Η Νίκη στη Μαρία:
Δυσκολεύτηκα πολύ να γράψω αυτό το κείμενο κυρίως γιατί δυσκολεύτηκα να αποχωριστώ αυτό το βιβλίο. Μου άρεσε να το έχω κοντά μου σαν εκκρεμότητα, να το αφήνω να τριγυρνάει στην σκέψη μου – μάλλον θα συνεχίσει να το κάνει βέβαια. Δυσκολεύτηκα να βάλω σε λέξεις όσα είναι αυτή η ιστορία (και όσα με έκανε να νιώσω) χωρίς να «προδώσω» την αίσθησή του. Αυτό το υπέροχο και διακριτικό φως που έχουν οι εικόνες (και οι λέξεις του), το οποίο αποδίδει τόσο εύστοχα την επίσκεψη στη μνήμη. Οι φιγούρες και τα περιγράμματα έχουν ένα μικρό θάμπωμα. Μια τρυφερή θολούρα. Τα χρώματα και οι γραμμές κάπως μπλέκονται: σαν να έχεις μόλις ξυπνήσει από όνειρο ή σαν να παρακολουθείς κάτι μισοκλείνοντας τα μάτια. Ένας ενήλικας επισκέπτεται το παρελθόν, την παιδική ηλικία και αυτό που βλέπει και μοιράζεται με τις αναγνώστριες είναι λίγο θολό και ταυτόχρονα πολύ συγκεκριμένο, όπως τα καρότα που η γιαγιά φυλάει στην κουνιστή πολυθρόνα και τα μήλα πλάι στο κρεβάτι. Αυτή η ισορροπία λειτουργεί χάρη στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν και συνδυάζονται οι εικόνες του Sidney Smith και το κείμενο του Jordan Scott. Ένα παιχνίδι με τις λεπτομέρειες, την οπτική γωνία και την αφήγηση.
Ο κήπος της γιαγιάς μου ξεκινάει με ένα εισαγωγικό σημείωμα για την αληθινή γιαγιά πίσω από αυτή την ιστορία. Εγώ το διάβασα εκ των υστέρων. Πιστεύω πως το βιβλίο αυτό προσπαθεί να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις. Ή τις θέτει. Νομίζω το κάνει πετυχημένα. Πώς μετατρέπεται η προσωπική ιστορία σε (παιδικό) εικονογραφημένο βιβλίο; Ή πώς εικονογραφείται μια ανάμνηση; Πώς δίνεται φωνή και πώς αποτυπώνεται στο χαρτί μια γιαγιά με την οποία επικοινωνείς κυρίως εξωγλωσσικά; Πώς διασώζεις έναν κόσμο που χάνεται και τι κληρονομείται από αυτόν; Οι ιστορίες είναι σαν τα σκουλήκια τις βροχερές μέρες, που η γιαγιά μαθαίνει στο παιδί να μαζεύει: ανοίγουν στοές στο χώμα και επιτρέπουν στο νερό να εισχωρήσει. Κι έτσι, φτιάχνουν ρωγμές, υπόγεια δίκτυα και συνδέσεις, υγραίνουν το ξερό χώμα με λιτή συγκίνηση. Όταν ακούμε ιστορίες μαθαίνουμε να λέμε και να ψάχνουμε τις δικές μας. Τα μικρά σκουλήκια συναντούν τις ρίζες.
Θέλω να επιστρέψω στην πρώτη ανάγνωση, όταν εντελώς ανυποψίαστη ξεκίνησα να το διαβάζω δυνατά σε μια επίσης ενήλικη αναγνώστρια, και η φωνή μου κόμπιασε και τα μάτια μου βούρκωσαν όταν φτάσαμε στις σελίδες εκείνες που δεν έχουν καθόλου λόγια, αλλά μόνο εικόνες. Σταθήκαμε για λίγο σιωπηλές. Είναι ένα βιβλίο που επισημαίνει τα μικρά τελετουργικά, την αθόρυβη ολόδική τους γλώσσα που χτίζουν μεταξύ τους οι άνθρωποι, και όσα κι αν αλλάξουν γύρω τους, δεν μπορεί να τους την πάρει κανείς. «Αν μου πέσει φαγητό κάτω, η γιαγιά μαζεύει την μπουκιά, της δίνει ένα φιλί και την ξαναρίχνει στο μπολ». Και έτσι η στοργή καταπίνεται.
Η Μαρία στη Νίκη:
Μοιράζομαι όλα όσα γράφεις, μαζί με την ένταση με την οποία υπογραμμίζεις το αίσθημά σου. Επίτηδες γράφω «αίσθημα» και όχι «αισθήματα». Αυτό το βιβλίο, σου μεταδίδει ένα πολύ δυνατό αίσθημα, και προσπαθείς κατόπιν –το κάνεις κι εσύ– να σπάσεις το αίσθημα σε κομμάτια για να το περιγράψεις. Αλλά φυσικά αυτό είναι αδύνατον. Και τότε παραπέμπεις στις εικόνες, που σε αυτό το βιβλίο είναι απλά θαυμάσιες. Είναι αυτό, εκείνο, το άλλο: η αγάπη, η στοργή, η κατάδυση στη μνήμη, η ενθάρρυνση να ψάξεις και να βρεις τις δικές σου ιστορίες. Όλα σωστά. Αλλά ξέρεις: εγώ θα μείνω μονάχα σε αυτό το μεγάλο, δυνατό αίσθημα, που δεν θα προσπαθήσω να το ονομάσω. Αν έπρεπε όμως να διαλέξω μια και μόνη λέξη, τότε θα έλεγα ότι είναι η μετάδοση.
Αυτό, πρώτα το έγραψα και τώρα είμαι αναγκασμένη να το εξηγήσω. Είναι αυτό που δίνεται από χέρι σε χέρι, από βλέμμα σε βλέμμα, από χώρα σε χώρα, από σπίτι σε σπίτι. Αυτό που (ίσως) ώθησε τον συγγραφέα να γράψει την ιστορία, γιατί ήθελε οπωσδήποτε να μας την πει, και αυτή η επιθυμία του ξεχειλίζει από παντού και μας χορταίνει. Αυτό που (ίσως) ώθησε εσένα να το διαβάσεις σε έναν άλλον άνθρωπο. Κι έτσι νιώθουμε όλες μας, συγγραφέας, και εικονογράφος, και αναγνώστριες ότι είμαστε μέρος ενός ποταμιού αφήγησης, και με έναν περίεργο τρόπο ξέρω, χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, ότι αυτό σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι είμαστε ζωντανές και ότι η ζωή έχει νόημα.
Καλά ως εδώ. Αλλά είναι ένα βιβλίο για παιδιά, έτσι δεν είναι; Εμείς σίγουρα τα πήγαμε καλά με αυτό, αλλά τα παιδιά;
Νομίζω ότι είναι ένα βιβλίο για κάθε ηλικία. Ακόμα και τα πολύ μικρά παιδιά, που κάποια ή κάποιος θα τους το διαβάσει, θα χωθούν μέσα στην αφήγηση, όπως χώνονται μέσα στο χώμα τα σκουλήκια της ιστορίας. Ίσως μαζί με τη λέξη «μετάδοση» θα πρέπει να βάλουμε και τις λέξεις «χώμα», «βροχή», «σκουλήκια», «γιαγιά». Δεν ξεχνώ φυσικά και τα βουνά στον θαλασσινό ορίζοντα, που μοιάζουν με φάλαινες. Έτσι έβλεπα πάντοτε τον κόσμο, από τότε που ήμουν παιδί, και εξακολουθώ να τον βλέπω έτσι και σήμερα. Αυτό, είναι κάτι που μεταδίδεται σε ένα παιδί, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το λοξό χαμόγελο στο πρόσωπο μιας ασπρομάλλας γιαγιάς, που δεν μπορεί να πει πολλά, γιατί μιλά διαφορετική γλώσσα από εκείνην του παιδιού- το λοξό της χαμόγελο κάνει το φαγητό που απλόχερα του προσφέρει ακόμα πιο νόστιμο. Αυτό το φαγητό που είναι, άλλωστε, παντού μέσα στο σπίτι-κοτέτσι. Όσο και να σου φαίνεται περίεργο, εγώ ήξερα ένα τέτοιο σπίτι. Δεν σταμάτησα ποτέ να επιστρέφω σε αυτό.
Τι θα καταλάβουν άραγε αυτή τη φορά οι αναγνώστες από τον διάλογό μας; Αν τους το λέγαμε αλλιώς, όπως κάνουν οι σωστές κριτικές, αντί να παραμιλάμε ζαλισμένες σαν να περιείχε ουσίες η ανάγνωση; Αν λέγαμε: είναι η ιστορία ενός μικρού Πολωνού μετανάστη τρίτης γενιάς στον Καναδά, και της γιαγιάς του, που βρήκε καταφύγιο σε ένα κοτέτσι κοντά σε ένα εργοστάσιο με θειάφι; Αν λέγαμε: μια Πολωνέζα γιαγιά αφήνει πίσω της για πάντα την πατρίδα και τις σκληρές αναμνήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και καταφεύγει σε ένα σπίτι-κοτέτσι στον Καναδά κι εκεί, χωρίς να καλομιλά αγγλικά, φροντίζει τον μικρό εγγονό της και του μαθαίνει πόσο χρήσιμα είναι για το χώμα και τον κήπο τα σκουλήκια; Μιλάς για τις σιωπές που τις γεμίζει η εικόνα. Είναι οι σιωπές ενός ποιήματος. Από την πρώτη στιγμή ήμουν βέβαιη ότι ο Scott είναι ποιητής και ανατρέχοντας στο βιογραφικό του διαπίστωσα ότι πράγματι είναι βραβευμένος. Οι καλοί ποιητές εξοικονομούν άριστα τις λέξεις αλλά και τις παύσεις, ακόμη και όταν γράφουν αυτοβιογραφικά βιβλία για παιδιά. Εξοικονομούν την αισθηματολογία προς όφελος του αισθήματος, που λέγαμε πιο πάνω.
Ήξερα πάντως μια τέτοια γυναίκα, σε ένα τέτοιο σπίτι, που είχε κήπο και τρόφιμα σε κάθε γωνιά, και σε τάιζε με μεγάλη χαρά και τα ελληνικά της δεν ήταν τέλεια και έφτασε κάποτε η στιγμή που ήταν πλέον ξαπλωμένη, και χρειάστηκε να την ταΐσω λίγο κι εγώ. Αν δεις τον αγγλικό τίτλο, αποκαλεί τη γιαγιά «baba», υποθέτω από τα πολωνικά. Αμέσως σκέφθηκα το «μπάμπω» και διαπίστωσα ότι έχει την ίδια σλαβική ρίζα με το baba. Τι ωραία εγγύτητα.
Υπάρχει μεγάλη αγάπη και δύναμη ζωής στο τάισμα και στο χώμα και στα σκουλήκια. Το σημαντικό όμως στην υπόθεσή μας είναι ότι αυτή η αγάπη, αυτό το τάισμα, εξομοιώνεται με την ιστορία που ταΐζει ο συγγραφέας τους αναγνώστες. Διαβάζουμε, όπως τρώμε. Για να χορτάσουμε αγάπη. Γράφουμε, για να ταΐσουμε τους αναγνώστες, από αγάπη. Η μνήμη είναι ένα σπίτι-κοτέτσι, γεμάτο με τρόφιμα, σε κάθε του γωνιά. Πρέπει να σταματήσω, κι όποια/ος καταλάβει, κατάλαβε.
JordanScott – SidneySmith, Ο κήπος της γιαγιάς μου, Μετάφραση: Μαριάννα Ψύχαλου, Μικρή Σελήνη, 2025