του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Οι διακοπές του Πάσχα έδωσαν χρόνο για περιδιαβάσματα και αναγνώσεις στη μεταφρασμένη λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια η ξενόγλωση λογοτεχνία είναι τόσο πλούσια που καλά βιβλία χάνονται μέσα στην πληθώρα των εκδόσεων και άλλα εξίσου καλά δεν βρίσκουν την προβολή που τους αξίζει. Εκμεταλλευόμενος το χρόνο των διακοπών για καλές αναγνώσεις επιλέγω και προτείνω 15 καλά μεταφρασμενα μυθιστορήματα και μία επανέκδοση ενός κλασικού μοντέρνου ελληνικού βιβλίου.
Colin Barret, Νεαρά τομάρια, μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Στερέωμα
Ένας νέος δυναμικός πεζογράφος έχει ανατείλει. Είναι το πρώτο του βιβλίο, και αυτό όπως και τα δύο επόμενα γέμισαν βραβεία τον συγγραφέα. Διαθέτει μια ποιητική σκληρότητα κι έναν απλό λόγο που θυμίζει τα διηγήματα του Χέμινγουει και του Κάρβερ. Οι ήρωες στα Νεαρά τομάρια θα μπορούσαν να έχουν βγει από τα πρώτα νεορεαλιστικά σενάρια του Παζολίνι, μοιάζουν πολύ με τους ήρωες της πρώτης ταινίας του Κάρλος Σάουρα Los Golfos(Άγουρη συμμορία, μπορείτε να την βρείτε στο Cinobo) ή με τους Αουτσάιντερς του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Όμως ο Barret σε αυτή τη θεματολογία της νεανικής παραβατικότητας βάζει το στίγμα της δικής μας εποχής, της κρίσης, της ανεργίας, της αδυναμίας της κοινωνίας να ενσωματώσει τα πιο νεαρά της στοιχεία. Τα διηγήματά του διαδραματίζονται σε ένα φανταστικό χωριό, το Γκλανμπέι της Ιρλανδίας που αντανακλά τις ερημωμένες επαρχίες της δύσης. Τα αγόρια και τα κορίτσια με τα απρόσωπα ονόματα Λουκ, Χεγκ, Άρμ,Τζένι, Σάρα ζουν απλώς για να αναπνέουν. Είναι άεργα ή ταλαιπωρούνται σε χαμηλής βαθμίδας εργασίες, ελάχιστα μορφωμένα. Τους θρέφουν το αλκοόλ, το ευκαιριακό σεξ, τα μπιλιάρδα, το ροκ ή το post punk, η βία και η παρανομία. Οι φιλίες τους δυναμώνουν ή διαλύονται σε ελάχιστο χρόνο υπακούοντας σε αλλόκοτες κάποιες φορές αταβιστικές ενέργειες. Τα κορίτσια στις αγορίστικες παρέες ανήκουν σε μια κατώτερη βαθμίδα καθώς ελάχιστα από αυτά διεκδικούν την αυτονομία του φύλου τους, πλην εξαιρέσεων όπως στο διήγημα «Δόλωμα». Αγόρια και κορίτσια που δεν ενηλικιώνονται ποτέ, όπως οι δύο φίλοι στο τελευταίο διήγημα «Παρακαλώ ξεχάστε ότι υπάρχω». Παιδιά χωρισμένων γονιών, πολλά από αυτά, ζουν μόνο για το σμίξιμο με την παρέα, για το ποτό και το ασυνάρτητο κουβεντολόι. Οι διάλογοι σφικτοί, με κοφτές λέξεις αντανακλούν την ασφυξία των νοημάτων και την αδυναμία μιας βαθύτερης επεξεργασίας τους. Ο Barret γράφει με λέξεις αλλά δίνει εικόνες. Στα διηγήματά του αποτυπώνονται η σκληρότητα, η κενότητα, η στασιμότητα των ανθρώπων όπως στα έργα του Έντουαρντ Χόπερ. Ανακαλύψτε το!
Ο Γιόζεφ Ροτ δεν σε απογοητεύει ποτέ. Είτε το αποσπασματικό Φράουλες διαβάζεις είτε το αριστούργημά του Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ αναγνωρίζεις τον μεγάλο μάστορα, ισάξιο ενός Τσβάιχ, Κάφκα, Σταντάλ. Οι ήρωες του μοιάζουν αρκετά με τον ίδιο. Έχουν χάσει την πατρίδα τους, δεν έχουν κάποια πυξίδα και ανερμάτιστοι κυκλοφορούν με τη δύναμη του αέρα. Ο κεντρικός χαρακτήρας στο Φυγή χωρίς τέλος είναι ο Φραντς Τούντα. Δραπετεύει από τους ρώσους και καταφεύγει σε μια τάιγκα μαζί με έναν Πολωνό , τον Μπαράνοβιτς, όνομα που παίρνει και ο ίδιος. Ζούνε με τα ελάχιστα στα δάση ως κυνηγοί. Μέσα στο χάος του Ρωσικού Εμφυλίου, ο Τούντα έπεσε πρώτα στα χέρια των Λευκών και τελικά παρέμεινε στους Κόκκινους. Ο Τούντα ερωτεύτηκε την προϊσταμένη του, Ρωσίδα Νατάσα Αλεξάντροβνα, και έγινε ο ίδιος επαναστάτης, εκφωνώντας συγκινητικούς κομμουνιστικούς λόγους και γράφοντας ομιλίες. Αργότερα θα φτάσει στη Μόσχα αλλά παρά τα πολεμικά του εύσημα δεν θα μπορέσει να ενσωματωθείς στην κόκκινη νομενκλατούρα και θα καταφύγει στη Γεωργία ως υπεύθυνος ενός κινηματογραφικού συνεργείου όπου και ερωτεύεται μια βαρετή γυναίκα, την Άλια. Μια γαλλική αντιπροσωπεία που έρχεται από το Παρίσι, τού ξυπνάει τη νοσταλγία για την παλιά του ζωή. Ανασύρει την παλιά αυστριακή του ταυτότητα ως Φραντς Τούντα και να φύγει προς τη Δύση. Παράλληλα ξαναφουντώνει η ερωτική περιέργεια για την πρώην αυστριακή αρραβωνιαστικιά του, Ιρένε ,την οποία είχε εγκαταλείψει και όπως μαθαίνει καθυστερημένα έχει πια παντρευτεί. Αρχίζει να περιπλανιέται στην Ευρώπη. Στο Βερολίνο θα συγγράψει ένα βιβλίο με τις περιπέτειες του και θα βγάλει λίγα χρήματα. Στο Παρίσι δεν θα μπορέσει να ορθοποδήσει παρά τη μικρή βοήθεια από γάλλους φίλους. Υπάρχει για αυτόν η επιστροφή στη γυναίκα του την Άλια αλλά ο ίδιος δεν έχει πια πυξίδα, δεν ξέρει τι θέλει να κάνει. Όπως τονίζει ο Michael Hofmann στο εισαγωγικό του σημείωμα ό Τούντα είναι ο εκπρόσωπος μιας χαμένης γενιάς, που πολέμησε και γυρίζοντας βρήκε έναν άλλον κόσμο, στον οποίον δεν ανήκε πια. Σημείωσα δύο χαρακτηριστικές φράσεις : η μία Ο Τούντα «ζούσε σε έναν παράδρομο της ζωής» και η άλλη στο τέλος του βιβλίου «άλλος περιττός σαν αυτόν δεν υπήρχε στον κόσμο».
Φλάννερυ Ο ‘ Κόννορ, Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος, μτφρ. Ρένα Χάτχουτ, Αντίποδες
Όχι πολύ γνωστή στη χώρα μας, αυτό είναι το τρίτο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες (τα άλλα δύο είναι : Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, Ημερολόγιο προσευχής) και έτσι έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα του έργου της. Η συλλογή Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος είναι από τις πιο αντιπροσωπευτικές και συζητημένες. Τα πεζά της Ο’Κόνορ είναι γεμάτα από παράξενους χαρακτήρες, φτωχούς, ηλικιωμένους, δεισιδαίμονες, τρελούς, βίαιους, όπως στα διηγήματα «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος» και στο «Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δική σου» όπου οι κεντρικές ηρωίδες, δύο γιαγιάδες βλέπουν να ανατρέπεται η ζωή τους από έναν εισβολέα. Η γιαγιά στο διήγημα «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος» αντιπροσωπεύει τη στερεότυπη νότια, χριστιανή, δεσποτική μητέρα που είναι συχνά υποκριτική και διπρόσωπη. Είναι ελαττωματική και ενοχλητική από την αρχή, και περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, είναι υπεύθυνη για τη δεινή κατάσταση της οικογένειας. Ο εισβολέας, ονόματι «Ανισόρροπος» αμφισβητεί σοβαρά το νόημα της ζωής και τον ρόλο του σε αυτήν. Η γιαγιά νομίζει ότι είναι καλύτερή του, «πιο ηθική» και αυτή η παρερμηνεία της θα οδηγήσει στο χαμό όλης της οικογένειας της. Το ίδιο και n ηλικιωμένη γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο «Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δική σου». Προσπαθεί να καλοπιάσει τον εισβολέα στο κτήμα της που εμφανίζεται ως καλοπροαίρετος εργάτης και να του φορτώσει την κουφή κόρη της. Την παρουσιάζει ως ιδανική νύφη, μοιάζει να τον πείθει μέχρι που αυτός θα ανακαλύψει ότι επείγει να σώσει τη δική του ζωή. Σε άλλα διηγήματα όπως στο «Ναός του Αγίου Πνεύματος» θα αναδείξει την αιώνια διάθεση της νεότητας να ανακαλύψει την αμαρτία, ενώ στο «Ευτυχές γεγονός» θα αναδείξει το σκοταδιστικό πνεύμα του Νότου με αφορμή μια νεαρή γυναίκα, η οποία αρνείται να δεχτεί την εγκυμοσύνη της. Δεν είναι «εύκολες» ιστορίες, η Κόννορ βυθίζει την πένα της στις αντινομίες της ζωής, στην αδυναμία των ανθρώπων να τις δουν με αποτέλεσμα τα ολέθρια κάποιες φορές λάθη τους.
Ρούμενα Μπουζάροφσκα, Μην κλαις μπαμπά, μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Gutenberg
H βορειομακεδονίτισσα με ελληνικές ρίζες Ρούμενα Μπουζάροροφσκα είναι γνωστή και αγαπητή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τις συλλογές διηγημάτων της με τίτλους Ο άντρας μου(μεταφέρθηκε και στο θέατρο) και Δεν πάω πουθενά (και τα δύο από τις εκδ. Gutenberg). Και σε αυτή τη συλλογή κυριαρχούν οι γυναίκες σε έναν κόσμο ανδρικό, παλιομοδίτικο, επαρχιακό στις αντιλήψεις του. Είχαμε παρατηρήσεις και στα προηγούμενα διηγήματα της Ρ.Μ. ότι οι γυναίκες της δεν διεκδικούν τη φυλετική ανεξαρτησία τους ούτε καταγγέλλουν την πατριαρχική εξουσία. Οι άνδρες εμφανίζονται εξίσου καταπιεσμένοι, δέσμιοι πατροπαράδοτων ηθών και αυτοί με τη σειρά τους προσπαθούν να εξουσιάσουν τις γυναίκες. Οι ηρωίδες της τη ΡΜ είναι όλες ξεχωριστές αλλά μοιάζουν στη δυστυχία που βιώνουν, ανεξαρτήτως αν ανήκουν σε φτωχές οικονομικές τάξεις ή στον κοινωνικό αφρό. Η Τίνα βιώνει τραυματικά την πρώτη της επίσκεψη στον γυναικολόγο. Ενώ η Καίτη φοβάται τον οδοντογιατρό. Και οι δύο ζουν σε μια εποχή προϊστορική από άποψη ενημέρωσης και υγιεινής. Τα παιδιά προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο των μεγάλων. Ένα μικρό παιδί προσπαθεί να κατανοήσει τον χωρισμό των γονιών του: έχει έναν μπαμπά καταχραστή και μια μητέρα υστερική. Αλλά και ο πατέρας άλλου μικρού που πάει να «καθαρίσει» για το μπούλινγκ που υφίσταται ο γιος του από ένα μεγαλύτερο παιδί, θα δαρθεί από τον άλλον πατέρα και ο γιος θα είναι αυτός που θα τον παρηγορήσει στο τέλος «μην κλαις μπαμπά». Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος, αλλά μάς προδιαθέτει για μια κοινωνία που ο ανώτερος εξουσιαστής καταπιέζει τον αμέσως κατώτερό του και κανείς τελικά δεν περνάει καλά. Σημειωτέον ότι η ΡΜ σε αυτή τη συλλογή στρέφει την πένα της στην κούφια ζωή που διάγουν εύποροι πολίτες, δεσμευμένοι στην επιφάνεια μιας δήθεν ευτυχισμένης, καταναλωτικής ευημερίας. Η γραφής της Ρουμένας Μπουζάροφσκα είναι λιτή και όμως βαθιά συναισθηματική όπως και η ζωή των ανθρώπων που περιγράφει.
Wu Ming, Μανιτουάνα, μτφρ.Δέσποινα Ξένου, Οι εκδόσεις των συναδέλφων
Η ιταλική κολεκτίβα με το συλλογικό όνομα Wu Ming μας φέρνει ακόμα ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο Μανιτουάνα. Το έργο εξερευνά μια σχετικά άγνωστη, μα καθοριστική περίοδο: τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, μέσα από τα μάτια των Ιροκουά (Ιροκέζων), των Βρετανών, των αποίκων, και κυρίως των ξεχασμένων.
Τοποθετημένο στη δεκαετία του 1770, το Μανιτουάνα αναβιώνει τον κόσμο των Ιροκουά της Βόρειας Αμερικής, με ιδιαίτερη έμφαση στους Μόχοκ, την κουλτούρα τους, τις αντιφάσεις, τις συμμαχίες και την καταστροφή που έφερε ο πόλεμος. Η αφήγηση ακολουθεί χαρακτήρες όπως ο αινιγματικός Τζόζεφ Μπραντ, ηγέτης των Μόχοκ κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επανάστασης και της αδερφής του Μόλυ. Ο αφηγητής αναφέρεται στην απώλεια, για την ανθρωπότητα, της συνομοσπονδίας των Έξι Εθνών. Υπήρξε μια εποχή συνεργασίας μεταξύ των ιθαγενών Αμερικανών και των Άγγλων – ο William Johnson ήλπιζε ότι υπήρχε «χώρος για όλους» στην όμορφη κοιλάδα Mόχοκ. Η γραφή των Wu Ming είναι απαιτητική αλλά πυκνή σε νόημα – γεμάτη εικόνες, ιστορική λεπτομέρεια, και πολιτική φόρτιση. Οι Wu εξερευνούν επιδέξια τη σύγκρουση ινδικών και ευρωπαϊκών γλωσσών καθώς διαπιστώνουν ότι στη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, κάθε αιτία είχε μια συνέπεια ενώ αντίθετα, η γλώσσα των Μόχοκ ήταν γεμάτη λεπτομέρειες, διαπερασμένη με αμφιβολίες και συνεχείς προσαρμογές μιας και οι λέξεις άλλαζαν συνεχώς νόημα για να συμπεριλάβουν περισσότερα πιθανά νοήματα. Οι Wu έγραψαν το Μανιτουάνα όχι ως ένα ιστορικό μυθιστόρημα· αλλά και ως μια πολιτική πράξη: μια κραυγή υπέρ των χαμένων, των αποικισμένων, εκείνων που δεν κέρδισαν αλλά ούτε και σώπασαν. Με δεξιοτεχνία, η κολλεκτίβα συνυφαίνει γεγονότα, θρύλους, και μαρτυρίες, δημιουργώντας ένα πυκνό αφηγηματικό πλέγμα όπου τίποτα δεν είναι άσπρο ή μαύρο – μόνο αποχρώσεις του γκρίζου, του αίματος και της γης.
Stephane Carlier, Η ζωή δεν είναι μυθιστόρημα, μτφρ. Χαρά Σκιαδέλλη, Ίκαρος
Τον συγγραφέα τον γνωρίσαμε από το έξυπνο και διασκεδαστικό Η Κλάρα διαβάζει Προυστ (εκδ.Ίκαρος) , όπου μια απλή κομμώτρια ανακαλύπτει τυχαία τον Προυστ και τον έρωτα με έναν διανοούμενο. Στο νέο του μυθιστόρημα ο Στεφάν Καρλιέ συνδυάζει το αστυνομικό μυθιστόρημα με την κωμωδία, προσφέροντας μια ανατρεπτική και διασκεδαστική ανάγνωση. Ο αφηγητής ακολουθεί την Σούζαν Κούπερ, μια Βρετανίδα συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων που ζει στο Παρίσι, η οποία λαμβάνει ένα απρόσμενο μήνυμα μέσω Instagram από μια νεαρή γυναίκα που ισχυρίζεται ότι σκότωσε έναν άντρα και ζητά τη βοήθειά της για να ξεφορτωθεί το πτώμα. Αν και αρχικά διστακτική, η Σούζαν αποφασίζει να εμπλακεί στην υπόθεση, οδηγώντας σε μια σειρά από κωμικές και ανατρεπτικές καταστάσεις.
Ο Καρλιέ παίζει με τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, ενσωματώνοντας στο κείμενο συμβουλές συγγραφής από την ίδια την Σούζαν Κούπερ, δημιουργώντας έτσι έναν μετα-μυθιστορηματικό διάλογο με τον αναγνώστη. Η γραφή του είναι γεμάτη χιούμορ, σασπένς και ανατροπές, καθιστώντας το βιβλίο διασκεδαστικό (όσο και το προηγούμενό του για τον Προυστ) και ευχάριστο. Η υπόθεση κινείται γρήγορα, με ανατροπές που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο, ενώ οι χαρακτήρες είναι καλοδουλεμένοι και προσφέρουν στιγμές γέλιου και συγκίνησης. Η Σούζαν Κούπερ αν και φανταστική, παρουσιάζεται ως μια δυναμική και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, ενώ ο βοηθός της, Μπρούνο προσθέτει μια επιπλέον δόση γοητείας στην ιστορία.
Yael Van Der Wouden, Στο σπίτι της, μτφρ. Ιλάειρα Διονυσοπούλου, Μεταίχμιο
Η Ίζαμπελ ζει στο σπίτι της οικογένειάς της το 1961 στην Ολλανδία. Ζει μόνη της αλλά έχει βοήθεια από την υπηρέτρια της NΊλκε. Το σπίτι αποκτήθηκε από τον θείο της Κάρελ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η οικογένεια της Ίζαμπελ (συμπεριλαμβανομένης της μητέρας της και των δύο αδελφών της, Χέντρικ και Λούις) μετακόμισε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα αδέρφια της έφυγαν στη συνέχεια από το σπίτι, ο Χέντργκ ζει στο Den Haag με τον φίλο του Σεμπάστιαν και ο Λούις με διάφορες κοπέλες που έρχονται και φεύγουν. Η Ίζαμπελ είναι μοναχική και γεμάτη ενοχές μετά το θάνατο της μητέρας της. Περιπλανιέται στο σπίτι σχολαστικά και με εμμονή ξεσκονίζοντας, καθαρίζοντας και επιπλήττοντας την υπηρέτρια Nίλκε επειδή υποτίθεται ότι κλέβει μικροαντικείμενα από το σπίτι. Τα τρία αδέρφια συναντιούνται στο Άμστερνταμ και η Ίζαμπελ γνωρίζει τη νέα φίλη του Λούις, Εύα, απέναντι στην οποία είναι καχύποπτη και εχθρική, καθώς δεν αισθάνεται άνετα κοντά στην πιο κοινωνική και γοητευτική γυναίκα. Αργότερα, ο Λούις ζητά από την Ίζαμπελ να κρατήσει την Ευα για μερικούς μήνες καθώς ταξιδεύει. Ο θείος Κάρελ είχε υποσχεθεί το σπίτι στον Λούις με το σχέδιο να μετακομίσει στο σπίτι μόλις παντρευτεί. Η Ίζαμπελ συμφωνεί απρόθυμα. Αρχικά η ενοχλείται από την Εύα καθώς κινείται ελεύθερα μέσα στο σπίτι, μετακινώντας αντικείμενα, αγγίζοντας πράγματα και κάνοντας ερωτήσεις για την προηγούμενη ζωή της οικογένειας στο σπίτι. Η Ίζαμπελ νιώθει ότι έχει καταπατηθεί ο χώρος της. Μια μέρα ο Χέντρικ και ο φίλος του έρχονται να τις επισκεφτούν και σε μια αυθόρμητη στιγμή ευτυχίας οι δύο άντρες και η Εύα αρχίζουν να χορεύουν. Η Εύα ζητά από την Ίζαμπελ να συμμετάσχει και να χορέψουν και οι τέσσερις. Η Ϊζαμπελ νιώθει πια διαφορετικά για την Εύα και οι δυο τους ξεκινούν μια σχέση. Αργότερα θα αποκαλυφθεί το τραγικό μυστικό: η οικογένεια της Ίζαμπελ απέκτησε το σπίτι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι τότε Εβραίοι ένοικοι απήχθησαν βίαια από το σπίτι τους κατά τη διάρκεια του εβραϊκού πογκρόμ στην Ολλανδία. Η αποκάλυψη αυτή θα διαταράξει τις σχέσεις των δύο γυναικών και θα οδηγήσει στο τέλος της ιστορίας.
Τόβε Ντιτλέουσεν, Τα πρόσωπα, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Πατάκης
Την δανέζα συγγραφέα Τόβε Ντιτλέουσεν γνωρίσαμε από την Τριλογία της Κοπεγχάγης (μτφρ Κ.Σχινά, Πατάκης), κομμάτια της οποίας στηρίζονται στις προσωπικές της περιπέτειες με την υγεία της. Ο κεντρικός χαρακτήρας, η Λίζε είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων, σύζυγος και μητέρα τριων παιδιών. Έχει ήδη ένα βραβείο για ένα βιβλίο που «θεωρούσε ότι δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο από τα άλλα βιβλία της». Είναι πια αναγνωρίσιμη καθώς την κυνηγούν οι δημοσιογράφοι για να ζητήσουν τη γνώμη της για θλεματα που δεν την απασχολούν. ότι ο σύζυγός της, Γκερτ, έχει σχέση με την οικονόμο τους, Γκίτε, ενώ γνωρίζει ότι η προηγούμενη ερωμένη του Γκρέτε έχει αυτοκτονήσει. Πιστεύει επίσης ότι η Γκίτε την προμηθεύει με υπνωτικά χάπια για να την οδηγήσει στην αυτοκτονία. Γενικώς κατατρύχεται από ασώματες φωνές, επίμονες και βασανιστικές. Έχει επίσης προβληματική σχέση με τη μητέρα της ενώ πιστεύει ότι τα παιδιά της την απεχθάνονται. Βασανίζεται από παρεμβατικές φωνές και φοβάται τα πρόσωπα των άλλων για τις μεταβαλλόμενες, απρόβλεπτες εκφράσεις τους. Θα οδηγηθεί σύντομα στο ψυχιατρείο όπου θα βιώσει περίεργες εμπειρίες. Η αφήγηση εναλλάσσεται ανάμεσα στο εξωτερικό χάος της καθημερινότητας και στον εσωτερικό, διαλυμένο κόσμο της Λίζε. Μέσα από τις παραισθήσεις, τις φωνές και τις «προσωπικότητες» που την κατακλύζουν, το μυθιστόρημα ξεναγεί τον αναγνώστη σε μια οδυνηρή εξερεύνηση της ψυχικής ασθένειας, της γυναικείας ταυτότητας και της μοναξιάς. Η γραφή της Ντίτλέουσεν μπορεί να φαίνεται ωμή και σκληρή εννοώ χωρίς συναισθηματισμούς, αλλά πετυχαίνει να γίνει βαθιά συγκινητική. Είναι η ειλικρινής αναπαράσταση ενός κόσμου που καταρρέει.
Martin Suter, Μέλοντι, μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, Κριτική
Ιστορία μυστηρίου με έναν αναξιόπιστο, όπως φαίνεται από ένα σημείο και μετά, κεντρικό ήρωα. Ο Δρ Πίτερ Στοτζ, είναι ένας επιφανής πολίτης της Ζυρίχης (πρώην μέλος του Εθνικού Συμβουλίου, μεταξύ άλλων), ο οποίος προσλαμβάνει τον νεαρό Τομ Έλμερ, έναν άνεργο νεαρό πτυχιούχο νομικής, για να τον βοηθήσει να οργανώσει τις υποθέσεις ς διαχειριστής της κληρονομιάς του,. Ο Στοτς μαγεύει τον Τομ με ιστορίες από τη ζωή του, και συγκεκριμένα την ιστορία της μεγάλης του αγάπης, της Μέλοντι , η οποία εξαφανίστηκε ξαφνικά λίγες μέρες πριν από το γάμο τους. Το πορτρέτο της δεσπόζει στο σπίτι του πρώην βουλευτή, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εμμονής του. Αν και ο Στοτς ισχυρίζεται ότι έψαχνε για τη Μέλοντι από τότε που εξαφανίστηκς εντούτοις δεν κατάφερε να την βρει ποτέ. Ο Τομ μετακομίζει στο ξενώνα στη βίλα του Στοτς στη Ζυρίχη, και γίνεται αναπόσπαστο μέρος ενός πολύ ιδιόμορφου νοικοκυριού με βασικούς συγκατοίκους του τη μαγείρισσα Μαριέλλα και τον μπάτλερ Ρομπέρτο. Προσπαθεί να είναι συνεπής στο έργο που ανέλαβε οργανώνοντας το αρχείο του εργοδότη του. Έλκεται από τις ιστορίες που του αναφέρει ο Στοτς μέχρι που κάποια στιγμή αρχίζει να ταλαντεύεται κατά πόσον αυτός του λέει αλήθειες ή όλα είναι αποκυήματα του νου του. Αμφισβητεί τον χαρακτήρα του εργοδότη του, το ρόλο και τη φύση της μνήμης του και τελικά ποιο μπορεί να είναι το κίνητρό του να αφηγηθεί σε αυτόν την ιστορία της ζωής του. Το μυστήριο του Στοτς που βαρύνεται με ένα έγκλημα θα λυθεί στο τέλος στο ειδυλλιακό ελληνικό νησάκι Αγκίστρι. Ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα με ενδιαφέρον τέλος.
Jean – Michel Guenassia, Και ο Θεός βοηθός, μτφρ. Χαρά Σκιαδέλλη, Διόπτρα
Ο αγαπημένος μου Γκενασιά άλλαξε στη χώρα μας εκδοτικό οίκο αλλά παραμένει γοητευτικός μυθοπλάστης. Γνωστός από τα δύο μεγάλα μυθιστορήματά του Η Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων και τη συνέχεια του Οι χώρες της επαγγελίας , (και τα δύο στις εκδ.Πόλις) επανέρχεται πάλι με μία σάγκα εποχής. και Το μυθιστόρημα Και ο Θεός βοηθός είναι μια εκτενής και συναισθηματικά φορτισμένη ιστορία που εκτείνεται από το 1924 έως τη δεκαετία του 1960, παρακολουθώντας τις ζωές τεσσάρων φίλων με διαφορετικές ταξικές καταβολές, οι οποίοι συνδέονται με βαθιά φιλία και κοινές εμπειρίες. Η κεντρική ηρωίδα, η Άρλεν, προέρχεται από μια εργατική οικογένεια και αγωνίζεται να σπάσει τα κοινωνικά εμπόδια για να γίνει μία από τις πρώτες γυναίκες μηχανικούς στην πυρηνική επιστήμη στη Γαλλία. Η ιστορία της είναι γεμάτη από τις προκλήσεις και τις θυσίες που απαιτούνται για να πετύχει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Η αφήγηση συνδυάζει προσωπικές ιστορίες με ιστορικά γεγονότα, όπως οι πόλεμοι στην Ινδοκίνα και την Αλγερία, η ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας και οι κοινωνικές αλλαγές της εποχής. Η γραφή του Γκενασιά είναι όπως πάντα πλούσια, γεμάτη συναισθηματική ένταση, με χαρακτήρες που είναι ρεαλιστικοί και οι περισσότεροι γοητευτικοί. Γύρω από τους τέσσερις βασικούς πρωταγωνιστές κινείται ένα πλήθος άλλων προσώπων που σημαδοτούν διαφορετικές οπτικές στην εξέλιξη των εποχών.
Άνν ΈνράΪτ, Ηθοποιός, μτφρ. Μαρία Φακίνου, Καστανιώτης
H Άνν Ένραϊτ γνωστή στο ελληνικό κοινό από τα βιβλία της Η συγκέντρση, Το ξεχασμένο βαλς, Ο χορταριασμένος δρόμος με το νέο της μυθιστόρημα Ηθοποιός αφηγείται τη σχέση μητέρας-κόρης μέσα από την ιστορία της Ιρλανδής ηθοποιού Κάθριν Ο’Ντέλ, όπως την εξιστορεί η κόρη της, Νόρα. Η ιστορία ξεκινά με μια ερώτηση: «Εκείνη πώς ήταν;» και η Νόρα προσπαθεί να κατανοήσει αν πρέπει να αναφέρεται στην καθημερινή ζωή της μητέρας της, ως μητέρα ή ως ηθοποιός – καθώς δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη «σταρ», τουλάχιστον πριν τρελαθεί. Η Κάθριν, μια ηθοποιός που έζησε το μεγαλείο της ανόδου και την πτώση της λαμπρής φήμης της, διέγραψε μια τροχιά μέσα σε αδιαφανή γεγονότα και αρκετό μυστήριο.
Η αφήγηση της Νόρας είναι γεμάτη συναισθηματική ένταση και προσωπική αναζήτηση. Η Νόρα προσπαθεί να κατανοήσει τη μητέρα της, να ανακαλύψει την ταυτότητά της και να αποκαλύψει τα μυστικά που κρύβονται πίσω από τη δημόσια εικόνα της Κάθριν. Παράλληλα αναζητά τη δική της ανακάλυψη του εαυτού, την ιστορία της δικής της κακοποίησης. Η ιστορία εξετάζει τη φήμη, τη σεξουαλική δύναμη και τον πόνο που κρύβεται πίσω από τη λάμψη του θεάματος.
Η γραφή της Ενράιτ είναι γεμάτη συναισθηματική ένταση και προσωπική αναζήτηση. Η συγγραφέας εξετάζει τη σχέση μητέρας-κόρης με βάθος και ενσυναίσθηση, αποκαλύπτοντας αλήθειες που κρύβονται πίσω από τις δημόσιες εικόνες και τις προσωπικές αναζητήσεις. Η Ενράιτ καταφέρνει να δημιουργήσει μια αφήγηση που συνδυάζει την προσωπική αναζήτηση με την κοινωνική κριτική, προσφέροντας ακόμα ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα.
Peter Flamm, Εγώ;, μτφρ. Μαρία Μάντη, Μεταίχμιο
«Όχι εγώ, κύριοι δικαστές, ένας νεκρός είναι αυτός που σας μιλάει με το στόμα μου. Δεν είμαι εγώ που στέκομαι εδώ, δεν είναι δικό μου αυτό το χέρι […], δεν είναι δική μου πράξη». Το παραπάνω απόσπασμα «ανοίγει» το βιβλίο και αποτελεί την πρώτη του παράγραφο, ενώ παράλληλα αντιλαμβανόμαστε την εσωτερική σύγχυση του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα περίεργο, ιδιότυπο αλλά αξιοπρόσεκτο μυθιστόρημα. Το βιβλίο χρονικά τοποθετείται στα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ξεκινά με κάποιους στρατιώτες να γιορτάζουν το γεγονός. Ένας άνδρας κάνοντας μια βόλτα, βρίσκει ένα σκοτωμένο στρατιώτη, ένα γιατρό και του παίρνει το όνομα, το διαβατήριο, μα όπως θα αποδειχθεί , εν μέρει και τη μοίρα. Ο ίδιος έπρεπε να γυρίσει στη Φρανκφούρτη αλλά προηγουμένως ταξιδεύει για το Βερολίνο ως γιατρός «Χανς». Κατά έναν περίεργο τρόπο ο κοινωνικός περίγυρος του αναγνωρίζει τον Χανς στο πρόσωπο του άνδρα, σαν να μην πρόκειται για «εξαπάτηση», εκτός από τον σκύλο του, ο οποίος και τον δαγκώνει μόλις τον βλέπει.
Το Εγώ; αποτέλεσε το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Flamm, κυκλοφορώντας το 1926 και προκαλώντας μεγάλη αίσθηση. Το πραγματικό του όνομα ήταν Έριχ Μόσε και γεννήθηκε το 1891 στο Βερολίνο, ενώ έφυγε από τη ζωή το 1963 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε ιατρική και εργάστηκε ως ψυχολόγος, ενώ παράλληλα έγραψε τρία ακόμα μυθιστορήματα ως το 1934, οπότε και αναγκάστηκε να μετακομίσει για τη Νέα Υόρκη. Εκεί εργάστηκε ως ψυχίατρος, αναπτύσσοντας στενές σχέσεις με σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και ο Τσάρλι Τσάπλιν. Η συγγραφική του καριέρα διακόπηκε με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και έκτοτε υπάρχουν ελάχιστα σκόρπια στοιχεία για τη ζωή του. Εκδόθηκε μόλις ένα έργο πολύ αργότερα, το 1957 (The Conquest of Lonelinness).
To μυθιστόρημά του είναι γεμάτο ασάφειες, παίζει με το νου του ήρωα αλλά και του αναγνώστη. Χρησιμοποιώντας συνειδησιακή ροή υποσκάπτει σε κάθε γραμμή το νόημά της, κάθε λέξη διατυπώνει μια αμφισβήτηση. O συγγραφέας ακολουθεί τη ρήση του Ίψεν «Το να ζεις σημαίνει να πολεμάς μέσα σου τα φαντάσματα των σκοτεινών δυνάμεων. Το να συγγράφεις σημαίνει να δικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό». Μια συνεχής σύγκρουση με τον εαυτό , αυτό είναι το μήνυμα του ερωτηματικού τίτλου «Εγώ;». Πολύ διαφωτιστικό το κείμενο του ίδιου του Flamm όπως και το επίμετρο της μεταφράστριας Μαρίας Μάντη.
Άνν Μπροντέ, Άγκνες Γκρέι, μτφρ. Μαρία Γιακανίκη, Αίολος
Η Άνν αδελφή των γνωστότερων Έμιλυ και Σαρλότ Μπροντε δίνει ένα διαφορετικό από αυτές μυθιστόρημα . Η ηρωίδα της Άγκνες, κόρη φτωχού κληρικού, αποφασίζει να εργαστεί ως γκουβερνάντα σε εύπορες οικογένειες για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της. Ωστόσο, η δουλειά της την φέρνει αντιμέτωπη με την αλαζονεία των ανώτερων τάξεων, την ψυχρότητα, την έλλειψη ηθικών αξιών και τη συναισθηματική απομόνωση. Παρά τα εμπόδια, η Άγκνες διατηρεί την ηθική της ακεραιότητα και τη συμπόνια της. Η Άνν Μπροντέ γράφει με ύφος ήρεμο αλλά γεμάτο δύναμη. Το μυθιστόρημα δεν έχει τις ρομαντικές εξάρσεις των έργων των αδελφών της, Σαρλότ και Έμιλυ, αλλά εντυπωσιάζει με την απλότητά του, την καθαρότητα σκέψης και την κοινωνική του παρατήρηση. Οι θεματικές που θίγει — ηθική, εκμετάλλευση, ταξική αδικία, η θέση της γυναίκας ως εργαζόμενης — ήταν τολμηρές για την εποχή και παραμένουν επίκαιρες. Η Άνν δεν εξιδανικεύει τους χαρακτήρες ούτε ωραιοποιεί την πραγματικότητα. Παρουσιάζει τη ζωή μιας γυναίκας που προσπαθεί να κρατήσει την αξιοπρέπειά της σε έναν κόσμο που την υποτιμά.
Το στυλ είναι ρεαλιστικό και στοχαστικό και θα λέγαμε σχεδόν μινιμαλιστικό. Αντίθετα η Σαρλότ Μπροντε στο διάσημο Τζέιν Έιρ συνδυάζει το ρεαλιστικό με στοιχεία του γοτθικού ρομαντισμού ενώ η άλλη αδελφή Έμιλυ Μπροντέ στο επίσης διάσημο Ανεμοδαρμένα Ύψη εξερευνά την ανθρώπινη ψυχή μέσα από ακραία πάθη, βία, μανία και μεταφυσικές διαστάσεις, όπου η φύση και το ασυνείδητο παίζουν τεράστιο ρόλο. Η κοινωνική κριτική της Άνν είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα και η ηρωίδα της είναι πραγματίστρια σε αντίθεση με τις ηρωίδες των άλλων που είναι πιο ρομαντικές και μυστηριώδεις. Κλασικό!
William H. Gass, Καρτεσιανή σονάτα και άλλες νουβέλες, Μτφρ. Αποστόλης Πρίτσας, Gutenberg
Γνωρίσαμε τον William H. Gass από το περίφημο όσο και δαιδαλώδες μυθιστόρημά του Το Τούνελ (εκδ. Καστανιώτη) με την Καρτεσιανή σονάτα βαθίνουμε στη σκέψη του καθώς το Τούνελ δεν γράφει απλώς λογοτεχνία αλλά χτίζει κόσμους από γλώσσα, συνείδηση και στοχασμό. Στο Καρτεσιανή Σονάτα και Άλλες Νουβέλες, ο αναγνώστης καλείται όχι απλώς να διαβάσει αλλά να εμβαθύνει, να στοχαστεί και ενίοτε να παλέψει με το ίδιο το ύφασμα της αφήγησης.
Η συλλογή αποτελείται από τέσσερις νουβέλες: «Καρτεσιανή σονάτα», «Δωμάτιο στο Πρωινό», «Η Έμμα μπαίνει σε μια πρόταση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ», «Ο Μετρ των Μυστικών Εκδικήσεων». Κάθε μία αποτελεί έναν ξεχωριστό κόσμο, με γλωσσική πυκνότητα και φιλοσοφικό βάθος που θυμίζει τον μοντερνισμό, αλλά με μια σχεδόν μπαρόκ απόλαυση για τον ήχο και τη δομή της πρότασης. Αυτά τα τέσσερα έργα δεν αφηγούνται τόσο, όσο συλλογίζονται. Η γλώσσα δεν υπηρετεί την πλοκή· είναι η ίδια η πλοκή — σώμα, τόπος και πρόθεση. Στη Καρτεσιανή Σονάτα, ο δυϊσμός του Ντεκάρτ διαμελίζεται μέσα σε μια πρόζα λαμπερή και πυκνή, όπου η συνείδηση γίνεται πεδίο μάχης μεταξύ του σκέπτεσθαι και του υπάρχω. Ο κόσμος δεν περιγράφεται· επανεφευρίσκεται, γραμμή τη γραμμή.
Στο Δωμάτιο στο Πρωινό, ένα εσωτερικό τοπίο εκτυλίσσεται σαν διαλογισμός στο φως — εκεί όπου το πρωινό δεν είναι ώρα αλλά αποκάλυψη. Η εσωτερική φωνή περιφέρεται ανάμεσα σε έπιπλα και αναμνήσεις, σαν σκέψη που δοκιμάζει να κατοικήσει το παρόν.
Η Έμμα μπαίνει σε μια πρόταση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ όχι σαν χαρακτήρας, αλλά σαν ιδέα που πλέει σε μια ποιητική γραμματική. Η γλώσσα εδώ είναι τόπος οντολογικός — και η πρόταση, ένα σύμπαν που διαστέλλεται αργά, με αναπνοές και σιωπές.
Στον Μετρ των Μυστικών Εκδικήσεων, η μνήμη μετατρέπεται σε μηχανισμό αθόρυβης ανταπόδοσης. Η γραφή αποκτά βάρος εκκλησιαστικό, με μια σχεδόν τελετουργική εμμονή στην εκδίκηση ως μορφή δικαιοσύνης ή λύτρωσης.
Ο Gass δεν γράφει για να μας διηγηθεί· γράφει για να μας μετατοπίσει. Οι νουβέλες του είναι στοχαστικά τοπία, κτίσματα φτιαγμένα από γλώσσα, όπου ο αναγνώστης δεν διαβάζει απλώς — κατοικεί.
Ρόμπερτ Μούζιλ, Τρεις γυναίκες, μτφρ. Μαρία Αγαθαγγελίδου, Αντίποδες
Το βιβλίο Τρεις γυναίκες του Αυστριακού συγγραφέα Ρόμπερτ Μούζιλ αποτελεί μια συλλογή από τρεις νουβέλες που αναδεικνύουν το μοναδικό ύφος και τη φιλοσοφική εμβάθυνση του συγγραφέα. Οι ιστορίες αυτές —«Γκριτζα», «Η Πορτογαλίδα» και «Τόνκα»— δεν παρουσιάζουν απλώς γυναίκες ως χαρακτήρες, αλλά λειτουργούν ως καθρέφτες της ψυχολογίας των ανδρών που τις περιβάλλουν, της εσωτερικής τους πάλης και των υπαρξιακών τους αδιεξόδων, είναι τρεις βουτιές στο ακατανόητο κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής.
Η γραφή του Μούζιλ είναι διεισδυτική, σχεδόν ανατομική: αποδομεί τις σχέσεις, ξεγυμνώνει τις προθέσεις και αναζητά το ασύλληπτο μέσα στην καθημερινότητα. Οι γυναίκες στις ιστορίες του δεν είναι μόνο αντικείμενα του έρωτα ή της επιθυμίας· γίνονται συμβολικές μορφές που ενεργοποιούν υπαρξιακές κρίσεις, θέτουν υπό αμφισβήτηση τις βεβαιότητες και φωτίζουν τις πιο σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού. Η ιστορία που ξεχώρισα ήταν η Τόνκα. Ίσως γιατί μιλάει για εκείνη την εμπειρία που νομίζεις πως καταλαβαίνεις τον άλλον, αλλά πάντα υπάρχει κάτι ανεξήγητο, κάτι που σου ξεφεύγει, και σε κάνει να αμφισβητείς ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ο Μούζιλ γράφει με μια περίεργη απόσταση. Δεν “κρίνει”, δεν “συμπαραστέκεται”, απλώς παρατηρεί – και το κάνει τόσο προσεκτικά, που νιώθεις σαν να σε ξεγυμνώνει κι εσένα την ώρα που διαβάζεις. Οι γυναίκες δεν είναι πρωταγωνίστριες με την κλασική έννοια· είναι σαν καθρέφτες μέσα από τους οποίους αποκαλύπτεται η αδυναμία των ανδρών να τις κατανοήσουν, να συνδεθούν, να αγαπήσουν ίσως πραγματικά.
Άγνωστος εν πολλοίς στους νεότερους, ο Αλέξανδρος Σχινάς ήταν πνευματική προσωπικότητα γέννημα της γενιάς του ’60 που το ρεύμα της αποκόπηκε βίαια από την δικτατορία. Βρέθηκε στη Γερμανία να κηρύττει την πάλη εναντίον των δικτατόρων χαρίζοντας τα κείμενα και τη φωνή του στις ιστορικές εκπομπές της Ντόιτσε Βέλλε. Ανένταχτος και ακατάτακτος, δυναμικός και πρωτοπόρος. Ο υπερλεξισμός του Σχινά δημιούργησε «υπανικτικά ορθογραφικά υβρίδια και λεκτικές διασταυρώσεις, που συνιστούν συμφυρμούς που δεν αποκόπτονται από τις γνωστές σημασίες των γλωσσικών συμβόλων, προκαλούν συνειρμούς στους αρμούς της γλώσσας». Όπως σημειώνει ο Β.Μοσκόβου γράφοντας για κάποια από τα κείμενα σε αυτόν τον τόμο : «το έκφυλο μεγαθήριο Μπούθι φέρνει στο νου ποικίλες ιστορίες ακολασίες που και σήμερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Το κολοσσιαίο νεφέλωμα Φαφάνα θα μπορούσε να είναι ένα από τα απειλητικά και διαρκώς επερχόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα του καιρού μας. Ο Αβαγλαώρ που υπόσχεται τη σωτηρία του πλήθους, αλλά το μετανιώνει όταν έρθει η ώρα θυμίζει πολύ τους αλλοπρόσαλλους λαϊκιστές σημερινούς ηγέτες».Σe ένα από τα πιο σημαντικά του κείμενα «Ο πόλεμος» ο κεντρικός ήρωας φτάνει στην άκρη της πόλης έτοιμος να την υπερασπιστεί , αλλά τελικά ανακαλύπτει ‘ότι γύρω του έχουν στηθεί τεράστια μεγάφωνα που εκπέμπουν τον βόμβο μιας ανύπαρκτης επινοημένης μάχης και τελικά θα χάσει τη ζωή του από ηλεκτροπληξία όταν αγγίξει τα συρματοπλέγματα. Ο Νάνος Βαλαωρίτης στην κριτική του στην αναθεωρημένη έκδοση του «Αναφορά περιπτώσεων»(1989) θα γράψει ότι «Ο Σχινάς πολύ περισσότερο από μια παράθεση ασυνήθιστων τρόπων γραφής και μια κλίμακα ιδιότυπων τόνων , στο βιβλίο αυτό περιέχεται μια προσωπική στάση- ιδιαίτερα τολμηρή εν σχέσει με τη συντηρητική παράδοση της λογοτεχνίας μας».