Η γλωσσοκεντρική ποίηση της Κατερίνας Γκιουλέκα (της Λίλιας Τσούβα)

0
307

 

 

 

της Λίλιας Τσούβα (*)

 

Στα μέσα του 20ου αιώνα, ο Ζακ Λακάν[i] προσπαθώντας να  κατανοήσει το «εγώ» και επηρεασμένος από τις θεωρίες του Φρόυντ,[ii] την επιστήμη της γλωσσολογίας και τον Φερντινάντ ντε Σωσσύρ,[iii] εστίασε στη γλώσσα και στο ασυνείδητο. «Το βασίλειο της αλήθειας είναι η λέξη» είχε πει και με τη φράση του αυτή κατέστησε την ψυχιατρική λεκτική επιστήμη. Ανιχνεύοντας την αλήθεια της ύπαρξης στις λέξεις, συνέστησε τη γλώσσα φορέα της «πραγματικότητας», όχημα έκφρασης ζωής, ένα εργαλείο, από τη μελέτη του οποίου μπορούμε να αγγίξουμε την υποκειμενική πραγματικότητα του «είναι».

Παράλληλα, δίνοντας έμφαση στο ασυνείδητο, υποστήριξε ότι είναι δομημένο όπως η γλώσσα, ότι η πραγματικότητα είναι ζήτημα αντιθέσεων μεταξύ λέξεων και άλλων λέξεων (όχι πραγμάτων), ότι υπάρχει ένα συνεχές εμπόδιο ανάμεσα στο σημαίνον (τη λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Η γλώσσα συνεχώς γλιστρά από το ένα στο άλλο. Παράδειγμα, δύο πανομοιότυπες πόρτες τουαλέτας. Η πρώτη με την επιγραφή «Γυναικών» και η δεύτερη με την επιγραφή «Ανδρών». Έχουμε το ίδιο σημαίνον, όμως δύο διαφορετικά σημαινόμενα. Μόνον οι συσχετισμοί ανάμεσα στις λέξεις παρέχουν τη διερεύνηση οποιουδήποτε νοήματος, υποστήριζε ο Λακάν.[iv]

Η Κατερίνα Γκιουλέκα στην ποιητική της συλλογή «Πλάνης στην πλάνη της» (εκδόσεις Θίνες 2024), μέσα από τη δομή του λέγειν της αφήνει να αναδειχθεί η γραμμή της σκέψης της. Ελευθερώνει τη φιμωμένη της ομιλία και παίρνει θέση πάνω σε ζητήματα προσωπικά και κοινωνικά: της ταυτότητας και του «εγώ», των ερωτικών και κοινωνικών σχέσεων, της επιστήμης, των ανταλλαγών, των συμβάσεων. Ο λόγος της αγγίζει τη συμβολική τάξη των πραγμάτων αλλά και την τάξη του πραγματικού· αγγίζει το όνειρο και το τραύμα, την επιθυμία και την αποπλάνηση, την ετερότητα.

Σύμφωνα με τον Λακάν, τρεις είναι οι διαστάσεις μέσα από τις οποίες αντικρίζουμε τον κόσμο: το Φαντασιακό, το Συμβολικό, το Πραγματικό. Το Φαντασιακό (στάδιο του μικρού παιδιού, πριν αναδυθεί η αίσθηση του εαυτού), είναι ο χώρος των εικόνων και της φύσης, αρχή της κοινωνικοποίησης. Το Συμβολικό είναι ο χώρος του λέγειν. Περιλαμβάνει τη γλώσσα και την ομιλία, τις έννοιες του Νόμου και της Λογικής. Είναι ο χώρος του Άλλου, του πολιτισμού, ενέχει τις έννοιες του θανάτου και της έλλειψης. Το Πραγματικό (δεν έχει σχέση με το αληθινό, το συγκεκριμένο, το ορατό), ορίζεται ως η πλευρά που μας διαφεύγει. Μια διάσταση όπου δεν υφίστανται αντιθέσεις και απουσία. «Είμαι εκεί όπου δεν σκέφτομαι» είπε πει ο Λακάν, δηλαδή στο ασυνείδητο. Εκεί βρίσκεται η αληθινή μου ταυτότητα.

Η ποιητική συλλογή της Κατερίνας Γκιουλέκα «Πλάνης στην πλάνη της» (εκδόσεις Θίνες 2024) συνιστά μια περιπλάνηση στο τριαδικό σύστημα του Λακάν· στο πεδίο των εικόνων και του πολιτισμού, της ζωής, του θανάτου, του ασυνειδήτου.

Δομείται πάνω στην  έννοια του χωροχρόνου. Ο χρόνος αποτελεί τον πυρήνα της συλλογής, στις ποικίλες εκφάνσεις του:

ΣΟΥΡΟΥΠΟ- ΒΡΑΔΥ- ΝΥΧΤΑ

ΠΡΩΤΕΣ ΩΡΕΣ- ΧΑΡΑΜΑ- ΠΡΩΙΝΟ

ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ

ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΟΡΑ

Οι διαφορετικοί χρονότοποι, κατά τον Μπαχτίν,[v] δεν είναι παρά «εκδηλώσεις της ερμηνείας των µορφών ταυτοτήτων που παρέχουν οι πολιτισμοί σε συσσωρευτικές διαδικασίες, µε τρόπο ώστε να διαβάζεται σε αυτές η διαμόρφωση της ιστορικο-κοινωνικής εικόνας του ανθρώπου, µιας εικόνας που δεν ομογενοποιήθηκε ποτέ».

Περιδιαβαίνοντας ο αναγνώστης και η αναγνώστρια τον χωροχρόνο του ποιητικού υποκειμένου στη συλλογή «Πλάνης στην πλάνη της» και παρακολουθώντας την εσωτερική του περιπλάνηση τόσο στις ώρες του σούρουπου και της νύχτας όσο και κατά τις πρώτες ώρες της ημέρας ή τις μεσημεριανές, εισχωρεί κατ’ ουσίαν στη χρονικότητα του βίου του. Η κλιμακωτή πορεία ενέχει παράλληλα τα χαρακτηριστικά ενός κοιτάγματος στον καθρέφτη, μιας αναδρομής προς το παρελθόν και την ιστορία, προς τα τοπία και τις αναμνήσεις ενός χωροχρόνου που έληξε, αλλά που παραμένει επιθυμητός.

ΣΑΡΑ

Κι ύστερα ένα σούρουπο

χάθηκα μ’ εσένα στο δάσος

ξαναχάθηκα

σ’ εσένα

στο δάσος·

για μια μισή στιγμή

σαν κάπως να σκιάχτηκα

έπειτα με ένα βήμα

άλλαξα χρόνο

ελεύθερα

τσούλησα στη σάρα

ακολούθησα τυφλά

σγουρόμαλλο βέλος

μιαν ώρα ακούσιας

αμειψισποράς

των αισθημάτων

ζυγιάστηκα πάνω από

νερά σκοτεινά

κι ήσουν φέτος τη νύχτα

καλά

πόσο καλά

(μαζί μου) (σελ. 26)

Η πορεία προς τον ανεπιστρεπτί παρελθόντα χρόνο διαποτίζεται αφενός από τη νοσταλγία και την ανάγκη κατανόησης του εαυτού, αφετέρου από την αγεφύρωτη διάσταση ανάμεσα στα όνειρα της παιδικής ηλικίας και την προσγείωση της ενήλικης ζωής. Συχνά λαμβάνει εξπρεσιονιστικές διαστάσεις. Παρουσιάζεται με τη σύνθετη αλλά αγχώδη γλώσσα του Σαχτούρη, με μια αφήγηση δραματική, σαν μετάβαση σε μια πραγματικότητα που περικλείει την αποκαρδίωση, όμως και την ελπίδα.

ΜΗΝ ΚΡΑΤΗΘΕΙΣ

Βαδίζοντας στην όχθη

τα φύλλα έτριξαν·

σβήσου

έχει πει ο ποιητής

-με γενναιοδωρία-

ρυάκια δίπλα σου κυλούν

κλωνάρια σπάζουν

πέφτει η νύχτα απαλά

χωρίς αρχή

όλο αποκάμουν οι σκιές

σε ύπνο βυθίζονται οι πόνοι

ένα αεράκι μόνο ρυτιδώνει τα νερά

γκρίζα κι αυτά

κλειστά

ανοίγονται καινούργια μνήματα,

χαράξου κάπου

 

και μετά

ο στίχος μένει (σελ. 27)

Στην προσπάθεια να προσεγγίσει τον εαυτό το ποιητικό υποκείμενο οδηγείται σε μια πρωτοπρόσωπη εξομολογητική έκφραση, η οποία και δεσπόζει στο έργο. Όμως και με τη χρήση του δεύτερου προσώπου, τις περισσότερες φορές, στον εαυτό απευθύνεται.

ΕΞΩΘΕΝ ΑΡΣΗ

Την άλικη νύχτα

παρέα (τη) σβήνω με

το γυάλινο αγόρι

φοράδες ξέφρενες

δείχνουν τα δόντια τους

από άνεμο αιχμηρά·

μόλις ανελήφθη εδώ ένα βιολί

πριν μια τρομπέτα

πόσο εύκολα υφαίνουν τάχα

νέο ουρανό;

 

Τα νερά στάθηκαν φέτος

πολύ αλμυρά

γι’ αυτό και λίγα

ενώ οι ώρες μία μία αναχωρούν

κι ας πείσμωσαν

στη θέση τους οι τάφοι

ανάμεσα από μαύρα κούτσουρα

βαλσαμωμένα με κοιτά

το έσω

δάσος (σελ. 39)

Η μνήμη, «μυστήρια αρκούδα», «μπορεί να βγει από τον λήθαργο» και από το πιο απλό ερέθισμα, επισημαίνει στο ποίημα «ΤΩΡΑ ΒΡΟΧΗ». (σελ. 29)

«[…] ζόρικη ανάβαση/ κρυφά βαρίδια/ κλειστός λυγμός/ στον κρίκο της τραμπάλας […]», γράφει στο «ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ». (σελ. 37)

Καθώς πλανιέται στον χρόνο το ποιητικό υποκείμενο, «πλάνης» της ζωής και των ψευδαισθήσεων, παλεύει με το θυμικό και τις αισθήσεις. Στην αφήγηση πρωτοστατεί η φύση, όπως και οι υπερρεαλιστικές εικόνες που πηγάζουν από το ασυνείδητο ή καταγράφονται αυτόματα. Στα όρια της συνείδησης και της φαντασίας ο χρονότοπος του υπερπραγματικού, συνοδεύεται από μια γλώσσα ρευστή και εκκεντρική, που δουλεύει με δεξιοτεχνία τις λέξεις, παίζει με τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, τους αρχαίους μύθους.

Οι στίχοι της  Γκιουλέκα συνομιλούν κυρίως με τον Σαχτούρη και τον Καβάφη, αλλά και παρωδούν, είναι γεμάτοι λογοπαίγνια, παρηχήσεις, ακόμα και ομοιοκαταληξίες. Παράδειγμα το ποίημα «Ο ΧΟΡΔΙΣΤΗΣ», μια συνομιλία με τους στίχους και το πνεύμα του Καβάφη, γραμμένη με σκώμμα αλλά και ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή.

Μάθαινε να μη μένει εκτός νυμφώνος

Χορδίζοντας μεθοδικά εαυτόν εντός τυφώνος

Μέσα σε σπείρα λογισμών ωραίων

Δεν έμοιαζε να νοσταλγεί το αεράκι των ορέων

Στα σούρουπα τώρα της πόλης πάλι αργοσχολούσε

Τα λιγδερά της πεζοδρόμια αψηφούσε

Δυνάμεις τον μαγνήτιζαν απ’ τη σελήνη

(της πλάνης της ο πλάνης ξέρει τη μαγεία να πίνει)

Περιδιαβαίνοντας, παρατηρώντας

Με τα γραπτά διηγούμενος, αναπολώντας

Σε χάδι ήχων το ους συντόνιζε ανεπαισθήτως φίνων

Στις διασταυρώσεις έπεφτε σε σκιές τινών, μα τίνων;

Ό, τι ήδη ήξερε αναγνώριζε μονάχα

Αλλά δεν έκανε το λάθος να νομίζει τάχα

Πως ό, τι δεν γνωρίζει δεν υπάρχει

Κι έτσι έψαχνε ενδελεχώς έδινε μάχη

Επέστρεφε ξεκούρδιστος για λίγο

Κι έλεγε πάλι για περπάτημα θα φύγω

Μ’ αυτό επισυμβαίνουν της επίγνωσης στοιχίσεις

Μέσα στον νου διευρύνονται οι περιτειχίσεις

It doesn’t  take /all of a sudden/ two to tangο

Παύω να μένω αναπληρωματικός στον πάγκο

 

Αυτά μέχρι να ’ρθει ξανά το καλοκαίρι

Μήπως κι ιδρώσουνε ξανά μαζί στα ίδια μέρη

Στις τραχιές πέτρες τάχα μη βρεθούν σώμα με σώμα

Κι αν πράγματι άδειες από βέλη οι φαρέτρες

Πάλι λιώμα (σελ. 42)

Οι σφοδρές επιδρομές του Φαντασιακού στο Συμβολικό, στη συλλογή της Γκιουλέκα, υπενθυμίζουν στον αναγνώστη και την αναγνώστρια το οδυνηρό ζήτημα της ενηλικίωσης και της απόρριψης των ψευδαισθήσεων, τον φαύλο κύκλο των ανικανοποίητων επιθυμιών, της παραπλάνησης, αλλά και της αποπλάνησης, όμοιο με αυτόν της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

ΑΟΡΑΤΗ ΚΛΩΣΤΗ

Παλιά (μ’) αγάπησα πολλά φουστάνια

κείνο το τσάρλεστον μακρόταλο γκοφρέ

το γκρίζο κλος γεμάτο άσπρες να πεταρίζουν πεταλούδες

τ’ άλλο το αιθέριο, όπως σκιζόταν σε αγοριών λαβές

 

Καθένα  (μ’) αγαπώ μ’ ένα ζευγάρι υποδήματα άλλο

τις κατακόκκινές μου μπαλαρίνες τις σουέτ για τον χορό

τις σκουροκίτρινες μεταξωτές, τις ψηλοτάκουνες, ξώφτερνες γόβες

τα άυλα πέδιλα

μια σόλα μοναχά

-σχεδόν-

κι απάνω γώ

 

Λιωμένα πια καιρό τα κράταγα, κάποτε μήπως μ’ αντιγράψω,

να ξαναζήσω μ’ άλλο μα και με τo ίδιο δέρμα ένα συμβάν απ’ την αρχή

μετά τα πέταξα

–τώρα φυλάγω πάλι κάποια άλλα–

μα μάλλον φάρσα βγαίνει κάθε ιστορία στην αντιγραφή (σελ. 32)

Η ποίηση έρχεται να αντισταθμίσει τη σκληρή πραγματικότητα. Η συλλογή της Γκιουλέκα εστιάζει στο εγώ, στον χρόνο και στην παραδοχή της ποίησης ως πράξης. Αυτά αποτελούν το σημαίνον της ποιητικής της έκφρασης. Τα πραγματεύεται με μία φαντασία που υπερβαίνει το ποιητικό συνεχές. Με πρωτότυπα ονοματικά σύνολα και λεκτικούς συνδυασμούς, αλλά και με αντιθέσεις: από τη μια ο ονειρικός κόσμος της Αλίκης στη «Χώρα των θαυμάτων» και από την άλλη το σπαρακτικά οδυνηρό γεγονός της ενηλικίωσης, του θανάτου, αλλά και της παθογένειας στην κοινωνία.

Η αντίθεση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα που κατακλύζει την ποίηση της Γκιουλέκα συνιστά υπενθύμιση του χάους που περιβάλλει τον κόσμο μας. Η child photography με τα φλοράλ φορέματα και τα όμορφα παπούτσια που φύλαγε για χρόνια στο συρτάρι, ενθύμιο από τη διεκδίκηση ενός νέου κοριτσιού της θέσης του στον πατριαρχικό κόσμο των ενηλίκων και στον έρωτα, αναμειγνύονται με τις απογοητεύσεις στον τομέα των διαπροσωπικών και ερωτικών σχέσεων, αλλά και με τη νομοτέλεια του τελεσίδικου τέλους και της αέναης αλλαγής. Εξάλλου, η ποιητική συλλογή με τη σηματοδότηση αυτής της πραγματικότητας ξεκινά, με τη δυναμική του κυκλικού χρόνου, όπως αποτυπώνεται στους στίχους της Μαρίας Λαϊνά: «Ίσως αφήσω την αγάπη μου για σένα/ όχι για μια καλύτερη/ αφού κι αυτή θα τη συντρίψει ο χρόνος/ αλλά για ένα/ κομμάτι χαρτί». (ΙΣΩΣ, σελ. 7)

Με τρόπο αλληγορικό και συμβολικό, ελλειπτικό, αλλά και αυτοσαρκαστικό, ειρωνικό, υπερρεαλιστικό, η Γκιουλέκα αποτυπώνει στα ποιήματά της τον σύντομο χωροχρόνο του καθενός πάνω στη γη. Καταδύεται στα εσώτερα της σκέψης και του συλλογικού ασυνειδήτου, στο υπαρξιακό. Έμμεσα υποβάλλει το αίτημα της απόλαυσης αυτού του τόσο σύντομου βίου. Καταπιάνεται ωστόσο και με τις ανθρώπινες σχέσεις, τα αδιέξοδα, το οικολογικό, τη μετανάστευση, την εκμετάλλευση, την αδικία, το γυναικείο ζήτημα. Στοχαστική και γλωσσοκεντρική η ποίησή της, απαιτεί αργή και με προσεκτικά βήματα ανάγνωση, το μάτι να παρακολουθήσει τους διασκελισμούς, τις ομόηχες και ομώνυμες  λέξεις, τα υπερβατά, τους υπαινιγμούς, τα γλωσσικά παιχνίδια.

Η θεματική στηρίζεται επίσης σε αποθεματικό υλικό από ταξίδια και ξένες κουλτούρες· το εξωτικό ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της συλλογής. Η ποιήτρια κάνει συχνά χρήση της μεταγλώσσας (λεξιλογίου από τις επιστήμες -την αρχιτεκτονική κυρίως-, αλλά και τη γραμματική, τη γεωργία, τη μαγειρική, τη ναυτική). Χρησιμοποιεί τη μυθική μέθοδο μέσα από την οποία επικαιροποιεί αρχαίους μύθους, πρόσωπα της ιστορίας ή της Βίβλου, αλλά και εικόνες από το ελληνικό τοπίο, όπως και ένα πλούσιο λεξιλόγιο από λόγιες και σπάνιες λέξεις, λαϊκές, ιδιωματικές, ξένες. Έντονη επίσης είναι η διακειμενικότητα, ο διακαλλιτεχνικός διάλογος των ποιημάτων της με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, κυρίως με τη μουσική και το τραγούδι, όπως και η αυτοαναφορικότητα, ο διάλογος με την ίδια την τέχνη της ποιήσεως. Τα δύο αυτά τελευταία μοντερνιστικά στοιχεία έχουν ιδιαίτερη θέση στη λογοτεχνία της εποχής μας.

Στη συλλογή της Κατερίνας Γκιουλέκα αιωρείται το αίσθημα της απώλειας, του ανεπίστρεπτου· υποφώσκει το υπαρξιακό. Ποίηση του «έσω δάσους», ρηγματική ως προς την έκφραση, με δραματική επίταση γλώσσας και ύφους, εκδηλώνει τη δείνωση των δεδομένων και των καταστάσεων κατά την ενηλικίωση.

 

[i] Jacques Lacan, 1901-1981. Ψυχίατρος και ψυχαναλυτής

[ii] Sigmund Freud, 1856 – 1939

[iii] Ferdinand de Saussure, 1857-1913. Ελβετός γλωσσολόγος, ιδρυτής της σύγχρονης επιστήμης της γλωσσολογίας, εισηγητής της θεωρίας του δομισμού (στρουκτουραλισμού).

[iv] Barry, Peter, 2013. Γνωριμία με τη θεωρία. Μετάφραση: Αναστασία Νάτσινα. Βιβλιόραμα. 138

[v] Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς Μπαχτίν, 1895-1975

 

 

Κατερίνα Γκιουλέκα,Πλάνης στην Πλάνη της, εκδόσεις Θίνες, Αθήνα 2024

Προηγούμενο άρθροAnselm Kiefer, «Η ύβρις σαν ανθοβολεί καρπίζει ολέθρου στάχυ» (του Δημήτρη Σαραφιανού)
Επόμενο άρθροΠεθαίνοντας στη θέση ενός άλλου (της Κατερίνας Σχινά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ