της Όλγας Σελλά
Είναι μόλις η τρίτη σεζόν που οικοδεσπότες του θεάτρου «Μπέλλος», στην Πλάκα, είναι τα μέλη της ομάδας The Young Quill και έχουν καταφέρει κάθε χρόνο να κινητοποιούν το ενδιαφέρον μας με τη δουλειά τους. Και νομίζω ότι θα μπορούσαμε, σιγά σιγά, να σκιαγραφήσουμε το προφίλ αυτής της ομάδας, που ίδρυσε η σκηνοθέτρια Αικατερίνη Παπαγεωργίου: μ’ έναν σταθερό «σκληρό πυρήνα» συντελεστών και με νέα «μπολιάσματα» που φαίνεται ότι γρήγορα ενσωματώνονται στο πνεύμα της ομαδικότητας και της συλλογικότητας που επικρατεί, αναζητούν και παρουσιάζουν ιδιαίτερα θεατρικά έργα, ελληνικά ή ξένα, με άξονα τον έμμεσο πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό, με θέματα ή αφορμές που μπορεί να έρχονται από παλαιότερες στιγμές της ιστορίας και της γραφής, εξακολουθούν όμως να στοιχειώνουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Και οι παραστάσεις άλλων θιάσων που φιλοξενούνται στο «Μπέλλος» στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται.
Αυτή την περίοδο παρουσιάζονται δύο παραστάσεις. Η κεντρική παραγωγή της ομάδας The Young Quill είναι το «Μεμοράντουμ», σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου, ένα έργο του Βάτσλαβ Χάβελ (1936-2011), του πολιτικού διανοούμενου, που έγινε και Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσεχίας. Ένα κείμενο που έχει ισχυρές συγγένειες με τον συμπατριώτη του συγγραφέα, τον Φραντς Κάφκα, και μέσα από ένα γραφειοκρατικό και παράλογο περιβάλλον διοίκησης ενός οργανισμού, σαρκάζει τη δομή του κράτους, αλλά και τις συμπεριφορές των ανθρώπων που καλούνται να προσαρμοστούν σε μια παράλογη συνθήκη. Φιλοξενούμενη παράσταση είναι ο «Ήλιος με δόντια», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη. Μια ακόμη ιστορία που συμβαίνει στη Χίο, την πατρίδα του Γιάννη Μακριδάκη, και μέσα από τη μικρή ιστορία, αγγίζεται, με χιούμορ, τρυφερότητα αλλά και σπαραγμό, η μεγάλη ιστορία, του νησιού και του τόπου.
Το «Μεμοράντουμ» και οι κομμένες κεφαλές
Στην προκειμένη περίπτωση, «Μεμοράντουμ» σημαίνει υπηρεσιακό σημείωμα. Είναι αυτό που αποστέλλεται από τα ανώτερα κλιμάκια ενός οργανισμού προς τα κατώτερα: νέες εντολές, ανακατατάξεις, ενημέρωση για διάφορα θέματα. Σ’ αυτό τον οργανισμό της πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακίας (το έργο ο Βάτσλαβ Χάβελ το έγραψε το 1962) το μεμοράντουμ που διακινείται είναι ότι πλέον στον οργανισμό επιβάλλεται μια νέα τεχνητή γλώσσα, η Fedem, χωρίς συναισθηματισμούς και φλυαρίες, στην οποία θα συντάσσεται πλέον η υπηρεσιακή αλληλογραφία. Το ότι είναι ακατανόητη σε όλους, το ότι δεν έχει λογική και ειρμό ούτε και λόγο ύπαρξης, είναι αμελητέες λεπτομέρειες. Κάποιοι από τους υπαλλήλους υπακούουν ασμένως και κάνουν ό,τι μπορούν για να δείξουν ότι αυτή η νέα γλώσσα είναι η λύση σε όλα τα προβλήματα. Κάποιοι αντιδρούν, αναρωτιούνται και αρνούνται να ακολουθήσουν την εντολή. Κάποιοι άλλοι κάνουν ότι υπακούουν, αλλά δεν ενδιαφέρονται ούτε για την τωρινή εξέλιξη, ούτε για την προηγούμενη κατάσταση, ούτε για την επόμενη. Αυτή είναι η μικροκοινωνία του «Μεμοράντουμ», και μέσα από αυτό το απολύτως καφκικό εύρημα, ο Βάτσλαβ Χάβελ σχολιάζει, πολιτικά, φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά, τις αντιδράσεις της κοινωνίας των ανθρώπων, στο παράλογο που καλούνται να υπακούσουν και να υπηρετήσουν. Ασφαλέστατα προσομοίωση της υπό σοβιετική επιρροή χώρας του, το 1962.
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου στήνει στη σκηνή και στους υπόλοιπους χώρους του θεάτρου «Μπέλλος» όλες τις γωνιές, όλες τις ομάδες, όλο τον πληθυσμό αυτού του οργανισμού και απεικονίζει τις αντιδράσεις του. Είναι ντυμένοι ομοιόμορφα, φορούν διακριτικά χρώματα ανάλογα με τη θέση τους, χτυπάνε όλοι κάρτα μπαίνοντας στη δουλειά. Όλοι θέλουν να δείχνουν απολύτως αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, αλλά πολύ γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι άλλοι βρίσκουν διαρκώς αφορμές για να πάνε για γάλα, για ψωμί, για σάντουιτς, να κάνουν κοπάνα με λίγα λόγια, άλλοι είναι οι συνδικαλιστές των εργαζομένων που έχουν συνδικαλιστικές δουλειές και δεν προλαβαίνουν να ασχοληθούν με τις οργανικές υποχρεώσεις τους. Άλλοι θέλουν να ανέβουν στην ιεραρχία και μετέρχονται όλων των μέσων για να πείσουν τους αόρατους ελεγκτές ότι αξίζει εκείνοι να διοικούν. Και υπάρχει και μια μειοψηφία που προσπαθεί να λειτουργήσει με τη λογική και το αίσθημα του καθήκοντος, που χλευάζεται, συκοφαντείται, αντιμετωπίζει τρικλοποδιές μέχρι να ακολουθήσει αυτό που κάνουν όλοι: να υπακούσει.
Με ανάλαφρο και εύστοχο τρόπο η Αικατερίνη Παπαγεωργίου σαρκάζει αυτό το περιβάλλον, αυτή τη μικροκοινωνία. Μερικές φορές την κάνει σαν καρτούν, γιατί δεν είναι κάτι ουδέτερο αυτό που περιγράφει ο Βάτσλαβ Χάβελ: περιγράφει ένα ολοκληρωτικό και παράλογο σύστημα το οποίο όλοι οφείλουν να αποδεχθούν, κόντρα στη λογική. Αν έμενε στο πρώτο σκέλος θα ήταν κάτι που έχουμε ξαναδεί. Όμως ο Βάτσλαβ Χάβελ πηγαίνει και στο άλλο σκέλος, σ’ εκείνους που υποδέχονται το «μεμοράντουμ», και στο πώς αντιδρούν. Ποιες είναι οι αντιδράσεις των ανθρώπων σε κάτι ισχυρό που φοβούνται και δεν μπορούν να αγνοήσουν; Αυτή είναι η πεμπτουσία του έργου του Χάβελ. Και στην παράσταση του θεάτρου «Μπέλλος» αναδεικνύονται και τα δύο σκέλη με χιούμορ και κέφι, αλλά αναδεικνύεται και ο ζόφος που κάπου είναι κρυμμένος, για να παρατηρεί όλους τους υπόλοιπους. Και κάθε τόσο ξεπροβάλλουν μέσα από μια κουρτίνα κάτι αλλόκοτα πλάσματα, τρομακτικά, άλλα φορούν μάσκες, άλλα κρατούν μάσκες στο χέρι –σαν κομμένες κεφαλές- και επαναλαμβάνουν εν χορώ ότι για να επιτύχεις χρειάζεται «πίστη, πειθαρχία, ταλέντο και μνήμη». Το παράδοξο είναι ότι και η αντίδραση σε κάθε ολοκληρωτισμό χρειάζεται ακριβώς όλα αυτά.
Κοστούμια, ευέλικτα σκηνικά, μουσική, φώτα, κίνηση οπωσδήποτε, όλα λειτούργησαν με ακρίβεια. Ιδιαίτερη μνεία και στη δραματουργική επεξεργασία. Και φυσικά οι ερμηνείες των ηθοποιών, που είχαν δροσιά, ειρωνεία, χιούμορ, ακρίβεια. Ο Αλέξανδρος Βάρθης είναι ο σπαρταριστός μικροβιοφοβικός μεταφραστής που δεν ξέρει τη γλώσσα που πρέπει να μεταφράσει! Ο Θανάσης Βλαβιανός υπονομεύει απολαυστικά με την ερμηνεία του τον διευθυντή που αντιδρά στο μεμοράντουμ, που είναι αυστηρός και υποτιμά τους υφισταμένους του, ξηλώνεται από τη θέση του, που κατηγορείται ψευδώς και παράλογα από τους νέους ισχυρούς του οργανισμού, μέχρι ν’ αρχίσει να γλείφει τον υφιστάμενο που έγινε προϊστάμενος. Ο Τάσος Λέκκας αυτή τη φορά δεν είναι υπερκινητικός, κάνει μια εσωτερική ερμηνεία, κινεί τα νήματα του νέου συστήματος, κάνει ίντριγκες, καθοδηγεί καταστάσεις και το κάνει θαυμάσια. Η Ελίζα Σκολίδη είναι –με δροσιά και φυσικότητα- ο λαϊκός άνθρωπος που θέλει να δείχνει ότι υπακούει στο σύστημα, αλλά απλώς κοιτάζει την πάρτη του και φροντίζει να τα έχει καλά με όλους. Ο Ορέστης Χαλκιάς είναι, απολαυστικά, ο άνθρωπος λάστιχο, αυτός που κινεί τα νήματα, ο παμπόνηρος, ο δικτυωμένος, αυτός που ελίσσεται διαρκώς, αυτός που δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι. Η Αλεξάνδρα Μαρτίνη και ο Φάνης Μιλλεούνης είναι δύο θαυμάσιες εκπλήξεις. Η πρώτη μ’ έναν διπλό ρόλο (καρτουνίστικες φιγούρες και ανθρωπότυποι και οι δύο) και ο δεύτερος με την εύγλωττη σιωπή του.
Το «Μεμοράντουμ» είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο του Βάτσλαβ Χάβελ και η Αικατερίνη Παπαγεωργίου με όλους τους συνεργάτες της το έκανε φρέσκο και διαρκές με ευφυΐα και με τη σύγχρονη γλώσσα του θεάτρου.
Η ταυτότητα παράστασης
Κείμενο: Βάτσλαβ Χάβελ, Μετάφραση: Κανέλλος Αποστόλου, Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου, Δραματουργική επεξεργασία: Κωvσταντίνος Ζωγράφος, Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου, Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα, Μουσική: Διαμαντής Αδαμαντίδης, Κίνηση: Χρυσηίς Λιατζιβίρη, Φώτα: Αλέκος Αναστασίου, Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδριάνα Σαράντη, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Trailer: Αχιλλέας Τσούτσης
Διεύθυνση παραγωγής: Τhe Young Quill
Παίζουν: Αλέξανδρος Βάρθης, Θανάσης Βλαβιανός, Τάσος Λέκκας, Αλεξάνδρα Μαρτίνη, Φάνης Μιλλεούνης, Ελίζα Σκολίδη, Ορέστης Χαλκιάς
Θέατρο Μπέλλος (Κέκροπος 1, Πλάκα)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00
Αναζητώντας ζεστασιά, όταν έχει «Ήλιο με δόντια»
Το σκηνικό θυμίζει το εσωτερικό μιας εκκλησιάς ή κάποιου μοναστηριού. Αλλά σα να έχουν τρυπώσει και μερικά «κοσμικά» αντικείμενα στον ιερό χώρο: ένα ραδιόφωνο, μια γλάστρα με βασιλικό, δυο τραπεζάκια με καφέ. Εκεί κάθονται αντικριστά οι δύο ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τον Κωνσταντή (Παναγιώτης Εξαρχέας Γιάννης Λεάκος), το κεντρικό πρόσωπο και αφηγητή της ιστορίας, και εναλλάξ ή ταυτόχρονα διηγούνται όσα θυμάται, ή γίνονται τα άλλα πρόσωπα της αφήγησής του. Μ’ έναν ρυθμό ασθματικό, αγχωμένο, τρομαγμένο κάποιες φορές, άλλοτε απελπισμένο, ανάλογα με την κατάσταση που βιώνει κάθε φορά ο Κωνσταντής. Και η αλήθεια είναι ότι δεν πέρασε λίγα, στη φτωχική γειτονιά της Χίου, όπου μεγάλωσε στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα στο Φρούριο. «Γυναικωτό με ανεβάζανε, ανώμαλο με κατεβάζανε», ή «τη δεύτερη μεγάλη ντροπή του Φρουρίου, μετά τις παστρικές». Μόνος μεγάλωσε ο Κωνσταντής (ή «Ιδιώνυμος», παρατσούκλι που πήρε στο Μεσοπόλεμο), και αναζητούσε την αποδοχή και τη στοργή. Την… βρήκε πρώτα στον ιερέα μιας ενορίας, και μετά σ’ έναν μεγαλύτερο άντρα, συντοπίτη του, που ο Κωνσταντής τον αγάπησε με πάθος, νόμιζε ότι κι εκείνος έτσι ένιωθε. Τον χρησιμοποίησαν, τον πόνεσαν. Και η καρδιά του Κωνσταντή έγινε κομμάτια όταν τον άφησε για να παντρευτεί… Κι εκείνος που κατέγραψε την ιστορία του ήταν ένας γιατρός στο Δημόσιο Ψυχιατρείο όπου νοσηλεύτηκε για πολλά χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του. Μια ιστορία που, όπως όλες οι ιστορίες του Γιάννη Μακριδάκη, έχει σε πρώτο πλάνο τη μικρή ιστορία και τον τρόπο που οι καθημερινοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται και βιώνουν τη μεγάλη ιστορία και όσα τους έλαχε να ζήσουν. Όλα αυτά όμως με χιούμορ, με αμεσότητα, με ειλικρίνεια, με στοργή και ενσυναίσθηση για τους ήρωές του, που συνήθως είναι ανώνυμοι άνθρωποι.
Αυτό το διαρκές παραλήρημα το εικονίζει επί σκηνής ο Θανάσης Ζερίτης με τη δυαδική μορφή του Κωνσταντή (ωραίο εύρημα που γίνεται αντιληπτό μόνο στο τέλος της παράστασης). Στο μυαλό αυτού του ταλαιπωρημένου πλάσματος, που ένιωσε από πολύ νωρίς την απόρριψη και την περιθωριοποίηση, όλα ανακατεύονται, τα πραγματικά γεγονότα και οι μνήμες και οι φαντασιώσεις αποκτούν διάφορα πρόσωπα. Και το αίσθημα της απόρριψης, γεννά ενοχές. Μια τέτοια μεγάλη ενοχή έκανε το μυαλό του να σαλέψει τελεσίδικα και να τελειώσει τη ζωή του στο Ψυχιατρείο.
Η παράσταση του Θανάση Ζερίτη μεταφέρει εύστοχα το μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη, με τις σωστές δόσεις όλων των «συστατικών»: τρυφερότητα, χιούμορ, σκληρότητα, αναλγησία, υποκρισία, καιροσκοπισμό, καθημερινή συμπεριφορά. Οι δύο ηθοποιοί της παράστασης, Παναγιώτης Εξαρχέας και Γιάννης Λεάκος αποδίδουν με κέφι όλες τις εναλλαγές των προσώπων και των διαθέσεων –λίγο περισσότερο πειστικός ο Γιάννης Λεάκος. Μια καλή στιγμή μεταφοράς της λογοτεχνίας στο θέατρο.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης, Δραματουργική επεξεργασία: Νεφέλη Μαϊστράλη, Σκηνικά- Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα, Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης, Μουσική επιμέλεια/ σύνθεση : Μιχάλης Λατουσάκης, Γιάννης Λατουσάκης, Βοηθός σκηνοθέτη: Αιμιλία Κεφαλά, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μυρτώ Σταματοπούλου, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Γραφιστική επιμέλεια: Θωμάς Παλυβός,
Παραγωγή: Εταιρεία Τέχνης Ars Aeterna – Σταμάτης Μουμουλίδης
Παίζουν: Παναγιώτης Εξαρχέας, Γιάννης Λεάκος
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Σάββατο 6μ.μ., Κυριακή 9μ.μ.