του Δημήτρη Σαραφιανού
ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης
Αισχύλου, Πέρσες, 820
Η Δανάη, που γονιμοποιείται, φυλακισμένη, χάρη στη χρυσή βροχή του Δία, που, ξανά, φυλακισμένη σε ένα μπαούλο ρίχνεται με το παιδί της στη θάλασσα, για να διασωθεί στα βράχια της Σερίφου και εντέλει να μεγαλώσει έναν ήρωα που υπερνικά μυθολογικά τέρατα και κατακτά με το φτερωτό του άλογο, τον Πήγασο, τις ύψιστες βαθμίδες του πολιτισμού, είναι ένα πολλαπλό σύμβολο γονιμότητας, αντοχής, εξύψωσης του ανθρωπισμού, κατανίκησης του ανορθολογικού, αλλά και τιμωρίας της ύβρεως (του Α-κρίσιου, που υποβάλλει τη Δανάη σε μύριες δυστυχίες για να αποφύγει τον αναπόφευκτο θάνατό του). Ένα σύμβολο, δηλαδή, της ενότητας ανθρώπου/φύσης στις πιο αισιόδοξες καταγωγικές μορφές του. Η ζωγραφική του αντιμετώπιση από τον Anselm Kiefer στην έκθεση της γκαλερί Gagosian γεννά εύλογους προβληματισμούς. Στους εξπρεσιονιστικούς του πίνακες με το παχύ ιμπάστο, το χρυσό, τον μόλυβδο, το άχυρο, τον πηλό, τα υπολείμματα ηλεκτρόλυσης, τους σπόρους, βλέπουμε τον θολωτό μυκηναϊκό τάφο που έχει κλειστεί η Δανάη, μέσα στα σταροχώραφα, όμως μετά, αυτό που μένει είναι ένα πεδίο από ηλιοτρόπια που δημιουργούν μια υπέροχη γονιμοποιητική δίνη από σπόρους, χωρίς καμία ανθρώπινη παρουσία. Ταυτόχρονα ένας άλλος μύθος, αυτός του αιγύπτιου θεού-φιδιού Νεχεμπ-Κάου, που κρίνει τους νεκρούς και απονέμει τη μεταθανάτια ψυχή, δείχνει κι αυτός πνιγμένος στα άχυρα (μέσα από τα οποία ελίσσεται ο Απόφις, ο θεός του Χάους, που κυνηγάει να καταπιεί τον ήλιο – Ρα) και συνομιλεί μάλιστα με στάχια που έχουν μολυνθεί από την ερυσίβη, τον μύκητα εκείνο που, με τις παραισθητικές του χημικές ενώσεις, προκαλούσε τη «φωτιά του Αγίου Αντωνίου», μια αρρώστια που μπορούσε να οδηγήσει στην τρέλα και τον θάνατο. Στην Κοζέντσα, δεν αναπαριστάται η πόλη της Καλαβρίας και η αναγεννησιακή Ακαδημία της, αλλά ένας βράχος μέσα στην αγριεμένη θάλασσα, σαν τα βράχια της Σερίφου ή τα άλλα βράχια της Μεσογείου που έχουν στερήσει τη ζωή από τόσους πρόσφυγες (ίσως να ’ναι ο Σκορτσόνε, στην ακτή της Κοζέντσα, που έχει κι αυτός όνομα μύκητα). Το μόνο σύγχρονο ανθρώπινο τεχνούργημα, ένα ναυάγιο ενός βραχοποιημένου αεροπλανοφόρου, φέρει τον τίτλο Spes vana (μάταιη ελπίδα), τη μορφή μιας φθαρμένης φωτογραφίας (αντί αυτή της αλχημικής εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής) και παραπέμπει όντως στη Θάλασσα από πάγο του Κάσπαρ Ντέιβιντ Φρήντριχ, που συνθλίβει το καράβι, υπενθυμίζοντάς μας ότι η πάλη του ανθρώπου να κυριαρχήσει στον κόσμο μέσω της τεχνολογίας είναι μάταιη, αλλά και (αυτο)καταστροφική σαν την ύβρι του Ακρίσιου.
Αντίθετα, η ελπίδα στο έργο του Κiefer προκύπτει μέσα από όλη τη διαδικασία βίαιης μεταστοιχείωσης και αναγέννησης του κόσμου, που συμβολίζουν οι φυσικές δίνες, πέρα και έξω από τα ανθρώπινα όρια. Από τα ανθρώπινα τεχνουργήματα μόνο το ερείπιο είναι για τον Κiefer ένας φορέας δυνατοτήτων. Και πώς αλλιώς, άλλωστε, αφού το ερείπιο είναι κατεξοχήν αυτό που έχει αποφορτισθεί από τον ναρκισσισμό και την εξουσιολαγνεία του υπάρχοντος και μας υπενθυμίζει το μέτρο μας, το μέτρο της απώλειας και του αιώνια εφήμερου. Το ερώτημα, φυσικά, είναι αν για τον Κiefer βρίσκεται μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία μεταστοιχείωσης και ο άνθρωπος. Και αν αυτή η παγκόσμια απεύθυνση του έργου του, με μια σειρά εκθέσεων που βασίζεται σε τοπικούς μύθους (αρχαίους ή σύγχρονους), ενέχει κάποιο νόημα ή είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια προσπάθεια να εγκολπώσει στο αλχημικό του έργο την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, όπως ο Τζόυς, και στη χειρότερη μια επανάληψη, ένας μανιερισμός με στόχο το (υπερ)κέρδος.
Όπως ο Τζόυς μιλά στα οικουμενικά του έργα, τον Οδυσσέα και την Αγρύπνια των Φίνεγκαν, για την Ιρλανδία, την ιστορία των πολιτών της (ιδίως των μικροαστών του Δουβλίνου), με όλους τους φόβους, τα τραύματα, τις αγωνίες και βεβαίως τις ελπίδες τους μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο (τη βρετανική μπότα, τον κυρίαρχο καθολικισμό), που όμως με τη σειρά του γίνεται παγκόσμιο πρότυπο μοντερνισμού, έτσι κι ο Κiefer μιλά στα οικουμενικά του έργα για τη Δυτική Γερμανία, την απώθηση του ναζιστικού τραύματος, τον Ψυχρό Πόλεμο και την πυρηνική απειλή κάτω από την αμερικανική μπότα. Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι στην Αθήνα βλέπουμε μια «ήπια» εκδοχή του Νεχεμπκάου και της Δανάης. Γιατί οι ίδιοι τίτλοι, πριν δυο χρόνια, στην έκθεση Έξοδος στη Νέα Υόρκη, αναπαριστούσαν ένα κτίριο βγαλμένο από τα όνειρα του Άλμπερτ Σπέερ, του αρχιτέκτονα του Χίτλερ, και το αεροδρόμιο Τέμπελχοφ του Δυτικού Βερολίνου αντίστοιχα. Αεροδρόμιο που οι ναζί κατέστησαν μεγαλειώδες σύμβολο της νέας Γερμανίας και που έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (ως βάση για τα στρατιωτικά αεροπλάνα των ΗΠΑ), αλλά και που πρόσφατα χρησιμοποιήθηκε εν μέρει και ως στρατόπεδο προσφύγων (το γεγονός ότι το όνομά του προέρχεται από τους ναΐτες ιππότες δείχνει το πόσο οι μύθοι είναι συστατικό στοιχείο του κόσμου μας, όσο και των έργων του Κiefer).
Όταν έχεις λάβει το μήνυμα της Χάνα Άρεντ για την κοινοτοπία του κακού, ότι ο καθημερινός άνθρωπος, δηλαδή, μπορεί να γίνει ένα γρανάζι σε μια μηχανή εξολόθρευσης και βλέπεις ότι η απώθηση του τραύματος διαμορφώνει τους όρους για την επανάληψή του, μπορείς να ελπίζεις στον άνθρωπο; Ο Κiefer στο έργο του απαντάει κατηγορηματικά «όχι». Είναι ίσως ένα καταστάλαγμα όλης της εργώδους προσπάθειάς του να μας αφυπνίσει, από την εποχή που φωτογραφιζόταν να χαιρετάει ναζιστικά μπροστά στα (αποναζιστικοποιημένα) μνημεία, μέχρι την τοπιογραφική απεικόνιση του Ολοκαυτώματος (του παλιού; του επόμενου;), με αποτέλεσμα, φυσικά, να δέχεται (διαρκώς) την κατηγορία ότι το αισθητικοποιεί. Όταν μετά από όλα αυτά βλέπεις όχι μόνο την άνοδο της ακροδεξιάς αλλά την καταστροφή της φύσης στον βωμό του κέρδους, όταν έχεις επαναλάβει αμέτρητες φορές ότι πάνω στις πόλεις μας θα φυτρώσει το γρασίδι, πώς να μην αναρωτηθείς μήπως τελικά ο άνθρωπος είναι η ερυσίβη; Σε αντίθεση με τον αγαπημένο του Paul Celan, ποιητή, επιζώντα του Ολοκαυτώματος, που έλεγε ότι η γλώσσα ήταν αυτό που επιβίωσε μέσα από τις τερατώδεις σιωπές, την έλλειψη απαντήσεων, τα χιλιάδες σκοτάδια του θανατηφόρου λόγου, για τον Κiefer η χρήση του αλχημικού παραληρήματος που ονομάζει ζωγραφική (και που είναι πράγματι συγκλονιστικά επική ζωγραφική) θα επιβιώσει μόνο μεταστοιχειούμενη σε κάτι εντελώς άλλο. Οπότε το έργο του μιλάει για το τέλος του κόσμου, όπως τον ξέρουμε (όχι για το τέλος της ζωγραφικής) και η επικότητά του προκύπτει από την επικότητα του θέματός του. Κι όμως, το έργο του σε μας απευθύνεται, όσο κι αν ο δικός του ναρκισσισμός τον ωθεί να λέει ότι θα επιβιώσουν μετά την ολοκληρωτική καταστροφή τα μολυβένια βιβλία του (που φυσικά δεν έχουν κείμενο ή εικόνα, μόνο χρώμα και σκόνη). Αυτή η απουσία του ανθρώπου από το έργο του είναι ακριβώς μια ηχηρή μπεκετική καμπάνα για την ανθρώπινη κατάσταση. Αυτή είναι η αντίφασή του κι αυτή η αντίφαση κάνει το έργο του σημαντικό για όλες και όλους μας.
* Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι νομικός και κριτικός τέχνης, επικεφαλής του χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων «Λόφος art project», στην οδό Βελβενδού 39, στην Κυψέλη.
info
Anselm Kiefer
Γκαλερί Gagosian, Αναπήρων Πολέμου 22, Αθήνα
Διάρκεια: 21 Ιουνίου – 24 Αυγούστου 2024
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Σάββατο, 11.00-19.00, Πέμπτη, 11.00-20.00