H Μπαρμπαρά Κασσέν για την Χάνα Άρεντ

0
1311

 

Κατερίνα Γούλα (επιμέλεια).

 

Με την ταινία της Margarette von Trotta, που βγήκε το 2013, η Hannah Arendt (1906-1975) άλλαξε προφίλ. Εδώ και μισό αιώνα, οι ειδικοί τη συγκαταλέγουν μεταξύ των πιο σπουδαίων θεωρητικών της πολιτικής νεωτερικότητας. Με τη σκέψη της πάνω στα εγκληματικά έκτροπα του ναζισμού, του σταλινισμού, ακόμη όμως και του καπιταλισμού, δεν έπαψε ποτέ να μας θέτει σε επιφυλακή ενάντια στον πειρασμό να ανάγουμε την ανθρώπινη πολυείδεια σε μια μοναδική αλήθεια.

Το ότι αυτή η μάχη —εξόχως πολιτική— δόθηκε από μια εξαιρετική ύπαρξη, δεν αποτελεί νέο, αλλά να που το ευρύ κοινό ανακάλυψε στο σινεμά, μέσα από δύο συγκλονιστικά επεισόδια και κάτι καινούργιο: την «παρά φύσιν» σχέση της με τον Heidegger και την πολεμική που ξέσπασε από την ερμηνεία της για τη δίκη Eichmann.

Και στις δύο περιπτώσεις, αρνήθηκε να της αποδώσουν μία μοναδική ταυτότητα, μια απλουστευτική αλήθεια. Ακόμη και η γραφή της, δυνατή και ενίοτε καυστική, ήταν μια διαρκής επίδειξη ελευθερίας: έγινε στόχος μεγάλων εχθροτήτων και τις αντιμετώπισε με μεγάλο κουράγιο. Έτσι λοιπόν, το πρόσωπο που μας παρουσιάζει η Μπαρμπαρά Κασσέν είναι σχεδόν θρυλικό.

LObs. Από τη σχέση της με τον Heidegger μέχρι την υπόθεση Eichmann, μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια σκανδαλώδη Hannah Arendt;

Μπ. Κ. Θα τη χαρακτήριζα μάλλον ελεύθερη: Hannah Arendt η ελεύθερη, αλλά αληθεύει ότι η ελευθερία είναι πολύ συχνά σκανδαλώδης. «Έκανα απλά αυτό που ήθελα να κάνω», λέει το 1964, στην περιβόητη συνέντευξή της στον Günter Gaus, για το δεύτερο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης —μια συνέντευξη η οποία είναι διαθέσιμη στο ίντερνετ και την οποία συνιστώ, πρόκειται για μοναδικό αρχείο.

Είτε μιλάμε για τον τρόπο της να είναι γυναίκα, να είναι φιλόσοφος, εβραία ή γερμανίδα, είναι πάντοτε ελεύθερη και ποτέ δεν ορίζεται σε σχέση με αυτό που οι άλλοι περιμένουν από αυτήν. Δεν την ενδιαφέρει καθόλου η γνώμη των άλλων και αυτό ακριβώς είναι πιθανότατα αυτό που την κάνει σκανδαλώδη.

Η Arendt και ο Heidegger είχαν κάτι παραπάνω από μια σχέση: έναν έρωτα, με ρίζες και ίχνη. Όσο για τον Eichmann, περιγράφει αυτό που βλέπει, με μια απόσταση που ο φίλος της Gershom Scholem της προσάπτει ως «αδιαφορία». Σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπει σε κανέναν να της υπαγορεύσει τη συμπεριφορά που θα κρατήσει. «Ο μη κομφορμισμός  είναι η εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της διανοητικής πραγμάτωσης», δηλώνει το 1948.

LObs. Πώς ήρθατε σε επαφή με το έργο της Hannah Arendt και ποια θέση του αποδίδετε στη σύγχρονη σκέψη;

Μπ. Κ. Ήταν αμέσως μετά το Μάη του ’68. Με λίγους φίλους, είχαμε φτιάξει ένα είδος εναλλακτικού πανεπιστημίου γύρω από τον Michel Deguy, τον καθηγητή μου στην προετοιμασία για την Εκόλ Νορμάλ. Ήμαστε παθιασμένοι αναγνώστες του Heidegger, αλλά γνωρίζαμε τη ζωή του. Η Arendt μας παρουσιάστηκε ως εκείνη που πέτυχε την πιο εύστοχη διάγνωση πάνω στον Heidegger. Είχε υπάρξει μαθήτριά του, είχε δομηθεί με τη φιλοσοφία του, τον είχε αγαπήσει· γνώριζε επίσης τις πολιτικές περιπλανήσεις του και, για τα καλά, το ναζισμό του.

Η διανοητική πορεία του της επέτρεψε να πάρει μια απόσταση και να διαφυλάξει έτσι ό,τι είχε λάβει από αυτόν: την απαίτηση μιας φιλοσοφίζουσας νόησης. Δύο μόνο  βιβλία της ήταν διαθέσιμα στα γαλλικά: «Η ανθρώπινη κατάσταση» και «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ». Υπό τη διεύθυνση του Patrick Lévy, η ομάδα μας μετέφρασε την «Κρίση της κουλτούρας», έπειτα τους «Πολιτικούς βίους», καταπληκτικά έργα.

Μια ιστορία που θα σας πω μαρτυρά ακριβώς το πώς ένιωθα: έδινα μαθήματα γενικής παιδείας στο ινστιτούτο τηλεπικοινωνιών. Τους έλεγα: «Στον διαγωνισμό, πρέπει να γνωρίζετε όσα οι εξεταστές θέλουν να γνωρίζετε, αλλά πρέπει επίσης να γνωρίζετε κάτι παραπάνω από αυτούς: αυτό το παραπάνω θα είναι η Hannah Arendt».

LObs. H Arendt μεγάλωσε στη Γερμανία και είδε τον Χίτλερ να ανεβαίνει στην εξουσία πριν να μεταναστεύσει στη Γαλλία κι έπειτα στις ΗΠΑ; Ποιο ρόλο παίζει στη σκέψη της αυτή η «γερμανική παιδεία»;

Μπ. Κ. H Arendt μεγάλωσε στο Καίνιξμπεργκ, και η μητέρα της, απέναντι στον αντισημιτισμό, της είχε ορίσει δύο κανόνες. Αν κάποιος καθηγητής έκανε ένα σχόλιο για τους Εβραίους, έπρεπε να σηκωθεί, να εγκαταλείψει την τάξη και να της αναφέρει λεπτομερώς τι συνέβη. Η μητέρα της τότε συνέτασσε μια συστημένη επιστολή προς τις αρχές. Και τότε: «Είχα μια μέρα κενό, ήταν τέλεια», έλεγε εκείνη. Αντιθέτως, αν την προσέβαλαν με αντισημιτικά σχόλια παιδιά της ηλικίας της, απαγορευόταν να πει το παραμικρό στο σπίτι: έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Οι κανόνες αυτοί της επέτρεπαν να είναι ταυτόχρονα προφυλαγμένη και να διαφυλάσσει την αξιοπρέπειά της!

H Arendt έχασε τον πατέρα της πολύ νωρίς και δεν έπαψε ποτέ να είναι η κόρη της μητέρας της. Η βιογράφος της Elisabeth Young-Bruehl αφηγείται πως, όταν βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, σηκωνόταν κι έλεγε, μισά αγγλικά μισά γερμανικά: «This place is nicht für meine Mutter Tochter!»(Δεν είναι κατάσταση αυτή για την κόρη της μητέρας μου!») Η μητέρα της είναι όμως πάνω απ’ όλα αυτή που της μιλούσε γερμανικά, τρέφοντάς τη με τραγούδια και με ποιήματα.

Μέχρι το τέλος της ζωής της, η Arendt θα ισχυρίζεται ότι πατρίδα της είναι η μητρική της γλώσσα, τα γερμανικά, ακόμη και αφού ο ναζισμός την πότισε «με μικρές δόσεις αρσενικού», όπως έλεγε ο Εβραίος φιλόλογος Klemperer. H Arendt έχει έναν ερωτικό τρόπο να μιλά για τα γερμανικά, χωρίς κάποια ιδιαίτερη γερμανοφιλία. Γι’ αυτήν, σε αντίθεση με τον Heidegger, η γλώσσα δεν έχει τις ρίζες της σε ένα λαό. Μια γλώσσα δεν ανήκει σε κανέναν, την αγαπάμε μέσα από τα έργα της και όχι επειδή λειτουργεί σαν το οχυρό μιας χώρας. Εντελώς το αντίθετο από αυτό που θα ισχυριζόταν κάποιος τύπου Σαρκοζύ, ο οποίος καμάρωνε για τη γαλλική ταυτότητα και ειρωνευόταν την «Πριγκίπισσα ντε Κλεβ[1]»…

LObs. Στη συνέντευξή της στη γερμανική τηλεόραση, η πρώτη της απάντηση είναι μια αποκήρυξη: «Δεν είμαι φιλόσοφος». Τι θέλει να πει με αυτό;

Μπ. Κ. Από τα 14 της, έλεγε, «η φιλοσοφία επιβαλλόταν»: «Αν δεν μπορώ να σπουδάσω φιλοσοφία, είμαι σαν να λέμε χαμένη». Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι αντιδρά έντονα όταν ο δημοσιογράφος της απευθύνεται ως φιλόσοφο. Το επάγγελμά της, έλεγε, είναι η «πολιτική θεωρία». Ποια είναι η διαφορά;

Η διαφορά είναι ότι οι φιλόσοφοι, όταν ασχολούνται με το πολιτικό ζήτημα, του επιβάλλουν μια ιδιαίτερα επικίνδυνη διαστρέβλωση. Δεν μπορούν να σταθούν ενώπιόν του με ουδέτερο τρόπο, όπως κάνουν για παράδειγμα μπροστά στη φύση. Ο φιλόσοφος μεταμορφώνει την πολιτική αναζητώντας την αλήθεια, στην οποία έχουν πρόσβαση μόνον «όσοι ξέρουν». Αυτό είναι που τους κάνει συχνά να προσεγγίζουν κάποιον πρίγκιπα που πιστεύουν ότι μπορούν να διαφωτίσουν με τις συμβουλές τους, και αν ο πρίγκιπας αυτός εξελιχθεί σε δικτάτορα δεν τους ενοχλεί εν τέλει και τόσο πολύ.

Η παρέκκλιση ξεκινά από τον Πλάτωνα και την ιδέα του περί φιλοσόφου-βασιλιά, την οποία προσπαθεί να εφαρμόσει στο ταξίδι του στη Σικελία, στον Δίωνα τον Συρακούσιο. Μια φαντασίωση επιρροής αυτού του είδους κατέτρεχε και τον Heidegger to 1933, όταν πίστευε ότι ήταν σε θέση να καθοδηγήσει τον Χίτλερ. Η Arendt το λέει με χιούμορ επί τη ευκαιρία των 80 ετών του Heidegger. «Η ροπή προς την τυραννία μπορεί να διαπιστωθεί στις θεωρίες όλων σχεδόν των μεγάλων στοχαστών», σημειώνει, διαγιγνώσκοντας μια πραγματική «déformation professionnelle» (επαγγελματική διαστροφή, γαλλικά στο κείμενο!)

Ακολουθώντας την παράδοση του Αριστοτέλη και της σοφιστικής, η Arendt δείχνει ότι η πολιτική δεν συγκρίνεται με κάποια ιδανική αλήθεια: είναι μάλλον ένα κοινό αγαθό, που οι άνθρωποι κατασκευάζουν αδιάκοπα μεταξύ τους. Αυτή η διαφωνία διατρέχει όλο το φιλοσοφικό πεδίο, την έχω για παράδειγμα σήμερα κι εγώ με το φίλο μου τον Alain Badiou.

LObs. Στην «Ανθρώπινη κατάσταση», το μεγάλο θεωρητικό έργο της, ορίζει την πολιτική σαν «δράση»…

Μπ. Κ. Η Arendt διακρίνει τρεις μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατ’ αρχάς, η εργασία, με την οποία ο άνθρωπος εξασφαλίζει τη διαιώνιση της βιολογικής ζωής του: καλλιεργεί, φροντίζει για την τροφή του, κ.λπ. Έπειτα το έργο, δηλαδή την κατασκευή αντικειμένων που καθιστούν τη φύση κατοικήσιμη: σπίτια, εργαλεία, έργα τέχνης. Τέλος, η δράση, που δεν αποσκοπεί ούτε στην επιβίωση του κορμιού ούτε στην κατασκευή αντικειμένων, αλλά στη δημιουργία σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή την πολιτεία και την πολιτική.

Με την πολιτεία, αυτό που συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων διαρκεί περισσότερο από τους ίδιους τους ανθρώπους. Τον Αύγουστο του 1950, σημειώνει: «Η πολιτική στηρίζεται σε ένα γεγονός: την ανθρώπινη πολυείδεια». Δεν υπάρχει καμία ουσία του ανθρώπου, υπάρχουν μόνο άνθρωποι: «Η πολιτική γεννιέται στο χώρο-που-βρίσκεται-μεταξύ-των-ανθρώπων, επομένως μέσα σε κάτι το θεμελιακά εξωτερικό του ανθρώπου». Η Arendt πάντοτε εναντιωνόταν στον πειρασμό μιας μοναδικής αλήθειας, ενάντια στην εξουσία των κεφαλαίων, του Ανθρώπου, του Είναι… Με αυτή την έννοια, όλο το θεωρητικό έργο της θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη απάντηση στον Heidegger.

LObs. Το δοκίμιό της «Οι ρίζες του απολυταρχισμού», το οποίο κυκλοφόρησε στη Γαλλία τη δεκαετία του 1970, συγκεντρώνει κάτω από την ίδια ετικέτα το ναζισμό και τον κομμουνισμό. Τι πιστεύετε γι’ αυτή την εξομοίωση;

Μπ. Κ. Η Arendt πήρε τον όρο «απολυταρχισμός» για να φτιάξει μια γενική έννοια κάτω από την οποία ενοποιεί ορισμένες περιόδους του ναζισμού και του σταλινισμού. Είναι μια πολύπλοκη εξομοίωση, την οποία σίγουρα χρησιμοποιούμε με αμφιλεγόμενο τρόπο. Διάβασε όμως πολύ καλά τον Μαρξ και μοιράζεται με αυτόν την ιδέα που μας έρχεται από τον Αριστοτέλη και μας λέει ότι ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τη μέλισσα, είναι ένα πολιτικό ον προικισμένο με το Λόγο.

Αποκαλούσαν τον Μαρξ «Δαρβίνο της ιστορίας» και τίποτε δεν ξεφεύγει της Arendt. Διότι, ακριβώς, αυτό που προκαλεί τον «τρόμο» που χαρακτηρίζει το απολυταρχικό καθεστώς, είναι ότι ανάγει την Ιστορία σε μια φυσική διαδικασία, ότι καταστρέφει το χώρο μεταξύ των ανθρώπων ως χώρο επινόησης.

LObs. Ήταν αντιμαρξίστρια; Ποια ήταν η σχέση της με τον καπιταλισμό;

Μπ. Κ. Παρατηρούσε ότι τόσο ο σοσιαλισμός όσο και ο καπιταλισμός στερούσαν τις μάζες από το παραμικρό δικαίωμα στην ιδιοκτησία. «Στα βασικά σημεία, ο σοσιαλισμός αρκέστηκε στο να ακολουθήσει, ωθώντας το στα άκρα, αυτό που είχε αρχίσει ο καπιταλισμός. Γιατί θα έπρεπε να λειτουργήσει σαν γιατρικό του;» Ωστόσο, δεν αρνείται τον «χαμένο θησαυρό των επαναστάσεων», τα συμβάντα αυτά όπου βλέπει, με τρόπο ενίοτε αφελή, τη σύμπτωση μεταξύ της ιδέας της ελευθερίας και της ιδέας του ξεκινήματος.

LObs. Σε αντίθεση με όλους όσους μας λένε να μην κρίνουμε τους άλλους, η Arendt πλέκει συχνά το εγκώμιο της κρίσης. Περί τίνος πρόκειται;

Μπ. Κ. Όταν μιλά για κρίση, πρέπει να έχουμε κατά νου τον Καντ. Ο Καντ είναι ο στοχαστής της ικανότητας της κρίσης. Και είναι επίσης ένας από τους ελάχιστους φιλοσόφους που δεν υπόκειται στην επαγγελματική διαστροφή για την οποία μίλησα παραπάνω. Το ένα καθορίζει το άλλο. Το να μαθαίνεις στον άλλο να σκέφτεται από μόνος του, είναι ο ίδιος ο ορισμός της εκπαίδευσης.

Η πραγματική παιδεία χαρακτηρίζεται όχι από τη συσσώρευση γνώσεων αλλά από την αισθητική κρίση: «Ένα καλλιεργημένο άτομο θα έπρεπε να είναι: κάποιος που ξέρει να διαλέγει τους συντρόφους του ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πράγματα, στο παρόν όπως και στο παρελθόν». Η Arendt  θέτει το ερώτημα: «Θα μπορούσε η αισθητική κρίση να είναι μία από τις πολιτικές αρετές;» Απάντηση: ναι, εκατό φορές ναι. Η κρίση βρίσκεται στο σταυροδρόμι της πολιτικής και της κουλτούρας. Είναι ό,τι πιο πολύτιμο μπορούμε να διδάξουμε.

LObs. Τι συμβαίνει με την υπόθεση Eichmann, αυτόν τον ναζί ανώτερο δημόσιο υπάλληλο που εξασφάλιζε τον εφοδιαστικό συντονισμό της Shoah και που το Ισραήλ δίκασε το 1961;

Μπ. Κ. Για να καταλάβει τι συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων, η Arendt πρέπει να σπεύσει εκεί επιτόπου. Έχασε τη δίκη της Νυρεμβέργης, θέλει όμως να δει τη δίκη του Eichmann. Χάρη σε μια διαπίστευση από το περιοδικό «New Yorker» παρακολουθεί τα πάντα, δουλεύει. Και τι ανακαλύπτει; Κατ’ αρχάς, το ρόλο ορισμένων εβραϊκών συμβουλίων, και τη «συμμετοχή» τους στην Shoah, μια ιδέα που, παρ’ όλο που δεν είναι η μόνη που την υποστηρίζει, δεν γίνεται εύκολα δεκτή.

Υποστηρίζει κυρίως ότι ο Eichmann δεν είναι «ένα τέρας», αλλά «ένας κλόουν». Είναι ένας ειδικός που μιλά με κλισέ και επαναλαμβάνει έτοιμες φόρμουλες. Ποτέ δεν σκέφτεται από μόνος του. Είναι «αποκρουστικά βλάκας». Η Arendt κατηγορήθηκε ότι υποτίμησε τη διαβολική ευφυΐα του Eichmann. Ίσως, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Γιατί, όπως κι εκείνη, πιστεύω κι εγώ ότι η ανθρώπινη μοχθηρία είναι λιγότερο επικίνδυνη από την κοινοτοπία του κακού.

Η ευθύνη της Shoah εξαρτάται λιγότερο από ορισμένα σατανικά πνεύματα και περισσότερο από το τείχος κοινοτοπιών που εμπόδισε τους Γερμανούς να δουν τι συνέβαινε. Το ζήτημα της γλώσσας στη σκέψη της είναι κεντρικό και η εμπλοκή της είναι πάντοτε πολύ βαθιά με τις λέξεις που επιλέγει, αρνούμενη την ξύλινη γλώσσα και τα «γλωσσικά στοιχεία». Κάτι που θα έπρεπε να ισχύει για όλους μας σήμερα…

LObs. Ποια ήταν η σχέση της με την εβραϊκότητά της; Ήταν μια εβραία φιλόσοφος;

Μπ. Κ. Ένας Εβραίος που δέχεται επίθεση ως Εβραίος πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του ως Εβραίος, έλεγε η ίδια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, εναντιώθηκε με πάθος στη δημιουργία ενός εβραϊκού στρατού που θα συμμετείχε στον πόλεμο κατά του ναζισμού. Δήλωνε ότι το να είναι Εβραία ήταν γι’ αυτήν κάτι το τόσο αδιαφιλονίκητα προφανές όσο το να είναι γυναίκα. Όπως όμως και για τη γερμανική γλώσσα, τη φιλοσοφία ή τη θηλυκότητα, αρνούνταν να ανάγει την εβραϊκότητα σε ταυτότητα, σε ουσία.

Κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Eichmann, ο φίλος της Gershom Scholem, με τον οποίο οι δρόμοι της χώρισαν οριστικά, την κατηγόρησε ότι δεν αγαπούσε αρκετά το λαό της. Έδωσε την παρακάτω εκπληκτική απάντηση: «Έχετε απόλυτο δίκιο. Ποτέ στη ζωή μου δεν «αγάπησα» κανένα λαό και καμία συλλογικότητα —ούτε τον γερμανικό λαό, ούτε τον γαλλικό λαό, ούτε τον αμερικανικό λαό, ούτε την εργατική τάξη ούτε οτιδήποτε άλλο αυτού του είδους. Αγαπάω ουσιαστικά μόνο τους φίλους μου και είμαι εντελώς ανίκανη για οποιαδήποτε άλλη μορφή αγάπης».

Και προσθέτει: «Εξυπακούεται όμως, είναι γεγονός, ότι ανήκω στο λαό αυτό». Όπως μαρτυρά η επιβλητική συλλογή των «Εβραϊκών γραπτών», δεν έπαψε ποτέ να γράφει για τους Εβραίους. Δεν ξέρω λοιπόν αν ο στοχασμός της είναι «εβραϊκός», ξέρω όμως ότι το κράτος του Ισραήλ θα είχε πολλά να μάθει από αυτόν.

 

Συνέντευξη στον Eric Aeschimann για το περιοδικό Le Nouvel Observateur, στις 6/9/2015.



[1] Σαρκαστικά σχόλια για το αριστούργημα της Μαντάμ Λαφαγιέτ από τον Σαρκοζύ που ισχυριζόταν ότι δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο πρέπει να θεωρείται προσόν σε ένα διαγωνισμό να ξέρεις ολόκληρο το έργο αυτό απ’ έξω,  το οποίο είχε κάνει και τον ίδιο να υποφέρει.

Προηγούμενο άρθροΟι selfies και ο Ζολά
Επόμενο άρθροO Βασιλικός της Θάσου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ