Επιμέλεια: Γιούλη Αναστασοπούλου.
Tι πρέπει να γνωρίζουν οι αναγνώστες σας για εσάς και τους ήρωές σας;
Οι χαρακτήρες του βιβλίου κινούνται στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη και, συνειδητά ή μη, πράττουν σε ακολουθία με την αύρα και τη δυναμική αυτής της πόλης ή, εκόντες άκοντες, πλέουν στο ρεύμα της ιστορίας της.
Νέοι, θύματα της οικονομικής κρίσης, μένουν ανέστιοι ή παρακολουθούν την κατάρρευση βασικών κοινωνικών δομών, αντιστεκόμενοι στοιχειωδώς. Άλλοι ερωτεύονται μέσα από μυστηριώδεις ή παράξενες καταστάσεις, άλλοι προδίδουν και προδίδονται και άλλοι ακολουθούν τη μουσική και ανακαλύπτουν την ενωτική της γλώσσα, εκεί που τα «κοινωνικά κριτήρια» διαχωρίζουν. Ένα δέντρο προσπαθεί να αναπτυχθεί κυριολεκτικά -και αλληγορικά- πριν από την καταστροφική πυρκαγιά στο δάσος του Σέιχ-Σου, το 1997, που αφάνισε μεγάλο μέρος αυτού του περιαστικού περιβαλλοντικού πνεύμονα. Μια γάτα κινείται παιχνιδιάρικα ανάμεσα στις μυρωδιές και τις γεύσεις στις χαρακτηριστικές πολυπολιτισμικές αγορές, Καπάνι και Μοδιάνο. Ηλικιωμένοι ξορκίζουν τη μοναξιά τους αντλώντας γλυκόπικρες αναμνήσεις από την παλιά Θεσσαλονίκη, της προσφυγιάς και της σκληρής καθημερινότητας, αλλά και της ελπίδας.
Μικροί ήρωες σε μια κοινωνική πραγματικότητα που μπορεί να συνθλίψει και που, όμως, μπορεί και να ανατραπεί και να ιδωθεί ανάλαφρα και αισιόδοξα, μέσα από τη ματιά ενός μικρού παιδιού και μιας βόλτας με το ποδήλατό του.
Για εμένα οι αναγνώστες δε χρειάζεται να γνωρίζουν κάτι περισσότερο από ό,τι καταθέτω στις ιστορίες μου, μιας και θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό με «περιέχουν».
Τι σας κινητοποίησε να γράψετε το 14 ζωές στη Σαλονίκη;
Κυρίως, η αγάπη μου για την πόλη και η ανάγκη μου να μιλήσω γι’ αυτή, όταν δε ζούσα πια εκεί. Δεδομένου ότι πρόκειται για το πρώτο μου βιβλίο, μετά από πολύχρονη ζύμωση με τον γραπτό λόγο, νομίζω ότι η Θεσσαλονίκη λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη ώστε να αποφασίσω αυτή την πρώτη έκθεση.
Με ποιο άλλο έργο συνομιλεί το βιβλίο σας;
Συνειδητά, δε συνομιλεί με κάποιο άλλο βιβλίο. Ασύνειδα, όμως, λόγω θεματολογίας και λόγω σχετικών αναγνωστικών καταβολών και -αναπόφευκτα- επιρροών, νομίζω πως φέρει ψηφίδες από το έργο συγγραφέων της Θεσσαλονίκης, που μίλησαν με τον δικό τους τρόπο γι’ αυτή την πόλη.
Πώς γράφετε και πού;
Γράφω οπουδήποτε και οποτεδήποτε αισθάνομαι ότι μπορώ να συντονίσω τα αισθητήριά μου. Νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ στο σπίτι, σε γνώριμα μέρη η σε απολύτως ανοίκεια που με ανατροφοδοτούν, και κοντά στη φύση. Επίσης, σε πλοία και τρένα, που αγαπώ ιδιαίτερα και με τα οποία, λόγω επαγγέλματος, κάνω συχνά πολύωρα ταξίδια.
Αισθάνεστε ότι ανήκετε σε μια συγκεκριμένη γενιά δημιουργών;
Εφόσον η γενιά στη λογοτεχνία δεν αφορά την ηλικία των συγγραφέων, αλλά τη χρονική περίοδο που αυτοί εμφανίζονται, αισθάνομαι πως φέρει μια ελαστικότητα ως έννοια και μια δυσκολία στην αναζήτηση συγγενειών – και δεν αναφέρομαι στο ύφος και τις τάσεις, αυτά σίγουρα διαφέρουν ανάμεσα στους εκπροσώπους μιας γενιάς. Το κοινό παρόν διαμορφώνει ως ένα βαθμό μια παρόμοια αντίληψη, αλλά όπως διαπιστώνω από τα έργα άλλων σύγχρονων δημιουργών, η μεταγραφή αυτής της αντίληψης πραγματοποιείται συχνά με εντελώς διαφορετικούς κώδικες, οι οποίοι δεν νομίζω ότι συγκλίνουν, ώστε να μιλάμε για γενιά. Βέβαια, όπως και να έχει, η αποκωδικοποίηση είναι πάντα μια ενδιαφέρουσα και εύφορη διαδικασία για όλους. Και επιπλέον, μελλοντικά, ίσως να αναδείξει και ουσιαστικές συνάφειες, που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν μια γενιά.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε ένα αγαπημένο έργο ποια θα ήταν η παρέμβασή σας;
Εάν θα μπορούσα να το αλλάξω και θα το έκανα, νομίζω πως δε θα ήταν και πολύ αγαπημένο.
Γράφετε κάτι τώρα;
Ναι, γράφω, πιστή στη μικρή φόρμα.
Tι σας λείπει από το Λογοτεχνικό τοπίο σήμερα;
Θα αναφερθώ στο ελληνικό Λογοτεχνικό τοπίο -καθώς επιμένω να του αφιερώνω το μεγαλύτερο μερίδιο του αναγνωστικού μου χρόνου- το οποίο νομίζω πως τον τελευταίο καιρό βρίθει από πολλές, διαφορετικές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες φωνές, τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση, οπότε και καλύπτεται ένα ευρύ φάσμα, από άποψης θεματολογίας, ύφους και αισθητικής. Χαίρομαι, καθώς είναι περίοδοι που στοιβάζονται τα νέα βιβλία και, στις περισσότερες περιπτώσεις, δε μετανιώνω εκ των υστέρων για τον χρόνο μου. Ωστόσο, μου λείπουν οι αναφορές στην αλλαγή της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση μέσα από τη διαθλαστική λογοτεχνική ματιά και στις τραγικές επιπτώσεις αυτής της αλλαγής κυρίως στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση -με έμφαση στο νομοτελειακά αδιάρρηκτο αυτής της σχέσης.
Απαντήστε μας σε μια ερώτηση που δεν σας έχουν κάνει ακόμα.
«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση», Andre Breton.
Ποιον νέο συγγραφέα θα προτείνατε να φιλοξενήσουμε στις Συστατικές Επιστολές;
Θα πρότεινα τη Μάρτυ Λάμπρου, για την ξεχωριστή ιστορία ενηλικίωσης μέσα από τις εθνικές οδούς που μας χάρισε με το τελευταίο της βιβλίο.
Μικρό Βιογραφικό
*Η Βίκυ Κλεφτογιάννη γεννήθηκε στην Άσκρη Βοιωτίας. Σπούδασε Βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε με μεταπτυχιακή ειδίκευση και διδακτορική διατριβή σε θέματα συμμετοχικής περιβαλλοντικής διαχείρισης. Το πρώτο της διήγημα συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Θεσσαλονίκη 2012, Διαγωνισμός Διηγήματος», από τις εκδόσεις Ιανός. Από τις Εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «14 ζωές στη Σαλονίκη».