της Ελένης Πασχαλούδη (*)
«Στην αρχή ήταν η πράξη» για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Βεβαίως αυτό το λογοπαίγνιο έκανε πρώτος ο Γκαίτε, στην αρχή του πρώτου μέρους του Φάουστ, για να τονίσει ότι και οι πράξεις όχι μόνο ο Λόγος βαραίνουν τη ζωή, την καθημερινότητα αλλά και την εξέλιξή μας. Οι παλιότεροι θα λέγανε τη μοίρα μας. Το καινούργιο μυθιστόρημα τη Αγγελικής Κώστα ξεκινά με μια πολύ δυνατή σκηνή. Με μια αποτρόπαιη μαζική δολοφονία. Πέντε παιδικοί φίλοι βρίσκονται σε μια ταβέρνα, όπου έχουν συγκεντρωθεί για να γιορτάσουν ευχάριστα γεγονότα που επρόκειτο να αλλάξουν τις ζωές τους προς το καλύτερο. Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίσσονται έτσι, καθώς η βραδιά καταλήγει σε μακελειό. Κάποιος, προφανώς απρόσκλητος, τους πυροβολεί και τους σκοτώνει χωρίς κανένα δισταγμό μέσα στην ταβέρνα Μπλε Άμμος.
Οι πέντε νεκροί άνδρες είναι και οι ήρωες του βιβλίου. Συνδέονται με αδελφική φιλία και έχουν το ίδιο όνομα: «Ήταν όλοι τους Γιάννηδες» όπως επισημαίνει η συγγραφέας. Εκτός όμως από το κοινό όνομα και τη φιλία,, συνδέονται και με κάτι ακόμη. Κάποια στιγμή οι πέντε διέπραξαν ένα έγκλημα το οποίο θα οδηγήσει τελικά στη δολοφονία τους.
Ο αναγνώστης, σοκαρισμένος από το έγκλημα των πρώτων σελίδων, ανακαλύπτει στη συνέχεια ένα-ένα τα θύματα του πενταπλού φονικού. Κάθε Γιάννης έχει και το κεφάλαιό του, στο οποίο ανακαλύπτουμε όχι μόνο τις δικές του ρίζες και την πορεία του στη ζωή μέχρι τη μέρα του φονικού αλλά και την καταγωγή του· τη ζωή των προγόνων του, την ιστορία τους και, κυρίως, τον τρόπο με τον οποίο συνδέθηκαν οι άνθρωποι αυτοί μεταξύ τους, γιατί,, όπως επισημαίνει και η συγγραφέας, «για να γίνουν όλα κατανοητά και να βρουν τις συνδέσεις τους πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή» και έτσι γίνεται.
Κάθε Γιάννης και μια ξεχωριστή δική του ιστορία η οποία τον οδηγεί στο βίαιο τέλος. Κοινό πλαίσιο, χρονικό και ιστορικό, η Θεσσαλονίκη του εικοστού αιώνα, όπου και οι πέντε οικογένειες ανατρέφουν τα παιδιά τους, τους Γιάννηδες οι οποίοι θα συναντηθούν στο Πανόραμα, στην περιοχή όπου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κατοίκισαν πρόσφυγες, αλλά πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε μια μεγαλοαστική γειτονιά σύμβολο πλούτου, κοινωνικής ανέλιξης και αναγνωρισιμότητας.
Η κατάδυση στο οικογενειακό παρελθόν του κάθε ήρωα είναι συγκλονιστική. Με ατμοσφαιρικές περιγραφές ανασυγκροτείται από τη συγγραφέα ο μικρόκοσμος του καθενός. Περίπλοκες μικρές ιστορίες που αποτελούνται από σιωπές και ενοχές, αλλά και οικογενειακές και τοπικές παραδόσεις οι οποίες γίνονται για τους πέντε ήρωες άλλοτε βαρίδια ή περιορισμοί και άλλοτε η ώθηση που χρειάζονται για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Άλλωστε, μπορεί να υπάρξει κανείς χωρίς τους περιορισμούς που του κληροδοτεί το περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε; Στην περίπτωση των πέντε Γιάννηδων το οικογενειακό παρελθόν επηρεάζει σημαντικά τη ζωή τους, καθώς διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητά τους, τις σχέσεις τους και την αντίληψή τους για τον εαυτό τους και τον κόσμο.
Οι ήρωες έχουν δύσκολες και τραυματικές σχέσεις με την οικογένειά τους, οι οποίες καθορίζουν τη δική τους ζωή, αλλά και των ανθρώπων που σχετίζονται μαζί τους. Ο Γιάννης Χρηστόπουλος είναι τραυματισμένος από την κακοποιητική συμπεριφορά της θετής του μητέρας, η οποία τον κάνει σκληρό, ίσως κυνικό και σίγουρα ανάλγητο. Ο Γιάννης Σαραντίδης εγκλωβίζεται στην ιστορία και τον έλεγχο που ασκεί η προσφυγικής καταγωγής οικογένειά του. Η υπερπροστατευτική προγιαγιά έλεγχε όσο ζούσε και στοίχειωνε μετά θάνατον τις ζωές των απογόνων της, θέτοντας αυστηρά όρια και περιορισμούς στον καθένα από αυτούς, αλλά και στις οικογένειές τους. Ο Γιάννης Καζανάς, με καριέρα σε ένα ιδιαίτερο κινηματογραφικό είδος, ανατράφηκε στον οδό Βενιζέλου από μια συντηρητική οικογένεια με καταγωγή από την Ήπειρο. Η σχέση των γονιών του δεν διέφερε πολύ από τη σχέση των παππούδων του, με τη διαφορά ότι οι μεν ζούσαν σε ένα απομακρυσμένο χωριό και οι δε σε μια μεγάλη πόλη. Ο ρόλος της γυναίκας συγκεκριμένος και περιορισμένος στα του οίκου, ενώ η δύναμη και η αξία του άντρα δεν απέρρεε από τις ικανότητες ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αλλά κυρίως από το γεγονός ότι γεννήθηκε άντρας. Ο Γιάννης Τσαλίκογλου έχασε τη μητέρα του όταν εκείνη πήδηξε από το μπαλκόνι του σπιτιού τους προσπαθώντας να ξεφύγει από τον πόνο και τη βία, ψυχολογική και σωματική, που έφερε στη ζωή της ένας γάμος που ποτέ δεν θέλησε. Τέλος, ο Γιάννης Μαυροειδής,, οδοντίατρος όπως ο πατέρας και ο παππούς του πριν από αυτόν, ήταν προορισμένος πριν ακόμη γεννηθεί να συνεχίσει την επαγγελματική και κοινωνική παράδοση της οικογένειας. Προσδοκίες και βάρη, διαγενεακά τραύματα, ψυχολογική ταύτιση με τους γονείς, κληρονομικές αξίες και πεποιθήσεις, οικογενειακά μοντέλα συμπεριφοράς καθορίζουν τη ζωή και τις επιλογές των ηρώων ακόμη και πριν τη γέννησή τους.
Πέρα όμως από αυτή, υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Διαβάζοντας προσεκτικά τις οικογενειακές ιστορίες των ηρώων ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά κομμάτια από την κοινωνική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Η πόλη, από το 1912 και μετά που ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος, μεγαλώνει, περνά από δύο Παγκοσμίους πολέμους, ενσωματώνει τους μικρασιάτες πρόσφυγες και εξελίσσεται δυναμικά. Στο βιβλίο παρακολουθούμε οικογενειακές διαδρομές από διαφορετικές κοινωνικές και γεωγραφικές αφετηρίες. Οι δύο οικογένειες έχουν μεγαλοαστική καταγωγή και οικονομική άνεση. Η τρίτη είναι προσφυγικής καταγωγής και αγωνίζεται για την επιβίωση και την ενσωμάτωσή της στη νέα πατρίδα. Η άλλη, με καταγωγή ηπειρώτικη, διατηρεί ζαχαροπλαστείο – γαλακτοπωλείο και με σκληρή δουλειά ανοίγει και δεύτερο μαγαζί στο Πανόραμα. Ο τελευταίος Γιάννης, του οποίου ο πατέρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χαριλάου (όπως και ο ίδιος), μπαίνει στο δημόσιο επί ΠΑΣΟΚ, εξασφαλίζοντας μια ζωή που προοιωνίζεται βαρετή μεν αλλά ανέφελη. Οι κοινωνικές και οικονομικές διαφορές, χωρίς να εξαφανίζονται, αμβλύνονται εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η προσωπική ζωή των ηρώων αλλά και η κατάσταση στη χώρα υπόσχονται ανάπτυξη και ασφάλεια για όλους. Το σκηνικό όμως ανατρέπεται γρήγορα και βίαια. Τόσο για τους ήρωες όσο και για τη χώρα.
Τελειώνοντας, πρέπει να πω ότι το βιβλίο, χωρίς να είναι αστυνομικό, έχει και μια τέτοια πλευρά. Δεν υπάρχουν ντετέκτιβ, έρευνες, καταδιώξεις και βία. Υπάρχει όμως ένα έγκλημα με το οποίο ξεκινά η αφήγηση και ένα άλλο που συνδέει τους ήρωες και τη μοίρα τους. Οι πέντε Γιάννηδες έχουν ένα κοινό μυστικό, το οποίο, όταν αποκαλύπτεται, ολοκληρώνει και την παρουσίαση των χαρακτήρων τους. Πριν μάθουμε για το έγκλημα που διέπραξαν δεν τους γνωρίζουμε καλά. Με τη διάπραξη του κοινού εγκλήματος αποκαλύπτεται η σκοτεινή τους πλευρά και έτσι πλέον στέκονται στα μάτια του αναγνώστη σχεδόν γυμνοί, χωρίς περιστροφές και χωρίς προφάσεις. Προς το τέλος του βιβλίου οι ανατροπές είναι μεγάλες και η αφήγηση λιτή και συγκλονιστική. Οι βεβαιότητες και η αλαζονεία υποχωρούν, συναντούν τη μοίρα και το αναπόφευκτο. Το καλό και το κακό διαπλέκονται, η γνώση και η άγνοια συμπλέουν και συνυφαίνουν την πραγματικότητα.
Το μυθιστόρημα Μπλε Άμμος διαβάζεται απνευστί, μέχρι την τελευταία σελίδα ο αναγνώστης μένει σε αγωνία, όχι μόνο για την αποκάλυψη του δολοφόνου αλλά για το τέλος της ιστορίας. Συνδυάζει την ένταση του αστυνομικού μυστηρίου με τις βαθιές ψυχολογικές αναζητήσεις των χαρακτήρων. Εξερευνά όχι μόνο το «ποιος» και το «πώς» της ιστορίας, αλλά κυρίως το «γιατί», εστιάζοντας στο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής και τις κρυφές πτυχές της ανθρώπινης συνείδησης. Εκείνο όμως που περισσότερο απ’ όλα μένει, κατά τη γνώμη μου, ως η τελική γεύση του βιβλίου είναι το βάρος του παρελθόντος. Οι ήρωες μεγαλώνουν, αλλάζουν, παίρνουν αποστάσεις από την οικογένειά τους και εξελίσσονται κοινωνικά, οικονομικά, επαγγελματικά, αλλά το παρελθόν τους, η ιστορία τους, τους κρατά δέσμιους και επανέρχεται με μια άλλη μορφή για να τους στοιχειώσει. Και αυτό το παρελθόν, αυτή η δυστυχισμένη συνείδηση που κουβαλά ο καθένας τους, δεν θεραπεύεται. Τους οδηγεί στο έγκλημα και καταστρέφει κάθε τους προσπάθεια να ζήσουν διαφορετικά από τους γονείς τους ή απλώς να ζήσουν.
(*) Η Ελένη Πασχαλούδη είναι ιστορικός
info
Αγγελική Κώστα, Μπλε Άμμος, Εκδόσεις Άνω τελεία, Αθήνα 2024