Howard A. Rodman (μετάφραση: Διονύσης Μπαλτζής) (*)
Όλοι σχεδόν στο Πίκουοντ ήταν Νησιώτες και Ερημίτες, όπως τους λέω εγώ, γιατί δεν αναγνώριζαν πως μια ήταν η γη των ανθρώπων, ζώντας κάθε Ερημίτης σε μια ξεχωριστή δική του ήπειρο.
-Herman Melville, Moby-Dick[1]
Ο HERMAN MELVILLE τους αποκάλεσε “ερημίτες” (isolatoes) –έναν όρο που επινόησε για εκείνους που δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Οι κοινωνικοί δεσμοί, εκτός από κάποιες ασυνήθιστες και εξαιρετικές περιστάσεις, γι’ αυτούς δεν ισχύουν πλήρως. Ο έρωτας, ο γάμος, η οικογένεια φαίνονται σαν παράξενα, μακρινά θεσμικά πλαίσια, πράγματα που μπορεί κανείς να εξετάζει προσεκτικά ως εξωτερικός παρατηρητής. Στην καλύτερη περίπτωση, έχουν δύο-τρεις παλιούς συντρόφους που συγκέντρωσαν στην πορεία της ζωής τους, στους οποίους μπορούν να στραφούν όταν τα πράγματα πάνε στραβά. Για τους ερημίτες, η πιο σταθερή συντροφιά είναι οι φωνές στο κεφάλι τους.
Οι πρωταγωνιστές στα βιβλία του Jean-Patrick Manchette είναι ερημίτες. Ο Georges Gerfault στο Μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής, η Julie Ballanger στο Τι τρέλα, τι παλάτια!, ο Martin Terrier στην Πρηνή θέση του σκοπευτή, η Aimée Joubert στη Μοιραία: όλοι τους κλεισμένοι στον εαυτό τους. Αξέχαστοι, βίαιοι, μοναχικοί.
Ο Eugéne Tarpon, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ του Manchette σε αυτό το βιβλίο, ανήκει σε αυτό το έθνος των μοναχικών. Όπως πολλοί φανταστικοί ιδιωτικοί ντετέκτιβ, έχει κι αυτός φτάσει στα όριά του. Στην πραγματικότητα, όταν ξεκινά το μυθιστόρημα, έχει ήδη πετάξει το σήμα του στο ποτάμι. Μόνο που μια απίθανη πελάτισσα – μήπως μπορούσε διαφορετικά; – περνά την πόρτα του και αναβάλλει τα σχέδια συνταξιοδότησής του.
Ίσως γνωρίζετε (και ο Manchette σίγουρα γνώριζε) την ιστορία του Flitcraft από τον Dashiell Hammett, μια υπαρξιακή παραβολή ενσωματωμένη στο Γεράκι της Μάλτας. Περιέχει τη φράση: “Προσαρμόστηκε στα μαδέρια που έπεφταν. Όταν έπαψαν να πέφτουν, ξαναπροσαρμόστηκε στην απουσία τους”[2]. Στο Νεκροτομείο πλήρες, συμβαίνει το αντίστροφο: Όταν τον γνωρίζουμε, ο Tarpon έχει υποταχθεί σε μια κατάσταση ηρεμίας. Έχει προσαρμοστεί σε μια ζωή όπου τα μαδέρια δεν πέφτουν πια. Και τότε, μία πέφτει. Προκαλώντας του πονοκέφαλο και προσφέροντάς μας μια ιστορία.
*
Όπως συμβαίνει συχνά με τον Manchette, η σκιά του Μάη του ’68 πλανάται πάνω από όλα, όπως η σκιά της Κατοχής πλανάται πάνω από τα μυθιστορήματα του Patrick Modiano. Είναι αυτό που οι λακανικοί φίλοι μας θα αποκαλούσαν “συγκροτητική απουσία” [“structuring absence”]. Η Γαλλία του Eugène Tarpon είναι γεμάτη με τα συντρίμμια της αποτυχημένης εξέγερσης. Αν αυτοί που κάνουν τη μισή επανάσταση σκάβουν τον δικό τους τάφο, τότε το ταξίδι του Tarpon είναι ένα αργό παραπάτημα πάνω σε αυτό το νεκροταφείο: το Παρίσι του είναι ένα Père Lachaise της ψυχής.
Όμως, ο Tarpon δεν είναι ένας εξεγερμένος του ’68· αντίθετα, είναι ένας πρώην (ή αποταγμένος) χωροφύλακας που σκότωσε έναν διαδηλωτή κατά τη διάρκεια μιας διαμαρτυρίας [1]. Όταν τον συναντάμε στο διαμέρισμά του στον “πέμπτο όροφο, χωρίς ασανσέρ” κοντά στις Halles, το οποίο χρησιμεύει επίσης ως το σπίτι του, το γραφείο του και η ζωή του ολόκληρη, πίνει σκέτο παστίς, ο τραπεζικός του λογαριασμός είναι στο μηδέν και βρίσκεται μόλις εικοσιτέσσερις ώρες πριν αναγκαστεί να επιστρέψει στη μητέρα του στην επαρχία. Η περιπέτεια/αναποδιά [adventure/misadventure] στην οποία θα παρασυρθεί -με περίπου την ίδια ενεργητικότητα που είχε η Ντόροθι όταν την παρέσυρε ο ανεμοστρόβιλος στη Χώρα του Οζ- θα τον οδηγήσει σε εκείνο το τόσο “μανσετιανό” τοπίο: ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην εξοχή, όπου φιλοπαλαιστίνιοι εξτρεμιστές και Αμερικανοί μαφιόζοι συγκρούονται μέσα στη νύχτα. Η στάση του Tarpon απέναντι στους πρώτους αντικατοπτρίζει αυτήν του Manchette: όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, “η κατάρρευση του αριστερισμού σε τρομοκρατία είναι η κατάρρευση της επανάστασης σε θέαμα”.
Από τη σφαγή στην ύπαιθρο, ο Tarpon επιστρέφει αιμόφυρτος στο Παρίσι –σε αυτό που τυπικά μπορεί να ονομαστεί “πολιτισμός”– μόνο για να γίνει στόχος παρακολούθησης, να απαχθεί, να ναρκωθεί, να πυροβοληθεί και να μαχαιρωθεί από ένα συνονθύλευμα γκάνγκστερ, πορνογράφων, παλιανθρώπων, κοινωνιοπαθών και δολοφόνων. Σε αυτόν τον ανεστραμμένο κόσμο, οι καλοί τύποι αναδεικνύονται οι μπάτσοι. Δεν σε χτυπούν, εκτός αν έχουν λόγο να το κάνουν.
Παρά τη διεισδυτική ακρίβεια με την οποία ο Manchette παρατηρεί την ανθρώπινη δραστηριότητα στο τοπίο που διαμορφώθηκε μετά το ’68, μας δίνει πάντα έναν-δυο χαρακτήρες που συμπεριφέρονται καλά και με ενσυναίσθηση για τους συνανθρώπους τους. Στο Μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής ήταν ο Raguse, ο ευγενής μοναχικός του αλπικού τοπίου που περιμαζεύει τον πρωταγωνιστή μας. Εδώ είναι ο δημοσιογράφος Haymann, που βοηθά τον Tarpon παρότι δεν οφείλει πραγματικά να το κάνει. Είναι επίσης ο γείτονας του επάνω ορόφου, ο ηλικιωμένος ράφτης Stanislavski, που δεν έχει βλάψει ποτέ ούτε μυρμήγκι, και υφίσταται τις συνέπειες. Ο Manchette χρησιμοποιεί αυτές τις φιγούρες για να ανακουφίσει την κακοπιστία και την αντικοινωνικότητα των υπολοίπων μας, των παγιδευμένων στους σπασμούς του ύστερου, ή μπορεί να πει κανείς, του μεταμεσονύκτιου καπιταλισμού.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να απεικονίσει αυτούς τους σπασμούς αυξάνει τον τρόμο και τον παραλογισμό – ο André Breton θα αναγνώριζε σίγουρα στη Manchette έναν συνάδελφο του μαύρου χιούμορ. Όπως αφηγείται ο Tarpon,
“Έστηνα ικριώματα μες στο κεφάλι μου: Ήταν ο Χεϊμάν Ισραηλινός πράκτορας; Μήπως, τελικά, ήθελαν πράγματι να σκοτώσουν τη Μέμφις Σαρλ το προηγούμενο βράδυ; Τα ικριώματα δεν σταματούσαν να καταρρέουν μες στο κεφάλι μου, αλλά ξανάρχιζα να τα χτίζω. Κατά τ’ άλλα ονειρευόμουν ένα στέηκ με πατάτες τηγανητές. Κι αυτό αναμειγνυόταν με τα ικριώματα. Η σάλτσα μπεαρναίζ κυλούσε στο πρόσωπο των Παλαιστίνιων. Στο κεφάλι μου, εννοείται. Στο κεφάλι μου”[3].
Ή, πιο παράξενα:
“Η Μέμφις Σαρλ είχε σύρει μέσα στο ατελιέ εκείνον τον Αμερικανό που ήταν ακόμη ζωντανός κι εκείνη τη στιγμή τον έδενε στους σωλήνες. Το ένα καρφί διώχνει το άλλο, όπως λέει κι ο ποιητής”[4].
Ωστόσο, σποραδικά -και αυτό είναι που κάνει το Νεκροτομείο πλήρες τόσο σπαρακτικό- μας επιτρέπει επίσης ένα άνοιγμα προς την καρδιά, μια πρόσβαση που νομιμοποιείται από το γεγονός ότι εμφανίζεται τόσο σπάνια και ενάντια σε ένα τοπίο τόσο απαράλλακτα γκρίζο. Εδώ έχουμε έναν μαφιόζο που ξεσπάει ανεξήγητα σε κλάματα. Δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά συγκινούμαστε. Και αργότερα, το καταλαβαίνουμε και συγκινούμαστε ακόμα πιο βαθιά. Για τον Manchette, αυτές οι στιγμές ευθραυστότητας, τρυφερότητας, δεν είναι στιγμές αδυναμίας. Δεν είναι όμως ούτε στιγμές δύναμης.
*
Το Νεκροταφείο πλήρες και η συνέχειά του, Τι λούκι! [Que d’os!], είναι τα μόνα δύο από τα μυθιστορήματα του Manchette που έχουν ως πρωταγωνιστή έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ. Αν και στον Manchette δεν λείπουν ποτέ οι πληρωμένοι δολοφόνοι, οι δολοφόνοι για την κάβλα τους, οι περιστασιακά ψυχωτικοί, οι μισθοφόροι και οι διεφθαρμένοι θεσμοί, υπάρχουν σχετικά λίγοι αστυνομικοί στα αστυνομικά του μυθιστορήματα και πολύ λίγο μυστήριο για τον ένοχο του εγκλήματος [the who in whodunit]. Τα μυθιστορήματα με τον Tarpon είναι κατά κάποιο τρόπο μια αναδρομή σε μια εποχή που το είδος ήταν πιο αυστηρά καθορισμένο, οι βασικές θεματικές του λιγότερο αμφισβητήσιμες. Έχουμε εδώ έναν ξεπεσμένο ιδιωτικό ντετέκτιβ, κακούς, μια λίγο-πολύ femme fatale και μερικούς μπάτσους – από τους οποίους, έναν θα μπορούσε να τον υποδυθεί ο Lino Ventura. Αλλά ο Manchette δεν καταδέχεται να κάνει εκπτώσεις, ούτε να κάνει στροφή στο είδος για να ευχαριστήσει τους θαυμαστές του. Όπως ρωτά ο ίδιος ο Manchette:
“Τι κάνεις όταν ξαναγράφεις [τα κλασικά αμερικανικά αστυνομικά μυθιστορήματα] από απόσταση —απόσταση, γιατί η εποχή τους έχει προ πολλού χαθεί; Το [κλασικό] αμερικανικό αστυνομικό μυθιστόρημα είχε την εποχή του. Το να γράφεις το 1970 σήμαινε ότι έπρεπε να λάβεις υπόψη μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά σήμαινε επίσης ότι έπρεπε να αναγνωρίσεις πως η φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος είχε παρέλθει, γιατί η εποχή της είχε παρέλθει: το να ξαναχρησιμοποιείς μια απαρχαιωμένη φόρμα σημαίνει ότι την χρησιμοποιείς ως αναφορά, αποδίδοντάς της τιμές ενώ ταυτόχρονα της ασκείς κριτική, την ωθείς στην υπερβολή, την παραμορφώνεις σε όλες τις πλευρές της” [2].
Ή, όπως το έθεσε πιο ωμά (και πιο θεαματικά):
“Οι δρόμοι που άνοιξε το néo-polar κατακτήθηκαν σταδιακά είτε από λογοτέχνες (Καλλιτέχνες με κάπα κεφαλαίο) είτε από σταλινο-τροτσκιστές γκορμπατσόφιλους” [3].
*
Το Νεκροτομείο πλήρες είναι, λοιπόν, μια ιστορία που ξεκινά με τον Marx και καταλήγει στον Freud, κάνοντας ενδιαμέσως μια στάση στον Wilhelm Reich. Με μια έννοια, το μυθιστόρημα είναι ένα πανσπερμικό συνονθύλευμα, ένα θαυματοφυλάκιο που περιέχει όλα τα αγαπημένα μοτίβα του Manchette: έναν άφραγκο αποξενωμένο πρωταγωνιστή με ένα λαμπρό μέλλον… πίσω του· άνδρες στο απόλυτο όριο της αντοχής τους· γυναίκες σε κατάσταση διάλυσης και απόγνωσης· και ένα δευτερεύον καστ από ριζοσπάστες, τρομοκράτες, αντιτρομοκράτες, ελευθεριάζοντες, μαφιόζους –όλοι τους ερημίτες!– των οποίων η ψυχική κατάσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στην καλύτερη περίπτωση εύθραυστη. Όλοι τους περιφέρονται στα διψήφια arrondissements του Παρισιού μέσα σε σαραβαλιασμένα Peugeot και Simca που, όπως και οι οδηγοί τους, θα μπορούσαν να ξεψυχήσουν ανά πάσα στιγμή.
Στο υπέροχο The Palm Beach Story (1942) του Preston Sturges, ο Tom Jeffers (Joel McCrea) αναζητά τη γυναίκα του (Claudette Colbert), η οποία την έχει κοπανήσει για τη Φλόριντα. Ο Jeffers την ακολουθεί. Συναντά έναν αχθοφόρο που εργαζόταν στο τρένο που πήρε η γυναίκα του για το Palm Beach. Ο Jeffers τον ρωτά: «Ήταν μόνη της;». Ο υπάλληλος απαντά: «Ε, θα μπορούσες να πεις ότι πρακτικά ήταν μόνη της. Ο κύριος που κατέβηκε μαζί της μού έδωσε δέκα σεντς από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Τζάκσονβιλ: είναι μόνη της, αλλά δεν το ξέρει.»
Πολλοί πρωταγωνιστές του Manchette είναι ακριβώς αυτό: Είναι μόνοι, αλλά δεν το ξέρουν. Ή τουλάχιστον δεν το συνειδητοποιούν, μέχρι που η ίδια η αφήγηση να τους κοπανήσει αλύπητα, ως αδυσώπητη εκδίκηση, τη ζοφερή και οριστική αλήθεια. Αλλά εδώ, ο Eugène Tarpon είναι μόνος, το ξέρει και δεν το κρύβει. Δεν βλέπει τη μοναξιά ως κάτι που πρέπει να διορθωθεί –είναι απλώς δεδομένη, όπως η μπύρα που πίνει, το κασουλέ που τρώει κατευθείαν από την κονσέρβα, ή το αγαπημένο, σκουριασμένο Browning του, που μπλοκάρει ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζεται.
Σημειώσεις:
- Φανταστείτε έναν Sam Spade ο οποίος, όπως και ο Hammett, είχε εργαστεί στο γραφείο των Pinkerton αλλά, αντίθετα με τον Hammett, ήταν επίσης και απεργοσπάστης.
- Συνέντευξη με τον Manchette, Polar 12 (1980). Ανατυπώθηκε στο Manchette, Chroniques (Paris: Editions Payot & Rivages, 1996), σελ. 16.
- “La position du romancier noir solitaire”, συνέντευξη του Manchette στον Yannick Bourg, Combo! 8 (1991).
[1] Από την ελληνική έκδοση του Gutenberg (1991) σε μεταγραφή Α. Κ. Χριστοδούλου, σελ. 194.
[2] Από την ελληνική έκδοση του Μεταίχμιου (2005) σε μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη, σελ. 77.
[3] Από την ελληνική έκδοση της Άγρας (2020) σε μετάφραση της Ειρήνης Παπακυριακού, σελ. 137
[4] Ομοίως, σελ. 143
(*) Ο Howard A. Rodman είναι Αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος. Πρόκειται για το επίμετρο που συνόδευσε την έκδοση του μυθιστορήματος του Manchette (1973, Gallimard) στην αμερικανική έκδοση (2020, New York Review of Books).
Jean-Patrick Manchette, Νεκροτομείο πλήρες, μτφρ. Ειρήνη Παπακυριάκου, επιμ Κώστας Καλφόπουλος, Άγρα