Η κατά Αντόρνο διαλεκτική.

0
1126

Του Γιώργου Μαραγκού.

Περί Διαλεκτικής Τρία ΔοκίμιαΣυγγραφέαςHerbert Marcuse

Περί Διαλεκτικής: Τρία Δοκίμια

Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια,

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Ράντης

 

 


 

Βιβλίο σύντομο, αλλά πυκνό και, ανά διαστήματα, δυσνόητο, η συλλογή ενός δοκιμίου και δύο διαλέξεων περί διαλεκτικής του Herbert Marcuse προϋποθέτει από τον αναγνώστη την άνετη περιδιάβαση ανάμεσα στους φιλοσοφικούς όρους και τις κοινωνιολογικές και πολιτικές έννοιες τις οποίες η Σχολή της Φρανκφούρτης χρησιμοποίησε για να σχηματίσει ένα λόγο μεστό και κρίσιμο, η επιρροή του οποίου εκτείνεται μέχρι και τις μέρες μας. Δεν είναι, όμως, λίγες οι φωνές που επιμένουν ότι τα διδάγματα της Σχολής είναι πλέον παρωχημένα, παρά το γεγονός ότι η Κριτική Θεωρία, που καθιερώθηκε από τους Max Horkheimer και Theodor Adorno αλλά και τον Herbert Marcuse, βρίσκεται ακόμη στο επίκεντρο του στοχασμού για τη λειτουργία και τους μηχανισμούς της κοινωνίας, παραλλαγμένη και προσαρμοσμένη (αν και μερικές φορές οδηγός) στα δεδομένα όπως αυτά διαμορφώνονται από τις εξελίξεις στην τεχνολογία και την πολιτική.

Και πράγματι, μερικά στοιχεία κεντρικά στην κριτική των εν λόγω θεωρητικών αποδεικνύουν ότι η απαράμιλλη οξυδέρκειά τους ορισμένες φορές λάνθανε, όπως για παράδειγμα στην αντιμετώπιση της τζαζ, κατά την ανάλυση της οποίας ο Adorno αγνόησε τις καινοτομίες που έφερε στη μουσική και τη συνεισφορά της στη μαύρη κουλτούρα της Αμερικής (από την άλλη, η αντικατάσταση της λέξης τζαζ με την ποπ μουσική κάνει την ανάλυση πιο επίκαιρη από ποτέ). Γίνονται μάλιστα κατά καιρούς προσπάθειες να εκσυγχρονιστεί ο τρόπος που διαβάζουμε τα κείμενα που παρήχθησαν μέσα σε αυτό το περιβάλλον, με σημαντικότερη ίσως εκείνη του Fredric Jameson. Στο Late Marxism (1990), όπου μεταξύ άλλων αναπτύσσει το θέμα της τζαζ που μόλις αναφέρθηκε, αποπειράται να ξαναδιαβάσει τον Adorno και να ρίξει φως στη σύγχρονη κατάσταση με την αρωγή ενός έργου στο οποίο δίνει νέα πνοή. Και ο Αμερικανός θεωρητικός το κάνει αυτό με κύριο εργαλείο του τη διαλεκτική, το θέμα δηλαδή του βιβλίου με το οποίο ασχολείται το παρόν κείμενο.

Το πρώτο δοκίμιο του Marcuse, με τίτλο «Περί της Ιστορίας της Διαλεκτικής», είναι αρχικά μια προσπάθεια να χαρτογραφηθεί η εξέλιξη της διαλεκτικής από το Ζήνωνα, του οποίου τα παράδοξα εμπεριέχουν την ουσία της διαλεκτικής ως «την άρνηση του θεωρούμενου ως αληθινού περιεχομένου της άμεσης εμπειρίας μέσω του εννοιολογικού σκέπτεσθαι», και τον Πλάτωνα, μέχρι τον Kant και τον Hegel. Το κείμενο, όμως, δεν μπορεί να κριθεί ως μια περίληψη της ιστορίας της διαλεκτικής, καθώς το τελευταίο του τμήμα είναι αφιερωμένο στην αναθεώρηση της εν λόγω έννοιας από τον Marx και εντάσσεται στο πλαίσιο μιας χαρακτηριστικής για τη Σχολή της Φρανκφούρτης κριτικής του καπιταλισμού: η διαλεκτική άρνηση του καπιταλισμού εμπεριέχεται μέσα στο ίδιο το σύστημα, από το οποίο θα προκύψουν και «νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να συμπιεσθούν στο πλαίσιο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του ιδιωτικού ελέγχου». Το κείμενο είναι γραμμένο με πρόγραμμα και σκοπό και το μήνυμά του ακούγεται ιδιαίτερα επίκαιρο στην εποχή της κρίσης ακόμα και αν αναφέρεται σε διαφορετικής φύσης προβλήματα – ή ακόμα και αν ο αναγνώστης ανήκει σε διαφορετικό πολιτικό χώρο.

Οι δύο διαλέξεις που ακολουθούν δένουν οργανικά με το περιεχόμενο του δοκιμίου και δίνουν την εντύπωση ότι το πρόγραμμα εξελίσσεται και ότι η ανάλυση προχωρά εις βάθος τόσο για τη χρήση των μαρξικών θεωριών (όρος που προκρίνει ο μεταφραστής και σωστά, καθώς προέρχονται από τον Marx και όχι από το μαρξισμό) όσο και για την ανεπαρκή μέχρι τώρα ερμηνεία τους. Στο τελευταίο δε κείμενο ο Marcuse τονίζει τη σημασία του σπουδαστικού κινήματος για την προώθηση αυτών των αλλαγών. Όπως πολύ σωστά αναφέρει στο επίμετρό του ο μεταφραστής, Κωνσταντίνος Ράντης, ο Marcuse ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στις φοιτητικές δράσεις με σημαντική επιρροή και στο κίνημα του Μάη του ’68, μετά την ήττα του οποίου «βρέθηκε στο στόχαστρο μιας λυσσαλέας πολιτικής προπαγάνδας που τον ήθελε απλώς ως εμπνευστή της τρομοκρατίας στη Γερμανία» (δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο Αμερικανός λογοτέχνης Thomas Pynchon στο μυθιστόρημά του Έμφυτο Ελάττωμα που εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70 θέλει κρατικούς μυστικούς πράκτορες να διαβάζουν έργα του Marcuse για να κατανοήσουν το αναρχικό κίνημα καλύτερα).

Το ερώτημα που πρέπει τελικά να απαντηθεί είναι αν υπάρχει χώρος για την έκδοση τέτοιων βιβλίων στην Ελλάδα. Η αξία τους είναι αναμφίβολη· ακόμα και αν δεν ήταν επίκαιρα, η ιστορική τους σημασία και μόνο δημιουργεί το πλαίσιο που θα τα χωρέσει. Και αν μία χώρα θέλει να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, τότε οφείλει και να ανοίξει διάλογο με κρίσιμα κείμενα μακριά από τα σύνορά της, αλλά και να επιμεληθεί της ευρείας εκπαίδευσης της νέας γενιάς με τα ίδια αυτά κείμενα. Υπό αυτή την έννοια, συλλογές όπως η Περί Διαλεκτικής, ακόμα και αν δεν είναι από τις μεγαλύτερες παραλείψεις της μεταφρασμένης βιβλιογραφίας, καθώς προηγούνται τόσα άλλα σημαίνοντα έργα, είναι απαραίτητες για τη δημιουργία, αν μη τι άλλο, ενός γενικού κλίματος επιμόρφωσης και καλλιέργειας, έστω και αν οι αναγνώσεις δύνανται να ξεκινήσουν από ή να καταλήξουν στην άρνησή τους, που είναι άλλωστε και η ουσία της διαλεκτικής.

Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν συμβαίνει συχνά ένα μεταφρασμένο δοκίμιο να δίνει την αίσθηση ότι διαβάζουμε δοκίμιο και όχι τη μετάφρασή του. Πέρα από μερικές επιλογές που πιθανόν υπαγορεύονταν από παλαιότερες μεταφράσεις παρόμοιων κειμένων και θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικές, ο όμορφος μικρός τόμος είναι άρτια μεταφρασμένος.

Προηγούμενο άρθρο100 χρόνια Μαγιακόφσκι και Μουσείο Ανεκτικότητας.
Επόμενο άρθροΦύση και Μουσική

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ