του Στέφανου Δημητρίου (*)
Ο Τ. Μ. Σκάνλον στο βιβλίο του Γιατί η ανισότητα μας αφορά όλους;μάς θέτει ένα ερώτημα: υπάρχουν ηθικοί λόγοι που να δικαιολογούν την ανισότητα, οπότε αυτή να καθίσταται ανεκτή; Όπως δείχνει και ο Γρηγόρης Μολύβας, στο εξαιρετικά κατατοπιστικό του επίμετρο, ο Σκάνλον εξετάζει ένα επαρκές σύνολο από διαφορετικούς τύπους ανισοτήτων, τους οποίους συναρτά με αντίστοιχα επιχειρήματα που στηρίζουν την ηθική απαξία τους. Ξεκινά από μία φιλοσοφική θεώρηση της ηθικής, η οποία είναι και θεώρηση των λόγων που συναρτώνται με την εξέταση του τι μπορεί να είναι ηθική αλήθεια και με ποιον ηθικό συλλογισμό αυτή μπορεί να συναχθεί. Και αυτά τα συνδέει ουσιωδώς με την ανάλυση της ηθικής εμπειρίας. Στον πυρήνα της τελευταίας εδρεύει και το ζήτημα που αφορά το ποια μπορεί να είναι η ηθική φύση της ανισότητας. Η αναφορά, όμως, στη φύση της ανισότητας χρειάζεται και κάποια διευκρίνιση: Ο Σκάνλον, στο συγκεκριμένο έργο του, δεν ενδιαφέρεται τόσο να εξετάσει τη φύση της ανισότητας όσο να διερευνήσει τις συνέπειες που αυτή επιφέρει. Αυτό σημαίνει ότι η ηθική αποδοκιμασία της ανισότητας συναρτάται ευθέως με την ίδια την ηθική εμπειρία και την ανάλυσή της. Όμως, η ηθική εμπειρία δεν είναι κάτι που απλώς και μόνο – όχι όμως ότι είναι και εύκολο – το αναλύεις, αλλά είναι κάτι που ζεις. Ακόμη και αν δεν σε αγγίζουν προσωπικά οι συνέπειες των ανισοτήτων, μόνο μια ειδική μορφή ηθικής τυφλότητας και αναισθησίας θα σου επέτρεπε να μη δεις και να μη νιώσεις το πώς αυτές επιδρούν στους άλλους. Και αυτή, όμως, η εστίαση του Σκάνλον, δηλαδή η εξέταση των συνεπειών που επιφέρουν οι ανισότητες και η αντίστοιχη ηθική εμπειρία, δεν εντάσσεται σε μία κλίμακα κριτηρίων που ορίζουν τι είναι πιο σημαντικό. Ο Σκάνλον, δηλαδή, στρέφεται στις συνέπειες των ανισοτήτων, όχι επειδή αυτές είναι πιο σημαντικές από την ίδια τη φύση της ανισότητας, αλλά επειδή το να εστιάσει την προσοχή σε αυτές τις συνέπειες καθιστά πιο ευκρινή την σύνδεση της ανισότητας με τους ηθικούς λόγους που θα στήριζαν το καθήκον της ηθικής της απαξίωσης. Τι σημαίνει, όμως, αυτό πιο ξεκάθαρα; Ας δούμε μία περίπτωση, που βεβαίως δεν μπορεί να την αναφέρει ο Τ. Μ. Σκάνλον, επειδή δεν είναι συμπολίτης μας, αλλά νομίζω ότι θα την καταλάβουμε όλοι οι υπόλοιποι: εάν είμαστε άνισοι, ως προς κάποιον, επειδή αυτός έχει ένα πιο ακριβό αυτοκίνητο ή σπίτι ή πλήθος εξαρτημάτων – αντικειμένων, από φορητό τηλέφωνο, μέχρι οτιδήποτε συναφές – , αλλά όλα αυτά ουδόλως επηρεάζουν τη δική μας ζωή, τότε αυτή η ανισότητα σε τι μας ενοχλεί; Σε τίποτε μάλλον. Είναι όμως δείκτης διαφορετικών επιπέδων ευημερίας, τα οποία διαμορφώνονται πιθανόν επάνω σε αντίστοιχα επίπεδα ανισοτήτων. Για παράδειγμα, η φορολογική ανισότητα: εάν οι έχοντες είναι αυτοί που, επειδή δεν καταβάλλουν τους φόρους που τους αναλογούν, εξοικονομούν άδηλους πόρους, αλλά ταυτοχρόνως εκμεταλλεύονται (δεν αξιοποιούν απλώς) τη δημόσια παιδεία, υγεία, τους παιδικούς σταθμούς και τις δημόσιες συγκοινωνίες, τότε το επίπεδο ευημερίας τους έχει οργανωθεί επί τη βάσει της άνισης σχέσης τους με τους συμπολίτες τους τούς οποίους επίσης, εκμεταλλεύονται με αυτόν τον τρόπο. Οι συνέπειες, λοιπόν, της ανισότητας είναι κάτι πιο σύνθετο από αυτό που βλέπουμε. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε για την ισότητα των ευκαιριών. Εάν, π.χ., η πολιτεία δεν μεριμνά εξίσου, ώστε όλα τα μέλη της να έχουν ίση πρόσβαση σε μία πραγματικά ποιοτική εκπαίδευση, από τη μικρή ηλικία ακόμη, τότε μειώνονται αντιστοίχως οι ευκαιρίες για την απόκτηση δυνατοτήτων ως προς τη διεκδίκηση καλύτερης προοπτικής. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι όσες και οι συνέπειες των ανισοτήτων. Ο πυρήνας της θέσης του Σκάνλον για την ανισότητα βρίσκεται στο ότι το κράτος θα πρέπει να εξασφαλίζει την ίση πρόσβαση όλων στα κοινά, δημόσια αγαθά. Η όποια διακριτή μεταχείριση, δηλαδή άνιση μεταχείριση, θα πρέπει να στηρίζεται στην πλέον επαρκή δικαιολόγηση, ώστε να θεμελιωθεί ως θεμιτή – και άρα ανεκτή – εξαίρεση. Η μέθοδος επιχειρηματολογικής δικαιολόγησης, που αναπτύσσει ο Σκάνλον, εδράζεται στην παράδοση των θεωριών κοινωνικού συμβολαίου του 17ου και 18ου αιώνα (Τόμας Χομπς, Τζων Λοκ, Ζαν-Ζακ Ρουσσώ) και αποσκοπεί στο να συνδέσει τη δεσμευτική ισχύ των ανωτέρω αρχών με την πλέον εύλογη συγκατάθεση ως προς την αξία και το περιεχόμενό τους, ώστε να μην είναι δυνατό να την απορρίψουν ευλόγως αυτοί στους οποίους απευθύνεται. Αυτή η μέθοδος επιχειρηματολογικής δικαιολόγησης στηρίζει την ίδια την αρχή της ισότητας, εφόσον αποβλέπει στο να δείξει ότι η αρχή της ισότητας είναι εγγενής στην ίδια την έννοια του ανθρώπου ως προσώπου ίσης ηθικής αξίας και άρα και συναφούς αξίωσης για ίση αναγνώριση και μεταχείριση. Η δεσμευτική ισχύς, στη δικαιολογητική στήριξη της οποίας αποσκοπεί ο Σκάνλον με τη συγκεκριμένη μέθοδο ηθικής δικαιολόγησης, είναι πρωτίστως αξίωση για κανονιστική δέσμευση στην ίδια την αρχή και αξία της ισότητας. Εδώ, όμως, θα πρέπει να σταθούμε σε κάτι σημαντικό: ο Τ. Μ. Σκάνλον αναδεικνύει την αξία του να δεσμευόμαστε στην αρχή της ισότητας μέσω των δικαιολογητικών λόγων που είναι ικανοί να στηρίξουν τη θέση για την ηθική απαξία της ανισότητας. Με άλλα λόγια, εμπνέεται από την ισότητα ως οδηγητική αρχή και ιδεώδες, αλλά, ταυτόχρονα, εστιάζεται στο πώς καθίσταται εφικτή η καταπολέμηση των ανισοτήτων και ο – κατά το δυνατόν – πιο δραστικός περιορισμός τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν βλέπει μόνο το κανονιστικό ιδεώδες της ισότητας ως ένα δέον με το οποίο κρίνουμε και αξιολογούμε το παρόν, αλλά ότι η θεωρητική του παρατήρηση εξετάζει την ίδια την εμπειρία των ανισοτήτων. Ο Σκάνλον δεν θέλει να μας πείσει μόνο σχετικά με το γιατί είναι αξία η ισότητα, αλλά και γιατί πρέπει να απαξιώνουμε ηθικώς την ανισότητα, άρα να μην την ανεχόμαστε. Το δέον δεν είναι εδώ. Δεν «κατοικεί» στην ενεστώσα περίσταση, στην επικράτεια της άμεση εμπειρίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μας είναι αναγκαίο, διότι, χωρίς αυτό, δεν θα είχαμε κριτήρια ώστε να αξιολογήσουμε αυτό το «εδώ». Οι ανισότητες, όμως, όχι μόνο είναι εδώ, αλλά προκύπτουν και από ένα σύνολο θεσμών. Η μέθοδος ηθικής δικαιολόγησης του Σκάνλον έχει στόχο το να μας δείξει γιατί δεν είναι ισχυρή η δικαιολόγηση αυτών των θεσμών, άρα και της εξ αυτών προκύπτουσας ανισότητας. Ο ίδιος θα το διατυπώσει ως εξής: «Ακόμη και αν οι πολιτικοί θεσμοί είναι δομημένοι με τρόπο διαδικαστικά ακριβοδίκαιο, οι εξουσίες που εκχωρούν εξακολουθούν να εξαρτώνται από την ύπαρξη κατάλληλων ουσιαστικών προϋποθέσεων. Η νομιμοποιητική ισχύς των εκλογών υπονομεύεται όταν ορισμένοι πολίτες, μολονότι έχουν δικαίωμα ψήφου και συμμετοχής στην πολιτική με άλλους τρόπους, δεν είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους διότι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσουν τα μέσα που απαιτούνται για να θέσουν υποψηφιότητα ή να αποκτήσουν πρόσβαση στο δημόσιο βήμα» (σ.169). Το πρόβλημα της πολιτικής υποαντιπροσώπευσης στις δυτικές κοινωνίες, Ευρώπης και Αμερικής, σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, εξηγείται με τα παραπάνω.
Η ηθική απαξία των ανισοτήτων καταξιώνει την κριτική μας αυτοσυνειδησία ως πολιτών, εφόσον, όμως, εξακολουθούμε να συνδέουμε την πολιτική μας αυτεπίγνωση και αυτονομία με το αίτημα για ισότιμη συνύπαρξη όλων. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι επίτευγμα. Είναι εγχείρημα διαρκούς αναζήτησης και κοπιαστικής επιδίωξης της ηθικής και πολιτικής μας ολοκλήρωσης, η οποία μάλλον δεν επιτυγχάνεται ποτέ οριστικώς. Αλλά αυτό δεν εξασθενεί την ισχύ και την αξία της ηθικής μας δέσμευσης σε αυτό το εγχείρημα. Και αυτό μόνο λίγο δεν είναι.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου