της Λίλας Κονομάρα.
Όταν βλέπουμε τα πλήθη των τουριστών να φωτογραφίζονται μπροστά στον Πύργο του Άιφελ ή στην Τζοκόντα κάνοντας όλοι την ίδια κίνηση, το εκλαμβάνουμε ως κάτι αρνητικό. Όταν όμως ένας καθηγητής επιβάλλει σε μία ολόκληρη τάξη να διαβάσει το Ζερμινάλ του Ζολά, κανείς δεν εκπλήσσεται. Πρόκειται για ένα έργο του πολιτισμού μας, το οποίο θεωρούμε σημαντικό να μοιραστούμε. Το να βγάζεις λοιπόν μια selfie μπροστά σε ένα έργο τέχνης, είναι το ίδιο πράγμα. Είναι ένας πολύ καλός τρόπος να ιδιοποιείσαι το έργο αυτό. Είναι δείγμα ενδιαφέροντος και σεβασμού. Η Τζοκόντα γίνεται ξαφνικά η δική σου Τζοκόντα.
Αυτά και άλλα πολλά πρεσβεύει ο André Gunthert, καθηγητής στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS), σύμφωνα με το άρθρο που δημοσιεύει ο Nouvel Observateur. Ωστόσο, η πράξη της ανάγνωσης- οικειοποίησης ενός έργου μπορεί να ισοδυναμεί με μια φωτογραφία που τραβήχτηκε μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα ανάμεσα σε ορδές τουριστών;
Αντιτιθέμενος στην πλειοψηφία που αντιμετωπίζει με περιφρόνηση αυτού του είδους τη φωτογραφία θεωρώντας την ασήμαντη και γελοία, ο Gunthert υποστηρίζει ότι η selfie φέρνει μια πραγματική επανάσταση στην εικόνα και ότι το φαινόμενο αυτό είναι βαθύτατα ανατρεπτικό τόσο σε εικονογραφικό όσο και σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Η πρακτική αυτή, όπως λέει, δεν είναι καινούρια, υπήρχε και πριν από την ψηφιακή εποχή. Δίνει ως παράδειγμα την ταινία Θέλμα και Λουίζ όπου οι δύο πρωταγωνίστριες παίρνουν την πολαρόιντ και φωτογραφίζονται πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Αφήνουν πίσω τους τα πάντα, δεν έχουν ανάγκη κανέναν για να βγάλουν τη φωτογραφία, είναι ένας τρόπος να δηλώσουν την ελευθερία και την αυτονομία τους. Είναι μια μορφή αμφισβήτησης. Όταν το 2013 εμφανίζεται μια σειρά άρθρων που κατηγορούν τις selfies ότι εκφράζουν το ναρκισσισμό των νέων, την έλλειψη σεβασμού που επιδεικνύουν απέναντι σε κάθε μορφή κοινωνικού κώδικα εφόσον φωτογραφίζονται παντού, ακόμα και σε κηδείες, η πρακτική αυτή γίνεται διάσημη. Οι εκδότες των λεξικών Oxford ανακηρύσσουν τη selfie, λέξη της χρονιάς. Οι φωτογραφίες αυτές γίνονται μια μορφή αντι-κουλτούρας, ένα δείγμα αμφισβήτησης, όπως και στην περίπτωση των πρωταγωνιστριών της ταινίας.
Η selfie συνεχίζει ο Γάλλος ερευνητής είναι ένα δείγμα της παρουσίας μου σε μια κατάσταση στο χώρο και στο χρόνο. Μήπως όμως, αντίθετα, πρόκειται για ένα δείγμα απουσίας, εφόσον η προσοχή των περισσοτέρων είναι τόσο εστιασμένη στη φωτογραφία που δεν αντιλαμβάνονται συχνά το τι υπάρχει γύρω τους και κυρίως δεν επικοινωνούν με αυτό;
Η selfie φέρνει την αποκαθήλωση της εικόνας, υποστηρίζει επίσης ο Gunthert. Δεν σε ενδιαφέρει πάντα να δείχνεις στα καλύτερά σου. Συχνά τσαλακώνεις την εικόνα σου, την γεμίζεις σχέδια, γραμμές, μουτζούρες, σχόλια, όπως γίνεται στο Snapchat. Ο στόχος δεν είναι να είσαι όμορφος, αλλά να προκαλέσεις αντιδράσεις, συζητήσεις και γέλιο. Μήπως όμως κι αυτός ο αυτοσαρκασμός είναι ένας άλλου είδους ναρκισσισμός ή επίδειξη, ένας τρόπος να δηλώσεις πόσο έξυπνος, ενδιαφέρων ή αστείος είσαι; Ο Gunthert δεν δέχεται ότι η selfie είναι ναρκισσιστική πράξη εφόσον στόχος της είναι να δημοσιοποιηθεί. Μα για τον νάρκισσο, οι άλλοι δεν λειτουργούν ως καθρέφτης;
Σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, οι φωτογραφίες γάμου στα μέσα του περασμένου αιώνα ενσάρκωναν την ιδέα της οικογένειας: αξιοσέβαστη, άκαμπτη, στημένη, εγκλωβισμένη μέσα σε διάφορες συμβάσεις. Σήμερα οι νέοι δεν φοβούνται να κάνουν φωτοσόπ στις φωτογραφίες γάμου τους προσθέτοντας δεινόσαυρους, ρομπότ και άλλα πολλά, δείχνοντας πως δεν παίρνουν τους θεσμούς και πολύ στα σοβαρά. Η selfie ανατρέπει τις κοινωνικές συμβάσεις, την ιεραρχία και το πρωτόκολλο. Ο Gunthert δίνει το παράδειγμα του πρίγκιπα Χάρυ ο οποίος αρνήθηκε να φωτογραφηθεί μαζί με μια νεαρή κοπέλα σε κάποιο ταξίδι του στην Αυστραλία. Σύμφωνα με τον Γάλλο ερευνητή, η selfie καταργεί τους διαχωρισμούς ανάμεσα στους ορώντες και τους ορώμενους καθώς και τις κλασικές αναπαραστάσεις που συνδέονται μ’ αυτούς. Σήμερα βλέπουμε πράγματι διάφορους σταρ να υιοθετούν αυτού του είδους τις φωτογραφίες με τους φαν τους. Αυτό όμως σημαίνει απαραίτητα ότι καταργούνται και οι αποστάσεις ανάμεσά τους; Μήπως πρόκειται απλώς για μια πρακτική ανάλογη με εκείνη των ανθρώπων που παλιότερα συνέλλεγαν αυτόγραφα;
Ο Gunthert ισχυρίζεται ότι οι selfies είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο με μακροχρόνιες συνέπειες, συγκρίνοντάς τις με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η έλευση του ροκ και της ποπ μουσικής και μιλώντας για βαθειά ανατροπή του κοινωνικού κώδικα. Μήπως υπάρχει μια δόση υπερβολής σε αυτό; Μήπως οι selfies δεν είναι παρά μια μόδα, δηλωτική της εποχής της – με όλη τη μοναξιά και την ανάγκη επαφής, επίδειξης και πρόκλησης που την χαρακτηρίζει – και τίποτα παραπάνω;