της Άννας Κατσιγιάννη (*)
Διατρέχοντας το νέο, πολύ καλαίσθητο, ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αισθανθεί ήδη από την πρώτη ανάγνωση ότι έρχεται σε επαφή με μια στιβαρή, μουσική καλλιτεχνική σύνθεση. Η ώσμωση των τεχνών στο έργο υποδεικνύεται και τυπογραφικά, όπως φαίνεται από το εξώφυλλο του βιβλίου, όπου η ποίηση διαλέγεται με την εικαστική αναπαράσταση και στο εσωτερικό της ποιητικής συλλογής ποικιλοτρόπως με τη μουσική. Ξεφυλλίζοντας τη συλλογή παρατηρούμε ότι δεν υπάρχουν περιεχόμενα και ότι η αρίθμηση είναι μεικτή: λατινική και αραβική‧ τα μέρη της σύνθεσης 42‧ τα ποιήματα στο σύνολό τους 48. Σε πολλά από τα ποιήματα ο τίτλος τίθεται εντός αγκύλης, η οποία λειτουργεί ως επισήμανση του συγγραφέα προς τον υποψιασμένο αναγνώστη, ως στοιχείο που σχετίζεται με τον μουσικό καμβά του έργου, με τη συνομιλία και την εξέλιξη των θεματικών μοτίβων.
Η αφήγηση είναι σπονδυλωτή και η συναρμογή των μερών του έργου αντιστοιχεί σε περιόδους της ιστορίας, οι οποίες προβάλλονται εν είδει παλίμψηστου η μία πάνω στην άλλη σε μια συγχρονική και ταυτόχρονα διαχρονική ποιητική πρόσληψη οριακών ιστορικών γεγονότων (μικρασιατική εκστρατεία, έπος του ’40, κατοχή, εμφύλιος, Κύπρος – αγαπημένο θέμα του Κοσμόπουλου, προβάλλονται, για παράδειγμα, στον Τρωικό πόλεμο). Όπως μας προϊδεάζει ο αμφίσημος και δραστικά ειρωνικός τίτλος Έθνος εξαιρετικά η ποιητική αφήγηση συνιστά ένα Requiem, έναν ύμνο, έπαινο αλλά ταυτόχρονα, παρά τον υφέρποντα επικό τόνο, έναν θρήνο, μια πολιτικο-κοινωνική ελεγεία για την πατρίδα, τον αφανή στρατιώτη και τις ιδεολογικές παραμορφώσεις της ιστορίας που κόστισαν τη ζωή σε τόσους ανώνυμους μαχητές.
Τα ποιητικά μέρη του βιβλίου συμπλέκονται αρμονικά με μουσικά μέρη, αφού η συμφωνική αυτή σύνθεση εμπεριέχει και το μουσικό είδος της φούγκας. Η φούγκα ως είδος αντιστικτικής σύνθεσης βασίζεται στη μίμηση και συγγενεύει με τον κανόνα. Ο κανόνας είναι πολυφωνικό έργο, στο οποίο όλες οι φωνές τραγουδούν την ίδια μελωδία, αρχίζουν όμως ή μία μετά την άλλη με διαφορά φάσης κάποιων μέτρων. Στο Έθνος εξαιρετικά ο ποιητής δημιουργεί μια πολυφωνική σύνθεση που χρησιμοποιεί ελεύθερα τις φωνές, οι οποίες συγκλίνουν σε μια κεντρική ιδέα (στο θέμα της πατρίδας) με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να παρουσιάζεται αρχικά στην πρώτη φωνή, τη φωνή του ποιητικού υποκειμένου, και στη συνέχεια να περνάει διαδοχικά στη δεύτερη, στην τρίτη κλπ. Η φούγκα ως το αποκορύφωμα της πολυφωνικής τέχνης και της αντιστικτικής γραφής ποικίλλει την τονικότητα του έργου. Η ενσωμάτωση του μουσικού τόνου ενισχύεται επομένως από την ευρηματική ανέλιξη του είδους της φούγκας αλλά και από τη λεπτή, ρυθμοτεχνική επεξεργασία του λόγου, με την ποικίλη χρήση της στιχουργικής τέχνης.
Σε όλα τα ποιητικά βιβλία του, ο συγγραφέας καλλιεργεί αριστοτεχνικά τις εκφάνσεις του νεοελληνικού στίχου: τον παραδοσιακό εθνικό μας στίχο, το verset (εδώ μάλιστα ως ‘Μάθημα μουσικής’) ενώ ενσωματώνει παράλληλα τον ελεύθερο στίχο και το πεζόμορφο ποιητικό αφήγημα, το πειραγμένο/ υπονομευμένο σονέτο και ακόμη λαϊκότροπα, δυνάμει μελοποιήσιμα, τραγούδια, αλλά και ημερολογιακού τύπου ποιητικά αφηγήματα. Και όλα τούτα με παρηχήσεις, τολμηρά ομοιοτέλευτα που ενισχύουν δραστικά τη μουσική αντίληψη του λόγου, κ.ο.κ. Ο ρυθμός κατακλύζει τον ελεύθερο και τον πεζόμορφο στίχο της συλλογής και τούτο αποτελεί ένα ακόμη σημείο που πρέπει να υπογραμμιστεί καθώς η υπέρχρησή του και η αποστέγνωσή του από τον ρυθμό, κατά τον τελευταίο αιώνα, τού έχει σε μεγάλο βαθμό στερήσει την ποιητική πνοή. «Ο ποιητής έχει ένα χρέος: συναισθανόμενος την ομοιότητά του και την κοινότητά του με τους άλλους ανθρώπους, οφείλει, όπως έλεγε ο Αρθούρος Ρεμπώ, ‘να μετατρέψει τούτο τον χερσότοπο σε πανδαιμόνιο μουσικής’», επισημαίνει σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Κοσμόπουλος και υλοποιεί αυτή τη συνομιλία της ποίησης με τη μουσική στον υπέρτατο βαθμό.[1]
Μέσα από τη μορφική μουσικότητα, η οποία συνοδεύει πένθιμα την πτώση και την ήττα, αναδύεται, ωστόσο, δυναμικά το αίτημα της ανάπλασης και της αναγέννησης. Από το σκηνικό της φθοράς, τα γκρεμισμένα, τα ερειπωμένα χωριά, τις τρυπημένες χλαίνες βγαίνει το φως, μια βαθύτερη δηλαδή αντίληψη της πτώσης και της ζωής που δικαιώνει τη θυσία των μαχητών και την ίδια την αντίληψη της ζωής ως θυσίας. Το ποιητικό υποκείμενο με τη δική του εσωτερική φωνή εμποτίζει και τις άλλες φωνές προς την κατεύθυνση μιας ανάτασης. Το σκηνικό της φύσης δημιουργεί την ελπίδα για μια νέα κοίτη ζωής.
Πλεονέκτημα του βιβλίου αποτελεί η εικονοπλαστική δύναμη καθώς και η πλούσια διακειμενική συνομιλία με την ποιητική παράδοση: Όμηρος, δημοτικά τραγούδια, Διγενής, Σολωμός, Μαβίλης, Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Εγγονόπουλος, Καββαδίας, Αναγνωστάκης, Αλεξάνδρου, Γιώργος Μαρκόπουλος υφαίνουν την αφήγηση, αφού «η αληθινή ποίηση δεν είναι κάτι άλλο από μια ατέρμονη συνομιλία».[2]
Το Έθνος εξαιρετικά που συζητά θρηνητικά τον τραγικό κύκλο της ιστορίας χωρίζεται σε Προοίμιο, σε Πάροδο και Στάσεις που ισοδυναμούν με Στάσιμα και ανακαλούν τον τόνο της αρχαίας τραγωδίας. Η αρχιτεκτονική της σύνθεσης με τη συνομιλία των τεχνών και την ειδολογική ώσμωση, τη μετάβαση από το υψηλό στο χαμηλό, αναδεικνύει την εν λόγω συλλογή ως το ωριμότερο ποιητικό βιβλίο του Κοσμόπουλου. Η πυκνή, σύνθετη, διαστρωματωμένη με λέξεις από τη διαχρονία και με ιδιώματα, γλώσσα, ο διαρκής και ανατρεπτικός διάλογος με την ιστορία, η μυθολόγηση της πολυφωνικής ιστορικής αφήγησης, μέσα από το πρίσμα της σημερινής «τηλεοπτικής αμνησίας», επαναθέτει επιτακτικά το αιχμηρό ερώτημα ‘τι ειν’ η πατρίδα μας’, η ‘γριά, άσπλαχνη, απούσα, φοβερή’ πατρίδα μας, ποιος μνημονεύει σήμερα τον άγνωστο στρατιώτη αφού τα παιδιά μας στερημένα από την ιστορική μνήμη λειτουργούν σαν άλλες φυλές.
Ο ευρηματικός και αρκούντως ειρωνικός τίτλος Έθνος εξαιρετικά εμφανώς, όπως άλλωστε φαίνεται και από την εικονογράφηση, ‘παίζει’ με το πακέτο των τσιγάρων Έθνος, με όλες τις ειρωνικές συνδηλώσεις που προϋποθέτει η σύνδεση του έθνους μας με τον καπνό των εφήμερων/παροδικών, και αναλώσιμων τσιγάρων από όπου αναδύονται οι ίσκιοι της μνήμης. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ποιητής χρησιμοποιεί σε ποίημά του την ονομασία των τσιγάρων (βλ., λ.χ., τη συλλογή «Του νεκρού αδελφού»: καπνίζουνε τσιγάρα Έθνος εξαιρετικά). Μέσα από την πολυφωνική αφήγηση και τον οιονεί ηχογραφημένο λόγο, ο ποιητής στρέφει το βλέμμα του στην τραγικότητα των συνθηκών [που] κορυφώνεται όταν όσοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην πατρίδα αντιμετωπίστηκαν αργότερα ως «συμμορίτες», («XXXVI [Ηχογράφηση, III]»). Όλη η πένθιμη τούτη αφήγηση μας υπενθυμίζει ότι κάθε μέρα είναι Ψυχοσάββατο για τους νεκρούς που έπεσαν για την πατρίδα. Ο ποιητής μετατρέπεται σε κάθε στίχο του βιβλίου σε φύλακα των ερειπίων και της μνήμης. «[…]. Οι κεκοιμημένοι που καταδέχονται να διαβούν τα φθαρτά μας ενύπνια παίρνουν το σκοτάδι της μνήμης μας και τής το γυρίζουν τροφή και νερό. Ο χρόνος υπερβαίνεται και καθίσταται άχρονη εμπειρία αρμονίας. Αγέννητοι εν χρόνω ζώντες και εκδημήσαντες γίνονται ένα σώμα. Αληθινά ζωντανό.»[3]
Σε αντίθεση και στον αντίποδα κάθε μορφής εθνορητορείας, ο Κοσμόπουλος αναδεικνύει στο Έθνος εξαιρετικά μια βαθύτερη εθνοτική, συλλογική συνείδηση που θεμελιώνεται στα εσώτερα και αυθεντικότερα κοιτάσματα της ευαισθησίας. Ακόμη κι αν η ηττημένη σημερινή Ελλάδα είναι τα σκυλάδικα, ο ποιητής υποδηλώνει ότι υφέρπει μια τάση για αναζήτηση της αυθεντικότητας (αν και σε λανθασμένη κατεύθυνση). Ο καημός αποτυπώνεται στον ποιητικό λόγο ως αντίδοτο στη φθορά και στην πτώση. Μέσα από την άνευ μνήμης και προσανατολισμού Ελλάδα αναδύεται ο καημός της πατρίδας και η ελπίδα της ανάτασης αφού η προσπάθεια υπέρβασης μιας πτώσης αποτελεί την αφετηρία κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας.[4]
[1] https://eleftheriaonline.gr/local/politismos/synentefkseis-parousiaseis/item/259149-o-poiitis-dimitris-kosmopoulos-stin-e-oloi-mas-teloyme-mesa-sto-kathestos-tis-aperantis-allileggyis-ton-nekron-me-tous-zontanoys, προσπελάστηκε στις 6/10/2024
[2] Απόσπασμα από ραδιοφωνική συνέντευξη του Δ. Κοσμόπουλου στην εκπομπή του Κ. Μπογδάνου, στο: https://vimeo.com/89396538 [Ανακτήθηκε 6 Οκτωβρίου 2024].
[3] Απόσπασμα από συνέντευξη του Δ. Κοσμόπουλου στον Σ. Μαυροειδή, Κυριακάτικη Αυγή, 21 Νοεμβρίου 2004.
[4] Νάσος, Βαγενάς, «Για την ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου», Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 44 (2010) 203 – 207.
(*)Η Άννα Μαρία Κατσιγιάννη, είναι αν.καθηγήτρια σύγχρονης ελληνικής και συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας
Δημήτρης Κοσμόπουλος, Έθνος εξαιρετικά, Περισπωμένη