“Πατρίδα από βαμβάκι”: Η συγγραφέας ως επίμονη ερευνήτρια – Σημειώσεις επιμελήτριας (της Ελένης Κεχαγιόγλου)

0
1186

 

της Ελένης Κεχαγιόγλου (*) 

Η Έλενα Χουζούρη ξεκίνησε την πορεία της στη συγγραφή ως ποιήτρια, το 1981. Από το 1995 άρχισε να εκδίδει μελέτες, κριτικές και δοκίμια, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου. Με το μυθιστόρημα ασχολήθηκε κατόπιν, πρόκειται, επομένως, για την ώριμη επιλογή της, αφού πρωτοεκδίδει το 2004, στον Κέδρο, τον Σκοτεινό Βαρδάρη, με την επανέκδοση του οποίου το 2019 (15 χρόνια μετά) από τις Εκδόσεις Πατάκη ξεκίνησε και η δική μου συνεργασία μαζί της. 15 χρόνια και πάλι μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος Πατρίδα από βαμβάκι (εκδόθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο· πρώτη έκδοση, Κέδρος 2010) συνεργαστήκαμε για τη νέα, αναθεωρημένη έκδοσή του.

Στη νέα αυτή έκδοση περιλαμβάνονται επιλεγμένες κριτικές από τις πολλές που γράφτηκαν μετά την πρώτη έκδοση, οι οποίες παραδίδονται με τη σειρά της δημοσίευσής τους: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελισάβετ Κοτζιά, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Νίκος Κουνενής, Λίνα Πανταλέων.

Στο μυθιστόρημα, ο γιατρός Στέργιος X. δεκαοχτώ χρόνια μετά τον αναγκαστικό εκπατρισμό στην Τασκένδη το 1949, βαθιά απογοητευμένος από τη διάλυση των ιδανικών του, θα αφήσει πίσω του για πάντα την «πατρίδα από βαμβάκι» και, μαζί, τον μοιραίο έρωτα που έζησε εκεί, και με την οικογένειά του θα ταξιδέψει με τρένο για τα Σκόπια, με στόχο να φτάσει σε απόσταση αναπνοής στην Ελλάδα της χούντας, ανακαλώντας τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του –που συνδέονται με τραγικές πτυχές της ελληνικής ιστορίας– από τη δεκαετία του 1930 έως τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Οι κριτικοί συναινούν ότι εδώ η Χουζούρη συμπλέκει το ιστορικό με το πολιτικό μυθιστόρημα, την επιστολική με την ημερολογιακή αφήγηση, ενισχύει τον λόγο της με το ονειρικό στοιχείο (οι εφιάλτες του ήρωά της), καθώς και με πλήθος λογοτεχνικών και ιστοριογραφικών αναφορών, οι μυθοπλαστικοί ήρωες συναντούν ιστορικά πρόσωπα και ρώσους συγγραφείς, σε ένα βιβλίο στο οποίο η αφηγηματική φωνή υπενθυμίζει την παρουσία της και το πώς κατασκευάζει την ιστορία. Ο Χατζηβασιλείου μιλάει για μεταμοντέρνα μέθοδο, ο Κουνενής λέει το μυθιστόρημα μοντερνιστικό, ο Κούρτοβικ μιλά για «κινηματογραφικό μοντάζ». Οι κριτικοί τα έχουν πει όλα.

Στη συνέχεια θα προτείνω μια ανάγνωση του μυθιστορήματος που δεν έχω δει να σημειώνεται. Στην προσωπική αυτή ανάγνωση, η οποία συνδέεται με τον επαγγελματικό μου ρόλο, ενδιαφέρον έχει η κατασκευή του μυθιστορήματος ως προς τη δομή και το περιεχόμενο σε συνδυασμό με τη συγγραφική πρόθεση, αλλά και το κατά πόσον η συγγραφική αυτή πρόθεση δεν προδίδεται. Η Χουζούρη, πάντως, όπως το είχε κάνει και στον Σκοτεινό Βαρδάρη, αποκαλύπτει τη συγγραφική πρόθεσή της για την Πατρίδα από βαμβάκι ήδη από το εναρκτήριο κεφάλαιο:

«Σε παρακολουθώ, γιατρέ. Έχω γίνει η σκιά σου. Το βάθος του χρόνου που μας χωρίζει δεν με ενοχλεί. Αντίθετα, με βοηθάει να παρακολουθώ καλύτερα, να έχω την εποπτεία, με τεντωμένες τις αισθήσεις μου, προπαντός αυτές, για να μη χάσω ούτε στιγμή, λαγός, σκαντζόχοιρος, αλεπού, ζώο του δάσους κι ερπετό, με μοναδικό στόχο τον δικό σας στόχο, να σωθώ, να επιβιώσω μέσα σ’ αυτό το μυθιστόρημα».

Κι έτσι, η Χουζούρη μάς βάζει στη συγγραφική της κουζίνα από την πρώτη σελίδα, αποκαλύπτεται: Η συγγραφέας γίνεται «σκιά» του ήρωα, η απόσταση του χρόνου τη βοηθάει, στόχος της είναι να επιβιώσει σε αυτό το μυθιστόρημα (να μη χαθεί, να μην αποτύχει) και, για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να σωθεί, να επιβιώσει μέσα στο μυθιστόρημα ο ήρωάς της. Τα μέσα της για να το επιτύχει αυτό είναι: (α) να έχει εποπτεία του υλικού, (β) να είναι άλλοτε λαγός (γρήγορη), άλλοτε σκαντζόχοιρος (βγάζει τα αγκάθια της ειρωνείας και της αυτοειρωνείας), άλλοτε αλεπού (επινοητική), άλλοτε ζώο του δάσους (ελεύθερη, εκτός συμβάσεων) και άλλοτε ερπετό (ήσυχη και αφανής). Όντως, η Χουζούρη εφαρμόζει όλες αυτές τις «τεχνικές» αφήγησης.

Στο ίδιο πνεύμα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατακλείδα του μυθιστορήματος, όπου η συγγραφέας αισθάνεται «υποχρεωμένη να δώσει κάποιες περαιτέρω μυθιστορηματικές επεξηγήσεις» για το πώς εντέλει το σημειωματάριο του ήρωά της, από το οποίο αντλεί κατά βάση τις πληροφορίες της για την ιστορία που αφηγείται, έφτασε στα χέρια της, συγκεκριμένα στα χέρια «της γυναίκας που φιλοδοξεί να γράψει αυτό το μυθιστόρημα». Να γράψει, άρα δεν το έχει γράψει. Οπότε, το βιβλίο αποκτά έτσι μια εντελώς άλλη διάσταση, καθώς εμφανίζεται ως ένα μυθιστόρημα υπό κατασκευή, ως οι σημειώσεις της γυναίκας που θέλει να γράψει αυτό το μυθιστόρημα.

Με ίδιο τον τρόπο εξηγείται στην ανάγνωσή μου και η καταληκτική φράση του βιβλίου: «Καιρός για μυθιστορήματα». Η φράση αυτή, με τον τρόπο που διαβάζω το μυθιστόρημα, σημαίνει πως ό,τι προηγήθηκε, το βιβλίο ολόκληρο δηλαδή, ήταν η συγκέντρωση του υλικού, ψηφίδα την ψηφίδα, από τη συγγραφέα (πριν γίνει συγγραφέας, πριν δηλαδή γράψει το βιβλίο της). Ως αποτέλεσμα, η συγγραφέας δημιουργεί ένα διπλό κάτοπτρο: Ό,τι διαβάσαμε είναι μυθοπλασία, που αξιοποιεί μυθιστορηματικά ποικίλα ντοκουμέντα για να μιλήσει για τη διπλή προσφυγιά ενός ανθρώπου, που βρίσκεται στην Τασκένδη επί Στάλιν μετά τον ελληνικό Εμφύλιο, ως πολιτικός πρόσφυγας, και περίπου δέκα χρόνια μετά την αποσταλινοποίηση φεύγει, επίσης ρημαγμένος, μόνο και μόνο για να προσεγγίσει την πατρίδα Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα της δικτατορίας. Όμως, ο καιρός για τα μυθιστορήματα αρχίζει όταν πια ο αναγνώστης ολοκληρώνει το βιβλίο, εκεί όπου η συγγραφέας, ή μάλλον η γυναίκα που το 2007 ήθελε να γράψει αυτό το μυθιστόρημα, μας αποκαλύπτει ποια ήταν ίσως η εικόνα που την οδήγησε στην έρευνά της, στο να πιάσει τον μίτο αυτής της ιστορίας, το 1999.

Η Χουζούρη σε όλα της τα μυθιστορήματα ενδιαφέρεται για ανθρώπους που ζουν κάποια οριακή ιστορική στιγμή, η δε αφηγηματική φωνή ταυτίζεται με τον άνθρωπο που ερευνά τα γεγονότα, ψάχνοντας άλλοτε με το μικροσκόπιο (για τις λεπτομέρειες) και άλλοτε σαν να πετά χαμηλά με αεροπλάνο (για τη μεγάλη εικόνα), διότι εκείνο που την ενδιαφέρει δεν είναι να πει απλώς μια ιστορία, αλλά να γίνει συγγραφέας-ντετέκτιβ για αυτή την ιστορία, ψάχνοντας προσωπικά και ιστορικά ντοκουμέντα, και μάλιστα με τρόπο που γίνεται και η ίδια μυθοπλαστικό πρόσωπο, καθώς ακούγεται και υπάρχει, καθαρά και ως υπόσταση, μες στο βιβλίο – ή, αντίστροφα, τα μυθοπλαστικά πρόσωπα αποκτούν τον αέρα πραγματικών προσώπων των οποίων τη ζωή έχει ανασυνθέσει όχι μια συγγραφέας, αλλά μια ερευνήτρια ιστορικών αρχείων, με λογοτεχνική φλέβα. Η Χουζούρη δηλαδή στο βιβλίο αυτό, εκτός από την περιπέτεια του γιατρού του οποίου γίνεται σκιά για να γράψει το μυθιστόρημά της, παράλληλα παρουσιάζει, εντός του ίδιου έργου, με τρόπο απαράμιλλο κατά τη γνώμη μου, τη συγκρότηση του συγγραφικού εαυτού. Κι αυτό μου φαίνεται ότι με τον τρόπο που το υλοποιεί η Χουζούρη είναι κάτι μοναδικό στην ελληνική λογοτεχνία

Επίσης, η συγγραφέας είναι σαν να μας λέει ότι μυθοπλασία είναι η ίδια η ζωή: οι επιλογές μας, οι αποφάσεις μας, όσα τολμήσαμε ή δεν τολμήσαμε, τα γράμματα που στείλαμε ή που δεν στείλαμε, τα λόγια που είπαμε ή που κατάπιαμε, οι σκέψεις που μοιραστήκαμε ή κρύψαμε, οι άνθρωποι που αγαπήσαμε ή που προδώσαμε – και βέβαια, ο τόπος και ο χρόνος στον οποίο μας έλαχε (τυχαία) να ζούμε «γράφουν επάνω μας» και γράφουν ταυτόχρονα το μυθιστόρημα της ζωής μας. Το έχει διατυπώσει αυτό η Χουζούρη και στον Σκοτεινό Βαρδάρη: «Η ζωή είναι ένα παραμύθι και γι’ αυτό πάντοτε μας ξεφεύγει. Δε μένει παρά να την ξαναπούμε σαν να ήταν το δικό μας παραμύθι, και να σωθούμε.…» – και βλέπουμε πώς επανέρχεται η έννοια του να μας σώσουν οι ιστορίες.

Η πατρίδα από βαμβάκι είναι απολύτως «σύγχρονο» μυθιστόρημα ως προς τη δομή και το περιεχόμενό του. Δείχνοντας ότι η ζωή εντέλει είναι προϊόν μυθοπλασίας, υπερβαίνει ακόμα και την έξοχη τοποθέτησή του στην εποχή μετά τον ελληνικό Εμφύλιο στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, όπου φτάνουν άνθρωποι κυνηγημένοι για την ιδεολογία τους, για να διαπιστώσουν ότι δεν θα βρουν την ελευθερία ούτε στη χώρα της οποίας το πολιτικό σύστημα οραματίζονται: το κακό υπάρχει παντού, η ουτοπία διαψεύδεται, και η αναντιστοιχία ανάμεσα στο αίτημα της ευτυχίας, ατομικής και κοινωνικής, με την πραγματικότητα όπως ορίζεται από τις εξωτερικές συνθήκες είναι που πάντα δημιουργούν το αίσθημα του «ξένου» (το αίσθημα ότι αδυνατούμε να εκφράσουμε πλήρως την ταυτότητά μας σύμφωνα με την αυτοαντίληψη ή την αυτοεικόνα μας) μέσω της σύγκρουσης με τον άγνωστο «Άλλο». Και αν πιστέψουμε την ψυχαναλυτική θεωρία, ο Άλλος είναι μια κατασκευή του φαντασιακού στον οποίο προβάλλεται ο φόβος για το απαγορευμένο και κρυμμένο κομμάτι του Εαυτού.

Εν προκειμένω, η Έλενα Χουζούρη αρθρώνει, όπως θα το έλεγε η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «έναν διαφορετικό, μη στερεοτυπικό λόγο, για τον Άλλο, με αποτέλεσμα να αναζωογονείται η κριτική ματιά του αναγνώστη και να ανανεώνονται τα αισθητικά του κριτήρια».

Υπό αυτή την έννοια, το έργο μιλά εντέλει για την προσφυγιά ως προς την πατρίδα, με τη βασική της έννοια, αλλά και την εσωτερική πατρίδα, που την ψάχνει ο κατακερματισμένος μας εαυτός.

 

 

 

(*) Το κείμενο αυτό στηρίζεται στην ομιλία που διαβάστηκε στην πρώτη παρουσίαση
του βιβλίου
Πατρίδα από βαμβάκι (βιβλιοπωλείο Ιανός, 2 Απριλίου 2024).

 

Έλενα Χουζούρη, Πατρίδα από βαμβάκι, Πατάκης

Προηγούμενο άρθροΤι θα δούμε το χειμώνα (2): θέατρα «Άλμα», «Μπέλλος», «Προσκήνιο» (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΕπιζώντες έφηβοι (συζητούν Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού και Μαρία Τοπάλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ