του Κώστα Θωμαΐδη (*)
Η μουσική και τα τραγούδια της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα (1974 και μετά) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Η περίοδος σηματοδοτήθηκε από την αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά την επταετή δικτατορία και την ανάγκη του λαού για ελεύθερη έκφραση, ανατροπή και κοινωνική αλλαγή. Τα τραγούδια είχαν σημαντική επίδραση στη λαϊκή κουλτούρα, καθώς αντανακλούσαν τις ανησυχίες, τις ελπίδες και τους αγώνες του Λαού. Αν το πολιτικό τραγούδι, που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1960, έγινε σύμβολο αντίστασης, στη Μεταπολίτευση έγινε σύμβολο της ελεύθερης έκφρασης.
Ας ξεκινήσουμε με μια μικρή αναφορά στο μουσικό γίγνεσθαι της χώρας μας πριν από τη δικτατορία. Στα μέσα περίπου του 20ού αιώνα, άρχισε σταδιακά να δημιουργείται μια νέα μουσική γλώσσα.
Ήταν το 1948, όταν στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν ο Μάνος Χατζιδάκις, στην ηλικία των 23 χρόνων, έκανε μια ιστορική διάλεξη, η οποία τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα, μιλώντας για τη μεγάλη αξία του ρεμπέτικου τραγουδιού, όντας ο ίδιος συνθέτης της άλλης όχθης. Ήταν ο πρώτος ο οποίος είδε το τραγούδι να κινείται σε ένα σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, και έθεσε τα θεμέλια για αυτό που ονομάζεται μέχρι και σήμερα έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Μίκης Θεοδωράκης, που έκανε λαμπρές σπουδές στο Παρίσι και συνθετικά κινούνταν αποκλειστικά γύρω από τη συμφωνική μουσική, έκανε στροφή 180 μοιρών και έγραψε τον αριστουργηματικό Επιτάφιο σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Ακολούθησε καταιγισμός έργων και τραγουδιών, ο οποίος δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου ατμόσφαιρα στην ελληνική κοινωνία και ταρακούνησε τα μικροαστικά αντανακλαστικά της ανατρέποντας τα μέχρι τότε δεδομένα. Το «σοβαρό» ελληνικό τραγούδι άρχισε να κερδίζει μαζικά τον κόσμο. Το μουσικό κίνημα που ιστορικά ξεκίνησε από τον Μάνο Χατζιδάκι εξαπλώθηκε μαζικά με τον Μίκη Θεοδωράκη. Με λίγα λόγια, δόθηκε νέα διάσταση και νέα ποιότητα στο ελληνικό τραγούδι.
Το σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης που λέγαμε λίγο πριν βρήκε την έκφρασή του. Οι δύο πλευρές μπορούσαν να συναγωνίζονται η μία την άλλη και να συνυπάρχουν αρμονικά. Θα είμαστε όμως άδικοι έναντι της ιστορίας και έναντι του ίδιου, αν δεν αναφέρουμε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης στη δεκαετία του ’60 έδωσε σε έναν κόσμο που έβγαινε τσακισμένος από τον Εμφύλιο, τις φυλακές και τις εξορίες το δικό του τραγούδι. Πρόκειται για μια συμβολή ιστορικής σημασίας.
Στη δεκαετία του 1960, συνθέτες όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος ο Δήμος Μούτσης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος κ.ά. συνέχισαν να διευρύνουν, καθένας με το ταλέντο, την ευαισθησία και τις γνώσεις του, τον δρόμο που χάραξαν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης, που και αυτοί με τη σειρά τους είχαν ως σημείο αναφοράς τον μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη.
Το διάστημα 1958-1967 στην ελληνική μουσική γεννήθηκαν σπουδαία έργα, σπουδαία τραγούδια, πολλά από αυτά σε στίχους μεγάλων μας ποιητών και στιχουργών.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, η χούντα προσπάθησε να ελέγξει την τέχνη και τη μουσική. Προωθούσε τραγούδια που εξυμνούσαν την ελληνική παράδοση και την «εθνική υπερηφάνεια», προκειμένου να προβάλει μια εικόνα εθνικής ενότητας και ομοψυχίας. Οι στίχοι τεχνηέντως έδιναν μια στρεβλή και εξωραϊσμένη εικόνα της πραγματικότητας. Ήταν η εποχή που το κλαρίνο, το τσάμικο, το καλαματιανό ταυτίστηκαν κατά κάποιον τρόπο με το καθεστώς, γεγονός που, σε βάθος χρόνου, είχε αρνητικό αντίκτυπο στο παραδοσιακό μας τραγούδι. Τα κομμάτια αυτά χρησιμοποιούνταν κατά κόρον για να ενισχύσουν τη δημόσια εικόνα της χούντας.
Η λογοκρισία στη μουσική κατά τη διάρκεια της χούντας ήταν αυστηρή, επηρεάζοντας σημαντικά τη δημιουργία και την κατανάλωση καλλιτεχνικών έργων. Το καθεστώς επιχείρησε να ελέγξει την πολιτιστική παραγωγή χρησιμοποιώντας τη μουσική ως εργαλείο προπαγάνδας.
Πρώτη ενέργεια, η απαγόρευση της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη. Τραγούδια που περιείχαν πολιτικά μηνύματα ή −υποτίθεται− ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση απαγορεύονταν. Τραγούδια που αναφέρονταν στην ελευθερία, τη δικαιοσύνη ή την αντίσταση λογοκρίνονταν. Οι στίχοι των τραγουδιών περνούσαν από επιτροπές λογοκρισίας, οι οποίες διέγραφαν ή τροποποιούσαν κατά το δοκούν τις φράσεις που έκριναν προσβλητικές ή απειλητικές για το καθεστώς. Λογοκριτές βέβαια δεν ήταν άλλοι από τους αξιωματικούς του στρατού.
Καλλιτέχνες που διαμαρτύρονταν ή αντιτάσσονταν στο καθεστώς συχνά διώκονταν ή φυλακίζονταν. Πολλοί αναγκάστηκαν να αυτολογοκριθούν ή ακόμη και να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ωστόσο, πολλοί ήταν οι καλλιτέχνες που, αψηφώντας τη λογοκρισία, βρήκαν τρόπους να εκφραστούν μέσω υπαινιγμών και συμβολισμών, ανταλλάσσοντας μουσική και στίχους σε κλειστές κοινωνίες (παρέες), προκειμένου να παρακάμψουν τις απαγορεύσεις. Παρά την καταπίεση, η μουσική παρέμεινε ένα ισχυρό εργαλείο αντίστασης, αντεπίθεσης και έκφρασης των κοινωνικών και πολιτικών αγωνιών της εποχής.
Θυμάμαι, ήμουν τότε έφηβος,μαζευόμασταν σε σπίτια όπου υπήρχε κάποιος δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη, που είχε έρθει παράνομα από το εξωτερικό, και μέσα σε κλίμα μυσταγωγίας ακούγαμε με συγκίνηση τα τραγούδια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ (πρέπει να ήταν το 1970) όταν άκουσα την «Κατάσταση πολιορκίας», το έργο του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση της Μαρίνας, όπως υπέγραφε τότε τους στίχους της η Ρένα Χατζηδάκη. Το έργο είναι από τα σημαντικότερα που γεννήθηκαν μέσα στην περίοδο της δικτατορίας και ένα από τα κορυφαία του μεγάλου μας συνθέτη. Θυμάμαι επίσης έντονα όταν άκουσα (από παράνομο δίσκο) τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη να τραγουδά Το τρένο φεύγει στις 8 του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Ελευθερίου.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ήταν οι σπουδαστές και οι φοιτητές που, μαζεμένοι σε παρέες, σε σπίτια, σε ταβέρνες, με μια κιθάρα, ένα μπουζούκι, μια φυσαρμόνικα, έδιναν τον τόνο, τον ρυθμό και το τέμπο σε τραγούδια απαγορευμένα, παίρνοντας δύναμη ο ένας από τον άλλο και νιώθοντας μέρος ενός κινήματος ενάντια στη χούντα, το οποίο άρχιζε να αναπτύσσεται και να μεγαλώνει. (Πάντοτε, φυσικά, με κάποιον στην πόρτα να κρατάει τσίλιες, μην τυχόν έρθει η αστυνομία).
Κάποιες μπουάτ στην Πλάκα, όπως η «Λήδρα», διοργάνωναν βραδιές στις οποίες καλλιτέχνες και κοινό ένωναν τις φωνές τους με κοινό αίτημα την Ελευθερία. (Αξέχαστες οι βραδιές στη «Λήδρα» με τον Γιάννη Μαρκόπουλο να παρουσιάζει τα τραγούδια της «Θητείας» του Μάνου Ελευθερίου). Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Σταύρου Ξαρχάκου δονούσε τις καρδιές των ανθρώπων.
Από την άλλη, το καθεστώς, μέσω συγκεκριμένων καλλιτεχνών και τραγουδιών, προσπαθούσε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, προβάλλοντας μια ρομαντική και εξιδανικευμένη εικόνα της ελληνικής κοινωνίας. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τις «κιτς» γιορτές με εμβατήρια και κλαρίνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, την «Ολυμπιάδα Τραγουδιού» και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις.
Ορισμένοι καλλιτέχνες, οι οποίοι συμφωνούσαν με την πολιτική του καθεστώτος, ή τουλάχιστον απέφευγαν την ανοιχτή κριτική, ανταμείφθηκαν από την κυβέρνηση συμμετέχοντας σε κρατικές εκδηλώσεις και τηλεοπτικά προγράμματα της ΥΕΝΕΔ, παρέχοντας από την πλευρά τους κάλυψη στο καθεστώς.
Η αισθητική του ελληνικού τραγουδιού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μέσα από το πρίσμα του ανελεύθερου καθεστώτος, αποδεικνύει τον αγώνα ανάμεσα στην καλλιτεχνική ελευθερία και την πολιτική καταπίεση. Παρά τον έλεγχο, η μουσική παρέμεινε ένα σημαντικό μέσο έκφρασης και αντίστασης, ενισχύοντας τη δυναμική της πολιτιστικής αντίστασης απέναντι στη χούντα.
Όπως είναι γνωστό, στις 24 Ιουλίου 1974, με την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος, επέστρεψε από το Παρίσι, τις πρώτες πρωινές ώρες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για να ορκιστεί πρωθυπουργός. Η λεγόμενη Μεταπολίτευση είχε μόλις ξεκινήσει. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (στις 24 Ιουλίου) επέστρεψε και ο Μίκης Θεοδωράκης, ύστερα από αρκετά χρόνια αναγκαστικής διαμονής στο Παρίσι. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, στο αεροδρόμιο τον υποδέχτηκαν αρκετοί καλλιτέχνες και περίπου 8.000 θαυμαστές του, «οι οποίοι φώναζαν διάφορα συνθήματα». Ο Θεοδωράκης, μεταξύ άλλων, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι όλα αυτά τα χρόνια αγωνίστηκε εναντίον της δικτατορίας με μοναδικό του όπλο το τραγούδι, γράφοντας μουσική για ελεύθερους ανθρώπους.
Η επιστροφή του Θεοδωράκη, λοιπόν, έφερνε ξανά στην Ελλάδα το πολιτικό τραγούδι χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις. Αυτό που είχε ξεκινήσει στη δεκαετία του 1960 μπορούσε πλέον να εξελιχθεί και να γιγαντωθεί. Έτσι κι έγινε. Σε δύο ιστορικές συναυλίες, τον Οκτώβριο του 1974, στο γήπεδο Καραϊσκάκη, περίπου 100.000 άνθρωποι τραγούδησαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη, αλλά και φώναξαν «Λαέ, θυμήσου τον Νοέμβρη», «ΕΣΑ-Ες Ες, βασανιστές» και «Δώστε τη χούντα στον λαό». Οι άνθρωποι μπορούσαν πλέον να «μιλήσουν» και να τραγουδήσουν όπως και ό,τι ήθελαν χωρίς τον φόβο της λογοκρισίας και των πολιτικών διώξεων.
Ο Νίκος Κούνδουρος κινηματογραφεί τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο Καραϊσκάκη αλλά και εκείνη που δόθηκε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, καθώς επίσης και την πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, δημιουργώντας την ταινία Τα τραγούδια της Φωτιάς. Είχε πει για την ταινία:
«Το μόνο ντοκιμαντέρ που έχω φτιάξει, μία ταινία συντεθειμένη από φωνές κι αιτήματα όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους δρόμους της Αθήνας αμέσως μετά την παλινόρθωση της Δημοκρατίας. Μία ταινία ωδή στη Λευτεριά».
Επίσης, ο Νίκος Καβουκίδης, ο σπουδαίος φωτογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, στην ταινία Μαρτυρίες και με άξονα τον εορτασμό της πρώτης επετείου του Πολυτεχνείου, που συμπίπτει με τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης, κάνει αναφορά στα κυριότερα πολιτικά γεγονότα εκείνης της εποχής. Αξέχαστες οι σκηνές που κατέγραψε ο φακός του όταν οι εξόριστοι της Γυάρου επιστρέφουν και συναντούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα αλλά και τις χιλιάδες του λαού που τους επευφημούν.
Στην πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, οι πολίτες ενδιαφέρονταν για την πολιτική. Συμμετείχαν ενεργά σε κόμματα, νεολαίες, συνδικαλιστικές οργανώσεις, προσπαθώντας να πιέσουν την εξουσία και να βελτιώσουν τη ζωή τους, να διεκδικήσουν μια καλύτερη κοινωνία. Η μουσική και τα τραγούδια έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Το πολιτικό τραγούδι ζούσε τη δική του άνθηση.
Είναι η εποχή που δεκάδες καλλιτέχνες, τραγουδιστές, ηθοποιοί, ανοίγονται σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της χώρας μας και παρουσιάζουν τα τραγούδια τους, τα θεατρικά τους έργα, ακόμη και στα πιο μικρά και απομακρυσμένα χωριά, όπου βέβαια δεν υπήρχε καμία υποδομή για καλλιτεχνική εκδήλωση. Έτσι λοιπόν, σε αυλές σχολείων, σε πλατείες και σε γήπεδα, ο κόσμος ένωνε τη φωνή του με τις φωνές των καλλιτεχνών νιώθοντας ελεύθερος από την επτάχρονη καταπίεση. Σε πόλεις και χωριά, σε γειτονιές, δημιουργούνται πολιτιστικοί σύλλογοι και οι τοπικές κοινωνίες αγκαλιάζουν αυτή την προσπάθεια, αυτή τη βαθιά ανάγκη για έκφραση.
Το 1975, εμφανίζεται στο μουσικό μας τοπίο ο Θάνος Μικρούτσικος, που παρουσιάζει μια σειρά έργων βασισμένων στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, του Μάνου Ελευθερίου, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Μπέρτολτ Μπρεχτ, του Άλκη Αλκαίου κ.ά. Φέρνει κάτι καινούργιο στον ήχο και δίνει το προσωπικό του στίγμα στις μελοποιήσεις του. Είναι η εποχή που οι ορχήστρες αποτελούνται από δύο μπουζούκια, μία κιθάρα, ντραμς, πιάνο και μπάσο, ήχος που χρησιμοποιούσε ο Μίκης Θεοδωράκης προδικτατορικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι νέοι συνθέτες εκείνης της εποχής επιχειρούν να μιμηθούν το μουσικό ύφος του Θεοδωράκη.
Ο Θάνος Μικρούτσικος, με ευφάνταστες ενορχηστρώσεις και έχοντας μαζί του μία από τις μεγαλύτερες φωνές που πέρασαν από το τραγούδι μας, τη Μαρία Δημητριάδη, παρουσιάζει πολιτικά τραγούδια σε ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ και του Βολφ Μπίρμαν, την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, έργο-σταθμός στην ελληνική μουσική, τη «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ», τα «Τραγούδια της Λευτεριάς», το «Εμπάργκο».
Μεγάλη και η προσφορά του Χρηστού Λεοντή (Καπνισμένο Τσουκάλι), του Γιάννη Μαρκόπουλου (Θητεία), του Δήμου Μούτση (Τετραλογία) και του Μάνου Λοΐζου (τα «Τραγούδια του Δρόμου», τα «Νέγρικα» −πριν από τη δικτατορία−, τα «Γράμματα στην αγαπημένη» σε ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ, του Διονύση Σαββόπουλου (10 Χρόνια Κομμάτια)
Το τραγούδι έγινε το μέσο για να εκφράσει ο κόσμος τις ελπίδες και τις αγωνίες του. Πρόσφερε ψυχαγωγία αλλά ταυτόχρονα ασκούσε και κοινωνική κριτική, συχνά λειτουργώντας και καταγγελτικά. Δεν ήταν λίγα, επίσης, τα τραγούδια που ταυτίστηκαν με κοινωνικά κινήματα και εκδηλώσεις, όπως διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις, διαδίδοντας μηνύματα αλληλεγγύης και δικαιοσύνης.
Την ίδια εποχή, το 1976, ο Νίκος Γκάτσος γράφει τον Εφιάλτη της Περσεφόνης, τραγούδι διαμαρτυρίας, έναν καταγγελτικό ύμνο διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο συνήθιζαν να παίζουν τα ραδιόφωνα εκείνη την περίοδο. Ο Γκάτσος ήταν ο πρώτος στιχουργός που ανέδειξε στη χώρα μας, τόσο εύστοχα και πετυχημένα, το θέμα της περιβαλλοντικής κρίσης, ή αλλιώς το ζήτημα της οικολογικής καταστροφής. Ήταν ο πρώτος που στηλίτευσε με τις ποιητικές λέξεις του την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και τη θυσία του πολιτισμού στον βωμό του κέρδους. Σαν άλλος προφήτης, ο Γκάτσος γνωρίζει πως πλησιάζουν οι καιροί όπου η οικολογική συνείδηση θα έχει χαθεί, η ιστορική μνήμη θα έχει ασθενήσει και η ανάπτυξη θα έρθει χέρι χέρι με την παρακμή.
Επίσης, να αναφέρουμε και την «Εποχή της Μελισσάνθης», μουσικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι, αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, σε ποίηση του ιδίου. Το έργο αναφέρεται στην εποχή της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς και στα γεγονότα που τη σημάδεψαν. Παρουσιάστηκε το 1980. Κατά τη γνώμη μου, είναι έργο πολιτικό, ιδωμένο μέσα από την ευαίσθητη ματιά του συνθέτη. Ειδικά το τραγούδι Λησμονημένη νομίζω πως περικλείει όλο το νόημα του έργου.
Χαρακτηριστικό της Μεταπολίτευσης και η προσπάθεια αναβίωσης του Ρεμπέτικου από σύγχρονους τραγουδιστές που ξαναφέρνουν στην επιφάνεια τα κλασικά αυτά λαϊκά τραγούδια. Δημιουργούνται ρεμπέτικες κομπανίες που αναπαράγουν τα ρεμπέτικα, πολλές φορές προσπαθώντας να μιμηθούν τις πρωτότυπες εκτελέσεις, με αμφίβολα βέβαια αποτελέσματα. Οι νέοι εκείνης της εποχής έρχονται σε επαφή με τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Μπαγιαντέρα, του Γιάννη Παπαϊωάννου και τόσων άλλων άξιων δασκάλων του τραγουδιού μας. Στις παρέες της εποχής, εκτός της κιθάρας, που πάντα είχε τη θέση της, προστίθεται πλέον το τρίχορδο μπουζούκι, το οποίο συνοδεύει τις βραχνές φωνές νέων που θέλουν να μιμηθούν τις φωνές των τραγουδιστών του ρεμπέτικου. Για την «αποκατάσταση» και την εξιδανίκευση του ρεμπέτικου, σημαντικό ρόλο έπαιξε η πολυβραβευμένη ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία (εδώ να σημειώσουμε τη μεγάλη συμβολή του Νίκου Γκάτσου και του Σταύρου Ξαρχάκου που, εν έτη 1983, δημιούργησαν τραγούδια που ακολουθούσαν όλα τα κλισέ των ρεμπέτικων τραγουδιών).
Να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε τον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπως και τα Πέτρινα χρόνια και το Happy Day του Παντελή Βούλγαρη, αλλά και τον Άνθρωπο με το γαρίφαλο του Νίκου Τζίμα, τόσο για τη θεματολογία τους όσο και για την ανταπόκριση που γνώρισαν από το κοινό.
Ένα άλλο στοιχείο, κυρίως στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, είναι η αναβίωση των Αντάρτικων Τραγουδιών, που εξυμνούσαν τον ηρωισμό των μαχητών της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στις μπουάτ της Πλάκας υπήρχαν μέρες που γίνονταν 3 προγράμματα και η διάθεση των θεατών ήταν πανηγυρική. (Τραγούδι «Ηρωες» Στέφανος Βακάλης).
Να σημειώσουμε ότι η πολιτική στράτευση είχε καταστεί ταυτόσημη του πολιτιστικού γίγνεσθαι μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, μέσα από την αναπαραγωγή των επικών έργων των εξόριστων της χούντας καλλιτεχνών αλλά και της αντάρτικης και μετεμφυλιακής μουσικής παραγωγής.
Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στα τραγούδια της Μεταπολίτευσης, στα πολιτικά τραγούδια, θα ήθελα να σημειώσω πως ο όρος «Πολιτικό Τραγούδι» είναι κάπως παρεξηγημένος για αρκετούς λόγους. Ο κυριότερος είναι η ταύτισή του με τη στρατευμένη τέχνη. Το αληθινά όμως πολιτικό τραγούδι δεν στρατεύτηκε, συμμετείχε στις συλλογικές διαδικασίες και οι αιχμές του δεν ήταν οι διαφορές μας αλλά το κοινό μας αίσθημα. Κανένα από τα μεγάλα τραγούδια που λειτούργησαν ως τραγούδια διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο δεν ήταν ένα αιχμηρό τραγούδι ενάντια στους εχθρούς, αλλά ένα τραγούδι συναισθηματικής συσπείρωσης γύρω από όλα εκείνα που μας ενώνουν.
Στις μέρες μας, η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι σκληρή. Κυρίως για τους νέους και τις νέες είναι αφόρητη. Αυτό το γεγονός καθιστά και πάλι επίκαιρο το Πολιτικό Τραγούδι. Η έλλειψη προοπτικής, ο ρατσισμός, η βία σε διάφορες μορφές της, η καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων, η καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων, το συνεχώς επιδεινούμενο βιοτικό μας επίπεδο και η άνοδος της ακροδεξιάς, εμπνέουν τους σύγχρονους δημιουργούς, που με τη δική τους μουσική γλώσσα και έκφραση γράφουν τα δικά τους τραγούδια διαμαρτυρίας, τραγούδια που μας αφορούν όλους.
(*) Ο Κώστας Θωμαΐδης είναι τραγουδιστής και μουσικός, συμμετείχε σε πολλά μουσικά σχήματα την εποχή της Μεταπολίτευσης
Στο άρθρο του Κώστα Θωμαΐδη για το πολιτικό τραγούδι, συμφωνώντας κατά βάση ότι “ο Γκάτσος ήταν ο πρώτος στιχουργός που ανέδειξε στη χώρα μας, τόσο εύστοχα και πετυχημένα, το θέμα της περιβαλλοντικής κρίσης, ή αλλιώς το ζήτημα της οικολογικής καταστροφής” και “ο πρώτος που στηλίτευσε με τις ποιητικές λέξεις του την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και τη θυσία του πολιτισμού στον βωμό του κέρδους”, θα ήθελα να προσθέσω έναν αστερίσκο: Και ο Μάνος Ελευθερίου στα “Μαλαματένα Λόγια” (ήδη από το 1970), στην τελευταία στροφή που (δυστυχώς) δεν μελοποιήθηκε, αναφέρεται μεταφορικά στη γενεσιουργό αιτία των οικολογικών κινδύνων μέσω της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών και στην δυσοίωνη πρόβλεψη για την κατασπατάλησή τους (“Κι είδα τις έξι βρύσες μου σημάδι, ληστές να τις φυλούν και θυρωροί”)