της Όλγας Σελλά
Δύο εντελώς διαφορετικές παραστάσεις, δύο εντελώς διαφορετικά έργα με κάποια ιδιαίτερα κοινά στοιχεία όμως, παρουσιάζει αυτό το διάστημα το Θέατρο του Νέου Κόσμου σε δύο σκηνές του: στην ιστορική του έδρα, στον Νέο Κόσμο και στη νέα στέγη που θα διαχειρίζεται για τα επόμενα χρόνια (και αποκατέστησε εξαιρετικά), στο θέατρο «Κνωσός» στην Κυψέλη. Ένα ολοκαίνουργο θεατρικό κείμενο παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, «Ο τρόμος του κροκόδειλου» της Μέγκαν Τάιλερ, γραμμένο μόλις το 2022, και μας καλεί να δούμε μια μαύρη κωμωδία που αγγίζει πολλά δεινά, για ό,τι μας καταπιέζει και μας εγκλωβίζει. Ένα παλαιότερο διήγημα της Άννι Πρου (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1997) το «Brokeback Mountain», που απογειώθηκε με την κινηματογραφική του μεταφορά το 2005 κι αγαπήθηκε παγκοσμίως, διασκευάστηκε, το 2023, για το θέατρο από τον Άσλεϊ Ρόμπινσον και φέτος παρουσιάζεται στη σκηνή του «Κνωσός». Ποια είναι τα κοινά στοιχεία;
Το ένα είναι ο κινηματογράφος, γιατί αν το ένα έργο, το «Brokeback Mountain» έχει σφραγιστεί από την κινηματογραφική μεταφορά του, «Ο τρόμος του κροκόδειλου», ένα αμιγώς θεατρικό έργο, συναντά στη διαδρομή τον… Ταραντίνο, τη γλώσσα του, τους ρυθμούς τους, το ανυπότακτο μαύρο χιούμορ του. Το άλλο κοινό στοιχείο είναι ότι και στις δύο παραστάσεις υπάρχουν δύο κεντρικοί ρόλοι, τόσο ισχυροί και τόσο καθοριστικοί, που το στοίχημα είναι η ερμηνεία του κάθε δίδυμου, στο κάθε έργο. Και οι δύο παραστάσεις ευτύχησαν να έχουν τους και τις ηθοποιούς που καθόρισαν έντονα και αποτελεσματικά το τελικό αποτέλεσμα.
Πώς ξεπερνάς τον «Τρόμο του κροκόδειλου»;
Βρισκόμαστε σ’ ένα μικρό χωριό στη Βόρεια Ιρλανδία το 1989. Εκεί τοποθετεί η Μέγκαν Τάιλερ την ιστορία της και όχι τυχαία. Είναι η περίοδος των «Ταραχών» (The Troubles), μια περίοδος «πολιτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων στη Βόρεια Ιρλανδία κυρίως μεταξύ των Προτεσταντών ενωτικών, οι οποίοι θέλουν να παραμείνουν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, και των Καθολικών, αντιβασιλικών, οι οποίοι επιθυμούν την ένωση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις, καθημερινοί πυροβολισμοί, φυλακίσεις χωρίς δίκαιη δίκη και η βαριά στρατιωτική παρουσία των Βρετανών στην περιοχή στιγματίζουν την εποχή. Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται από έντονο διχασμό. Κοινωνικές ομάδες συχνά διαχωρίζονται βάσει πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, ενώ η οικονομική αστάθεια και η συνεχιζόμενη βία καταδικάζουν πολλούς σε δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης και στη φτώχεια», σημειώνει η Σοφία Νάκου στο πρόγραμμα της παράστασης που περιέχει και το έργο.
Εκεί λοιπόν, ζει η Αλάννα (Σύρμω Κεκέ), μια νέα γυναίκα που μοιάζει μεγαλωμένη, έτσι όπως έχει κλειστεί στο σώμα της, έτσι όπως ψυχαναγκαστικά καθαρίζει το σπίτι της και τρίβει με μανία όλες τις γωνίες (είχα να δω τόσο εύστοχη απόδοση της ψυχαναγκαστικής καταφυγής στην καθαριότητα από την ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη στην «Πλατεία Ηρώων» του Τόμας Μπερνχαρντ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά το 2017, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων). Είναι ένα επαρχιακό σπίτι, χωρίς περιττά διακοσμητικά αντικείμενα (εκτός από εικόνες θρησκευτικής πίστης), πεντακάθαρο και τακτοποιημένο. Η Αλάννα αλαφιάζεται από τις βροντές και καταφεύγει στα… πατατάκια της, την κρυφή της αμαρτία, μαζί με τα τσιγάρα που καπνίζει. Και ένας θόρυβος την παγώνει. Είναι η φωνή της αδελφής της, της Φιάννα (Άννα Καλαϊτζίδου) που χτυπάει, όχι διακριτικά, την πόρτα. Λείπει χρόνια η Φιάννα, η επικοινωνία τους έχει διακοπεί, η σχέση τους έχει διακοπεί. Η Αλάννα όχι απλώς δεν ανοίγει, αλλά, πολύ αναστατωμένη, διπλοκλειδώνει. Όμως η Φιάννα, που δεν ξέρει από όρια και δεν το βάζει κάτω, ξέρει κι άλλο… μονοπάτι. Μπαίνει από το παράθυρο της κουζίνας. Η Αλάννα φέρεται αμυντικά και επιφυλακτικά, η Φιάννα φέρεται επιθετικά και ειρωνικά. Προκαλεί διαρκώς την αδελφή της, ξεσκεπάζει τον μικρόκοσμο της αδελφής της, τις μικρές «αμαρτίες» της («Είναι τα πατατάκια της παρηγοριάς μου. Τα έχω για στήριξη», λέει απολογητικά η Αλάννα), βάζει δυνατά μουσική, φέρνει τον θόρυβο της ζωής και των συναισθημάτων, σ’ ένα σπίτι σιωπηλό, κλειστό, απομονωμένο τον έξω κόσμο, επιδιώκοντας την αλήθεια, την κάθαρση, τη δικαίωση. Γιατί η Φιάννα έχει κατηγορηθεί ότι έβαλε φωτιά στο σπίτι τους, που στοίχισε τη ζωή της μητέρας τους κι έκανε φυλακή γι’ αυτή την πράξη της. Στην πορεία αποκαλύπτονται πολλά. Και κυρίως ο ρόλος του πατέρα, που στα νιάτα του ήταν καταπιεστικός, βίαιος, ακυρωτικός, κακοποιητικός, είχε κατηγορηθεί και για παιδοφιλία και τώρα, που είναι πλέον κατάκοιτος, είναι χειριστικός και όταν βλέπει ότι χάνει την απόλυτη υποταγή της Αλάννα προσπαθεί να σπείρει ξανά τη διχόνοια και την αμφιβολία ανάμεσα στις δύο αδελφές. Όμως η Αλάννα βρίσκει το θάρρος να σταθεί απέναντι στις ενοχές της κι απέναντι στη σιωπή της. Όμως τώρα δεν είναι μόνη. Η παρουσία της Φιάννα την αφυπνίζει, της δίνει κουράγιο να αντιδράσει, αντιδρούν μαζί. Και δεν διστάζουν να «καθαρίσουν» το τοπίο από όσα τους βάραιναν, ακόμα κι όταν το πεντακάθαρο σπίτι γεμίζει αίματα…
Στα δικά μου τα μάτια, η πατριαρχική καταπίεση είναι μόνο το πρώτο επίπεδο. «Ο τρόμος του κροκόδειλου» είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο. Η παρουσία του Βρετανού στρατιώτη που απειλεί με το όπλο (ακριβώς επειδή το εντάσσει σ’ εκείνη την περίοδο η συγγραφέας του έργου) είναι η καθοριστική σύνδεση με τον πολιτικό σχολιασμό. Είναι ένα έργο που σχολιάζει τον ζόφο, την ασφυξία, το να παριστάνεις πως όλα κυλούν κανονικά όταν τίποτα δεν δίνει χαρά και ανακούφιση. Κι όλα αυτά τα σκοτεινά, τα προσεγγίζει μέσα από το μαύρο χιούμορ. Με σαρκασμό, αντίδραση, διεκδίκηση, με μουσική και χορό. Γιατί μέσα από το χορό και το τραγούδι απελευθερώνεται το σώμα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, σε μεγάλα κέφια (τα απολαμβάνει, πιστεύω, και ο ίδιος αυτά τα έργα), ανέδειξε όλη αυτή τη θανατηφόρα σύγκρουση ζόφου και ανάτασης, μέσα από το μαύρο χιούμορ, συναντώντας εποικοδομητικά τον Κουέντιν Ταραντίνο, με τον τρόπο του θεάτρου όμως. Είχε στη διάθεσή του δύο εξαιρετικές ηθοποιούς, που υποστήριξαν με κάθε έκφραση, με κάθε κίνηση του σώματός τους, με κάθε ατάκα τους, απολαυστικά όλο αυτό το πλαίσιο, χτίζοντας ξεκάθαρα τις διαφορετικές προσωπικότητες του ρόλου τους. Ο Δημήτρης Γεωργαλάς ήταν πειστικός στο ρόλο του χειριστικού ψοφοδεούς τέρατος, και ο στρατιώτης του Θοδωρή Λαμπρόπουλου τρόλαρε επίσης την απεικόνιση του κατακτητή. Σκηνικά, κίνηση, φώτα, μουσική, όλα λειτούργησαν ώστε να είναι «Ο τρόμος του κροκόδειλου» μια παράσταση σύγχρονη, ουσιαστική όσο και ανακουφιστική.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Μετάφραση: Αλέξανδρος Σφακιανάκης, Σκηνογράφος−Ενδυματολόγος: Μαγδαληνή Αυγερινού, Μουσική: Γιώργος Πούλιος, Επιμέλεια κίνησης−Χορογράφος: Ξένια Θεμελή, Σχεδιασμός φωτισμών: Εβίνα Βασιλακοπούλου, Ειδικές κατασκευές: Αλέκος Μπουρελιάς, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας, Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Κορογιαννάκης, Βοηθός σκηνογράφου−ενδυματολόγου: Βασιλική Ζωχιού
Παίζουν: Σύρμω Κεκέ, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Γεωργαλάς, Θοδωρής Λαμπρόπουλος
Θέατρο του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 & Θαρύπου),
Παραστάσεις, κάθε Τετάρτη 21:15, Πέμπτη 21.00, Σάββατο & Κυριακή 21:15
Ένα βουνό του Γουαϊόμινγκ, το «Brokeback Mountain», στο θέατρο «Κνωσός»
Όταν έγινε γνωστή η είδηση της παράστασης που θα σκηνοθετούσε φέτος ο Κωνσταντίνος Ρήγος, είχαμε τουλάχιστον περιέργεια να διαπιστώσουμε πώς θα καταφέρει να κάνει μια θεατρική παράσταση μια ιστορία, που οι περισσότεροι έχουμε στο νου μας ως κινηματογραφική ταινία και μας είχε συγκινήσει βαθιά. Στη σκηνή του θεάτρου δεν υπάρχει σχεδόν κανένα αντικείμενο. Είναι περίκλειστη από μεγάλα ταμπλό, που στην πορεία προβάλλονται τα βίντεο που μας ταξιδεύουν στα βουνά του Γουαϊόμινγκ, στις παιδικές ηλικίες των δύο ηρώων, του Τζακ (Δημήτρης Καπουράνης) και του Ένις (Μιχαήλ Ταμπακάκης), στις ζωές τους, στις αναμνήσεις τους. Και ήταν από τις πιο λειτουργικές συνυπάρξεις της γλώσσας του θεάτρου και του κινηματογράφου σε μια παράσταση, που έφερε την ανάμνηση της ταινίας σε μια θεατρική σκηνή, αξιοποιώντας απολύτως το κινηματογραφικό «εργαλείο» στη θεατρική συνθήκη. Κι αν η χρήση του βίντεο ήταν το ένα σημαντικό στοιχείο, το δεύτερο ήταν η μουσική, που περιγράφει την εποχή, τον τρόπο που διαμορφώνει τους χαρακτήρες, τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων.
Η ιστορία του Brokeback Mountain είναι πασίγνωστη: δύο καουμπόηδες, οι 20χρονοι Ένις ντελ Μαρ (εσωστρεφής, λιγομίλητος, πιο κλειστός χαρακτήρας) και Τζακ Τουίστ (εξωστρεφής, ορμητικός, στα όρια του αυτοκαταστροφικού κάποιες φορές) γνωρίζονται σ’ ένα γραφείο εύρεσης εργασίας, και ξεκινούν μαζί για να περάσουν ένα καλοκαίρι ως βοσκοί στα άγρια βουνά του Γουάιομινγκ. Όμως εκεί ανακαλύπτουν και μια άλλη πτυχή τους, την οποία είτε δεν γνώριζαν είτε καταπίεζαν. Και είναι αυτή η ανίχνευση μιας άλλης ερωτικής ταυτότητας –που τους εκπλήσσει, σχεδόν τους τρομάζει, αλλά τους σαγηνεύει κιόλας- από τις πιο ωραίες στιγμές της παράστασης. Και οι περίφημες γυμνές σκηνές ούτε προκαλούν ούτε σοκάρουν, ακριβώς επειδή δείχνουν το μεγαλείο της επαφής δύο ανθρώπων που αγαπιούνται. Και νομίζω ότι εκείνος ο μικρός διάλογος –«- Δεν είμαι αδελφή», «- Ούτε εγώ»- είναι η συμπύκνωση της ενοχής, της αποκάλυψης, του καθωσπρεπισμού στον οποίο είναι εγκλωβισμένοι.
Τα δυο αγόρια ερωτεύονται και περνούν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους προσπαθώντας να κρύψουν τον έρωτά τους. Κάνουν οικογένεια, παιδιά, αλλά πάντα βρίσκονται κάπου, συνήθως στα βουνά, εκεί που αγαπήθηκαν. Έχουν τις δικές τους κοινές στιγμές, τις απολαμβάνουν, είναι η σταθερά τους και η τροφοδότηση της διαδρομής τους, αλλά δεν κάνουν άλλα όνειρα. Ξέρουν ότι ζουν σε μια κοινωνία που δεν το σηκώνει, δεν το αντέχει, δεν το συγχωρεί. Γιατί απλούστατα φοβάται το καινούργιο και καλύπτεται πίσω από το «έτσι τα ξέρουμε εμείς». Κι όπως λέει ο Άσλεϊ Ρόμπινσον στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Γρηγόρη Μπέκο στο «Βήμα» (10/11/24): «Ίσως ακουστεί αιρετικό σε πολλούς αυτό που θα πω, και νομίζω πως συμφωνεί μαζί μου και η Άννι Πρου, ότι το Brokeback Mountain δεν είναι απλώς ένα ‘γκέι’ έργο. Αντιλαμβάνομαι απολύτως γιατί τόσοι ομοφυλόφιλοι άνδρες αντικαθρεφτίστηκαν σε τούτη την ιστορία, καθώς είδαν τους εαυτούς τους και τις εμπειρίες τους να αναπαρίστανται μ’ έναν τρόπο που ενδεχομένως δεν είχαν βιώσει ποτέ πριν. Επί της ουσίας, πάντως, το έργο αυτό έχει να κάνει με τις κοινωνικές τάξεις, με το ταξικό στοιχείο δηλαδή και όλα εκείνα τα δεσμά που οι οργανωμένες συλλογικότητες επιφυλάσσουν στους μη προνομιούχους, που πασχίζουν να ζήσουν σε αυτές, σ’ έναν δεδομένο τόπο και χρόνο».
Και συνεχίζεται έτσι η ζωή των δύο αγοριών, η διπλή, η κρυφή ζωή τους. Οι συμβάσεις και η πραγματικότητα καθορίζουν τη συμπεριφορά του έγγαμου βίου τους. Κι εκείνες οι αποδράσεις τους για ψάρεμα (που δεν φέρνουν ούτε ένα ψάρι) είναι το στήριγμά τους, η ανάσα ελευθερίας τους, η καταφυγή τους. Και είκοσι χρόνια μετά το σμίξιμό τους εκεί στο Brokeback Mountain, ο Τζακ πεθαίνει ξαφνικά, στα 40 του χρόνια. Ο Ένις είναι πια μόνος, με το μυστικό τους, το πάθος που έμεινε ξεκρέμαστο, την οδύνη του. Τον αναζητάει, γι’ αυτό πηγαίνει στο πατρικό του σπίτι, γνωρίζει τους γονείς του, μπαίνει στο παιδικό του δωμάτιο και ξαναβρίσκει ένα σωρό αντικείμενα που του θυμίζουν στιγμές του με τον Τζακ. Και προσπαθεί να μη «σπάσει». Ο Μιχαήλ Ταμπακάκης αποδίδει έξοχα όλες τις εναλλαγές συναισθημάτων, το βάρος της μοναξιάς, το πένθος, το κενό που βλέπει μπροστά του. Και στις οθόνες προβάλλεται ο Τζακ, σ’ εκείνη την πρώτη τους συνάντηση.
Το στοίχημα πέτυχε. Όλο το πλαίσιο, όλα τα συναισθήματα, όλη η ατμόσφαιρα του διηγήματος της Άννι Πρου μεταδόθηκαν κατευθείαν στην πλατεία, χάρη στη γοργή και εύστροφη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου και, ασφαλώς, χάρη στους δύο πρωταγωνιστές, που εκτός από το ταλέντο είχαν και την απαραίτητη χημεία μεταξύ τους. Η μουσική ήταν συμπρωταγωνιστής και η φωνή της Δωροθέας Μερκούρη μετέφερε το κλίμα της εποχής και του τόπου. Ο Δημήτρης Καπετανάκος ερμήνευσε τρεις δεύτερους ρόλους, εντελώς διαφορετικών χαρακτήρων, με επιτυχία. Επαρκής, με κάποιες αδυναμίες ιδίως στην αρχή της εμφάνισής της, η Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή, που υποδύεται τη σύζυγο του Ένις.
Μια παράσταση που κατάφερε να αφήσει πίσω της το αρχικό κινηματογραφικό της πρότυπο, να γίνει μια αυτοτελής διαφορετική πρόταση, να μεταδώσει όλο τις αποχρώσεις των συναισθημάτων των δύο ηρώων με τον τρόπο του θεάτρου, να συγκινήσει.
Η ταυτότητα της παράστασης
Ένα έργο του Άσλει Ρόμπινσον, Τραγούδια: Νταν Γκιλέσπι Σελς, Βασισμένο στο διήγημα της Άννι Πρου, Μετάφραση: Έρι Κύργια, Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρήγος, Σκηνογράφος: Κωνσταντίνος Ρήγος
Συνεργάτις σκηνογράφος: Σοφία Θεοδωράκη, Ενδυματολόγος: Ιωάννα Τσάμη, Σχεδιασμός φωτισμών: Χρήστος Τζιόγκας, Ενορχήστρωση−Μουσική: Δημήτρης Αρώνης/Moa Bones, Σχεδιασμός βίντεο: Βασίλης Κεχαγιάς, Βοηθός σκηνοθέτη: Άγγελος Παναγόπουλος
Παίζουν: Δημήτρης Καπουράνης, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή, Δημήτρης Καπετανάκος, Δωροθέα Μερκούρη
Μουσικοί επί σκηνής Κώστας Σιδηροκαστρίτης ακουστική κιθάρα−κρουστά, Γιάννης Πανηγυράκης ηλεκτρική κιθάρα, Γιώργος Κωστόπουλος κοντραμπάσο
Θέατρο Κνωσός (Κνωσού 11, Κυψέλη)
Παραστάσεις: Τετάρτη 20:00, Πέμπτη & Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.30 & 21:15, Κυριακή 20.00