Βιβλία για τις γιορτές (9)- 20 επιλογές μεταφρασμένης λογοτεχνίας (από την Αλεξάνδρα Χαΐνη)

0
51
Spread the love

της Αλεξάνδρας Χαΐνη

 

Η παραγωγή ξένων τίτλων το 2025 ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Έτσι, είχαμε τη χαρά να διαβάσουμε αρκετά γρήγορα και στα ελληνικά σε πολύ καλές μεταφράσεις τα τελευταία μυθιστορήματα αγαπημένων συγγραφέων, όπως του Coe, της Rooney, του Vasquez, της Tokarczuk ή του Vuong, ενώ γνωρίσαμε τον William Gaddis, έναν από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα που εξέδωσε για πρώτη φορά ο Ποταμός. Οι εκδόσεις Μεταίχμιο ξεκίνησαν την πολλά υποσχόμενη σειρά «Τα Μικρά» με ιδιαίτερα διηγήματα κλασικών συγγραφέων – ήδη έχουν βγει πέντε, και έπεται συνέχεια. Έχει ενδιαφέρον τέλος ότι μεταφράστηκαν φέτος αρκετά βιβλία από τις λίστες των βραβείων Booker,  από μικρές γλώσσες μάλιστα. Τα 20 βιβλία που ακολουθούν είναι απλώς ένα δείγμα από αυτά που ξεχωρίσαμε.

Juan Gabriel Vásquez «Τα ονόματα της Φελίσας»

Μετάφραση-Σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης | Εκδόσεις Ίκαρος

Συμβαίνει σπάνια, αλλά να που τελικά συμβαίνει: να γνωρίζεις το τέλος ενός βιβλίου πριν καν το ανοίξεις και παρόλα αυτά όσο το διαβάζεις να έχεις αγωνία για την έκβαση της ιστορίας, να εύχεσαι να έχει γίνει κάποιο λάθος. Αυτή ήταν η συνθήκη, για μένα τουλάχιστον, όσο διάβαζα το τελευταίο μυθιστόρημα του Juan Gabriel Vásquez (Κολομβία, 1973) «Τα ονόματα της Φελίσας» που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Ο Κολομβιανός συγγραφέας ακολουθεί και εδώ την τακτική των προηγούμενων βιβλίων του: με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο όμως είχε περάσει στα ψιλά της ειδησεογραφίας -εν προκειμένω τον θάνατο της Κολομβιανής γλύπτριας Φελίσα Μπουρστίν στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1982, για την οποία είχε γράψει ως αυτόπτης μάρτυρας ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Πέθανε από θλίψη»- πλάθει ένα πολύπλοκο μυθιστόρημα, στο οποίο μιλά όχι μόνο για την καλλιτέχνιδα αλλά και για την ευρύτερη πολιτικοκοινωνική κατάσταση της εποχής στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Διώξεις καλλιτεχνών χωρίς λόγο, εξορίες στην Ευρώπη, πολιτικές αυθαιρεσίες και η άνθιση μιας ομάδας διανοουμένων που αντιστέκονται με την τέχνη τους, με τα γραπτά, τα γλυπτά, τους πίνακές τους. Στις σελίδες του γνωρίζουμε την ίδια τη Φελίσα μέσα από τις συζητήσεις του συζύγου της Πάμπλο με τον συγγραφέα-αφηγητή, ωστόσο ο Vásquez, καθότι βιρτουόζος σε αυτό το είδος της λογοτεχνίας, καταφέρνει να ζωντανέψει την προσωπικότητά της, να πάρει τους αναγνώστες από το χέρι και να τους ξεναγήσει στην περιπετειώδη ζωή της, να την ερωτευτούν εν τέλει, πραγματικά ξεχνώντας στην πορεία το τραγικό της τέλος.

 William Gaddis, «Αγάπη χαίνουσα» 

Μετάφραση: Γιώργος Μπέτσος | Εκδόσεις Ποταμός

Το «Αγάπη χαίνουσα» είναι τελευταίο βιβλίο του William Gaddis (ΗΠΑ, 1922-1998), που ολοκληρώθηκε λίγο πριν τον θάνατό του και εκδόθηκε τελικά το 2002, και το πρώτο του Αμερικανού συγγραφέα που κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μια μετάφραση πραγματικό άθλο του Γιώργου Μπέτσου. Πρόκειται για τον σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο ενός ανθρώπου κατάκοιτου, πιθανόν ετοιμοθάνατου. Και λέω «σχεδόν» γιατί παρόλο που ο συγγραφέας γράφει σε ροή συνείδησης, πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, από το υψηλό στο χαμηλό, ανακατεύοντας βαθιά και δύσκολα νοήματα με τη λαϊκίζουσα γλώσσα, ακόμη και με βρισιές και αφορισμούς, είναι εμφανές ότι όλα όσα γράφει είναι λεπτοδουλεμένα και μελετημένα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Δεν γράφει ο Gaddis μια κουβέντα παραπάνω επειδή μπορεί ή ακόμη επειδή επιθυμεί να προκαλέσει. Με κεντρικό σύμβολο το μηχανικό πιάνο -την πιανόλα- που λειτουργεί ως μεταφορά για τη μαζική αναπαραγωγή και την εμπορευματοποίηση της τέχνης, στοχάζεται επί παντός. Μαζεύοντας και τακτοποιώντας σημειώσεις του, σκέψεις και ασκήσεις επί χάρτου, εκφράζει την απογοήτευση και τον θυμό του, το μένος του εκφράζει, όχι μόνο για «το κατρακύλισμα των πάντων, του περιεχομένου, της γλώσσας, των αξιών, της τέχνης», αλλά και για τη φθίνουσα πορεία που έχει πάρει το σώμα του, μια «φυλακή» από την οποία δεν μπορεί πια να αποδράσει. Δεν είναι εύκολο να ταξινομήσεις το συγκεκριμένο βιβλίο. Γιατί κατ’ αρχάς είναι ένα βιβλίο που αντιστέκεται στον αναγνώστη – με την έννοια ότι δεν τον προσκαλεί κοντά του, όπως πχ. κάνει ένα μυθιστόρημα με τη συμβατική μορφή, δηλαδή, με αρχή, μέση και τέλος, πλοκή και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες. Γι’ αυτό και όποιος/α επιλέξει να το διαβάσει θα πρέπει να είναι ανοιχτός/ή για μια ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία. Από πλευράς μου ομολογώ ότι, ακόμη κι αν κάποια από αυτά που διάβαζα δεν τα κατανοούσα απόλυτα και άλλα χρειάστηκε να τα ψάξω λίγο παραπάνω, υπήρξε μια στιγμή που το κείμενο έκανε ένα κλικ και -δεν υπερβάλλω- με παρέσυρε στον ρυθμό του. Και τότε τίποτα άλλο δεν είχε πλέον σημασία.

Olga Tokarczuk, «Εμπούσιον»

Μετάφραση: Αναστασία Χατζηγιαννίδη | Εκδόσεις Καστανιώτη

Στο «Εμπούσιον» η Olga Tokarczuk (Πολωνία, 1962) πάει το οικολογικό θρίλερ που εισήγαγε με το «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών» ένα βήμα παραπέρα – και έναν αιώνα πριν, βέβαια. Η διακεκριμένη με Internatinal Booker και Νόμπελ (2018) Πολωνή συγγραφέας αφηγείται με τον δικό της τρόπο, όπως λέει, το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, χρησιμοποιώντας το υλικό που γνωρίζει καλά: μυστηριώδεις γερόντισσες, κουτοπόνηρους αλλά απειλητικούς χωριάτες, φωνές και θορύβους από τη σοφίτα. Παρακολουθούμε την ιστορία του Βόινιτς, ενός φοιτητή που πηγαίνει στο Σανατόριο Γκέρμπερσντορφ, στην Κάτω Σιλεσία με την ελπίδα ότι οι καινοτόμες ιατρικές μέθοδοι και ο καθαρός αέρας θα τον βοηθήσουν. Εκεί θα συναναστραφεί και άλλους ασθενείς κάνοντας εκτός των άλλων μεγάλες βόλτες στη φύση στη διάρκεια των οποίων καταναλώνει ένα αμφιλεγόμενο χειροποίητο λικέρ, ενώ ανάβει η συζήτηση για τον πόλεμο, για τη μοναρχία, τη δημοκρατία, ακόμη και για το αν μπορείς να αναγνωρίσεις ποιο βιβλίο έχει γράψει ανδρικό ή γυναικείο χέρι. Μέχρι που ένας ξαφνικός θάνατος φέρνει τα πάνω κάτω και η ιστορία παίρνει απρόσμενη τροπή. Η ίδια η Tokarczuk έχει χαρακτηρίσει το «Εμπούσιον» ως μια «ιστορία τρόμου της πατριαρχίας», καθώς το κείμενο διατρέχουν αρκετές σεξιστικές απόψεις που αποτελούν ουσιαστικά παράφραση αποσπασμάτων γραπτών διάσημων συγγραφέων και ιστορικών προσώπων, τα οποία οι πρωταγωνιστές χρησιμοποιούν με απροσδόκητο τρόπο, ξαφνιάζοντας και προκαλώντας ο ένας τον άλλον. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά αλλόκοτο αλλά αναμφίβολα απολαυστικό.

Veronica Raimo «Ας πούμε πως είμαι εγώ»

Μετάφραση: Δήμητρα Δότση | Εκδόσεις Δώμα

Δύσκολα ένα βιβλίο θα με κάνει να γελάσω. Το τελευταίο διάστημα θυμάμαι μόλις τρία. Και το τρίτο είναι το «Ας πούμε πως είμαι εγώ» της Veronica Raimo (Ιταλία, 1978) που κυκλοφόρησε φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση. Δεν ξέρω αν η αρχική επιδίωξη της Raimo ήταν να γράψει όντως ένα κωμικό μυθιστόρημα. Άλλωστε οι καταστάσεις που περιγράφει παρότι συχνά ευτράπελες δεν είναι απαραίτητα αστείες· αντιθέτως κρύβουν δυσκολίες και τραύματα, κάποια, φαινομενικά τουλάχιστον, ακόμη και αξεπέραστα. Απλώς το χιούμορ μετατρέπεται σε πανίσχυρο εργαλείο στο λόγο της συγγραφέως, αποσυμφορίζοντας τις εντάσεις και προσφέροντας τελικά στους αναγνώστες την απόλυτη διέξοδο-κάθαρση, που δεν είναι άλλη από το γέλιο. Η Βέρο (η πρωταγωνίστρια είναι συνονόματη με τη συγγραφέα, ενώ το όνομα στον ιταλικό τίτλο του βιβλίου «Niente di vero» λειτουργεί και ως λογοπαίγνιο) μεγαλώνει στη Ρώμη με την εκκεντρική οικογένειά της: μια πανταχού παρούσα μητέρα με τα γνωστά και μη εξαιρετέα άγχη της, έναν πατέρα που κυριαρχείται από εμμονές υγιεινής και …αρχιτεκτονικής, και έναν πρώιμα αναπτυγμένο ιδιοφυή αδελφό που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των δύο. Καθώς ενηλικιώνεται, η ανάγκη της να ξεπεράσει τον εαυτό της και την οικογένειά της, την οδηγεί σε περίεργες περιπέτειες, μετατρέποντάς την σταδιακά σε ψεύτρα και εν τέλει, σε συγγραφέα. Τα όρια μεταξύ autofiction και fiction είναι συγκεχυμένα στο βιβλίο, καθώς, όπως έχει πει και η ίδια η Raimo σε μια συνέντευξη, παρότι οι ήρωές της είναι εμπνευσμένοι από πραγματικά πρόσωπα, τους χειρίστηκε και τους δούλεψε ως μυθοπλαστικούς χαρακτήρες. Το βιβλίο απέσπασε το Βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και βρέθηκε στη μακρά λίστα για το International Booker 2024.

 Sally Rooney, «Ιντερμέτζο»

Μετάφραση: Μυρτώ Καλοφωλιά | Εκδόσεις Πατάκης

Κάθε νέο βιβλίο της Sally Rooney (Ιρλανδία, 1991) είναι γιορτή, παρόλο που η ίδια κρατάει χαμηλό προφίλ. Έτσι και το «Ιντερμέτζο», εορτάστηκε αναλόγως στο Δουβλίνο, με μεταμεσονύχτια πάρτι και ουρές στα βιβλιοπωλεία την ημέρα της κυκλοφορίας του. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε στα τέλη Νοεμβρίου και ομολογουμένως, το hype που είχε δημιουργηθεί μέχρι να βρεθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ήταν μεγάλο. Πρωταγωνιστές του είναι δύο αδέρφια, ο Πίτερ και ο Ίβαν Κούμπεκ, πολωνικής καταγωγής, που ζουν στο Δουβλίνο παρότι μεγάλωσαν στην ιρλανδική επαρχία. Η αφήγηση ξεκινά με τον θάνατο του πατέρα τους, ή μάλλον αμέσως μετά τον θάνατό του. Η Rooney παραμένει πιστή στα προσφιλή θέματα των προηγούμενων βιβλίων της: την ενηλικίωση, τον έρωτα, την οικειότητα και την αποξένωση, όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που συνθέτουν την ανθρώπινη κατάσταση, όμως εδώ το κάνει με πιο ώριμο και διεισδυτικό τρόπο, ρίχνοντας φως σε μια ακόμη παράμετρο: εκείνη της απώλειας. Μιας πολυμέτωπης απώλειας όμως, όχι μόνο του πατέρα. Ο αναγνώστης βυθίζεται σταδιακά στις πολλαπλές στρώσεις αυτής της απώλειας και του πόνου –του παλαιού και καταπιεσμένου αλλά και των νέων τραυμάτων– όπως ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και στην πραγματική ζωή· νιώθει κοντά στους ήρωες και παρόλο που δεν διαβάζει ένα μυθιστόρημα δράσης υπάρχει μια αγωνία για την εξέλιξη της πλοκής, την οποία φαίνεται να έχει υφάνει η συγγραφέας εξαιρετική προσοχή – σαν μια εκ των προτέρων κερδισμένη παρτίδα σκάκι.

 Miranda July, «Στα τέσσερα» 

Μετάφραση: Νατάσα Σιδέρη | Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Tο τελευταίο μυθιστόρημα όψιμης ενηλικίωσης της Miranda July (ΗΠΑ, 1974) «Στα τέσσερα», συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τα 10 καλύτερα βιβλία του 2024 από την εφημερίδα New York Times και θεωρείται ως το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο που εκδόθηκε στις ΗΠΑ, το οποίο συζητά ανοιχτά και απροκάλυπτα το θέμα της μέσης ηλικίας και της εμμηνόπαυσης. Η γνωστή Αμερικανίδα πολυσχιδής περσόνα (συγγραφέας, performer, σκηνοθέτρια, ηθοποιός) αφηγείται τη ζωή μιας σχεδόν διάσημης καλλιτέχνιδας, κάτι σαν το alter ego της, η οποία στα 45 χρόνια της παίρνει μια αυθόρμητη απόφαση που θα αλλάξει τη ζωή της: καθ’ οδόν από το Λος Άντζελες προς τη Νέα Υόρκη όπου θα συναντούσε μια σταρ με την οποία επιθυμούσε να συνεργαστεί, θα ξεμείνει επί τρεις εβδομάδες στο δωμάτιο ενός μοτέλ στην Μονρόβια μόλις μισή ώρα από το σπίτι της. Εκεί, στο δωμάτιο #321, το οποίο θα μετατρέψει σταδιακά σε «ένα δικό της δωμάτιο», σε ένα ασφαλές καταφύγιο, θα περάσει σε μια πρωτόγνωρη συναισθηματική διάσταση, σε ένα vortex σεξουαλικών φαντασιώσεων, που δεν ξέρει ούτε η ίδια πώς να το αποκρυπτογραφήσει. Στο μεσοδιάστημα θα μάθει ότι βρίσκεται στην περιεμμηνόπαυση, για να συνειδητοποιήσει ότι παρόλες τις εμπειρίες και τις γνώσεις της είναι τελικά ανέτοιμη να χειριστεί αυτό τον νέο «σταθμό» στη ζωή της. Να σας προλάβω όμως: το μυθιστόρημα, δεν είναι ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας για γυναίκες γύρω στα 50. Θέτει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, είναι ειλικρινές και εν τέλει λειτουργεί λυτρωτικά αφήνοντας μια έντονη επίγευση αισιοδοξίας και αγάπης για τη ζωή.

 Ocean Vuong, «Ο Αυτοκράτορας της Χαράς»

Μετάφραση: Δημήτρης Μαύρος | Εκδόσεις Gutenberg

Στο δεύτερο μυθιστόρημά του ο Ocean Vuong (Βιετνάμ, 1988) εμπνέεται και πάλι από τα προσωπικά του βιώματα ως παιδί μεταναστών. Πρωταγωνιστής είναι ο 19χρονος Αμερικανο-βιετναμέζος Χάι, τον οποίο σώζει από την αυτοκτονία μια 82χρονη γυναίκα από τη Λιθουανία, η Γκραζίνα, που ζει μόνη παρότι έχει διαγνωστεί με άνοια. Οι δυο τους θα δεθούν σε μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης και αλληλεξάρτησης. Ο Χάι, για να τα βγάλει πέρα και να βοηθήσει τη Γκραζίνα, θα πιάσει δουλειά στο φαστφουντάδικο HomeMarket της Ανατολικής Χαράς, μιας μισοκατεστραμμένης πολίχνης του Κονέκτικατ, την Πολιτεία όπου μεγάλωσε και ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Vuong γράφει για την ανιδιοτελή καλοσύνη, για εκείνες τις πράξεις που δεν ζητούν ούτε και παίρνουν αντάλλαγμα. Οι ήρωές του βρίσκονται στο περιθώριο, ζουν στις παρυφές της κοινωνίας· δεν έχουν τίποτα να χάσουν, γιατί απλούστατα δεν έχουν τίποτα δικό τους· όπως λέει και ο ίδιος, είναι οι άνθρωποι που ουδέποτε θα γίνουν ήρωες μυθιστορήματος. Ωστόσο εκείνος τους αναδεικνύει με ακρίβεια, με σεβασμό και αγάπη. Διάβαζα κάπου ότι καθώς το μυθιστόρημα βασίζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών ακριβώς των ανθρώπων, πρέπει να το διαβάσουμε με αργούς ρυθμούς· γιατί μόλις πλησιάσουμε στο τέλος του, θα ευχόμαστε να ήταν πραγματικοί, να μπορούσαμε δηλαδή να τους καλέσουμε στο σπίτι μας και να τους βλέπουμε καθημερινά στην προσωπική μας ζωή. Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό, γιατί ο «Αυτοκράτορας της Χαράς» δεν είναι ένα ευχάριστο μυθιστόρημα ούτε οι ήρωές του η καλύτερη παρέα· ωστόσο, πράγματι, συμφωνώ ότι κάπου στο βάθος υπάρχει μια χαραμάδα αισιοδοξίας και πίστης στο ανθρώπινο είδος.

 Jonathan Coe, «Η απόδειξη της αθωότητάς μου»

Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη | Εκδόσεις Πόλις

Το τελευταίο βιβλίο του Jonathan Coe (Βρετανία, 1961) διαδραματίζεται στη διάρκεια εκείνης της μικρής περιόδου που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου η Λιζ Τρας, η οποία κατά μια διαβολική σύμπτωση συμπίπτει με τον θάνατο της Βασίλισσας Ελισάβετ. Μέσα σε αυτό το αβέβαιο σκηνικό η 23χρονη Φιλ αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο και επιστρέφει στο σπίτι των γονιών της στην εξοχή όπου και πασχίζει να προσαρμοστεί. Εργάζεται άπειρες ώρες σε ένα ιαπωνικό εστιατόριο στο αεροδρόμιο Heathrow και τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο της παρακολουθεί στο λάπτοπ της «Τα φιλαράκια», αγωνιώντας για το μέλλον της. Η ρουτίνα της θα αλλάξει όταν εμφανίζεται ο Κρις, φίλος της μητέρας της από τα φοιτητικά της χρόνια. Το «H απόδειξη της αθωότητάς μου» είναι ένα πολυσχιδές και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, που όμως κρύβει πολλούς άσους στα μανίκια του: εκεί που νομίζεις ότι διαβάζεις την αυτοβιογραφία του Coe, βρίσκεσαι μπροστά σε ένα χρονογράφημα με μπόλικη φαντασία, το επόμενο πρωί έχεις να λύσεις ένα whodunnit, ενώ κατά το απόγευμα βυθίζεσαι σε μια στιβαρή υποτίθεται μελέτη για τα κακώς κείμενα της σύγχρονης Βρετανίας ή ακόμη και σε ένα φιλοσοφικό-οικολογικό δοκίμιο για το ζοφερό μέλλον του πλανήτη. Ο Coe παίζει με το κείμενό του, αλλά και με τους χαρακτήρες του, τους οποίους μπαζο-βγάζει με μαεστρία σε κάθε λογής ρόλους. Παίζει όμως και με τους αναγνώστες του κρατώντας αμείωτο το σασπένς με περίτεχνα πισωγυρίσματα, ανατροπές, παγίδες και κλιφχάνγκερ. Πάνω από όλα όμως παραμένει ο ακούραστος και εμπνευσμένος αφηγητής του «Τι ωραίο πλιάτσικο!» που όλες και όλοι αγαπήσαμε.

 Flannery O’ Connor, «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος» 

Μετάφραση: Ρένα Χατχούτ | Εκδόσεις Αντίποδες

Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν το 2025 από τη γέννηση της Flannery O’Connor (ΗΠΑ, 1925-1964) και είναι μεγάλη τύχη που οι εκδόσεις Αντίποδες κυκλοφόρησαν τη συλλογή διηγημάτων της «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος». Η συλλογή χρωστάει τον τίτλο της στο ομώνυμο διήγημα που κυκλοφόρησε το 1953 στον συλλογικό τόμο «Modern Writing I» και το οποίο παραμένει το πιο διάσημο και ανθολογημένο από τα διηγήματά της. Η O’ Connor είναι μια ξεχωριστή συγγραφέας. Πρωτίστως λόγω της λοξής ματιάς της, αλλά της ασυνήθιστης θεματολογίας της και αυτού του αναπάντεχου στοιχείου που χαρακτηρίζει τις ιστορίες της· ειδικά το κλείσιμό τους, ο τρόπος με τον οποίο ολοκληρώνεται κάθε διήγημα, που είναι ταυτόχρονα αστείος και βαθύς, ή όπως έλεγε και η ίδια, δημιουργεί την «αίσθηση ότι εδώ συμβαίνει κάτι που έχει σημασία». Οι ήρωες και οι ηρωίδες της, γνήσια τέκνα του Αμερικάνικου Νότου, ζουν στο σκοτάδι, είναι γεμάτοι δαίμονες στην ψυχή αλλά και στο σώμα. Είναι θύματα και θύτες, φτωχοπρόδρομοι, άνθρωποι σακατεμένοι, υποφέρουν αλλά δεν διστάζουν να βλάψουν και να καταστρέψουν, συμπεριφέρονται ανελέητα, στα όρια της ύβρεως. Οι ηρωίδες της, ακόμη κι όταν πρόκειται για πλούσιες γυναίκες του Νότου, κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ καλής πράξης και αδικίας, όπου θα κυριαρχήσει τελικά το μαύρο. Και παρότι η ίδια ήταν βαθιά θρησκευόμενη, το καλό δεν νικάει και λύτρωση δεν προβλέπεται – αντιθέτως, μάλιστα. Παρόλα αυτά στη γραφή της O’Connor κυριαρχεί το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός, ενώ η τεράστια γκάμα αδόκιμων και απροσδόκητων παρομοιώσεων και μεταφορών απογειώνει την πρόζα της.

Ia Genberg, «Οι λεπτομέρειες»

Μετάφραση: Γρηγόρης Κονδύλης | Εκδόσεις Gutenberg

Άλλη μια περίπτωση μονολόγου ασθενούς καθηλωμένου στο κρεβάτι του πόνου. Παρότι δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν η Ia Genberg (Σουηδία, 1967) έχει διαβάσει Gaddis, υπάρχουν μερικά στοιχεία που μοιράζεται μαζί του όπως πχ. την αγάπη για τη λογοτεχνία, και μια γενικότερη αναπόληση μιας ζωής διαφορετικής, πιο ουσιαστικής. Ωστόσο εδώ η συνθήκη είναι διαφορετική· μια γυναίκα κλινήρης με υψηλό πυρετό διαβάζει ένα αγαπημένο της μυθιστόρημα. (Η Genberg είχε αποκαλύψει ότι εμπνεύστηκε το βιβλίο όταν αρρώστησε με covid.) Η αφιέρωση στο βιβλίο την κάνει να θυμάται ανθρώπους και καταστάσεις από το παρελθόν: την πρώην σύντροφό της, την καλύτερή της φίλη, τον πατέρα των παιδιών της, τη βασανισμένη μητέρα της. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια που φέρουν τα ονόματα των προσώπων αυτών, παραπέμποντας κάπως σε μίνι τηλεοπτική σειρά – δεν το λέω αρνητικά, έχει κάτι το κινηματογραφικό, το τηλεοπτικό, σα να το παρακολουθούμε σε «επεισόδια». Έφερνα στο νου μου συνεχώς το εξαιρετικό «The New Years» (μπορείτε να το βρείτε στο Cinobo), έτσι όπως οι άνθρωποι αυτοί, μαζί με πολλούς ακόμη, μπαινοβγαίνουν στη ζωή της πρωταγωνίστριας-αφηγήτριας, όσο εκείνη αλλάζει σπίτια, ρούχα, έρωτες, δουλειές, διαθέσεις και προσπαθεί να βρει άκρη με τα θέλω της, να βάλει όρια, να πάρει αποφάσεις. Και είναι μέσα από τη σχέση της με τους άλλους, και από εκείνες τις λεπτομέρειες «που εκ των υστέρων φαίνονται τόσο πεζές και αφελείς» που σχηματίζουμε τελικά την εικόνα της στην ολότητά της. Άλλωστε, όπως λέει η ίδια: «εκεί είναι που συνειδητοποιείς πιο έντονα ότι είσαι ζωντανός, όταν δεις προσεκτικά έναν άλλο άνθρωπο». Το μυθιστόρημα τιμήθηκε με το σουηδικό βραβείο August, συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα του Booker International 2024 και αναγνωρίστηκε ως ένα από τα «καλύτερα βιβλία του 2023» του περιοδικού «The New Yorker».

 Olga Ravn, «Οι Υπάλληλοι»

Μετάφραση: Σωτήρης Σουλιώτης | Εκδόσεις Ίκαρος

Διάβασα το μυθιστόρημα «Οι Υπάλληλοι» της Olga Ravn (Δανία, 1986) το πρωινό αφότου είχα δει στον κινηματογράφο τη «Βουγονία» του Γιώργου Λάνθιμου. Δεν πιστεύω ότι το σύμπαν συνωμοτεί, ή ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο κλπ., αλλά καμιά φορά οι συμπτώσεις δημιουργούν ένα ιδιαίτερο κλίμα που σε προδιαθέτει, σε εξοπλίζει, για αυτό που θα επακολουθήσει. Με δυο λόγια, για το «Πλοίο Έξι Χιλιάδες»· γι’ αυτόν τον απροσδιόριστο εξωπλανήτη, όπου «υπάρχουν οι άνθρωποι, υπάρχουν και τα ανθρωποειδή. Αυτοί που γεννήθηκαν, και αυτοί που δημιουργήθηκαν. Αυτοί που θα πεθάνουν, και αυτοί που δεν θα πεθάνουν. Αυτοί που θα σβήσουν, και αυτοί που δεν θα σβήσουν» αλλά και για «το δωμάτιο με τα αντικείμενα», που κρύβουν ιδιότητες χαμένες για τους μεν, πρωτόγνωρες για τους δε. Μέσα από μια σειρά σύντομων, μη χρονολογημένων, ανώνυμων και ατάκτως αριθμημένων προσωπικών δηλώσεων, οι υπάλληλοι της Ravn συμβιώνουν, εργάζονται, γνωρίζονται, θυμώνουν, ερωτεύονται, για να ανακαλύψουν σταδιακά ότι λαχταρούν τα ίδια πράγματα: τη ζεστασιά και την οικειότητα, τα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει από τη ζωή, τη μακρινή Γη, η οποία όμως «βαραίνει» μόνο ως μακρινή ανάμνηση. «Ήθελα να δημιουργήσω έναν χώρο εντελώς κλειστό, χωρίς διέξοδο, αλλά ήθελα επίσης να δω τι μπορεί να συμβεί στους ανθρώπους αν τους αποσπάσεις από το φυσικό τους περιβάλλον, από τη Γη» είχε πει η συγγραφέας, ερωτώμενη σχετικά από την επιτροπή του βραβείου International Booker, στη βραχεία λίστα του οποίου συμπεριλήφθηκε το 2021. «Ήθελα να εξετάσω πώς συνδεόμαστε με το χώμα, τον καιρό, την ατμόσφαιρα, και να γράψω για την εμμονή μας με τους πόρους. Και όταν λέω πόρους, εννοώ τόσο τη γη όσο και τα σώματα… Ήθελα οι χαρακτήρες μου να χάσουν κάθε επαφή με τη Γη, οριστικά και αμετάκλητα.»

 Seán Hewitt, «Ανοίξτε, Ουρανοί» 

Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά | Εκδόσεις Στερέωμα

Όταν το «Maurice» συνάντησε το «Call me by your name». Το πρώτο μυθιστόρημα του ποιητή Seán Hewitt (Βρετανία, 1990) «Ανοίξτε, Ουρανοί», αποτίει κατά την Guardian φόρο τιμής στην αγγλική λογοτεχνική παράδοση. Μακροσκελείς περιγραφές της αγγλικής υπαίθρου, τίτλος δανεισμένος από το ποίημα «Milton» του William Blake, το οποίο μιλά για ερωτικά σκιρτήματα «τρόμου και ήπιας σεληνιακής λάμψης», για «σεξουαλικές ψευδαισθήσεις ιδιαίτερου κάλλους». Ο Hewitt μιλά για τον ανεκπλήρωτο εφηβικό έρωτα του Τζέιμς για τον Λουκ, τον οποίο αναπολεί ο πρώτος, μεσήλικας πλέον, καθώς επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Θορνμίαρ και τριγυρνά στα μέρη όπου μεγάλωσε. Η αφήγησή του μας πάει πίσω στο 2002 όταν, παρότι ακόμη νεαρό αγόρι, πάλευε ανάμεσα στην ανάγκη του να αυτοπροσδιοριστεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί και στην ευθύνη του απέναντι στην οικογένειά του και κυρίως στον άρρωστο μικρό αδερφό του. Η άφιξη του Λουκ, ενός όμορφου και χαρισματικού λίγο μεγαλύτερου αγοριού που είχε βγει μόλις από το άσχημο διαζύγιο των γονιών του, θα τον ταράξει συθέμελα. Ο Τζέιμς τον ερωτεύεται παράφορα χωρίς όμως την ανταπόκριση που θα επιθυμούσε, και ο έρωτας αυτός θα σφραγίσει τη ζωή του για πάντα. Το μυθιστόρημα του Hewitt, θυμίζει έντονα αγγλικά μυθιστορήματα άλλων εποχών· δεν κάνει καμία οικονομία στις περιγραφές του, οι οποίες βρίθουν λυρισμού, παρομοιώσεων και μεταφορών. Ακόμη και οι λέξεις που χρησιμοποιεί, -ας μου συγχωρεθεί το αγγλικό-, είναι exquisite, ξεχωριστές και όμορφες, όχι τυχαίες και τετριμμένες. Η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά αποδίδει απόλυτα αυτή την αίσθηση. Όμως δεν είναι μόνο η χρήση του λόγου, που δίνει την εντύπωση του παλαιού: και οι έφηβοι ήρωες δείχνουν να έχουν βγει από άλλον αιώνα, δεν υπάρχουν για παράδειγμα κινητά τηλέφωνα ή υπολογιστές, είναι σαν η νέα τεχνολογία να μην έχει περάσει καν από το Θορνμίαρ – θυμίζω όμως ότι μιλάμε για το 2002 όχι τη δεκαετία του ’80. Και παρότι είναι ευχάριστη η έκπληξη, ομολογώ ότι με ξένισε λιγάκι.

Banu Mushtaq, «Το Φως της καρδιάς»

Μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη | Εκδόσεις Καστανιώτη

Το International Booker του 2025. Ένα βιβλίο γραμμένο στη γλώσσα κάναντα, μία από τις αρχαίες κλασικές γλώσσες που ομιλείται μέχρι και σήμερα στην Ινδία και μάλιστα από 65 εκατομμύρια ανθρώπους. Η συγγραφέας Banu Mushtaq (Ινδία, 1948), είναι δικηγόρος και ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και κατά της θρησκευτικής καταπίεσης. Τα διηγήματα που έχουν συμπεριληφθεί στη συλλογή «Το Φως της καρδιάς» γράφτηκαν στο διάστημα μεταξύ 1990 και 2023. Τα εμπνεύστηκε από τις γυναίκες που την επισκέπτονταν ζητώντας βοήθεια: «Οι ιστορίες μου αφορούν τις γυναίκες -πώς η θρησκεία, η κοινωνία και η πολιτική απαιτούν τυφλή υπακοή από εκείνες, και, με αυτόν τον τρόπο, τους επιβάλλουν απάνθρωπη σκληρότητα, μετατρέποντάς τες σε απλές υποτελείς. Τα καθημερινά περιστατικά που αναφέρονται στα μέσα ενημέρωσης και οι προσωπικές μου εμπειρίες αποτελούν την έμπνευσή μου. Ο πόνος, τα βάσανα και η αβοήθητη ζωή αυτών των γυναικών δημιουργούν μια βαθιά συναισθηματική αντίδραση μέσα μου» λέει η ίδια. Η γραφή της Mushtaq, παρόλο που μιλάει για μια χώρα όπου όλα δείχνουν να κινούνται σε εκνευριστικά ράθυμους ρυθμούς, είναι πολύ ζωντανή, σχεδόν προφορική και σου δίνει την αίσθηση του επείγοντος – ίσως γιατί αφορά σε μεγάλο βαθμό τη θέση και τις προσπάθειες επιβίωσης των γυναικών κάθε ηλικίας, μέσα σε μια κατάσταση ασφυκτική όπου τίποτα δεν δείχνει να αλλάζει προς όφελός τους.

A. B. FreemanMitford, «Οι 47 Ρόνιν και άλλες ιστορίες της Παλιάς Ιαπωνίας»

Μετάφραση: Γιάννης Περδικογιάννης | Εκδόσεις Μέδουσα

Η λογοτεχνία της Ιαπωνίας μοιάζει τόσο εξωτική όσο και οι  εικόνες που έχουμε για την χώρα (και ας μην έχουμε πάει ποτέ). Εξωτικοί μας φαίνονται ακόμα και οι σύγχρονοι πολύ καλοί πεζογράφοι της όπως η Ογκάουα ή οι παλιότεροι Μίσιμα και Καβαμπάτα ή ο περίφημος ποιητής του 18ου αιώνα Ματσούο Μπασό. Ο A. B. Freeman-Mitford (Αγγλία, 1837-1916), ήταν διπλωμάτης, συλλέκτης και συγγραφέας που έγινε κυρίως διάσημος για τα διηγήματά του από την παλαιά Ιαπωνία. Περιηγήθηκε εκεί στο διάστημα μεταξύ 1866-1870 και κατέγραψε ιστορίες του αμέσως προηγούμενου αιώνα που όμως βυθίζονται σε ακόμη παλαιότερα χρόνια, δηλαδή πριν το 1854, όταν το σύμφωνο Ιαπωνίας-ΗΠΑ έβγαλε τη χώρα από την απομόνωση δύο αιώνων. Οι Ρόνιν ήταν μαχητές σαμουράι, χωρίς αφέντη είτε γιατί είχε σκοτωθεί, είτε γιατί εκείνοι είχαν απολυθεί από τις υπηρεσίες του. Οι ιστορίες της συλλογής θυμίζουν εκείνες των μοναχικών ιπποτών από την εποχή της φεουδαρχίας στις δυτικές χώρες. Οι αφέντες ζούσαν σε κάστρα οχυρωμένα και περιστοιχισμένοι από ιδιωτικούς στρατούς. Η πρώτη ιστορία με τους 47 Ρόνιν καταγράφει το θανάσιμο μίσος μεταξύ δύο αρχόντων, τον άδικο θάνατο του ενός και το σχέδιο των Ρόνιν που τον ακολουθούσαν, να εκδικηθούν. Άλλοι τέτοιοι μοναδικοί πολεμιστές ήταν οι Οτοκοντατέ, ομάδες ανδρών που είχαν υποχρέωση να στηρίζουν ο ένας τον άλλον και να βοηθούν τους αφέντες στα ταξίδια τους. Είχαν μεγάλη επιρροή στις κατώτερες τάξεις και έχαιραν κοινωνικού σεβασμού. Υπάρχουν και ιστορίες ερώτων που θυμίζουν τις ρομαντικές μεσαιωνικές δυτικές ιστορίες, όπως ο δύσκολος έρωτας του Γκομπάτσι, ενός νεαρού άνδρα που τον κυνηγούν, και της Κομουρασάκι, μιας νεαρής κοπέλας, της οποίας την οικογένεια είχαν κατακλέψει ληστές. Το τραγικό τέλος του Γκομπάτσι θα μείνει στη μυθολογία της επαρχίας Έντο, στην οποία διαδραματίζονται πολλές από τις ιστορίες Ρόνιν. Μυθολογία, εξωτισμός, έθιμα παλαιικά, σκληρά σε ορισμένες στιγμές, δίνουν το στίγμα μιας κραταιάς φεουδαρχικής κοινωνίας που μπαίνει βαθμιαία στην εποχή της φθοράς της.

Vladimir Nabokov, «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό»

Μετάφραση: Σοφία Αυγερινού | Εκδόσεις Μάγμα

Το μυθιστόρημα του Vladimir Nabokov (Ρωσία, 1899-1977) «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» διαδραματίζεται σε μια φυλακή και αφηγείται τις τελευταίες δεκαεννέα ημέρες του Κιγκινάτου Κ., ενός πολίτη μιας φανταστικής χώρας, ο οποίος φυλακίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για «γνωστική αισχρότητα».

Ενώ είναι φυλακισμένος, ο Κιγκινάτος δεν ενημερώνεται πότε θα πραγματοποιηθεί η εκτέλεσή του. Αυτό τον προβληματίζει, καθώς θέλει να εκφραστεί μέσω της γραφής «σε πείσμα της σιωπής όλου του κόσμου», αλλά νιώθει ανίκανος να το κάνει χωρίς να γνωρίζει πόσο χρόνο έχει για να ολοκληρώσει αυτό το έργο.[6]: 91  Αδιαφορώντας για τον παραλογισμό και την χυδαιότητα γύρω του, ο Κιγκινάτος αγωνίζεται να βρει τον αληθινό του εαυτό στο γράψιμό του, όπου δημιουργεί έναν ιδανικό κόσμο. Οδηγούμενος για εκτέλεση, αρνείται να πιστέψει  στον θάνατοή στους δήμιούς του, και καθώς το τσεκούρι πέφτει η ψεύτικη ύπαρξη διαλύεται γύρω του καθώς ενώνεται με τα πνεύματα των συνομοτίμων του οραματιστών στην «πραγματικότητα». O Ναμπόκοφ έγραψε αυτό το «καφκικό» μυθιστόρημα χωρίς, όπως λέει ο ίδιος, προηγουμένως να είχε διαβάσει οποιοδήποτε βιβλίο του Φραντς Κάφκα. Το έργο προβλημάτισε την κριτική που προσπάθησε να βρει τις επιρροές και τις συνδηλώσεις του. Ο Τίμοθυ Λάνγκεν στο επίμετρο (που μεταφράστηκε και βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου) υποστηρίζει ότι ο Ναμπόκοφ «κάνει το νου μας να αμφιβάλλει για τον εαυτό του και το μονοπάτι που ακολουθεί για να βγει από την άβυσσο». Ένα έργο αντάξιο του Όργουελ, του Κάφκα, του Καμύ.

 ***

Σειρά «Τα Μικρά» | Εκδόσεις Μεταίχμιο

Το 2025 το Μεταίχμιο εγκαινίασε μια πολύ ενδιαφέρουσα μίνι σειρά από μικρά σε μέγεθος αλλά μεγάλα σε αξία, βιβλία. «Τα Μικρά» περιλαμβάνουν διηγήματα πέντε προς το παρόν κλασικών συγγραφέων του 19ου και του 20ου αιώνα. Κάποια, όπως το «Οι νεκροί» του Joyce είναι ήδη γνωστά, άλλα μεταφράστηκαν για πρώτη φορά στα ελληνικά.

 James Joyce, «Οι Νεκροί»

Μετάφραση-Σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης

Το διήγημα «Οι Νεκροί» είχε συμπεριληφθεί στη συλλογή «Οι Δουβλινέζοι» που έγραψε ο Joyce (Ιρλανδία, 1882-1941) από το 1904 έως το 1907. Οι 15 ιστορίες της συλλογής περιγράφουν τη ζωή της μεσαίας τάξης στο Δουβλίνο και στα πέριξ στις αρχές του 20ου αιώνα. Στο συγκεκριμένο διήγημα, βρισκόμαστε σε μια οικογενειακή γιορτή μετά τα Χριστούγεννα, κατά την οποία ο Γκέιμπριελ Κόνροϊ έχει αναλάβει πολλαπλά καθήκοντα και που στο κλείσιμό της, αντίθετα από την επιθυμία του, θα πάρει αναπάντεχη τροπή. Ένα ηθογραφικό, πολιτικό, ευαίσθητο και έντονα συμβολικό διήγημα, σε εξαιρετική μετάφραση και με πολύ χρήσιμες σημειώσεις του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Elizabeth Gaskell, «Η ιστορία της παραμάνας»

Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Το διήγημα «Η ιστορία της παραμάνας» της Elizabeth Gaskell (Αγγλία, 1810-1865) είναι κατά κάποιο τρόπο ο προπομπός του μυθιστορήματος του Henry James «Το στρίψιμο της βίδας». Η νεαρή παραμάνα της Gaskell αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός ορφανού κοριτσιού σε ένα απομονωμένο οικογενειακό κτήμα στη βόρεια Αγγλία. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπη με τη σκοτεινή ιστορία και τα τραγικά μυστικά της οικογένειας. Γοτθική λογοτεχνία στα καλύτερά της. Για τους λάτρεις του είδους και όχι μόνο.

Edgar Allan Poe «Γουίλιαμ Γουίλσον»

Μετάφραση-Σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά

Αντλώντας έμπνευση από τα χρόνια που πέρασε σε ένα οικοτροφείο στα προάστια του Λονδίνου, ο Edgar Allan Poe (ΗΠΑ, 1809-1849) αφηγείται την ιστορία του Γουίλιαμ Γουίλσον και του σωσία του. Τα δύο αγόρια μοιάζουν και κινούνται με παρόμοιο τρόπο και όταν ο ένας αφήνει το σχολείο, ο άλλος τον ακολουθεί. Στο μόνο που διαφέρουν είναι ο ηθικός τους κώδικας. Ο Poe χτίζει ένα ανατριχιαστικό πορτρέτο των δύο αγοριών που γίνεται ακόμη πιο εφιαλτικό όσο μεγαλώνουν. Το τέλος φαντάζει αναπόφευκτο και σχεδόν απελευθερωτικό.

Silvio D’Arzo, «Το σπίτι των άλλων»

Μετάφραση-Επίμετρο: Δήμητρα Δότση

Η κατά τον Eugenio Montale (Νομπελίστας Ιταλός συγγραφέας, 1896-1981) «τέλεια ιστορία». Το διήγημα «Το σπίτι των άλλων» του Silvio D’Arzo (Ιταλία, 1920-1952) μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά και θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Montale. Η υπόθεση έχει ως εξής: Ένας ηλικιωμένος ιερέας συναντά μια μοναχική γυναίκα, που εργάζεται ως πλύστρα σε ένα ξεχασμένο φτωχικό ορεινό χωριό. Η γυναίκα ψάχνει μια απάντηση – απροσδιόριστη αρχικά. Ο D’Arzo παραπλανεί αριστοτεχνικά τον αναγνώστη σε σχέση με τις προθέσεις της, μπερδεύοντας τες με τις επιθυμίες και τις σκέψεις του ιερέα, οι οποίες ωστόσο ξεκαθαρίζουν όσο ο δεύτερος αρχίζει να βλέπει με μεγαλύτερη διαύγεια. Οι διάλογοι είναι λιγοστοί· κυριαρχούν οι παύσεις και ο λόγος, όπου υπάρχει, είναι λιτός και ποιητικός χωρίς να του λείπει όμως και μια δόση λεπτού χιούμορ. Μου θύμισε σε αίσθηση την ταινία «Βερμίλιο: Η νύφη του βουνού» της Maura Delpero.

Katherine Mansfield, «Je ne parle pas français»

Μετάφραση-Επίμετρο: Σοφία Αυγερινού

Η Katherine Mansfield (Νέα Ζηλανδία, 1888-1923) έγραψε το διήγημα «Je ne parle pas français» μέσα σε δύο εβδομάδες κατά τον τελευταίο χρόνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της φυματίωσης από την οποία και θα πέθαινε λίγα χρόνια αργότερα. Θεωρείται κομβικό διήγημα του μοντερνισμού. Για εκείνην πάντως, όπως τουλάχιστον έγραφε στον σύζυγό της, επίσης συγγραφέα John Middleton Murry, ήταν «μια κραυγή κατά της διαφθοράς» – εξού και το διήγημα είναι πιο κυνικό και σκληρό από όσο τα προηγούμενά της. Παρακολουθούμε την παιγνιώδη και ειρωνική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ραούλ Ντικέτ, ενός νεαρού λογοτέχνη που ζει στο Παρίσι, για τα παιδικά του χρόνια, τις γυναίκες, αλλά πρωτίστως για τον Άγγλο φίλο του επίσης συγγραφέα, Ντικ Χάρμον, με τον οποίο διατηρεί μια αμφιλεγόμενη σχέση.

 

Προηγούμενο άρθροΒιβλία για τις γιορτές (8), Διαβάζοντας κάτω απ’ το δέντρο, 14+2 χριστουγεννιάτικα βιβλία (της Έφης Κατσουρού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ