με τρόπο έντιμο ,συνεπή και καλλιεπή.
Η ποίηση για παιδιά[3] ολισθαίνει ,σε πολλές περιπτώσεις, στην εύκολη και κακόγουστη στιχοπλοκία και την ανυπαρξία μεστού και ουσιαστικού νοήματος ικανού να ανακινήσει τη σκέψη και το συναίσθημα του αναγνώστη. Η μουσικότητα, ο εσωτερικός αλλά και εξωτερικός ρυθμός, οι παρηχήσεις και οι συνηχήσεις, το ευφυές γλωσσικό παιχνίδι, η εύστοχη και παραστατική εικονοποιία, αλλά και η πολυμέρεια της ποιητικής μορφής, το χιούμορ, ο λυρισμός, η αισιοδοξία, είναι ορισμένα από τα πάγια γνωρίσματα των καλών ποιημάτων για παιδιά, που συνυπάρχουν για την εξεικόνιση της αντιφατικής ζωής, της χαρμολύπης, της ουσίας των πραγμάτων πίσω από την εικόνα. Η εύκολη και εμπρόθετα σαχλή ονοματολογία του Σάκη Σαλιγκαράκη στηλιτεύει ένα υπαρκτό πρόβλημα της λογοτεχνικής παραγωγής για παιδιά-ιδιαίτερα της έμμετρης , η οποία δυστυχώς κατακλύζεται από ήρωες με παρόμοια ονόματα -τύπου Λούλα η λιμπελούλα , Λίτσα η πασχαλίτσα- έως ομοιοκαταληξίες και στιχουργήματα στα οποία απουσιάζει άλλοτε η λεπταισθησία, άλλοτε η γνήσια έκπληξη και η σπίθα του παραλόγου, άλλοτε το νοηματικό βάθος, άλλοτε η ειλικρίνεια και η δροσιά, έτσι όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα haiku ή στα limericks, και στα τόσα θαυμάσια δείγματα της ελληνικής παιδικής ποίησης του 19ου και του 20ού αιώνα .
Θα ήθελα να δώσω ένα μόνο, υπέροχο δείγμα ποίησης για παιδιά από ποιητική συλλογή του εξαιρετικού ποιητή Ηλία Κεφάλα:
Το φύλλο
Που θα πάει αυτό το φύλλο
Δίχως μάνα ,δίχως φίλο;
Το’κλεψε το μαύρο αγέρι
Και το πάει στα ξένα μέρη
Τι θα κάνει αυτό το φύλλο
Έρημο, μικρό και κοίλο;
Που θα πάει αυτό το φύλλο
Μες στη νύχτα , δίχως ήλιο;
Θα το πάρει το σκουλήκι
Μες στης γης το μαύρο σπίτι;
Θα το κλείσουν στο σεντούκι
Και θα το θρηνούν οι κούκοι;
Που θα πάει αυτό το φύλλο;
Στον Αλιάκμονα ή στο Νείλο; [4]
Ας δώσουμε όμως, ένα ακόμη παράδειγμα ενός αφόρητα φλύαρου, πλαδαρού , ηθικοδιδακτικού κειμένου , με κακόγουστη, λογοτεχνίζουσα τροπικότητα, κατάχρηση επιθέτων και θαυμαστικών. Το βιβλίο είναι επιπλέον γεμάτο επιφανειακές, φολκλοριστικές απεικονίσεις-σε συνδυασμό με την εικονογράφηση- της ελληνικής υπαίθρου και της ζωής των ανθρώπων της. Έτσι, στο βιβλίο αυτό , ο κορμός του δέντρου αλλού είναι «στριφτός και σφιχτός σαν πλεξούδα μακρομαλλούσας, όμορφης κι εργατικής κόρης, αλλού ξέμπλεκος και χαλαρός »- να υποθέσουμε, συμπληρώνοντας την παρομοίωση που αποσιωπάται , ξέμπλεκος και χαλαρός σαν τα μαλλιά και τα ήθη μιας, ενδεχομένως αισθησιακής, ενδεχομένως μη ενάρετης, αλλά οπωσδήποτε ακαμάτρας κόρης; Μήπως η γυναικεία κόμη λειτουργεί μετωνυμικά ως στοιχείο που οδηγεί για άλλη μία φορά σε υφέρπουσες ηθικές ταξινομήσεις, αυθαίρετες κατηγοριοποιήσεις και στερεοτυπικές απεικονίσεις του γυναικείου φύλου συλλήβδην;
Ο σύγχρονος δημιουργός του παιδικού βιβλίου έχει ένα δύσκολο και υπεύθυνο έργο. Καλείται να συνδιαλλαγεί με το ευρύ φάσμα των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραγόντων που διαμορφώνουν τις συνθήκες ζωής των παιδιών του 21ου αιώνα. Οι σύγχρονοι δημιουργοί βιβλίων για παιδιά καλούνται να διαχειριστούν μυθοπλαστικά τα δύσκολα ζητήματα φυλής, φύλου, ταυτότητας, εξουσίας, γνώσης, ηθικής, εργασίας, κ.ά., τα οποία έχουν μετασχηματίσει ριζικά την ίδια την έννοια της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά και οι νέοι του σήμερα καλούνται να ζήσουν, όχι μόνο στην «εποχή της υποψίας», αλλά και σε έναν κόσμο πολυπολιτισμικό και παγκοσμιοποιημένο, σ’ έναν κόσμο υψηλής τεχνολογίας, γεμάτο ανασφάλεια, προκλήσεις και αντιφάσεις. Από την πλευρά τους οι συγγραφείς καλούνται να απαντήσουν σ’ αυτές τις προκλήσεις, να λειτουργήσουν ως πομποί και δέκτες των ερεθισμάτων της εποχής τους, θίγοντας θέματα τρομακτικά επώδυνα όπως: οι εκφάνσεις της σύγχρονης βαρβαρότητας ενάντια στην παιδική αθωότητα, η θυματοποίηση των παιδιών, η φτώχεια, η πείνα, η στέρηση κοινωνικών δικαιωμάτων, και γενικότερα η κοινωνική παθογένεια που διαιωνίζει τη βάσανο των παιδιών και των νέων στο σύγχρονο κόσμο.
Το καλό, το αξιόλογο παιδικό βιβλίο είναι το αποτέλεσμα των πολυποίκιλων ταλέντων του δημιουργού του. Ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων είναι (ή οφείλει να είναι) παραμυθάς , αποενοχοποιημένος διασκεδαστής των αναγνωστών του, «τεχνουργός κρατήρων», ανήσυχος στοχαστής, αλλά και κοινωνικά ευαισθητοποιημένος πολίτης με βαθιά ενσυναίσθηση απέναντι στον κόσμο και τα ιδιαίτερα προβλήματα της παιδικής ηλικίας . Το καλό παιδικό βιβλίο , όπως και κάθε αξιόλογο βιβλίο γεννιέται στη βάση μιας καθημερινής αναμέτρησης με τον πνευματικό εφησυχασμό. Όποιοι κι αν είναι οι επιμέρους στόχοι του ή τα εκάστοτε ενδιαφέροντά του , ο συγγραφέας αναμετριέται καθημερινά με τον εαυτό του, με τον «καθημερινό του δαίμονα» (όπως έχει γράψει χαρακτηριστικά ο Νικηφόρος Βρεττάκος), με τη γλώσσα του και την παράδοσή του, με τα κοινωνικά προβλήματα , τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της εποχής του, έτσι ώστε να δημιουργήσει την προσωπική του αναγνωρίσιμη μυθολογία, την δική του ιδιοφυή μυθοπλασία, ικανή να ενεργοποιήσει το πνεύμα, το ενδιαφέρον και τη συγκίνηση του αναγνώστη του.
Θα ήθελα να κλείσω λέγοντας ότι κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχουν πραγματικά επιβλαβή βιβλία, πλην ενδεχομένως ελάχιστων, ακραίων περιπτώσεων. Τα παιδιά δικαιούνται να διαβάζουν τα πάντα, ακόμη και στο όνομα της ανώδυνης ψυχαγωγίας. Επομένως, δεν χρειάζεται να συμμεριστούμε τις ανησυχίες του λυκειάρχου με τις οποίες ξεκίνησα την αποψινή ομιλία. Τα αναγνώσματα του «πολτού»(pulp fiction) και η ανάλαφρη ψυχαγωγία που προσφέρουν έχουν προ πολλού αποενοχοποιηθεί, ενώ τα λεγόμενα «σκύβαλα»[5] (Τζων Σπινκ) , δεν θεωρούνται σήμερα κατακριτέα ή απαγορευμένα από την αναγνωστική δίαιτα των νεαρών αναγνωστών. Η σύγχρονη κριτική θεωρία, η κοινωνιολογική, παιδαγωγική, εκπαιδευτική, κλπ. έρευνα, έχουν αποφανθεί για το ζήτημα. Ζούμε στην εποχή της άμβλυνσης και του διασκελισμού των πάσης φύσεως διαχωρισμών, της αμφισβήτησης ή της διεύρυνσης του Κανόνα. Επομένως, έστω και υποθετικά, ένας νεαρός αναγνώστης που διαβάζει αδιακρίτως , εύπεπτα ψυχαγωγικά βιβλία, περιοδικά, εγχειρίδια, ακόμη και τα ίδια τα βιβλία που ανέφερα παραπάνω ως παραδείγματα προς αποφυγήν, κλπ. είναι προτιμότερος από έναν αναγνώστη που δεν διαβάζει απολύτως τίποτα και στερείται ερεθισμάτων εγγραμματισμού.
Θα έλεγα εν κατακλείδι ότι τα «κακά» βιβλία της εποχής μας ίσως και να είναι τα αδιάφορα βιβλία, τα περιττά βιβλία, αυτά που δίνουν τροφή στη λήθη και την αδιαφορία του αναγνώστη, είναι τα βιβλία χωρίς ισχυρό και αυθεντικό κίνητρο δημιουργίας ,εκείνα που δεν υλοποιούν τη γνωστή ρήση του Κάφκα : « Το βιβλίο πρέπει να είναι ο παγοθραύστης που θα σπάσει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας».
[1] Βλ. Ι.Οικονόμου –Αγοραστού, Εισαγωγή στη Συγκριτική Στερεοτυπολογία των Eθνικών Xαρακτηριστικών στη Λογοτεχνία, Θεσσαλονίκη:University Sοτεχνκa.grversity Studio Press 1992.
[2] Βλ. τη γνωστή μελέτη του Perry Nodelman, The Hidden Adult. Defining Children’s Literature, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press 2008.
[3] Βλ. Ανδρέας Καρακίτσιος, Σύγχρονη Παιδική Ποίηση, Αθήνα: Σύγχρονοι Ορίζοντες 2002.
[4] Ηλία Κεφάλα ,Η Μαγική Τρομπέτα ,εικονογράφηση: Β. Γρίβας, Αθήνα: Μικρή Μίλητος 2003.
[5] Τζων Σπινκ , Τα παιδιά ως αναγνώστες, μετάφραση Κ. Ντελόπουλος, Αθήνα: Καστανιώτης 1990.
(*)
Η Τζίνα Καλογήρου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και της Διδακτικής της
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
gkalog@primedu.uoa.gr