Η Γόνη στο μπαλκόνι (διήγημα της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

0
207

 

 

Αλεξάνδρα Χαΐνη

 

Η γυναίκα στο μπαλκόνι. Ας την πούμε Γόνη. Από το Αντιγόνη. Ίσως και από το γόνι, το γόνατο. Κατ’ ευφημισμόν το τελευταίο, ωστόσο, μια και τα γόνατα της κυρίας στο μπαλκόνι έχουνε πάψει να λειτουργούνε, εδώ και χρόνια.

Κανείς δεν θυμάται στο χωριό πόσα είναι αυτά τα χρόνια. Το μόνο που θυμούνται όλοι, μικροί που μεγαλώσανε και μεγάλοι σχεδόν ίσα μ’ εκείνη, είναι τη μέρα που η Γόνη δεν μπόραγε πια να βγει ούτε καν στο μπαλκόνι.

Χωμένη μέσα στο σπίτι καθότανε, δεν έβλεπε ανατολή μα μήτε δύση. Μόνο τους τέσσερις τοίχους έβλεπε κι αυτούς θολά.

Κούτσα κούτσα στην αρχή πήγαινε μέχρι την κουζίνα, να πιει λίγο νερό, να ψήσει κάνα καφέ, μια τομάτα να κόψει, λίγο τυρί. Μετά σταμάτησαν κι αυτά. Ευτυχώς που κάθε πρωί ερχότανε να την δει ο Μασκουλιής, ο μανάβης καλέ από την πάνω γωνία.

Ήτανε μερακλής ο Μασκουλιής, Θοδωρή τον ελέγανε, Λολή τον εφωνάζανε, το άλλο ήτανε το παρατσούκλι του. Κάθε γιορτή και σχόλη βλέπεις, φύτευε στις ελιές «μάσκουλα», πυροτεχνήματα. Παλιά, σαν ήτανε νέος, ώσπου έχασε ένα δάχτυλο κι έμεινε με το παρατσούκλι.

Της πήγαινε λοιπόν ο Λολής γάλα ζεστό απ’ την κατσίκα του, καμιά μερίδα παστιτσάδο που ’χε μόλις μαγειρέψει η κυρά Μαρία, η γυναίκα του, φρέσκο ζυμωτό ψωμί.

Καμιά φορά, τα καλοκαίρια, της έφερνε σύκα από το δέντρο στην αυλή του, αλλά και κρασί που η κυρά Γόνη δεν το ’πινε. «Να με μεθύσεις θες ωρέ Λολή, να με ρίξεις στο κρεβάτι θες;» χωράτευε στην αρχή κι ύστερα έσκαγε στα γέλια.

Βλέπεις, η Γόνη κι ο κυρ Λολής είχανε έρωτα κρυφό από μιτσά, απ’ όταν επηγαίνανε μαζί σκολειό – δημοτικό, τότε δεν επηγαίνανε και παραπέρα. Ποτέ όμως δεν το μολόγησε ο ένας στον άλλον. Με λόγια εννοώ. Παντρευτήκανε, κάνανε παιδιά, μέχρι που η αγάπη τους έγινε ένα με όσα λιγοστά μοιραζόντουσαν, δυο κομμάτια ψωμί, ένα ποτήρι δροσερό κακοτρύγη.

Ήτανε όμως γραφτό ούτε κι αυτό να πάει μακριά. Ο κυρ Λολής αρρώστησε, άρχισε τις θεραπείες. Δεν κράτησε πολύ, 5-6 μήνες μοναχά. Τα γόνατα της Γόνης αδυνάτισαν κι άλλο. Της πήγαινε η κυρά Μαρία φαγητό τώρα, ο γιος της γύρισε απ’ τα ξένα να την φροντίσει. Είχε χάσει και τη δουλειά του, περνούσε δύσκολα.

Να μην στα πολυλογώ, ο Μασκουλιής πέθανε. Μα πριν πεθάνει της έγραψε ένα γράμμα. Έφτασε μαζί με ένα μεγάλο δέμα: ένα αναπηρικό καρότσι, τελευταίας τεχνολογίας ήτανε, αυτόματο. «Σε σένα που αγάπησα πιότερο απ’ όλους κι όλα. Θα σε δω ξανά και θα ’χουμε κι οι δυο φτερά στα πόδια αλλά οι καρδιές μας θα ’ναι ακόμη ίδιες», έλεγε στο γράμμα.

Η κυρά Γόνη ζει ακόμη και κάθε ανατολή και δύση θα την δεις στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι κακοτρύγη. Την πρώτη γουλιά την ρίχνει στο ποτάμι. Ώσπου να δύσει ο ήλιος, το ποτήρι της το ’χει αδειάσει._

 

Προηγούμενο άρθροΟ Χρήστος Γιανναράς και η αριστερά (επιμ. Γιάννης Ν.Μπασκόζος)
Επόμενο άρθροΑν ο Θεός είχε περίοδο (της Κατερίνας Θεοδωράτoυ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ